«Στην κουζίνα του εφηβικού πάρτι μυρίζει γυναικείο άρωμα αλλά και μια ανεπαίσθητη, διακριτική ιδρωτίλα, που πάει να πει πως μεγαλώσαμε. Τα αγόρια έχουμε καρφάκια, φοράμε στενό τισέρτ που κάτι γράφει και τζιν. Τα κορίτσια επιλέγουν φούστα με καλτσόν, είναι βαμμένα, έχουν δώσει στα μαλλιά τους όγκο. Χαζεύουμε το στήθος τους που μεγάλωσε, θέλουμε να το πιάσουμε, αλλά όταν μας τραβάνε να χορέψουμε μπλουζ μαζί τους, ντρεπόμαστε. Πίνουμε το πρώτο μας ποτό. Ursus με Sprite. Παίζουμε "μπουκάλα" και φιλιόμαστε στα πεταχτά. Κάποιοι δίνουν και το πρώτο τους φιλί με γλώσσα, οι υπόλοιποι θα περιμένουμε μέχρι του χρόνου. Να λες δεν πειράζει, θα 'ρθει άσπρη μέρα και για μας».
Κάπως έτσι ξεκινάει το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στο έτος 2002 και έχει ως επιλεγμένο –trend setter‒ τραγούδι το «Δεν έχω χρόνο» του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Ένα απόσπασμα που σίγουρα ξυπνάει διάφορες μνήμες σε πολλούς απ' όσους είμαστε εκεί γύρω στα 30.
Μνήμες γι' άλλους ευχάριστες και γι' άλλους σίγουρα δυσάρεστες (αφού το κορίτσι που αγαπούσες τότε τα είχε με έναν εξωσχολικό που εσύ δεν μπορούσες επ' ουδενί να ανταγωνιστείς γιατί σιγά που θα σε άφηνε η μάνα σου να πάρεις μηχανάκι).
Σκέφτηκα να επικεντρωθώ στο ελληνικό τραγούδι της εποχής μου, αλλά να το κάνω με έναν τρόπο μοντέρνο, προσωπικό και κάπως ανατρεπτικό. Καθώς διάλεγα τα κομμάτια, διαπίστωσα ότι μέσα σε αυτά καθρεφτιζόταν η ζωή μου και η Ελλάδα. Από τις σχολικές καταλήψεις μέχρι το «δωρεάν Ίντερνετ για όλους» του Σαμαρά και από το Facebook μέχρι το «Survivor». Kυρίως, όμως, για το ελληνικό τραγούδι ήθελα να μιλήσω.
Σε αυτό το μοτίβο κινείται πάνω-κάτω και ολόκληρο το βιβλίο «Οι ωραίοι έχουν χρέη» του Βύρωνα Κριτζά που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πρόκειται για μια ανθολογία με 45 σύντομα κεφάλαια αφιερωμένα σε ισάριθμα τραγούδια από το 1990 έως το 2017, όπου μπλέκονται προσωπικά και συλλογικά βιώματα, ποικίλες εμμονές και λοξές παρατηρήσεις, πασπαλισμένες με μπόλικες δόσεις ευφυούς (κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον) χιούμορ.
Με τον Βύρωνα είμαστε συνομίληκοι, έχουμε δηλαδή μόνο μερικούς μήνες διαφορά, κινούμαστε πάνω-κάτω στις ίδιες περιοχές, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ μέχρι σήμερα.
Τελειώνοντας, λοιπόν, το βιβλίο του, επιδίωξα να συναντηθώ μαζί του για να κάνουμε μια κουβέντα γύρω από τη μουσική, τη σχέση και την εξέλιξή της μέσα από την ελληνική κοινωνία και τις δεκαετίες που μας διαμόρφωσαν (και πια μαζεύτηκαν πολλές).
Συναντηθήκαμε σε ένα καφέ-εστιατόριο στα Εξάρχεια. Αυτός παρήγγειλε τσάι επειδή προσπαθεί να περιορίσει, όπως μου είπε, το αλκοόλ, εγώ μπίρα γιατί δεν θέλω σε καμία περίπτωση να το κόψω.
