Σελίδα 44. Όπου βλέπουμε όντως τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες με κρητική μαντίλα, στον Αερολιμένα Χανίων, το έτος 1984. Η ιστορία είναι πασίγνωστη στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ και οι εκδοχές της, όπως συμβαίνει με κάθε θρυλική ιστορία, είναι πολλές, όλες με δυνατούς κόκκους αληθείας. Η πιο θελκτική λέει ότι ένα μεσημέρι του 1983, ενώ συζητούσαν για την πιθανολογούμενη αυτοκτονία του Μπόρχες (βασιζόμενοι σε ένα πρόσφατο κρυπτικό κείμενό του), τρεις Έλληνες μπορχεσιανοί άκουσαν έναν τέταρτο Έλληνα μπορχεσιανό να αναφωνεί: «Ο Μπόρχες στον καθρέφτη!». Είναι περιλάλητη η σχέση του Αργεντινού μετρ με τα κάτοπτρα (όπως, άλλωστε, με τους λαβυρίνθους και το σκάκι) και το να δεις τον Μπόρχες στον καθρέφτη του Ζόναρς, ενόσω μιλάς γι' αυτόν που δεν τον έχεις δει ποτέ (ούτε κι αυτός, βεβαίως, καθόσον, σαν τον Όμηρο, τυφλός), είναι θαύμα θαυμάτων. Ο Μπόρχες πράγματι βρέθηκε στην Πανεπιστημίου εκείνη τη χρονιά και, το επόμενο έτος, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ στην Κρήτη, όπου και φωτογραφήθηκε φορώντας πράγματι την κρητική μαντίλα. Τον φωτογράφισε η σύζυγός του, η Μαρία Κοδάμα. Η φωτογραφία κοσμεί τη σελίδα 44 του εικονογραφημένου και πολυπρισματικού βιβλίου Μπεθ / Ένα κυλιόμενο αρχείο για τον Μπόρχες (εκδ. Πατάκη), που υπογράφει, για τρίτη φορά, ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης (Ρέθυμνο,1948). Ο οποίος περιγράφει τη συνάντηση με τον Μπόρχες στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», τον περίπατό τους στην πλατεία Συντάγματος, τις συζητήσεις τους, τον καφέ που ήπιαν στο κλασικό ζαχαροπλαστείο της Πανεπιστημίου. Σημειώνει ο Καλοκύρης: «Μιλάει αδιάκοπα. Πότε πότε σταματά να πιει μια γουλιά καφέ, λίγο νερό. "Το χαίρεται να μιλάει, ενθουσιάζεται" μας λέει συνωμοτικά η Μαρία. "Τι βρίσκεται από πάνω μας;" ρωτάει ο Μπόρχες. Του περιγράφουμε το ταβάνι και την αίθουσα του καφενείου. "Είχα προς στιγμήν την εντύπωση πως είμαστε en plein air" – και γύρισε την κουβέντα στον Δάντη. Δάντης και Μάρκο Πόλο, Δάντης και Όμηρος. Κάποια στιγμή περνάει έξω από το ζαχαροπλαστείο, απόμακρος, ο Μιχάλης Κατσαρός».
Σελίδα 52. Όπου βλέπουμε τον Μπόρχες στο Ρέθυμνο. Εκεί τον φωτογράφισε η Ελένη Καλοκύρη (η οποία τον είχε φωτογραφίσει και στην Πανεπιστημίου, το 1983, βλ. σ. 25 στο Μπεθ). Τον βλέπουμε σκασμένο στα γέλια δίπλα στον, επίσης σκασμένο στα γέλια, αείμνηστο ποιητή και μεταφραστή του Μπόρχες Τάσο Δενέγρη. Ναι μεν ισχύει ότι η ποίηση είναι η αμοιβαιότητα των δακρύων, αλλά ισχύει επίσης ότι όποιος δεν εκρήγνυται συχνά-πυκνά σε γέλωτες δεν μπορεί να είναι ευνοούμενος, και φορέας, της συγκίνησης. Ο Μπόρχες γελούσε, λοιπόν, και με το παραπάνω. Ομοίως και ο Δενέγρης. Ο Καλοκύρης αρχειοθετεί τα γέλια, γελώντας και ο ίδιος. Σημειώνει στο κείμενο «Αμφί πτερύγων ανέμων – Ημερολόγιο;/ Νυχτολόγιο;/ Με τον τρόπο του Γ.Σ.;/ Τις πταίει» (σσ. 53-65), όπου μιλάει για τη διάλεξη που έδωσε με θέμα τον Μπόρχες σε ειδικό συνέδριο στο Μπουένος Άιρες: «Στην αρχή αυτοσχεδίασα με βάση ένα ρεπορτάζ που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση: ρωτούσαν κόσμο στον δρόμο για τον συγγραφέα. Ένας ταξιτζής είχε απαντήσει με ετοιμότητα: "Ο Μπόρχες; Είναι ο Μαραδόνα της λογοτεχνίας!". Ο φιλολογικός πάγος της αίθουσας ράγισε».
Σελίδα 80. Όπου βλέπουμε τον συγγραφέα του Πιερ Μενάρ και του Ειρηναίου Φούνες, με τον αιώνιο λαιμοδέτη του και το μαύρο ή σκούρο γκρι κοστούμι του να χαμογελάει διάπλατα, πάλι στο Ρέθυμνο. Η φωτογραφία, αυτήν τη φορά, είναι της Μαργαρίτας Βασιλά. Το γέλιο του είναι απροσχεδίαστο, αυθόρμητο, παιδικό. Γελάνε και τα μάτια του μέσα στον λαβύρινθο του σκότους – ενός σκότους που επέτρεψε στον Μπόρχες να δει καλύτερα από κάθε άλλον συγγραφέα ότι η πρωτοπορία προϋποθέτει τη γόνιμη καταβύθιση στην παράδοση. Στην αμέσως επόμενη, την 81η σελίδα, ο Καλοκύρης μας πληροφορεί ότι η πρώτη δημοσίευση κειμένων του Μπόρχες στα ελληνικά «οφείλεται στον Ηρακλειώτη ποιητή και χαλκέντερο μεταφραστή Άρη Δικταίο (1919-1983)» και έγινε από τα ιταλικά! Το 1947, στο τεύχος 7 του περιοδικού «Κύκλος», δημοσιεύεται το ένα νεανικό ποίημα του Αργεντινού, που εμφανίζεται «ιταλοποιημένος» ως «Giorgio Luigi Borges»! Η ιστορία είναι μπορχεσιανή, καθότι στο κείμενο του Δικταίου για τον συγγραφέα μας «πρωταγωνιστεί» ο μάλλον ανύπαρκτος, ίσως μπορχεσιανά επινοημένος από τον Δικταίο, «Ιταλός μελετητής του Μπόρχες, Cesare Macari!». Η δεύτερη εμφάνιση του Μπόρχες στα ελληνικά γράμματα ήρθε το 1964, δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη, και οφείλεται στον Νάνο Βαλαωρίτη που μεταφράζει από τα αγγλικά το κείμενο Οι δύο που ονειρεύτηκαν και το δημοσιεύει στο θρυλικό περιοδικό «Πάλι». Μισό αιώνα και τρία χρόνια μετά, έχουμε στα χέρια μας όλα σχεδόν τα δοκίμια και τα πεζογραφήματα του Μπόρχες, μεγάλο μέρος των ποιημάτων του, «έναν εντυπωσιακό αριθμό εκδόσεων, σχολιασμένων λεπτομερώς ίσως όσο σε καμιά άλλη γλώσσα», όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Καλοκύρης.