«Να μην επαναπαύεσαι ποτέ στη φόρα που έχεις πάρει» έγραφε ο Αντρέ Ζιντ, θυμίζοντας στον εκάστοτε συγγραφέα ότι δεν πρέπει ποτέ να αρκείται στις δάφνες της εφήμερης δόξας του, αλλά να παραμένει διαρκώς σε εγρήγορση, σε (αυτο)αμφισβήτηση και κυρίως σε δυσπιστία όσον αφορά τους εύκολους δρόμους. Τουλάχιστον αυτό επαναφέρει ως καταστατική αρχή της δικής του ανήσυχης στάσης απέναντι στη λογοτεχνία ο Χούλιο Κορτάσαρ στα μαθήματα που παραδίδει στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ τη δεκαετία του ’80, όπου διαφαίνεται η δική του κοσμοθεωρία γύρω από το λογοτεχνικό κείμενο. Σε αυτά τα Μαθήματα Λογοτεχνίας, τα οποία μόλις κυκλοφόρησαν από εκδόσεις Opera σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη ‒ο οποίος μας έχει χαρίσει και την αριστοτεχνική μετάφραση του αριστουργήματος του Χούλιο Κορτάσαρ Κουτσό‒, ο Αργεντινός συγγραφέας μιλάει αναλυτικά για τη διαφορά του ρεαλιστικού κειμένου με το φανταστικό και την ενδεχόμενη ταύτισή τους, για την αντίθεση ρεαλιστικού έργου και στρατευμένου αλλά και για το χιούμορ, τη μουσική και το παιχνίδι ως κινητήριες δυνάμεις κάθε κειμένου. Ωστόσο, πάντα απευθύνεται στους φοιτητές με την παράφορη ορμή ενός προφορικού λόγου που σε καμία περίπτωση δεν προσδοκά να γίνει διδακτικός, αλλά, αντιθέτως, να τους κινητοποιήσει ώστε να προβληματιστούν πάνω στις ατραπούς που θα μπορούσε να ακολουθήσει ένας συγγραφέας ώστε να αξιοποιήσει τα βιώματά του, χωρίς όμως να φοβηθεί τη διαστροφή της φαντασίας και του αυτοσαρκασμού. «Το βασικότερο όπλο ενός συγγραφέα μυθοπλασίας», αναφέρει με περισσή ενάργεια προς τους φοιτητές του ο Κορτάσαρ, «δεν είναι το θέμα του ούτε το πώς το αναπτύσσει, καλά ή κακά, αλλά η ικανότητά του, η ιδιοσυγκρασία του, που του καθορίζει ν’ αφοσιωθεί στη μυθοπλασία αντί για τη χημεία: αυτό είναι το βασικό, θεμελιώδες και κυρίαρχο στοιχείο σε οποιαδήποτε λογοτεχνία στην ιστορία της ανθρωπότητας».
Εκεί που άλλοι νατουραλιστές συγγραφείς εκφράζουν τη δύναμη μιας κυριολεκτικής πραγματικότητας, ο Κορτάσαρ σηκώνει ψηλά το τσεκούρι του χιούμορ, δείχνοντας στους φοιτητές του ότι είναι αυτό που πάντοτε απειλεί τα ιερά και τα όσια, τις βεβαιότητες και τις σταθερές ενός κόσμου που δεν παύει, έτσι κι αλλιώς, να αλληλοαναιρείται και να προχωρά.