— Πώς σου ήρθε η ιδέα για το βιβλίο;
Μετά από ένα βιβλίο για τον Bob Dylan, ήθελα να γράψω για πράγματα που ήταν πιο κοντά μου – και χρονικά και από άποψη συνόρων. Σκέφτηκα να επικεντρωθώ στο ελληνικό τραγούδι της εποχής μου, αλλά να το κάνω με έναν τρόπο μοντέρνο, προσωπικό και κάπως ανατρεπτικό. Καθώς διάλεγα λοιπόν τα κομμάτια, διαπίστωσα ότι μέσα σε αυτά καθρεφτιζόταν η ζωή μου και η Ελλάδα. Από τις σχολικές καταλήψεις μέχρι το «δωρεάν ίντερνετ για όλους» του Σαμαρά και από το Facebook μέχρι το «Survivor». Kυρίως, όμως, για το ελληνικό τραγούδι ήθελα να μιλήσω.
Διέκρινα στους γύρω μου μια απαξίωση, ένα τεράστιο gap γνώσεων, μια τάση κανιβαλισμού αν θέλεις. Η δισκογραφία όπως την ξέραμε πέθανε, εντάξει, το ξέρουμε, αλλά το τραγούδι δεν μπορεί τίποτα να το σταματήσει. Ούτε καν τα γεροντίστικα αφιερώματα του «Στην υγειά μας».
— Γιατί γράφεις ότι το τραγούδι μάς εκπλήσσει σπανίως σε σχέση με άλλα είδη, όπως π.χ. ο κινηματογράφος;
Γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούω ενδιαφέροντα πράγματα. Μπορεί να φταίει που μεγάλωσα, δεν ξέρω. Έχουν μείνει κάποιοι που κρατάνε ζωντανή μια φωτιά, αλλά από καλλιτέχνες κάτω των 35 ετών δεν έχω ακούσει κάτι που να μου πάρει τα μυαλά τον τελευταίο καιρό. Πρόσφατα, μάλιστα, άκουσα μια κοπέλα που τραγουδούσε σαν τον Μουζουράκη. Είναι αυτό πρόοδος;
— Τι θα ήθελες να ακούσεις και δεν το ακούς δηλαδή από τη νέα γενιά των Ελλήνων καλλιτεχνών; Ψάχνεις κάποιον που θα μιλήσει για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, για τον έρωτα, για τη μοναξιά;
Ψάχνω αυτό που έψαχνα πάντα, έναν άνθρωπο που θα εκφράσει όσα σκέφτομαι και αισθάνομαι, αλλά δεν έχω τον τρόπο να τα πω.
— Δεν είναι λίγο υποκειμενικό αυτό;
Μα, μόνο υποκειμενικά μπορείς να εκφραστείς μέσα από την τέχνη. Δεν χρειάζεται να μιλήσεις ντε και καλά για όλους. Η προσωπική φωνή είναι αυτή που θα αντηχήσει στον συλλογικό νου.
— Τι έχει αλλάξει στο τραγούδι; Έχει γίνει στροφή προς το τυποιημένο και το πιο μαζικό;
Δεν υπάρχει πια το μεγάλο ρεφρέν που θα τραγουδηθεί απ' όλο τον κόσμο, είτε μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στην αρένα ενός σταδίου είτε για μια παρέα μαζεμένη γύρω από μια κιθάρα. Δες τι συμβαίνει και έξω. Το πρώτο όνομα αυτή την περίοδο είναι η Cardi B. Ε, αυτό είναι ένα άλλο είδος τραγουδιού που δεν βασίζεται στη μελωδία ούτε στον στίχο τόσο πολύ, κι ας τα λέει ωραία αυτή. Όλη η έμφαση δίνεται στον ήχο, στα vibes.
Την ίδια στιγμή συμβαίνει το εξής κουφό. Εκατομμύρια ανθρώπων ακούν μουσική από τα ηχειάκια του λάπτοπ ή του κινητού τους, χωρίς μπάσα, χωρίς τίποτα. Προσωπικά, περιμένω τον καλλιτέχνη που θα φτιάξει έναν δίσκο αποκλειστικά για κινητά. Γενικότερα, το τραγούδι έχει γυρίσει σελίδα τα τελευταία 2-3 χρόνια, παγκοσμίως.
— Και αυτό το θεωρείς καλό ή κακό; Ή μήπως είναι σημείο των καιρών;
Ούτε καλό ούτε κακό. Είναι αυτό που λες, σημείο των καιρών.
