Το σπίτι στην οδό Αμαλίας του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού ήταν θρυλικό. Ακόμα και σήμερα αναδίδει την αρχοντιά και τις συναναστροφές. Ο διακεκριμένος νευρολόγος-ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Παρισίων, και η συγγραφέας σύζυγός του Λητώ ξεκίνησαν μια παραμυθένια κοινή ζωή τη δεκαετία του 1930 και για πενήντα χρόνια υπήρξαν δραστήρια μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.
Γιατί ο Άγγελος Κατακουζηνός ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση επιστήμονα και διανοούμενου, ανθρώπου ενορατικού και ανοιχτού, σπουδαίου στην επιστήμη του και ασυμβίβαστου, πράγμα σπάνιο και στην Ελλάδα στην εποχή του.
Η γυναίκα του Λητώ έγραψε ένα βιβλίο που αυτήν τη φορά επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος –Ο Βαλής μου– και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από γεγονότα και σημαντικές στιγμές που έζησε το θρυλικό ζευγάρι: οι πρώτες απόπειρες ψυχανάλυσης του Εμπειρίκου προς τον Θεοτοκά, τα φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι με τον Σεφέρη, τον Τόμπρο, το πιάνο όπου πρωτοέπαιξε ο Μάνος Χατζιδάκις τον «Μεγάλο Ερωτικό», το νόμπελ του Οδ. Ελύτη, οι ατέλειωτοι καυγάδες για την καθαρεύουσα με τον Κατσίμπαλη, τα ευφάνταστα κοστούμια του Τσαρούχη για τα θρυλικά πάρτι μασκέ της εποχής, η πρώτη έκθεση ζωγράφικής του -άγνωστου τότε– Θεόφιλου στο σπίτι τους και αργότερα το στήσιμο του Μουσείου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη με τον Teriade, η 60χρονη φιλία τους με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, η επίσκεψη των William Faulkner, Marc Chagall και Alber Camus στην Ελλάδα.
Το βιβλίο της Λητώς Κατακουζηνού δεν είναι ένας τουριστικός οδηγός ξενάγησης σε έναν νεκρό κόσμο. Η ανεπιτήδευτη αφήγηση της Λητώς ζωντανεύει όχι μόνο στιγμές, χρόνια, γεγονότα και πρόσωπα ιστορικά, αλλά κυρίως αξίες και έργα που σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε να φωτίσουν το επόμενο βήμα μας, τα μεγάλα μας όχι και τις μικρές μας καταφάσεις.
Στην πραγματικότητα αφηγείται πώς μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων κατέκτησε την αυτοεκτίμησή της μέσα από βουνά δυσκολιών, ταξιδεύοντας στις πιο δύσκολες θάλασσες της Ιστορίας, με όπλα και κίνητρα τη δημιουργικότητα, την αγάπη, την αυθεντικότητα και την ανεκτικότητα. Αυτός ο αγώνας υπήρξε πολλές φορές άνισος, αλλά όσες φορές κερδήθηκε, ήταν γιατί υπήρξε πείσμα και ισχυρή θέληση από τους πρωταγωνιστές του, για μια ζωή που να μην είναι στενή, μικρόψυχη και καθ’ υπόδειξη….» γράφει ο Παρασκευάς Καρασούλος στον πρόλογο.
Ο διακεκριμένος νευρολόγος-ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Παρισίων, και η συγγραφέας σύζυγός του Λητώ ξεκίνησαν μια παραμυθένια κοινή ζωή τη δεκαετία του 1930 και για πενήντα χρόνια υπήρξαν δραστήρια μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.
Η 6η έκδοση συμπληρωθηκε και ενισχύθηκε με σπάνιο ανέκδοτο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό της περίφημης γενιάς του ’30, αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας από τη μουσειολόγο κι επιμελήτρια της Οικίας Κατακουζηνού, Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάκου, φωτογραφίες της ανακαινισμένης Οικίας Κατακουζηνού, καθώς και υπομνηματισμό και σημειώσεις που τεκμηριώνουν με τον καλύτερο τρόπο τα κείμενα της Λητώς Κατακουζηνού, σε επιμέλεια από τον ιστορικό-αρχειονόμο Ζήσιμο Συνοδινό.
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν παρελαύνει η πνευματική Ελλάδα με περιστατικά απίθανα, ο Μαλακάσης, ο Γκίκας, η γενιά του '30 και ο Σεφέρης, ο Γιώργος Παππάς, ο Εμπειρίκος και ο Θεοτοκάς, σε μια παρέλαση αναμνήσεων της Λητώς Κατακουζηνού που διασώζει μέσα από την αφήγησή της ένα ξεχωριστό κομμάτι της Ελλάδας.
