ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΛΟΓΙΟΣ, ιστορικός και «ύπατος των φιλοσόφων», πρώτος υπουργός του Κράτους (παραδυναστεύων), φυσικός, θεολόγος και νομικός, μια πρωτεϊκή φιγούρα που δραπέτευσε από τα χρυσοποίκιλτες αίθουσες του Βυζαντίου για να συναντηθεί με την άχρονη συνάντηση της ωραιότητας με την ποίηση, ο Μιχαήλ Ψελλός είναι η απόδειξη ότι ο βυζαντινός κόσμος που τον διαμόρφωσε και τον έθρεψε δεν είναι αυτός που πολλοί φαντάζονται: παρουσιάζει μια ποικιλομορφία αντίστοιχη με τις συνθήκες που επέτρεψαν στον κορυφαίο αυτό διανοητή να αναδείξει τις λογοτεχνικές πτυχές της σκέψης του.
Πίσω από τον παιγνιώδη τόνο των κειμένων του, τα οποία συναρμόζουν μοναδικά την επιστημοσύνη με τη μεταφορά, λάμνει η ομορφιά ενός λόγου που λαμβάνει εξίσου σοβαρά τον μύθο με τη φιλοσοφική ακρίβεια. Γνωρίζοντας ότι το αυθεντικό μυστήριο είναι αυτό στο οποίο παραδίδεται με ευαρέσκεια το παγανιστικό πνεύμα, αλλά και εκείνο που δεν παύει να ερευνά ο λόγος και τα αναρίθμητα εργαλεία του, ο Ψελλός κατάφερε να συμφιλιώσει μοναδικά τη βυζαντινή παράδοση με τη σπάνια ομορφιά των αρχαιοελληνικών και νεοπλατωνικών κειμένων.
Όσο αντιφατικό και αν μοιάζει αυτό και παράδοξο, δεν παύει να είναι λειτουργικό, ειδικά αν το πρόσωπο που τα διασώζει είναι ένας δεινός ρήτορας και ποιητής, που καθρέφτισε το πρόσωπο του δημιουργού στο κείμενο με την ίδια ρώμη που το έκαναν οι δημιουργοί της νεωτερικότητας. Και αυτό όχι γιατί ήταν αυτός που ανέτρεψε τους βυζαντινούς κανόνες προμηνύοντας την έλευση της Αναγέννησης, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά ακριβώς γιατί αποτελούσε κατ' εξοχήν εκφραστή της εποχής του.
Είναι άκρως ιδιόμορφος ο τρόπος που ο Ψελλός συνέβαλε στο να αναβιώσουν οι προβυζαντινοί λόγοι στους οποίους είθισται να συγκαταλέγονται τα αρχαιοελληνικά κείμενα, η λουκιάνεια σάτιρα αλλά και ειδικά κείμενα που απευθύνονταν σε ένα πιο καλλιεργημένο κοινό, ανασυστήνοντας, μέσω αυτών, τον λογοτεχνικό του εαυτό.
Τουλάχιστον ο τελευταίος ισχυρισμός συνιστά τη βάση της εμβριθούς αναθεωρημένης μελέτης του καθηγητή βυζαντινής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και διακεκριμένου ερευνητή Στρατή Παπαϊωάννου για την ύψιστη αυτή προσωπικότητα, που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης με τον τίτλο «Μιχαήλ Ψελλός - Η ρητορική και ο λογοτέχνης στο Βυζάντιο». Σε αντίθεση, δηλαδή, με όλους όσοι θέλουν απλώς τον Ψελλό να απομακρύνεται ως μοναδικός νεωτεριστής από το πλαίσιο της εποχής του και να αναδεικνύεται σε ιδανικό αποσυνάγωγο, μια προμηθεϊκή φιγούρα ή ένα φιλόσοφο-βασιλιά που ενέπνευσε από τους ρομαντικούς, όπως τον Κόλεριτ, έως τους δικούς μας ποιητές σαν τον Σεφέρη, ο Παπαϊωάννου τον προσεγγίσει μέσα από το σχεδιάγραμμα των κοινωνικοπολιτικών επιρροών και συνθηκών που επικρατούσαν στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα.
Η δεδομένη επιτελεστικότητα της εποχής είναι που μετέτρεψε τα κείμενά του σε ένα ατελείωτο θέατρο μιας ιδιόμορφης αυτοπαρουσίασης με γενναίες δόσεις υπερβολής ενώ οι ρητορικές συνήθειες και τεχνικές –ακόμα και ο εντελώς χρησιμοθηρικός σκοπός κάποιων κειμένων– καθορίζονταν άμεσα από τα κοινωνικο-πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής.
Επιπλέον η δυνατότητα της πανοραμικής εποπτείας διαφορετικών επιστημονικών και ακαδημαϊκών αναλύσεων που έκαναν τον Ψελλό να διδάσκει από γραμματική και ομηρική ποίηση έως ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία και επιστήμες είχε άμεσα να κάνει με τον τίτλο του «υπάτου των φιλοσόφων» που απέσπασε ως δεσπόζουσα φιγούρα στην καρδιά των Βυζαντινών γραμμάτων. Αυτός ο τίτλος του χάρισε μια διεθνή φήμη πέρα από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας και τον μετέτρεψε σε αγαπημένο διαφορετικών πατρόνων και αυτοκρατόρων όπως του Μονομάχου, κάτι που βοήθησε την άμεση κοινωνική ανέλιξη. Εξου και ότι κατάφερε να ζει, για ένα μεγάλο διάστημα έναν βίο πλούσιο και τρυφηλό απολαμβάνοντας, σύμφωνα με την ομολογία του, πολυτελή λουτρά και έχοντας στην υπηρεσία του δούλους μάγειρες και υπηρέτες αλλά και φυσικά αμέτρητα βιβλία στα οποία αφιέρωσε κυριολεκτικά τη ζωή του «ζώντας γύρω από αυτά και τα άψυχα λόγια των συγγραφέων τους».
Ανάμεσα στα ποικίλα και ετερόκλητα κείμενα του Ψελλού –από φιλοσοφικά, ρητορικά-επιστολές, ομιλίες διαφόρων ειδών, κείμενα για τη διδασκαλία της τέχνης του λόγου, λογοτεχνικές κριτικές, αλλά και πιο εκλαϊκευτικά για το ευρύ κοινό– αναμφίβολα αυτό που ξεχωρίζει είναι η εμβληματική «Χρονογραφία» του (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και Άγρωστις).
Σύμφωνα, όμως, με τον Στρατή Παπαϊωάννου, είναι πολλά τα κείμενα που αποκαλύπτουν τους καινοφανείς του τρόπους, πάντα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης παράδοσης: για παράδειγμα είναι άκρως ιδιόμορφος ο τρόπος που ο Ψελλός συνέβαλε στο να αναβιώσουν οι προβυζαντινοί λόγοι στους οποίους είθισται να συγκαταλέγονται τα αρχαιοελληνικά κείμενα, η λουκιάνεια σάτιρα αλλά και ειδικά κείμενα που απευθύνονταν σε ένα πιο καλλιεργημένο κοινό, ανασυστήνοντας, μέσω αυτών, του λογοτεχνικό του εαυτό.
Κρατώντας αποστάσεις από τα δημοφιλή κείμενα της εποχής που, όπως έλεγε, απευθύνονταν σε «ιδιώτιδας ακοάς» ο Ψελλός εστίαζε στη δική του υποκειμενική αλήθεια και χάραζε τις δικές του ρητορικές ατραπούς που δεν υποτιμούσαν το ρητορικό είδος σε σχέση με τη φιλοσοφία αλλά αντίθετα το αναδείκνυαν.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με την καθεστηκυία πεποίθηση περί υπεροχής της φιλοσοφίας σε σχέση με τη ρητορική –βλέπε πατερικά και αγιολογικά συγγράμματα, Ιωάννη Δαμασκηνό κ.λπ.– ο Ψελλός, ειδικά στη «Χρονογραφία» του γίνεται ο πιο ευφάνταστος ρήτορας της εποχής.
Σε αυτό το μεγαλειώδες στις ανατροπές του κείμενο, που αποπνέει υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη αλλά και γνώση του των εργαλείων της αφήγησης, ο νεοπλατωνιστής Ψελλός αφήνει πίσω τη σεπτή κρίση και γίνεται ο λογοτέχνης/ποιητής/νάρκισσος δημιουργός –για πρώτη φορά άλλωστε μιλάει ανοιχτά για τον μύθο του Ναρκίσσου– ενώ είναι αυτός τελικά που θα έχει την περιπόθητη και αποκλειστική γνώμη για το δημιούργημά του.
Με άλλα λόγια, πίσω από τις πλείστες μεταφορικές υποδηλώσεις, πλατωνικής ως επί το πλείστον έμπνευσης και εφαρμογής, κρύβεται ο δημιουργός ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά λέει για τον εαυτό του, «αναμιγνύω τη φιλοσοφία και τη ρητορική μέσα στην ψυχή μου σαν σε δοχείο όπου νερώνουν το κρασί». Ακόμα και ο τρόπος που μιλάει για τους λίθους, τα βότανα και τα αρώματα θυμίζει έναν ευφάνταστο αλχημιστή που μπορεί αντίστοιχα να μεταφέρει αυτές τις ιδανικές ικανότητες στην καρδιά του κειμένου.