— Κάπου στο βιβλίο λες ότι στη μουσική το σώμα νίκησε το πνεύμα. Τι εννοείς;
Εννοώ ότι δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο θέαμα, στην εκτόνωση και στα live, παρά στα ίδια τα τραγούδια και τη δημιουργία. Ίσως επειδή εκεί υπάρχουν τα όποια λεφτά μπορεί να βγάλει ένας μουσικός σήμερα. Αλλά δες τι συμβαίνει και στην παγκόσμια μουσική αυτήν τη στιγμή που μιλάμε: η Cardi B πουλάει ένα δυνατό storytelling ως πρώην στρίπερ και τσαμπουκαλού νεοφεμινίστρια. Η Janelle Monae παίζει με την αμφισεξουαλικότητα. Ο Childish Gambino φτιάχνει ένα βίντεο για την οπλοκατοχή... Όλοι θίγουν μεγάλα θέματα, πολύ απλά γιατί η τέχνη τους από μόνη της είναι μικρή.
—Επισημαίνεις σε αρκετά σημεία τη λέξη «αυτοκριτική» όταν αναφέρεσαι στη μουσική. Θέλεις να το εξηγήσεις;
Αν υποθέσουμε ότι γράφουμε μουσική για να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας προς το καλύτερο, πρέπει πρωτ' από όλα να έχουμε τη διάθεση να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Για να γίνει, λοιπόν, αυτό χρειάζεται αυτοκριτική.
— Με ποια κριτήρια επέλεξες τα τραγούδια του βιβλίου;
Λειτουργούν ως αφορμές για να θίξω συγκεκριμένα θέματα της εκάστοτε εποχής, κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά. Επίσης, ήθελα και σοβαρά τραγούδια και «ελαφρά». Και «ψαγμένα», αλλά και σουξέ.
Ήθελα, με λίγα λόγια, να αντικατοπτρίζουν τα διάφορα πρόσωπα της Ελλάδας από τα '90s μέχρι σήμερα, από το πιο χυδαίο μέχρι το πιο διανοουμενίστικο, ας πούμε. Γιατί είναι λάθος να τα «κρύβουμε» αυτά τα πρόσωπα, να κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε. Παθογένεια υπάρχει και στο έντεχνο τραγούδι και στο «σκυλάδικο». Γιατί να μην τα θίξουμε και τα δύο; Γιατί να μη βρούμε και στα δύο αυτά είδη ό,τι όμορφο έχουν να μας δώσουν και να το αγκαλιάσουμε;
— Σε ενοχλει ο όρος «trash»;
Δεν μου αρέσει κανένας όρος που υποτιμά ένα είδος έκφρασης. Κάθε παρακλάδι της τέχνης ή ενός τρόπου έκφρασης έχει λόγο ύπαρξης. Είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας, καλύπτει μια ανάγκη τέλος πάντων. Είμαι υπέρ του «trash», αλλά ο όρος υποτιμάει αυτό που εγώ αγαπώ μέσα σε αυτό το είδος. Τα χρειαζόμαστε αυτά τα τραγούδια.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι είσαι 18 ετών και έρχεσαι από την επαρχία στην Αθήνα για να σπουδάσεις. Ένα βράδυ βγαίνεις ραντεβού με μια κοπέλα κι ένα άλλο βράδυ πας με τους κολλητούς σου στο στριπτιζάδικο. Πιστεύει κανείς ότι ο έρωτας, το δέσιμο δύο ανθρώπων, έχει την ίδια αξία με την καύλα του στριπτιζάδικου; Όχι βέβαια. Και το ένα και το άλλο, όμως, καλύπτουν μια ανάγκη, επομένως καλώς υπάρχουν. Δεν είναι σκουπίδια, είναι απολύτως χρήσιμα και σημαντικά με τον τρόπο τους.
Ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου είναι αυτή η περίφημη «ημερομηνία λήξης» του mainstream τραγουδιού. Στην πραγματικότητα, τα τραγούδια αυτά δεν έληξαν ποτέ. Ακούμε ακόμα πολλά τραγούδια από τα '90s που τότε θεωρούσαμε ότι σύντομα δεν θα τα θυμόταν κανείς. Όπου παίζει αυτήν τη στιγμή ο Μπίγαλης γίνεται χαμός. Γιατί μπορείς να κοροϊδεύεις κάτι και να το αγαπάς ταυτόχρονα!
— Πώς και επέλεξες για τίτλο το «Οι ωραίοι έχουν χρέη»;
Θεωρώ ότι περιγράφει με ειρωνικό τρόπο τη μοντέρνα Ελλάδα. Αν δεις και την εικονογράφηση που έκανε ο ζωγράφος Αχιλλέας Ραζής, φτιάχνοντας 10 εξαιρετικά έργα ειδικά για το βιβλίο, μαζί με το εξώφυλλο, θα τη διακρίνεις αυτήν την ειρωνεία. Πολλοί με ρωτούν αν ο τίτλος είναι αυτοβιογραφικός. Ωραίος δεν ξέρω αν είμαι, χρέη έχω σίγουρα, όπως όλος ο κόσμος. Ελπίζω με τα έσοδα από τις πωλήσεις να ξεχρεώσω (γέλια).
— Γιατί κατατάσσουμε τη μουσική σε είδη;
Για να συνεννοηθούμε, νομίζω. Ποτέ, όμως, δεν μπορούσα να πω ότι ξέρεις «εμένα μου αρέσει το ροκ ή η τζαζ κ.λπ». Δεν μπορείς να ονοματίσεις με μια λέξη αυτό που σου δίνει ένα τραγούδι ή ένας άνθρωπος. Για παράδειγμα, ο αγαπημένος μου Έλληνας καλλιτέχνης είναι ο Σαββόπουλος. Σε ποιο είδος ανήκει; Είναι έντεχνος; Είναι ροκ; Ανήκει στο «νέο κύμα»; Δεν μου λέει κάτι όλο αυτό. Μου αρέσουν οι καλλιτέχνες και τα τραγούδια που κινούνται πέρα από τα είδη.
— Τι είναι αυτό που συνειδητοποίησες κάνοντας αυτή την αναδρομή από το 1990 έως το 2017; Μιλάμε για σχεδόν 30 χρόνια.
Πολλά πράγματα. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένα κεφάλαιο, το «Απόψε θέλω παρέα», όπου μιλάω για τη σχέση μου με το Facebook. Καθώς το έγραφα, σκεφτόμουν ότι όσοι είμαστε γύρω στα 30 ζήσαμε τα εφηβικά της χρόνια χωρίς social media και YouTube. Έπρεπε να ψάξεις εσύ τις ειδήσεις, τα events, ακόμα και τα τραγούδια. Σήμερα, όλα αυτά υπάρχουν εκεί και προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή σου, να ξεχωρίσουν. Αυτό οδηγεί σταδιακά τους πάντες σε μια νέα χυδαιότητα. Eίναι το λεγόμενο clickbait.
— Όλες αυτές οι διαφορετικές φάσεις που πέρασε η Ελλάδα αποτυπώθηκαν στα τραγούδια που ακούγαμε και ακούμε;
Πιστεύω πως ναι. Όχι τόσο στους στίχους των τραγουδιών όσο στην ίδια τη μουσική βιομηχανία, η οποία κάποια στιγμή άρχισε να διώχνει κόσμο. Αυτήν τη στιγμή, ένας ευφυής, ταλαντούχος άνθρωπος πολύ δύσκολα θα επιλέξει να γράψει τραγούδια. Ο σημερινός Μίκης Θεοδωράκης μένει στην Αμερική και φτιάχνει mobile apps.
Δεν έχω αρνητική άποψη ούτε για τα «σκυλάδικα» ούτε γι' αυτούς που τα ακούνε. Για ένα μέρος της κουλτούρας αυτής ίσως, αλλά όχι για τα τραγούδια ή τον τρόπο διασκέδασης. Άλλωστε, όπως θα έχεις διαπιστώσει, η βλακεία και η κακογουστιά υπάρχουν σε όλα τα είδη.
— Από την άλλη, θα μπορούσε να προβάλει κάποιος ως αντεπιχείρημα ότι στις μέρες μας ένας ευφυής, ταλαντούχος άνθρωπος μπορεί να κυκλοφορήσει τη δική του μουσική και να την ανεβάσει στο Ίντερνετ μέσα σε πέντε λεπτά. Παλιότερα δεν θα μπορούσε να το κάνει τόσο εύκολα.
Τότε όμως υπήρχε ένα φίλτρο που δεν επέτρεπε να κυκλοφορούν τα πάντα. Δεν μπορούσε να βγάζει όποιος ήθελε, ό,τι ήθελε. Υπήρχε ένα φιλτράρισμα από τις εταιρείες, έστω και αν βασιζόταν κυρίως σε κριτήρια εμπορικότητας. Σήμερα, το να βγαίνουν τόσο πολλά τραγούδια ελεύθερα, τσάμπα, χωρίς να πληρώνεις για να τα ακούσεις και χωρίς να πληρώνεται αυτός που τα έγραψε έχει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά του.