Μιλώντας για την ιδιοσυγκρασία, προφανώς αναφέρεται στην ανάγκη του συγγραφέα να διαθέτει τη δαιμονική φαντασία που θα τον βοηθήσει να δει τα πράγματα αλλιώς, αλλά ταυτόχρονα να είναι μεταφυσικός ως προς τα εσχατολογικά ζητήματα, εστιάζοντας δηλαδή στην πορεία του ανθρώπου ή στη μοίρα, όπως έκανε κι εκείνος με τον Διώκτη, το διήγημα που τον χαρακτηρίζει par excellence. Εν προκειμένω, ακόμα και όταν μιλάει για τα πιο ρεαλιστικά γεγονότα της ζωής του πρωταγωνιστή του Τζόνι Κάρτερ, που ταυτίζεται με τον Τσάρλι Πάρκερ, ουσιαστικά συναρμόζει το παιχνίδι της τυχαιότητας με την οντολογία της ύπαρξης, συμπλέκοντας φανταστικά στοιχεία με πραγματικά. Συνδέοντας δηλαδή το δικό του εσωτερικό βλέμμα με τις φαντασιώσεις του αγαπημένου του μουσικού, ο Κορτάσαρ παρατηρεί αυτό το φως που καταυγάζει τη μοίρα του καλλιτέχνη, ο οποίος «θέλει να παραδοθεί κάπου, ένα φως που αναζητά τρόπο ν’ ανάψει ή μάλλον σαν να είναι απαραίτητο να σπάσει ένα πράγμα, να το σκίσει από πάνω μέχρι κάτω σαν κορμό, μπήγοντάς του μια σφήνα και σφυροκοπώντας το μέχρι συντριβής. Και ο Τζόνι πια δεν έχει δυνάμεις για να σφυροκοπήσει τίποτα, κι εγώ ούτε καν ξέρω τι σφυρί θα χρειαζόταν για να μπηχτεί μια σφήνα που ούτε αυτήν μπορώ να φανταστώ». Αυτά γράφει ταυτίζοντας το τρίτο με το πρώτο πρόσωπο σε ένα απόσπασμα από τον Διώκτη.
Άλλωστε, δίνοντας το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Γουάιλντ αλλά και της Δίκης του αγαπημένου του Φραντς Κάφκα, προσκαλεί τους φοιτητές του να προβληματιστούν πάνω σε δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, όπου το φανταστικό μπλέκεται με το πραγματικό, επιμένοντας πως «ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία δεν μπορεί να κάνει χωρίς τη φαντασία, την έχει ανάγκη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο». Αλλά και το αντίστροφο: στην αναζήτηση μιας έκφρασης που προσπαθεί να τελειοποιήσει τον χαρακτήρα της, ο συγγραφέας πρέπει, σε τελική ανάλυση, να καταργεί τον εαυτό του, να τραβά, κατά κάποιον τρόπο, το χαλί κάτω από τα πόδια του, γνωρίζοντας πως η πραγματικότητα είναι αυτή που τελικά βάζει τρικλοποδιές στις ουτοπικές φαντασιώσεις. Μια λογοτεχνία που αναφέρεται μόνο σε πράγματα φανταστικά δεν μπορεί να έχει επαφή ούτε με τις ρίζες ούτε με τη βαθιά και ουσιαστική αλήθεια της.
Γι’ αυτό και ο Κορτάσαρ, μιλώντας από τη θέση ενός ερευνητή της λογοτεχνίας μάλλον αντί από αυτήν ενός διδάσκοντα, πότε ζητώντας από το χιούμορ να παραμερίσει το δράμα και πότε συμβιώνοντας με τα ανείπωτα ερέβη των πάντοτε συγκρουόμενων κόσμων του, πρεσβεύει ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει τον ρεαλισμό στον βαθμό που ζει και κινείται σε συγκεκριμένο κόσμο μεν, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνει και με τρόπο στρατευμένο. Ως παράδειγμα φέρνει το ρεαλιστικό του διήγημα Αποκάλυψη στο Σολεντινάμε, όπου αναφέρεται στο πραγματικό γεγονός της επίσκεψής του στην κοινότητα Σολεντινάμε, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Νικαραγουανός ποιητής Ερνέστο Καρδενάλ που είχε κινητοποιήσει τους κατοίκους να ζωγραφίζουν, γενικώς να εμπλακούν σε δημιουργικά έργα. Μέσα από ένα απόλυτα αντίστροφο σχήμα, ο Κορτάσαρ, χρησιμοποιώντας τη μεταφορά των πανέμορφων φωτογραφιών που τράβηξε από την κοινότητα, οι οποίες μετατρέπονται ξαφνικά σε απεικονίσεις μιας τρομακτικής πραγματικότητας, θέλει να μιλήσει για το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας κορυφαίων ποιητών αλλά και για τα καλυμμένα εγκλήματα που έκαναν απολυταρχικά καθεστώτα σε διαφορετικές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, όπως επιμένει, να είναι κανείς στρατευμένος ή κυριολεκτικός στην έκφρασή του για να μιλήσει για κάτι απτό ή πραγματικό με καθολικές συνέπειες, μπορεί να το κάνει με αντίστοιχα ισχυρό τρόπο μέσα από τη λογοτεχνική μεταφορά. Γιατί, όπως γράφει και στο διήγημα Ό,τι και να σκεφτείς, «αυτό φτάνει πάντα πριν από σένα τον ίδιο, σε προλαβαίνει και σ’ αφήνει πίσω».
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στο άλλο διήγημά του τον Αυτοκινητόδρομο του Νότου, το οποίο, όπως μαθαίνουμε από υποσημείωση του Κυριακίδη, ενέπνευσε το Weekend του Γκοντάρ, όπου ο Κορτάσαρ, με αφορμή το βιωματικό γεγονός της εμπλοκής του σε ένα μποτιλιάρισμα στη νότια Γαλλία, έγραψε ένα μυθιστόρημα για τις κοινωνικές συγκρούσεις, τους διαφορετικούς χαρακτήρες που συναπαρτίζουν μια κοινωνία. Εν ολίγοις, τίποτα δεν είναι δεδομένο για τη φαντασία ενός συγγραφέα που εμπνέεται από ένα θραύσμα της πραγματικότητας για να δημιουργήσει κάτι αξέχαστο και συνεκτικό, αφού «η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, πολύ πιο περίπλοκη από όσο μπορεί να φανεί σε ένα απλό στιγμιότυπο, σε μια απλή αφήγηση» ‒ και αυτό εναπόκειται στον αναγνώστη να το ανακαλύψει. Η υπαρξιακή σύγκρουση είναι αναφαίρετο δικαίωμα και όπλο του συγγραφέα, ενίοτε και επιβεβλημένο, αρκεί να μπορεί, ως ικανός αλχημιστής, να την κάνει να λειτουργήσει, αφήνοντας χώρο στη λογοτεχνία για να αναπνεύσει.
Εκεί, λοιπόν, που άλλοι νατουραλιστές συγγραφείς εκφράζουν τη δύναμη μιας κυριολεκτικής πραγματικότητας, ο Κορτάσαρ σηκώνει ψηλά το τσεκούρι του χιούμορ, δείχνοντας στους φοιτητές του ότι είναι αυτό που πάντοτε απειλεί τα ιερά και τα όσια, τις βεβαιότητες και τις σταθερές ενός κόσμου που δεν παύει, έτσι κι αλλιώς, να αλληλοαναιρείται και να προχωρά. Μιλώντας στους φοιτητές του Μπέρκλεϊ τη φορτισμένη ακόμα πολιτικά δεκαετία του ’80, ο Κορτάσαρ αναφέρεται διεξοδικά στην προσωπική του εμπλοκή σε κυρίαρχα κινήματα της εποχής, στις επισκέψεις του στην Κούβα του Κάστρο και στο περιστατικό της εκεί λογοκρισίας ενός βιβλίου του, αλλά πάντα στο μυαλό του έχει τον βαθύ σκεπτικισμό του alter ego του, του Ολιβέιρα, από το Κουτσό, ο οποίος προτίμησε τον εύθραυστο σολιψισμό του από τη βεβαιότητα μιας ξεκάθαρης πραγματικότητας. Και εκεί που, όπως ο ίδιος παραδέχεται, οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς επέμεναν στο δράμα, εκείνος πότισε τα βιβλία του με μπόλικες δόσεις μαύρου χιούμορ, αποκηρύσσοντας τα σίγουρα συμπεράσματα, όπως αυτά του Τόμας Μαν στο Μαγικό Βουνό, και προτιμώντας τον ρόλο του δυναμικού ερασιτέχνη: «Το τσακάλι ουρλιάζει, αλλά το λεωφορείο περνάει, πάντα θα είμαι ένας ερασιτέχνης, κάποιος που από κει κάτω αγαπά τόσο πολύ κάποιους, που μια μέρα συμβαίνει επίσης κι αυτοί να τον αγαπούν, αυτά είναι πράγματα ανώτερα κι από μένα, καλύτερα όμως να αλλάξουμε κουβέντα». Ευτυχώς έδειξε ότι το εννοεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.