ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΛΟΓΟ, το σκανδιναβικό νουάρ (Nordic/Scandinavian noir), ακόμα και όταν χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ του είδους, ασκεί μια μοναδική γοητεία, είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για μικρή ή μεγάλη οθόνη. Το κλίμα, το σκανδιναβικό σκοτάδι και, κυρίως, η ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών έχουν αναγάγει αυτό το γεωγραφικό subgenre σε πρωταγωνιστή στις προτιμήσεις του κοινού – με ισχυρό fanbase και στη χώρα μας.
Από κινηματογραφικά αριστουργήματα, όπως το Άσε το κακό να μπει του Τόμας Άλφρεντσον, μέχρι το απόλυτο εκδοτικό φαινόμενο που ακούει στο όνομα Τζo Nέσμπο ή την τριλογία του Στιγκ Λάρσον, τα παραδείγματα είναι πολλά – και οι περισσότερες προσπάθειες αμερικανοποίησής τους φαντάζουν εκ προοιμίου αποτυχημένες, σαν κανένας μη Σκανδιναβός να μην είναι ικανός να πιάσει την «ουσία» του φαινομένου.
Στο τηλεοπτικό μέτωπο, το «Killing» («Forbrydelsen») είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σειράς που συνέβαλε, στα τέλη των '00s, στη θεμελίωση της σχέσης του κοινού με το σκανδιναβικό μυστήριο. Η βραβευμένη με BAFTA δημιουργία του Δανού σεναριογράφου Σόρεν Σβέιστραπ, που έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 2007 στη δανέζικη δημόσια τηλεόραση, παρουσίαζε σε κάθε επεισόδιο ένα 24ωρο από την αστυνομική έρευνα μιας υπόθεσης φόνου. Η επιτυχία της σειράς οδήγησε, φυσικά, στο ομώνυμο αμερικανικό ριμέικ της Fox, που μετέφερε τη δράση, από την Κοπεγχάγη, στο Σιάτλ.
Κοφτή γραφή, γρήγορες και συνεχείς ανατροπές, η εντελώς κινηματογραφική χρήση του ενεστώτα στην αφήγηση και η μαεστρική δημιουργία ανατριχιαστικής ατμόσφαιρας υπόσχονται ένα page-turner για γερά νεύρα, που, όπως όλα δείχνουν, θα διαβαστεί πολύ φέτος το καλοκαίρι.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 2017, η πολυαναμενόμενη κινηματογραφική μεταφορά του Χιονάνθρωπου του Νορβηγού Τζο Νέσμπο στο Χόλιγουντ, με τον Μάικλ Φασμπέντερ στον ρόλο του θρυλικού ντετέκτιβ Χάρι Χόλε, έμελλε, δυστυχώς, να πέσει στο κενό, εισπρακτικά και καλλιτεχνικά – παρότι σκηνοθέτης ήταν ο προαναφερθείς Σουηδός Τόμας Άλφρεντσον και στη σεναριακή τριάδα περιλαμβανόταν και ο Σβέιστραπ, η παραγωγή ήταν μάλλον προβληματική εξαρχής και απέτυχε σε όλα τα επίπεδα.
Τώρα, όμως, φαίνεται πως ο Σβέιστραπ ανασύνταξε πλήρως τις δυνάμεις του για να συστηθεί στο κοινό εκ νέου, ως συγγραφέας αυτήν τη φορά (διακαής πόθος του απ' όταν σπούδαζε λογοτεχνία, στα τέλη των '80s), με το ντεμπούτο του, που τιτλοφορείται Ο Καστανάνθρωπος και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Βαγγέλη Γιαννίση.
«Συνειδητοποίησα ότι μου είχε λείψει να είμαι ο εαυτός μου, να μη βασίζομαι σε ηθοποιούς, παραγωγούς και σκηνοθέτες» έχει δηλώσει σχετικά με τη λογοτεχνική στροφή του, που μάλιστα συνέπεσε με μια κατάρρευση, λόγω άγχους, την περίοδο που έγραφε παράλληλα σενάρια για ταινίες και σειρές.
Η κούκλα του τίτλου, φτιαγμένη από σπίρτα και δύο κάστανα, δεν είναι άλλη από τη μακάβρια υπογραφή που αφήνει ένας serial killer δίπλα στα θύματά του στην Κοπεγχάγη. «Κάτι στην προσωπικότητα των Σκανδιναβών ταιριάζει πολύ με το crime novel. Είμαστε πολύ φιλόξενοι και πολιτισμένοι, αλλά δεν είμαστε οι πιο ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι στον κόσμο. Ακόμα κι αν η υπερθέρμανση του πλανήτη λιώσει όλο το χιόνι στη Δανία και στη Σουηδία, θα εξακολουθήσουμε να έχουμε αυτή την ισχυρή παράδοση» έχει σχολιάσει ο συγγραφέας σχετικά με την απήχηση του σκανδιναβικού νουάρ.
Κοφτή γραφή, γρήγορες και συνεχείς ανατροπές, η εντελώς κινηματογραφική χρήση του ενεστώτα στην αφήγηση και η μαεστρική δημιουργία ανατριχιαστικής ατμόσφαιρας υπόσχονται ένα page-turner για γερά νεύρα, που, όπως όλα δείχνουν, θα διαβαστεί πολύ φέτος το καλοκαίρι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια