Η ΣΕΙΡΑ LUPIN, διασκευασμένη μεταφορά των περιπετειών του γνωστού κοσμοπολίτη απατεώνα, συζητιέται και αποκτά φίλους. Τη βρήκα απλώς συμπαθητική. Είναι όμως καλή αφορμή να θυμηθούμε τον άνθρωπο που ενέπνευσε τον λογοτεχνικό ήρωα Aρσέν Λουπέν.
Ο «αριστοκράτης λωποδύτης» βασίστηκε στον Aλεξάντρ Ζακόμπ, γνωστό ως Mαριούς Ζακόμπ. Γάλλος ιλεγκαλιστής, αναρχικός και διαρρήκτης, ο Ζακόμπ γεννήθηκε το 1879. Παιδί της εργατικής τάξης, 12 χρονών σαλπάρει, φτάνει στην Αυστραλία. Γρήγορα εγκαταλείπει τη ζωή του ναυτικού: «Είδα τον κόσμο, δεν είναι όμορφος». Πρόλαβε να μπλεχτεί και σε μια πειρατεία, πρακτική που απορρίπτει ως υπερβολικά βίαιη.
Γίνεται τυπογράφος, έρχεται σε επαφή με τον αναρχισμό, τυπώνοντας φυλλάδια του Κροπότκιν. Έφηβος ακόμα, ανατινάζει εκλογικές κάλπες κοντά στη Μασσαλία. Φυλακίζεται για έξι μήνες.
Μετά, αρχίζει τις κλοπές. Τρικ πρωτότυπα, τεχνάσματα με στυλ και χιούμορ: περισσότερες από 150 διαρρήξεις σε εκκλησίες και αρχοντικά. Το 1899, σε ηλικία 20 χρόνων, μεταμφιεσμένος σε αστυνομικό «κατέσχεσε» πολύτιμους λίθους από ενεχυροδανειστήριο της Μασσαλίας.
Ακολουθεί το μεγάλο σχέδιο: ληστεία στο καζίνο του Μόντε Κάρλο. Ο Ζακόμπ υποκρίνεται επιληπτική κρίση, ο συνεργός του αδειάζει την μπάνκα. Σύλληψη, 5 χρόνια φυλακή. Με υποκριτική μαεστρία παίζει τον διανοητικά καθυστερημένο, μεταφέρεται στο άσυλο και δραπετεύει.
Ο Ζακόμπ έζησε μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, φλεγόμενος θιασώτης του αναρχικού ατομισμού που θα επανέρχεται όλο τον εικοστό αιώνα, άλλοτε από τους καταστασιακούς και άλλοτε από τους «Λυσσασμένους» του 1968. Έτη φωτός τον χωρίζουν από τον συμπαθή ιλουστρασιόν Lupin του Netflix.
Μετά το 1900 αποκτά συνεργούς κομπάρσους, γίνονται η «συμμορία των νυχτερινών εργατών». Δεν θέλει όπλα, έχει τις μεταμφιέσεις: παπάς, αξιωματικός των Ουσάρων, πλούσιος κοσμοπολίτης. Γίνεται ο σκοτεινός ταξιδιώτης του σιδηροδρόμου, μετακινείται διαρκώς στην επαρχία, αδειάζει κατοικίες ιερέων, δικαστών και στρατιωτικών. Δεν πειράζει σπίτια αστών που παράγουν έργο χρήσιμο, γιατρών, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών. Και πάντα αφήνει σημείωμα με το ψευδώνυμο «Αττίλας» και ιδεολογικές χιουμοριστικές δηλώσεις.
«Στους ειρηνοδίκες κάνουμε πόλεμο» έγραφε στο σπίτι του δικαστή, «Παντοδύναμε Θεέ, βρες πάλι τους κλέφτες σου» στον καθεδρικό. Εκατόν πενήντα έξι διαρρήξεις σε τρία χρόνια. Μέρος της λείας πήγε στη χρηματοδότηση του αναρχικού Τύπου.
Πώς τελειώνει η διαρρηκτική καριέρα; Τον Απρίλιο 1903, στην Αμπεβίλ, σε επιχείρηση της αστυνομίας, στην οποία σκοτώθηκε αστυνομικός από συνεργό του Ζακόμπ. Ο Ζακόμπ και 23 συνεργοί του οδηγούνται στο κακουργιοδικείο της Αμιένης. Εκεί έδωσε τη μεγάλη του παράσταση. Αρνήθηκε να σηκωθεί όρθιος, να βγάλει το καπέλο, να ορκιστεί. Έκανε τους 156 μάρτυρες κατηγορίας αντικείμενο δημόσιου χλευασμού με λεπτομέρειες μειωτικές: πώς μπήκε στα σπίτια τους, τι έκλεψε.
Και μόλις ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιχείρησε να διαφυλάξει τις στοιχειώδεις συμβάσεις της αστικής δικαιοσύνης, αποβάλλοντάς τον από την αίθουσα, ο Ζακόμπ είπε απλά: «Εάν υπάρχει κλεψιά, είναι διότι υπάρχει πλεόνασμα απ' τη μια πλευρά και φτώχεια απ' την άλλη· διότι τα πάντα ανήκουν μόνο σε λίγους. Ο αγώνας θα εξαφανιστεί μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται την ευτυχία και τη λύπη τους, τον κόπο και τον πλούτο τους, όταν όλα θα ανήκουν σε όλους».
Ο 25χρονος ληστής έγινε το πρόσωπο των ημερών, η κοινή γνώμη είδε με συμπάθεια τον αναρχικό διαρρήκτη. Δημοσιογράφοι παρακολουθούν τη δίκη και μεταδίδουν λεπτομέρειες. Ανάμεσά τους ο Μορίς Λεμπλάν, που έγραψε τις περιπέτειες του «αριστοκράτη λωποδύτη Αρσέν Λουπέν» και τις δημοσίευσε σε συνέχειες σε λαϊκά έντυπα. Ένας λαοφίλητος λογοτεχνικός ληστής είχε γεννηθεί από τις ιστορίες του Ζακόμπ.
Το δικαστήριο δεν έδειξε την ίδια συμπάθεια: ισόβια καταναγκαστικά έργα. Μεταφέρεται στα 25 του στη Γουινέα, βυθίζεται στην κόλαση, ένας λαϊκός αντιήρωας στον μικρόκοσμο της φυλακής με σκληρούς κακοποιούς, χαφιέδες, συμμορίτες, διεφθαρμένους σωφρονιστικούς. Απομονώνεται, διαβάζει Σπινόζα, Νίτσε, Ντιντερό και ποινικό δίκαιο. Διαρκώς επιχειρεί να αποδράσει: τουλάχιστον 17 απόπειρες, επιπλέον 9 χρόνια κάθειρξη.
Ο διάσημος δημοσιογράφος Λοντρ συλλέγει υπογραφές για να κλείσουν τα κάτεργα της Γουινέας. Παράλληλα, ο Ζακόμπ προσπαθεί με δικαστικό αγώνα να μειώσει την ποινή του. Όταν αφήνεται ελεύθερος, έχει περάσει τα μισά του χρόνια στα υπερπόντια στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Επιβιώνει ως πλανόδιος πωλητής εσωρούχων και πλεκτών. Σχετίζεται ερωτικά με τη γραμματέα του Σελίν, είναι ο πρώτος που διαβάζει το χειρόγραφο Ταξίδι μέσα στη νύχτα. Στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου ενισχύει οικονομικά τους αναρχικούς. Σταδιακά αποσύρεται, δηλώνει «συνταξιούχος διαρρήκτης» ή «πρώην καθηγητής ποινικού δικαίου στο «Πανεπιστήμιο Καγιέν της Γαλλικής Γουινέας». Βυθίζεται στην κατάθλιψη, σχεδόν άπορος και ξεκομμένος από τον κόσμο, ζει σε μια καλύβα στο δάσος Σεν-Ντενί. Νιώθει μια κάποια δικαίωση όταν μαθαίνει ότι ετοιμάζεται η πρώτη βιογραφία του.
Τι άλλο να περιμένει στα 75; Ίσως έναν μεγάλο έρωτα. Τον νιώθει για τη Ζο, 55 χρόνια μικρότερή του. Περνάει μαζί της το καλοκαίρι του 1954 και αποχωρεί στις 25 Αυγούστου από τη ζωή με ενδοφλέβια ένεση. Ετοίμασε την αυτοκτονία του με κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήταν μία ακόμα ιδιοφυής διάρρηξη.
Ο Ζακόμπ έζησε μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, φλεγόμενος θιασώτης του αναρχικού ατομισμού που θα επανέρχεται όλο τον εικοστό αιώνα, άλλοτε από τους καταστασιακούς και άλλοτε από τους «Λυσσασμένους» του 1968. Έτη φωτός τον χωρίζουν από τον συμπαθή ιλουστρασιόν Lupin του Netflix.
ΥΓ. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από το σχετικό λήμμα του Yves Pagès (Ο αιώνας των ανατροπών, Λεξικό των κινημάτων αμφισβήτησης, Larousse, εκδ. Οξύ).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια