ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ τελευταίες του συλλογές με πεζογραφήματα, την «Καταπακτή», την πιο καλογραμμένη κατά την άποψή του, ο Γιώργος Ιωάννου ομολογούσε τη λαχτάρα του ανοιχτά: θα ‘θελε οι αναγνώστες να συζητούν τα έργα του σαν να είχαν μόλις εκδοθεί, να στέκονται με στοχαστικότητα στις σημαδιακές του φράσεις, ν’ αντλούν απ’ αυτόν κουράγιο. Όχι να προσπερνούν, όπως έφτασε να κάνει ο ίδιος, τις απεγνωσμένες εκκλήσεις ορισμένων για μετά θάνατο αγάπη και προσήλωση.
Σχεδόν σαράντα χρόνια από τον δικό του θάνατο, τα βιβλία του Ιωάννου, γραμμένα σε μια κρουστή δημοτική, εμποτισμένη με χυμούς περασμένων εποχών, μπορεί να μην αγοράζονται από πλήθη, ούτε να πυροδοτούν δημόσιες συζητήσεις, αλλά εξακολουθούν να μελετώνται και να επανεκδίδονται. Η «Μόνη κληρονομιά» (1974) και ο «Επιτάφιος θρήνος» (1980), για παράδειγμα, συλλογές γραμμένες στην Αθήνα, με κείμενα που θυμίζουν περισσότερο διηγήματα παρά «πεζογραφήματα», μόλις ξανακυκλοφόρησαν από τον Κέδρο, στην 22η και την 9η έκδοσή τους αντίστοιχα, ενώ το έργο του διδάσκεται στα πανεπιστήμια κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους καταπιάνονται με τη γραφή.
«Είναι ο πεζογράφος που αυτοβιογραφήθηκε, μιλώντας ψιθυριστά, τρυφερά, εξομολογητικά για τους άλλους, συνθέτοντας τη μυθιστορία των ταπεινών».
Σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, η επίδραση του Ιωάννου είναι αισθητή σε αρκετούς πεζογράφους της περιφέρειας, «κυρίως στον Σωτήρη Δημητρίου, ο ωμός ρεαλισμός του οποίου είναι επενδυμένος με μια ποιητική και νοσταλγική υφή».
Γιος προσφύγων από την ανατολική Θράκη, ο κατά κόσμον Ιωάννης Σορολόπης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927, όταν πια και η τελευταία οικογένεια τουρκικής καταγωγής είχε αποχωρήσει από την πόλη. Στην «πρωτεύουσα των προσφύγων» μεγάλωσε και σπούδασε, στα δικά της κατηχητικά πέρασε την εφηβεία του, στους δικούς της λογοτεχνικούς κύκλους μαθήτευσε –Γ. Θέμελης, Ν. Γ. Πεντζίκης, Γ. Βαφόπουλος, Ντ. Χριστιανόπουλος– και τη δική της κυρίως ψυχή –μνημεία, ανθρώπους, συνοικισμούς– αποτύπωσε στο έργο του, παρόλο που από το 1971 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Λάτρης «μέχρι παραφοράς» της κλασικής γραμματείας, υπηρέτησε πάνω από τρεις δεκαετίες ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης (κι ας εκδιώχθηκε από το Κολλέγιο Αθηνών εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του), κι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, είτε με ποιήματα («Ηλιοτρόπια», 1954), είτε με τα βιωματικά, συνειρμικά πεζά του («Για ένα φιλότιμο», 1964), κριτικοί και συντεχνία τον έλουσαν μ’ επαίνους.
Η επίθεση του Δημήτρη Μαρωνίτη περί «επαρχιώτικης λογοτεχνίας» και η αντεπίθεση του Ιωάννου –λυσσαλέα, όπως αποτυπώθηκε και στο περιοδικό που έγραφε κι εξέδιδε ολομόναχος ο ίδιος, το «Φυλλάδιο»– θα συμβούν αργότερα, το 1977, λίγο πριν ο δημοφιλής πλέον συγγραφέας τιμηθεί με κρατικό βραβείο για το «Δικό μας αίμα», λίγο πριν νοσηλευτεί μετά από βαρύ τροχαίο στο ΚΑΤ, εμπειρία απ’ όπου προέκυψαν τα θυμωμένα «Πολλαπλά κατάγματα», το πιο αμφιλεγόμενο από τα γραπτά του.
Ο Μένης Κουμανταρέας, επιστήθιος φίλος του Ιωάννου, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο του στον τιμητικό γι’ αυτόν τόμο που κυκλοφόρησε το 2005 από τον Κέδρο, τον περιέγραφε ως «μια βαθιά διχασμένη φύση», ως έναν «αργοπορημένο Βυζαντινό στα χρόνια μας», έναν «ερευνητή των λεξικών που αποδελτιώνει μαζί με τη γνώση και τα ήθη των συγχρόνων του», έναν «λαϊκό βαθιά θρησκευόμενο που ερευνά μανιακά τον Καραγκιόζη», έναν «μοναχό με ένδυμα κοσμικού». Κι ακόμα, ως έναν «πρόσφυγα, γιο σιδηροδρομικού, που συνδιαλέγεται με διανοούμενους, μα που γουστάρει περισσότερο την παρέα του γιου του μπακάλη».
Στον ίδιο τόμο, η Μάρω Δούκα στο πρόσωπο του Γιώργου Ιωάννου αναγνωρίζει τον μόνο ίσως από τους σύγχρονους συγγραφείς που κατάφερε μέσα από τις αθόρυβες, στοχαστικές ιστορίες του να συνθέσει την τοιχογραφία του καιρού του. «Είναι ο πεζογράφος που αυτοβιογραφήθηκε, μιλώντας ψιθυριστά, τρυφερά, εξομολογητικά για τους άλλους, συνθέτοντας τη μυθιστορία των ταπεινών. Είναι από τους λίγους λειτουργούς που μας έρχονται από τα χρόνια εκείνα, όπου το κάθε πεζογράφημα, απολεπισμένο από τα ιδιωτικά οράματα και τον συγγραφικό ναρκισσισμό, εμπεριείχε μόχθο συλλογικό και αποτύπωνε ουσία. Κι είναι επίσης ένας ευφυής παραμυθάς που αξιώθηκε όσο ελάχιστοι να υποτάξει λειτουργικά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην αντικειμενική ιστόρηση, πλάθοντας ένα Εγώ λιωμένο στο Εμείς»…
Ας τον ανακαλύψουμε, λοιπόν, ή ας τον ξαναδιαβάσουμε.