ΟΤΑΝ Ο ΖΙΛ ΝΤΕΛΕΖ και ο Φελίξ Γκαταρί έστηναν τη δική τους ζωολογία ως ένα φιλοσοφικό αντι-σύστημα κατανομής όπου η ανεξέλεγκτη δράση των ζώων έδειχνε πολλά για τους τρόπους προσέγγισης, διάδοσης και εξάπλωσης, διέβλεπαν πως αυτή η μεταμορφωτική δύναμη που χαρακτηρίζει τα ζώα, αυτό το γίγνεσθαι-ζώο, θα βοηθήσει να βρούμε τους δικούς μας τρόπους μη παραστατικής προσέγγισης, πέρα από τις ταξινομήσεις που μας έχουν μάθει οι λογικές εξηγήσεις (βλέπε αρχαιοελληνική μαγεία, δύναμη της Κίρκης, απόκοσμα όντα όπως ο Κύκλωπας κ.λπ.).
Μια αντίστροφη κατάδυση σε αυτόν τον ανεξάντλητο ωκεανό των ζωικών αρχετύπων, που όμως δεν ξέρεις πού ακριβώς σταματά και πού αρχίζει, πραγματοποίησαν με τον δικό τους διαφορετικό τρόπο ο Ουμπέρτο Έκο και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, δείχνοντας πως ακόμα και η αρχή της ταξινόμησης μπορεί να διαθέτει τον δικό της μαγικό τρόπο ανατροπής των δεδομένων της αφήγησης.
Και να που η Ζωολογία του Χούλιο Κορτάσαρ, δηλαδή η συλλογή με τις ιστορίες του κορυφαίου Αργεντινού συγγραφέα, πολλές από τις οποίες τον έφεραν στην πρώτη γραμμή, έρχεται ποιητικά να ανατρέψει όλα όσα ξέρουμε για τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού, για τα ζώα που επιτίθενται και τους ανθρώπους που περιμένουν το δικό τους πλάσμα της φαντασίας να τους κατατροπώσει, να τους κατασπαράξει ή να τους οδηγήσει σε ένα άλλο ιδιαίτερο βασίλειο.
Με λίγα λόγια, μαγικό είναι όχι μόνο το διήγημα της «Κίρκης» αλλά καθένα από τη συλλογή που αποκαλύπτει τη μαεστρία της αφηγηματικής δύναμης του κορυφαίου Αργεντινού συγγραφέα, ο οποίος πλέκει το συμβολικό με το πραγματικό, την πιο απτή καθημερινή λεπτομέρεια με την πιο ακραία φαντασία.
«Πρόκειται για το σημείο εκείνο όπου ο άνθρωπος σχετίζεται με το ζώο γιατί δεν γίνεται ζώο χωρίς μια έλξη για την αγέλη, δηλαδή την πολλαπλότητα, επειδή ακριβώς αυτή κατοικεί μέσα μας», επέμεναν οι Γκαταρί και Ντελέζ.
Ο Κορτάσαρ το δείχνει αυτό με τον πιο εκφραστικό τρόπο, βάζοντας, για παράδειγμα, μια ζωντανή τίγρη να κατοικεί στο όμορφο εξοχικό των πλούσιων Ρέμας στην ιστορία «Ζωολόγιο» και κατά συνέπεια να απειλεί την ευρυθμία του σπιτιού, χωρίς όμως να ξέρεις αν πρόκειται για την πραγματικότητα ή για τη φαντασία των ενοίκων, κάνοντας τον πρωταγωνιστή του από το Γράμμα σε μια δεσποινίδα να ξερνάει κυριολεκτικά από το στόμα του όμορφα, χνουδωτά κουνελάκια ή αναγκάζοντας τους ήρωές του στο διήγημα «Κεφαλαλγία» να υποφέρουν από τη μεταδιδόμενη ασθένεια και από τους πονοκεφάλους που τους μεταφέρει ένα παράξενο είδος ζώων που φροντίζουν οι ίδιοι, οι λεγόμενες μανκούσπιες (πρόκειται για εφεύρημα του Κορτάσαρ που δεν θα υπάρχει σε κανένα λεξικό).
Όλες αυτές οι ζωώδεις, ή ζωικές καταστάσεις, ή οι διαφορετικοί τρόποι παρουσίας του ζωικού στοιχείου στην υποτιθέμενη ανθρώπινη κανονικότητα ωστόσο δεν είναι λιγότερο τρομακτικοί από τους ίδιους τους ανθρώπους που φτάνουν να είναι απειλητικοί για τον εαυτό τους πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ζώο: προτού φτάσει, δηλαδή, η τίγρη να κατασπαράξει κάποιον από τους ενοίκους του σπιτιού των Ράγιας στο Λος Ορνέρος ‒ακριβώς γιατί αυτή είναι η φύση της‒ θα έχουν φροντίσει οι ίδιοι οι ένοικοι του σπιτιού να απειλήσουν ο ένας τον άλλο με πιθανή εξόντωση, γιατί πόσο μεγάλο έγκλημα μπορεί να είναι για ένα παιδί το να πιει μια παγωμένη λεμονάδα σε μια «πράσινη καράφα όπως το αλογάκι της Παναγίας;».
Και όμως, η παραμικρή κίνηση που ξεφεύγει από την προβλέψιμη ροή των πραγμάτων μπορεί στις εξαιρετικά συμπαγείς αυτές ιστορίες του Κορτάσαρ να μοιάζει απειλητική για την εξέλιξη της ιστορίας ή για τη διασάλευση του κυρίαρχου status quo σε επίπεδο οικογενείας ή ολόκληρης χώρας (μην ξεχνάμε ότι οι αναφορές, κατά κύριο λόγο, παραπέμπουν άμεσα στην έσωθεν και στην έξωθεν επιβολή, ακόμα και στο πανοπτικόν κράτος του Περόν).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η απειλή δεν κατονομάζεται αλλά ξέρεις ότι υπάρχει και επικρέμαται σαν δαμόκλειος σπάθη, με τα μάτια να διερευνούν κάθε πιθανή κίνηση και τις αδιόρατες αιχμές να τρυπούν την ελάχιστη χαρά, απειλώντας να τη μετατρέψουν σε ένα αιματοβαμμένο θρίλερ. Ακόμα και τα αθώα κουνελάκια, που ο ήρωας άθελά του βγάζει από το στόμα του, μπορούν, όταν πολλαπλασιαστούν και γίνουν έντεκα ‒ούτε δέκα αλλά ούτε εννιά‒ λες και ο ελάχιστος αριθμός αρκεί για να απειλήσει όλον τον κόσμο, για να καταστρέψουν ένα ολόκληρο σπίτι στο οποίο κατοικεί ο ίδιος ως προσωρινός ένοικος.
Στη δε περίπτωση της Κίρκης από το ομώνυμο διήγημα, η πρωταγωνίστρια Ντέλια μπορεί να μη μετατρέπει τους μνηστήρες σε ζώα αλλά τους βλέπει να πεθαίνουν ‒το αν τους σκοτώνει αποκαλύπτεται στο τέλος του διηγήματος‒ όπως τα χρυσόψαρα στη γυάλα ή τις κατσαρίδες που τρομάζουν με την παρουσία της και φεύγουν.
Μόνος επιζών ο μνηστήρας της Μάριο που θέλει να δοκιμάσει την απαγορευμένη γεύση του έρωτα, τον οποίο συμβολίζει το ύποπτο σοκολατάκι που ξέρει ότι μπορεί να τον σκοτώσει. Αλλά ο καθρέφτης όπου καθρεφτίζεται εκείνη η μοιραία μάγισσα υπό το βάρος του διπλού θανάτου και του διαρκούς παιχνιδιού μεταξύ του θανάτου και της ζωής που χαρακτηρίζουν τις ιστορίες του Κορτάσαρ είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα ραγίσει γιατί το happy end είναι μόνο για αφελή παραμύθια.
Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν συμβαίνει στην περίπτωση κάθε δυνατού έρωτα που προϋποθέτει τη μαγεία ως απαραίτητο συστατικό της: «Έμειναν στην Ντέλια οι λεπτές μανίες, ο τρόπος της να χειρίζεται τα συστατικά και τα ζώα, η σχέση της με τα πράγματα απλά και σκοτεινά, η οικειότητα με τις πεταλούδες και τις γάτες, η αύρα της ανάσας της μέσα σε τόσο θάνατο. Της ορκίστηκε από μέσα του απεριόριστη στοργή, μια πολύχρονη θεραπεία σε ηλιόλουστα δωμάτια και κήπους μακριά από αναμνήσεις: μπορεί να μη χρειαζόταν να παντρευτούν, απλώς να παρατείνουν αυτόν τον ήσυχο έρωτα ώσπου εκείνη να μη βλέπει να τη ζυγώνει άλλος ένας θάνατος, άλλος ένας μνηστήρας, ο επόμενος στη σειρά για να πεθάνει».
Με λίγα λόγια, μαγικό είναι όχι μόνο το διήγημα της «Κίρκης» αλλά καθένα από τη συλλογή που αποκαλύπτει τη μαεστρία της αφηγηματικής δύναμης του κορυφαίου Αργεντινού συγγραφέα, ο οποίος πλέκει το συμβολικό με το πραγματικό, την πιο απτή καθημερινή λεπτομέρεια με την πιο ακραία φαντασία.
Ο μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης έχει κάνει πραγματικά θαύματα με τη μετάφραση, ειδικά στην πολύ δύσκολη ιστορία «Μακρινή», όπου ο Κορτάσαρ προσπαθεί να αποδώσει την έκρυθμη ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας του μέσα από αναγράμματα, παλίνδρομα και λογοπαίγνια, τα οποία άλλοτε μοιάζουν κωδικοποιημένα και άλλοτε αντίστοιχα με τις καταστάσεις που ενδεχομένως να βίωνε κάθε Αργεντινός που είχε μάθει να κρύβει ή να κωδικοποιεί τα λόγια του.
Εδώ, σε κάθε ιστορία, το απτό βίωμα μετατρέπεται αυτόματα σε αλληγορία, σε όλες τις ιστορίες στις οποίες το αίσθημα της ασφυξίας και του εγκλωβισμού είναι σχεδόν συντριπτικό, είτε πρόκειται για διαμερίσματα, είτε για εξοχικά, είτε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο ή ακόμα και μαντρί με τα παράξενα ζώα.
Η συλλογή ξεκινάει με το περίφημο «Κατειλημμένο σπίτι», το πρώτο διήγημα του Κορτάσαρ που έκανε τον Μπόρχες να τον αναγνωρίσει ως συγγραφέα και μάλιστα να το συμπεριλάβει στα Χρονικά του Μπουένος Άιρες, και συνεχίζεται με τη Μακρινή, όπου ακόμα είναι εμφανείς οι επιρροές του μεγάλου δασκάλου, αλλά και με την Κεφαλγία και την Κίρκη, όπου αναδεικνύεται με τον πλέον περίτρανο τρόπο η μοναδική, άκρως γοητευτική, ποιητική και συνάμα τρομακτική σφραγίδα του σπουδαίου μαέστρου Κορτάσαρ.
Εξαιρετικής, συμβολικής ομορφιάς διήγημα είναι το Λεωφορείο, όπου οι μοναδικοί επιβάτες που δεν κρατάνε λουλούδια, καθώς οι περισσότεροι κατεβαίνουν στον τερματικό σταθμό, σε ένα νεκροταφείο, είναι η νεαρή Κλάρα και ο άγνωστος επιβάτης, με τον οποίο νιώθει να μοιράζεται την έχθρα των υπολοίπων και μια κοινή οπτική σε έναν παράταιρο κόσμο.
Άλλωστε, όταν τα πράγματα φτάνουν σε σημείο να πρέπει να διαλέξεις μεταξύ άρνησης και υποτέλειας, ο Κορτάσαρ ξέρει ότι η λύση είναι μια καινούργια εκφραστική πνοή που δεν μπορεί να εξαντλείται στις ήδη ξεφτισμένες λύσεις που μας έχουν επιβάλει οι άνθρωποι και η οριοθετημένη λογική τους. Υπάρχει πάντα η διαφορετική γλώσσα των ζώων και η απόδειξη είναι το Ζωολόγιο, όπου η ζωή μπορεί να «είναι μια ανοδική κίνηση με ένα τελικό κλικ αλλά και ένας χαμηλός, λευκός και περίκλειστος ουρανός που μυρίζει λεβάντα στον πάτο μιας χλιαρής τρύπας».