— Όταν κάνεις αναδρομές σαν αυτή του βιβλίου είναι εύκολο να ξεφύγεις από την παγίδα που ονομάζεται «νοσταλγία για το παρελθόν»;
Θα σου πω κάτι πάνω σ' αυτό. Έβλεπα χθες βράδυ στο ΥouΤube μια συνέντευξη του Άκη Πάνου στη Μαλβίνα από το 1994. Ο Πάνου μιλούσε με μεγάλη στενοχώρια για το τραγούδι της εποχής εκείνης, έλεγε ότι βρισκόταν «στο έσχατο σημείο εξαθλίωσης». Κι όμως, την ίδια χρονιά βγήκαν δύο τραγούδια που υπάρχουν και στο βιβλίο: το «Άκου Μάνα» των Active Member και το «Μητέρα, συγγνώμη που δεν παντρεύτηκα εσένα» των Κατσιμιχαίων.
Παρότι ήταν σοφός άνθρωπος o Άκης Πάνου, νομίζω πως αυτά τα τραγούδια, ακόμη και αν τα είχε ακούσει, δεν θα ήταν σε θέση να τα εκτιμήσει. Ούτε την άνθηση του ελληνικού ροκ με τις Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά που συνέβαινε τότε. Όμως υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι, νεότεροι από εκείνον, που μπόρεσαν μέσα από αυτά τα τραγούδια να βρουν την ταυτότητά τους. Έτσι είναι και σήμερα.
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι το επίπεδο της μουσικής είναι χαμηλό και αναπολούν το χθες. Κάπου, όμως, υπάρχει και ένας 16χρονος που ακούει ένα τραγούδι του 2018 και μέσα σε αυτό βρίσκει μια φοβερή δική του αλήθεια, που εμείς οι μεγαλύτεροι δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε.
— Διαβάζοντας το βιβλίο, παρατήρησα ότι καταθέτεις την άποψή σου για διάφορα ζητήματα. Δεν αποφεύγεις, δηλαδή, να πάρεις θέση...
Μα, ναι. Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μια αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων. Είναι μια προσωπική μαρτυρία. Εγώ αυτά τα τραγούδια δεν τα άκουσα απλά, τα έζησα, με περιγράφουν, αλλά μπορώ και ο ίδιος να τα περιγράψω με τον τρόπο που τα κατάλαβα. Ωρίμασα μαζί τους, μέσα τους.
— Υπάρχουν διάφορα τραγούδια που συμπεριέλαβες στο βιβλίο και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «σκυλάδικα». Στρογγύλεψες καθόλου τις απόψεις σου γύρω από αυτά ώστε να μην προσβάλεις όσους τα ακούν και τους αρέσουν; Γιατί αντιλαμβάνομαι ότι τα δικά σου μουσικά γούστα είναι διαφορετικά.
Δεν έχω αρνητική άποψη ούτε για τα «σκυλάδικα» ούτε γι' αυτούς που τα ακούνε. Για ένα μέρος της κουλτούρας αυτής ίσως, αλλά όχι για τα τραγούδια ή τον τρόπο διασκέδασης. Άλλωστε, όπως θα έχεις διαπιστώσει, η βλακεία και η κακογουστιά υπάρχουν σε όλα τα είδη. Έναν άνθρωπο ο οποίος δουλεύει σκληρά όλο τον μήνα και όταν πληρωθεί θέλει να πάει στα μπουζούκια να ξεδώσει εγώ δεν μπορώ να τον κατηγορήσω. Πού να πάει να ξεδώσει δηλαδή; Δεν ξέρω αν στρογγύλεψα την άποψή μου... Αν προσπάθησα κάτι να κάνω, είναι να ασκήσω κριτική σε τραγούδια που θεωρούμε σοβαρά και ποιοτικά και ταυτόχρονα να υπερασπιστώ ορισμένα άλλα, που οι περισσότεροι τα κοροιδέυουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία τους.
— Και γιατί μπήκες σε αυτήν τη διαδικασία;
Γιατί είμαι πνεύμα αντιλογίας.
Info:
Το βιβλίο «Οι ωραίοι έχουν χρέη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Η πρώτη επίσημη αθηναϊκή παρουσίασή του θα γίνει στις 29/5 στο café του Public Συντάγματος.