Δεν υποτιμά, στο σημείο, τον μύθο αλλά τον αποθεώνει εισάγοντας το μυστηριακό στοιχείο των πλατωνικών διαλόγων, τις αλλόκοτες μεταφορές του ερμητισμού, τις θεωρίες περί ελλάμψεως και θείας έμπνευσης, του ξεκλειδώματος των κειμένων από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο – ακόμα και τους περίφημους Χαλδαιικούς Χρησμούς που τον καθιστούν έναν ιδιόμορφο μυστικιστή, καθώς είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί τους παγανιστικούς τρόπους για να εξηγήσει, για παράδειγμα, ένα εδάφιο του άκρως δημοφιλούς τότε Γρηγόριου Νανζιανζηνού.
Θεωρώντας πως ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος, που ήταν άμεσες επιρροές του, είχαν αποδεχτεί την ευεργετική επενέργεια των Χρησμών αποπειράται, στο πλαίσιο των ιδιόμορφων καινοτομιών του, να χρησιμοποιήσει ένα κατά τα άλλα εχθρικό προς τη χριστιανοσύνη κείμενο για να ξεκλειδώσει κρυφά σημεία ενός θεολογικού κειμένου.
Κατ' ουσίαν, όμως, μιλώντας για άλλα κείμενα, όπως αυτά του Γρηγορίου, σύμφωνα με την εκδοχή του Παπαϊωάννου, φτιάχνει ένα δικό του ιδιότυπο ρητορικό σχήμα που αποπνέει μοναδική δύναμη και εγκαθιδρύει το αυτόνομο λογοτεχνικό προσωπείο – ιδού η δημιουργική κατασκευή του προσώπου/προσωπείου του ποιητή συγγραφέα.
Απευθυνόμενος, δηλαδή, στον Πόθο του Γρηγορίου είναι σαν να μιλάει για τον εαυτό του: «Αγαπημένε μου Πόθε, μην απορήσεις που, σε αντίθεση με τους προγενέστερους ρήτορες που περιέγραψαν ξεχωριστά το ύφος κάθε σοφιστή και φιλοσόφου (εκείνων των φιλοσόφων που φρόντιζαν τη γλωσσική τους έκφραση) ούτως ώστε να αποδώσουν την ομορφιά της λογοτεχνικής έκφρασης, εγώ ανέπτυξα το πλήθος και προσπάθησα να συγκεντρώσω ολόκληρη την τέχνη και τη δύναμη του λόγου σε έναν και μόνο άνδρα».
Στα μάτια του ξεπερνώντας τις όποιες οντολογικές αρχές ο Γρηγόριος –δηλαδή ο εαυτός του– ανάγεται στον απόλυτο δημιουργό, ένα είδος παντοκράτορα του κειμένου: «Αντί να παρουσιάσει λοιπόν τον ρήτορα Γρηγόριο ως θεόπνευστο, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, ο Ψελλός προτιμά να τον βλέπει ως ένα είδος συγγραφέα/θεού, ενός μεταφυσικού, υπερβατικού δημιουργού που λειτουργούσε πέρα από τους συνηθισμένους τρόπους μίμησης και έμπνευσης» γράφει χαρακτηριστικά ο Στρατής Παπαϊωάννου στο βιβλίο.
Απηχώντας τις πλατωνικές απόψεις για την παντοδυναμία του ρυθμού του κειμένου, της μουσικής και κατ' αναλογία με μεταφορά του Πρόκλου για τον κοσμικό χοράρχη ο Γρηγόριος βρίσκει τη θεία αρμονία που μόνο ένας πραγματικός, παντοκράτωρ δημιουργός μπορεί να καταφέρει. Με άλλα λόγια είναι ένας εμπνευσμένος και άκρως συνειδητοποιημένος ποιητής, κρυμμένος πίσω από τους πολλαπλούς συγγραφικούς, κοινωνικούς ή δημόσιους ρόλους, που ο ίδιος χάριζε στον εαυτό του. Ή όπως έγραφε χαρακτηριστικά, πολλά χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Πρόδρομος (1100-1170) σε ένα κείμενο που θαρρεί κανείς πως περιγράφει τον ίδιο τον Ψελλό ως ποιητή/δημιουργό: «Εκδιώχθηκε από την Πολιτεία του Πλάτωνα με μύρο και στέμμα στο κεφάλι του, αλλά μετανάστευσε στη βασίλισσα πόλη του Βυζαντίου με πολύ περισσότερη ευλάβεια στο πρόσωπό του».