Γεννήθηκα το 1939 στη Δημητσάνα της Αρκαδίας, ένα ιστορικό χωριό της Πελοποννήσου. Τόπος ορεινός, άγριος και βουνίσιος. Μεγάλωσα την εποχή του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Από τα παιδικά μου χρόνια μού έχουν αποτυπωθεί πολύ έντονα τραγικές εικόνες σκληρής βιαιότητας. Ο ξυλοδαρμός ήταν καθημερινή πρακτική στο χωριό. Χειροδικίες στο σπίτι, στη γειτονιά, όπως και στο σχολείο. Δεν τολμούσες να αντιμιλήσεις στον δάσκαλο και σε έδερνε χωρίς να φέρεις αντιρρήσεις. Ήμουν ο τρίτος από το τέλος μιας δωδεκαμελούς πολύτεκνης οικογένειας. Ήμασταν δέκα παιδιά: οκτώ αγόρια, δύο κορίτσια. Τη μητέρα μου δεν τη θυμάμαι ποτέ να κοιμάται. Μια βασανισμένη γυναίκα που βρισκόταν σε διαρκή κινητικότητα. Καταπιανόταν συνεχώς με δουλειές. Διέθετε εκείνη τη σοφία του αγράμματου. Πάντα λιτοδίαιτη, μια ζωή κρατημένη από τη θρησκευτική πίστη ‒άλλωστε ήταν μοναχοκόρη παπά‒, στην οποία με εντυπωσίαζαν διαρκώς οι ερωτικοσεξουαλικές της φαντασιώσεις. Ο πατέρας μου, μια λεβέντικη φυσιογνωμία, ήταν για κείνην ο ένας και μοναδικός άντρας της ζωής της. Στέρεες και δυνατές προσωπικότητες. Μαζί διατηρούσαν μια ταβέρνα ονόματι «Ο Γκιώνης», όπου πολλά βράδια στήνονταν γλέντια με χορούς και τραγούδια.
• Όταν ήμουν δώδεκα ετών, μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Όλα εξελίσσονταν μπροστά μου μέσα από τα μάτια ενός νεαρού χωριατόπαιδου που αφυπνίζεται σιγά σιγά σε μια Αθήνα που απλωνόταν και αλλοιωνόταν, για να χωρέσει όλους αυτούς που εγκατέλειπαν την επαρχία. Εκείνα τα χρόνια έκανα δουλειές του ποδαριού. Τα αδέρφια μου νοίκιαζαν τρία περίπτερα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Εκεί ανακάλυψα έναν άγνωστο κόσμο. Ως ένας ανυποψίαστος έφηβος ήρθα αντιμέτωπος με τα θετικά και τα αρνητικά, γιατί μην ξεχνάμε ότι οι περιπτεράδες, μαζί με τους θυρωρούς και τους ταξιτζήδες, ήταν χαφιέδες της αστυνομίας. Για μένα, τα πανεπιστήμια ήταν τα βιβλία μου. Έκλεβα χρήματα από το παντελόνι του αδερφού μου για να αγοράσω βιβλία από ένα υπόγειο στο Μοναστηράκι. Έκτοτε η ανάγνωση παραμένει το μεγάλο μου πάθος.
Θεωρώ ότι καίριο πλήγμα στο πολιτιστικό ρεπορτάζ έχουν φέρει τα γραφεία δημοσίων σχέσεων, τα επονομαζόμενα δελτία Τύπου και οι «κατά παραγγελία» συνεντεύξεις.
• Ο σκοπός είναι βασική προϋπόθεση για να επιτύχεις, γιατί όταν στοχεύεις ψηλά είναι σίγουρο ότι θα βρεις το μπόι σου. Έτσι κι εγώ, πάντοτε ήθελα να γίνω δημοσιογράφος ή συγγραφέας. Στη δημοσιογραφία μπήκα το 1964, έχοντας μια εμμονή στο πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Διέθετα πολύ μεράκι και αγάπη κι είχα ένα δέος γι' αυτό το επάγγελμα, αλλά και τους ανθρώπους του. Έως το 1967 εργαζόμουν στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Άμισθος τους πρώτους μήνες. Ο αρχισυντάκτης ήταν από την αρχή σαφής: «Είμαστε μια φτωχή εφημερίδα ‒ δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις χρήματα, γιατί δεν υπάρχουν». Ζήτησα, και μου έγινε η χάρη, να ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά. Και τότε βρέθηκα ανάμεσα σε μια σπουδαία παρέα. Ήταν κυρίως κινηματογραφιστές που είχαν σπουδάσει στο Παρίσι, κι επειδή δεν είχαν ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν ταινίες, βιοπορίζονταν γράφοντας κριτικές και κάνοντας μεταφράσεις. Ήταν η Τώνια Μαρκετάκη, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Φώτος Λαμπρινός. Και από δημοσιογράφους ο Φώντας Λάδης και η Βεατρίκη Σπηλιάδη. Εγώ ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές ‒ μέχρι και τσιγάρα τούς αγόραζα. Επίσης, ακολουθούσα τους δημοσιογράφους, παρατηρούσα και ρωτούσα λεπτομέρειες. Τον Ιανουάριο του 1965 με έβαλαν στο μισθολόγιο και σε περίπου έναν χρόνο, με την αποχώρηση της Μαρκετάκη και του Λάδη, και καθώς είχα μάθει όλη τη διαδικασία της έκδοσης, μου ανέθεσαν την ευθύνη των καλλιτεχνικών.
• Στη συνέχεια βρέθηκα στο εξωτερικό, λόγω χούντας, αρχικά στη Γαλλία και μετέπειτα στον Καναδά, όπου έμεινα μέχρι το 1973, ως συνεργάτης σε ελληνόφωνα έντυπα. Συνεκδότης με τον Φώντα Λάδη του περιοδικού «Τετράδιο» από το 1974 έως το 1976. Επίσης, στην «Αυγή» για έναν χρόνο (1974-1975) και στην «Ελευθεροτυπία» από την έκδοσή της, το 1975, μέχρι το 2011 ‒πάντα στα πολιτιστικά‒, ενώ για εφτά χρόνια, το διάστημα 1976-1983, ήμουν στο ρεπορτάζ της τηλεοπτικής εκπομπής «Παρασκήνιο».
• Ανήκω στους δημοσιογράφους που είχαν την καλή τύχη να εργάζονται στην «Ελευθεροτυπία» ‒όλοι ήθελαν να δουλέψουν σε αυτό το μαγαζί‒, δίπλα σε κορυφές της ελληνικής δημοσιογραφίας. Τότε ο κόσμος τούς γνώριζε από τα γραπτά τους και όχι από την εικόνα τους. Ήταν, κατά την εκτίμησή μου, τα καλύτερα της δουλειάς μας, πριν πάρει την κάτω βόλτα.
• Η «Ελευθεροτυπία» ήταν μια ανοιχτή εφημερίδα και μια προοδευτική απάντηση της εποχής. Φτιάχτηκε από ένα μείγμα ανθρώπων που προέρχονταν από τη «Μεσημβρινή», την «Απογευματινή», αλλά και δημοσιογράφων που συνέβαλαν πλήρως στην πολυφωνία της. Στον βαθμό που ήμασταν καλά πληροφορημένοι, η εφημερίδα μάς επέτρεπε να έχουμε διαφορετική άποψη. Ο εκδότης μας, Κίτσος Τεγόπουλος, έλεγε: «Κατά την κρίση σου». Δεν μας είπε ποτέ «μη γράψεις γι' αυτόν ή εκείνον». Ένας άνθρωπος συζητήσιμος, που σε άκουγε και έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανεξάρτητη γνώμη. Όταν, πολλές φορές, του έκαναν παράπονα γι' αυτά που έγραφα, μου έλεγε: «Ενημέρωσέ με κι εμένα, βρε παιδί μου, μη νομίζουν ότι δεν διαβάζω την εφημερίδα».
• Πολυάριθμα τα επιτεύγματα της «Ελευθεροτυπίας», το καινούργιο που έφερε στον ελληνικό Τύπο, τις «πρωτιές» και, κυρίως, την απέραντη αίσθηση ελευθερίας. Ειδικότερα για το τελευταίο, θεωρώ τιμή μου το γεγονός ότι ο μακροβιότερος διευθυντής της, Σεραφείμ Φυντανίδης, ο οποίος ούτε αυτός υπαγόρευε στους συντάκτες να γράψουν ή να μη γράψουν κάτι υπέρ ή κατά, στο βιβλίο του «31 αξέχαστα χρόνια» επικαλείται «τη δική μου μαρτυρία» για την ελευθερία που υπήρχε στην εφημερίδα. Φανταστείτε ότι το καλλιτεχνικό τμήμα, που είχα αναλάβει ως αρχισυντάκτης και στο οποίο έδινε τεράστια έμφαση η εφημερίδα, ήταν από τα πολυπληθέστερα, με είκοσι συντάκτες, δέκα ρεπόρτερ και δέκα κριτικούς, που κάλυπταν όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους. Περνούσαμε πολύ ωραία, ήμασταν μια οικογένεια. Περνώντας πρόσφατα από τα έρημα γραφεία στον Νέο Κόσμο με έπιασε μια μελαγχολία για τη δύση αυτής της εφημερίδας.
• Ως δημοσιογράφος, δεν μου άρεσε να αδικώ κάποιον. Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι προσφέραμε κάτι σε αυτό το πράγμα που λέγεται πολιτισμός. Δεν ήθελα να βγω στη σύνταξη ποτέ. Τη θεωρούσα προθάλαμο του θανάτου. Αλλά στην Ελλάδα όλα στηρίζονται στις μονάδες. Έτσι, αφού πέθανε ο Τεγόπουλος, «έφυγε» ο Φυντανίδης και κάποια στιγμή είδα και τη νέα ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, τη Μάνια Τεγοπούλου, να εισβάλλει ως οδοστρωτήρας, αποφάσισα να φύγω. Η μεγάλη μάστιγα σε αυτόν τον τόπο είναι οι μεσάζοντες και οι ανεπαρκείς κληρονόμοι.
• Φρόντισα να απέχω απ' όσους με έβλεπαν ως διεκπεραιωτή των δημοσίων σχέσεών τους. Δεν με ενδιέφερε ποτέ η δημοσιοσχετίστικη ειδησεογραφία και η κολακεία, αλλά η προβολή και η υπεράσπιση μιας καλής δουλειάς, η αποκάλυψη, το σχόλιο και η ψυχαγωγία. Θεωρώ ότι καίριο πλήγμα στο πολιτιστικό ρεπορτάζ έχουν φέρει τα γραφεία δημοσίων σχέσεων, τα επονομαζόμενα δελτία Τύπου και οι «κατά παραγγελία» συνεντεύξεις.
• Στις μέρες μας δεν υπάρχουν εκδότες σαν τον Τεγόπουλο, τον Λαμπράκη, τη Βλάχου, τον Μπότση, τον Κόκκα, τον Αθανασιάδη, που μόνο με εκδόσεις ασχολούνταν. Τώρα, στον χώρο των ΜΜΕ έχουν εισαχθεί κυρίως επιχειρηματίες, που χρησιμοποιούν τον Τύπο ως μοχλό πίεσης για τις δουλειές τους. Όταν διαθέτεις έναν τηλεοπτικό σταθμό, μια ποδοσφαιρική ομάδα και δυο εφημερίδες, προφανώς είσαι κυβέρνηση. Διαθέτεις τεράστια ισχύ, σε τέτοιον βαθμό που το τελευταίο πράγμα που σε ενδιαφέρει είναι η ενημέρωση.
• Η σημερινή εποχή είναι τελείως διαφορετική από τη δική μου. Διαφορετικά τα πρότυπα. Ελάχιστοι διαβάζουν έντυπα. Είναι δέσμιοι της υπερπληροφόρησης. Σήμερα όλοι δηλώνουν δημοσιογράφοι. Στα χρόνια τα δικά μου οι εφημερίδες ήταν δεκατέσσερις συν δύο αθλητικές. Σήμερα αποτελούν ένα ατέλειωτο σούπερ μάρκετ. Επιλέγεις την εφημερίδα ρωτώντας τον περιπτερά ποιες προσφορές συνοδεύουν την έκδοση. Μάλιστα, μου έκανε εντύπωση αυτές τις μέρες ότι έδιναν δώρο μάσκες. Αστειότητες. Και φυσικά όταν λες ότι είσαι δημοσιογράφος η πρώτη ερώτηση που σου κάνουν είναι «σε ποιο κανάλι δουλεύεις;». Χάθηκε το κύρος και η αίγλη του επαγγέλματος. Πάντα ήμουν μαθητής. Για μένα, η εφημερίδα αποτελεί ένα σχολείο. Και ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει συνείδηση της αποστολής του, να εκπαιδεύεται διαρκώς και να ξεχωρίζει για το δικό του, προσωπικό ύφος. Να μην εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα που του δίνεται να έχει τον τελευταίο λόγο.
• Κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής μου πορείας στην «Ελευθεροτυπία» υπήρξαν φορές που ζητήθηκε η απόλυσή μου. Για παράδειγμα, ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας άνθρωπος της προσφοράς, ο οποίος γνώρισε μια δόξα που ξεπέρασε τα στενά όρια αυτού του τόπου και έγινε από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς της Ελλάδας, είχε ενοχληθεί κάποτε γιατί υπερασπιζόμουν ένα νομοσχέδιο που έγινε νόμος αργότερα και αφορούσε τα πνευματικά δικαιώματα. Μάλιστα, είχε προχωρήσει σε παρεμβάσεις ακόμη και στη διεύθυνση της εφημερίδας, ζητώντας την απόλυσή μου. Επιπροσθέτως, γνωρίζοντας ότι έχω παντρέψει τον Γιώργο Νταλάρα, σημείωνε σαρκαστικά ότι «ευνοώ» τις κουμπαριές μου. Τότε είχα ένα «υστερόγραφο» στην εφημερίδα κι έγραψα: «Αν νομίζει ο κ. Χατζιδάκις ότι με το να γίνουμε κουμπάροι θα έχει καλύτερη μεταχείριση, ευχαρίστως να τον παντρέψω».
• Μια άλλη φορά, όταν εκδότης ήταν ο Θανάσης Τεγόπουλος, ήθελε με το ζόρι να μου φορτώσει στο τμήμα του καθημερινού φύλλου έναν γνωστό κριτικό τέχνης. Όμως δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη παρά τις ικανότητές του. Επίσης, ήμουν ενάντια στο να έχουν στήλη άνθρωποι που δεν είναι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Κάποια στιγμή με φωνάζει ο Φυντανίδης για να μου πει ότι ο Θανάσης Τεγόπουλος ήθελε να του παραχωρήσω μια σελίδα. Επέμεινα στη διαφωνία μου. Με καλεί στο γραφείο του ο Τεγόπουλος και εξακολουθεί να μου ζητά ‒και με αυστηρό ύφος‒ να δώσω μια σελίδα σε αυτόν τον κριτικό, για να σχολιάζει την επικαιρότητα ποικιλοτρόπως ως άλλος Μποστ. Του απάντησα «θα το κάνω μόνο αν με διατάξετε». Αργότερα με παραδέχτηκε ο Τεγόπουλος, αφού εκείνος ήταν από τους πρώτους που έφυγαν για να πάνε στον «Ελεύθερο Τύπο» όταν τον αγόρασε η Γιάννα Αγγελοπούλου.
• Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τεράστιες προσωπικότητες και να κάνω περισσότερες από 1.000 συνεντεύξεις. Δύο πρόσωπα που ξεχωρίζω στη διάρκεια των ετών είναι η Μελίνα Μερκούρη και ο Μίκης Θεοδωράκης. Η καλύτερη δημοσιογραφική αποστολή ήταν το ταξίδι στην Κούβα το 1981 και στη Νικαράγουα μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν τότε οι Σαντινίστας. Ζήσαμε μια αξέχαστη εμπειρία και γνωρίσαμε τον Φιντέλ Κάστρο. Ένα θηρίο, ο μεγαλύτερος επαναστάτης. Βγάλαμε φωτογραφίες μαζί του, γιατί κανείς δε θα πίστευε ότι τον γνωρίσαμε. Με τον Μίκη, φυσικά, δεν έλειψαν και οι εντάσεις μεταξύ μας με αφορμή δημοσιεύματά μου και υπήρχαν περίοδοι που κάναμε πολλά χρόνια να μιλήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναγνωρίζω το τεράστιο έργο του, την παρρησία του και τη διαύγεια της σκέψης του.
• Ο πολιτισμός ήταν πάντα στο πολιτικό περιθώριο. Στον τόπο μας οι σημαντικότερες αξίες θα έπρεπε να είναι ο πολιτισμός, ο τουρισμός και ο αθλητισμός. Καμία κυβέρνηση δεν νοιάστηκε για τον πολιτισμό, με εξαίρεση τη Μελίνα Μερκούρη, την ‒επί οκτώ χρόνια‒ πρώτη και μακροβιότερη γυναίκα υπουργό Πολιτισμού, επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Και αυτό χάρη στην προσωπική της αίγλη, διεθνώς. Από καταβολής του, το υπουργείο αυτό, που η Μελίνα το χαρακτήριζε «βαριά βιομηχανία» και έκτοτε το επαναλαμβάνουν πολλοί, σιτιζόταν, και εξακολουθεί να σιτίζεται, με τη μισή περίπου μονάδα του κρατικού προϋπολογισμού. Άκαρποι οι αγώνες της να φτάσει στη μία μονάδα ‒ «τότε θα μπορούσαν να γίνουν θαυμάσια έργα» έλεγε. Σε μια συνέντευξη που της είχα πάρει για την «Ελευθεροτυπία», το 1982, τον πρώτο χρόνο της ως υπουργού Πολιτισμού, μου είχε πει: «Εγώ πιστεύω ότι το υπουργείο Πολιτισμού, το θέλουμε - δεν το θέλουμε, παίζει έναν τεράστιο ρόλο στην προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό και πιστεύω ότι μπορεί και μεγάλα αιτήματα μεγάλης εθνικής σημασίας να προωθήσει».
• Παραμένω οπαδός της ρομαντικής αριστεράς, που, δυστυχώς, δεν υπάρχει σήμερα. Η αριστερά δεν είναι πλέον αυτό που ήταν κάποτε. Γνώρισα κατά καιρούς αριστερούς με δεξιά συμπεριφορά και δεξιούς με αριστερή αντίληψη. Στην ελληνική κοινωνία με δυσαρεστεί η απουσία αγωγής. Είμαστε ένας λαός ανάγωγων. Από τον ακατανόητο εκνευρισμό στις καθημερινές διαδρομές, το ύψωμα ενός τοίχου για να κόψει τη δική σου θέα, μέχρι την έλλειψη διάθεσης ευχαρίστησης και σεβασμού απέναντι στον άλλον. Ζούμε σε μια πόλη όπου δεν ξέρεις ποιος κατοικεί δίπλα σου. Κανένα ενδιαφέρον για τον διπλανό, μια αδιαφορία, αλλά και μια τάση για αποξένωση. Ωστόσο, την Αθήνα την αγαπώ, γιατί είναι το μέρος που μου έδωσε τη δυνατότητα να γίνω αυτό που ήθελα.
• Ποτέ δεν έκανα μεγάλη ζωή. Δεν πίνω, δεν καπνίζω και δεν οδηγώ. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα οφίτσια. Ήμουν πάντοτε χαμηλών τόνων. Στους ανθρώπους εκτιμώ την εντιμότητα, τη συνέπεια και το χιούμορ. Και στη ζωή θεωρώ ότι μετρούν πολύ οι φιλικές σχέσεις. Άλλωστε τους φίλους τούς επιλέγεις. Με ενοχλεί η αχαριστία. Και πληγώθηκα, κυρίως από ανθρώπους που βοήθησα. Αλλά δεν βαριέσαι...
• «Ποτέ δεν με απασχόλησαν τα αναπάντητα ερωτήματα: η ύπαρξη του Θεού, η μετά θάνατον ζωή. Δεν μπορώ να αποδείξω ούτε την ύπαρξη ούτε την ανυπαρξία τους» έλεγε η Έλλη Αλεξίου και το ασπάζομαι πλήρως. Σέβομαι την πίστη του άλλου, αρκεί κι ο άλλος να μη μου επιβάλλει αυτό που πρεσβεύει. Με τη σύζυγό μου, Μαρία, γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε στον Καναδά. Είμαστε μαζί 49 χρόνια και έχουμε αποκτήσει έναν γιο. Η ανοχή και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι το πολύτιμο μυστικό μιας πολυετούς σχέσης. Με τη γυναίκα μου δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ. Σήμερα δεν υπάρχει αποτύπωμα στις ανθρώπινες σχέσεις. Η ηλεκτρονική εποχή έχει αφανίσει τη μνήμη.
• Με τρομάζει η ανημποριά, η καθήλωση, το γήρας, η φθορά, αλλά όχι ο θάνατος. Για να θυμηθώ πάλι κάτι που έλεγε η «γερόντισσα» μου, Έλλη Αλεξίου: «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να "φεύγω". Δηλαδή, αν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη, θα το έβλεπα σαν ένα παράδοξο φαινόμενο: να μείνω αθάνατη για να κάνω τι;». Εξακολουθώ να γράφω, να γυμνάζομαι και να διαβάζω. Από αυτά αντλώ δύναμη. Εξάλλου τα δυσκολότερα χρόνια του βίου μου τα πέρασα συντροφιά με τα βιβλία. Έκανα περισσότερα απ' όσα ήθελα. Έμαθα ότι το πρώτιστο στην πορεία της ζωής μας είναι η ηθική ακεραιότητα, η ειλικρίνεια και η εντιμότητα. Και να είσαι χρήσιμος έναντι των άλλων.
Το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη «Για τέσσερις λόγους ‒ Ο Καζαντζάκης. Μια μητέρα. Αγάπη χειρόγραφη. Ένας γάτος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Το νέο τεύχος της LIFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ
σχόλια