Τα χρυσά νιάτα του Άγγελου Κατακουζηνού
Τα χρυσά νιάτα του Βαλή μου. Πόσο θα ’θελα να τα ’χαμε ζήσει μαζί. Να ’μουνα κι εγώ φοιτήτρια τότε... Στην αρχή στο Montpellier κι αργότερα στο Παρίσι. Στο Παρίσι. Αχ, και να ’μουνα η κοπέλα του, το κορίτσι του! Ν’ ανταμώναμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο, να φιλιόμασταν, να φιλιόμασταν σαν τρελοί δίχως να λογαριάζουμε κανέναν. Να τριγυρνάμε αγκαλιασμένοι, μεθυσμένοι από έρωτα σε τούτη την πόλη που λατρέψαμε κι οι δυο σαν την ομορφότερη του κόσμου! Όχι, αυτό το κομμάτι της ζωής του Άγγελου δεν είναι δικό μου. Ωστόσο δεν παραπονούμαι· τον είχα δικό μου σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια. Όμως τώρα λαχταρώ κι εκείνα του Montpellier και του Παρισιού. Τα θέλω και θα τα κάνω δικά μου ιστορώντας το κομμάτι αυτό της ζωής του. Ξέρω τόσα πολλά από τους καθηγητές του, τους φίλους του, τον Κατσίμπαλη, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τον Εμπειρίκο, τον Tériade, κι απ’ τον ίδιο τον Βαλή μου. Θα τα ξαναζωντανέψω λοιπόν γράφοντας κι έτσι θα τα ξαναζήσω κι εγώ, μαζί του αυτή τη φορά...
Τον βλέπω μπροστά μου, στο Montpellier, ν’ ακούει προσεκτικά τις παραδόσεις στο πανεπιστήμιο, να κρατάει σημειώσεις και να μελετάει μετά ολονυχτίς. Να κερδίζει την αγάπη και την εκτίμηση των καθηγητών και των συμφοιτητών του. Κι άλλοτε πάλι, στο Παρίσι, ύστερα από ώρες καταθλιπτικής δουλειάς στο νεκροτομείο, στα μαθήματα της Ανατομίας, να βγαίνει παρέα με τον Αιμίλιο Σχίζα, πλούσιο Κύπριο γλεντζέ, ωραίο άντρα και αγαπητό σ’ όλα τα σικ νυχτερινά κέντρα του Παρισιού, και να διασκεδάζει παρέα με ωραίες γυναίκες της νύχτας. Και δεν ζηλεύω. Όχι, δεν ζηλεύω. Γιατί όλα τούτα έγιναν πριν να ανταμωθούμε εμείς οι δυο, και σκέφτομαι πως ο Αιμίλιος Σχίζας πολλά χρόνια αργότερα, σαν αρρώστησα βαριά στο Λονδίνο, αποδείχτηκε ο πιο πιστός, ο πιο ευαίσθητος φίλος. Κι ας μην είχαν ξαναϊδωθεί με τον Βαλή από κείνα τα χρόνια. Με πόση συγκίνηση γράφω τούτη την ώρα το όνομά του, κι ας μην ξέρω καν πού βρίσκεται.
Η γενιά του ’30
Αλλά προπάντων βλέπω τον Βαλή στο Παρίσι να σεργιανάει τις νύχτες στα βουλεβάρτα παρέα με τη συντροφιά του Montparnasse, την περίφημη γενιά του ’30. Ο Βαλής ν’ απαγγέλλει Rimbaud, ο Γιώργος Κατσίμπαλης Παλαμά, ο συνθέτης και εκδότης της εφημερίδας Αγώνας Πέτρος Πετρίδης να μουρμουρίζει τη μελωδία μιας νέας σύνθεσής του, ο Σεφέρης ν’ αναλύει ποιήματα του T. S. Eliot, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας να βρίσκει τη χρυσή τομή σε κάποιο πρόβλημα αρχιτεκτονικής κι ο Βάρναλης να φωνάζει: «Τι χάνετε, βρε παιδιά, τις ώρες σας σε άσκοπες διαφωνίες και καβγάδες. Να, εδώ είναι η ζωή, κάτω απ’ τις φούστες των γυναικών». Και ν’ αρπάζει μια περαστική που του γυάλισε, να χάνεται μαζί της κάτω από μια αυλόπορτα κι ύστερα από λίγο, κεφάτος, να ξαναβρίσκει τη συντροφιά που βάδιζε αργά, συζητώντας. Κι άλλοτε, πάλι, βλέπω τον Βαλή ν’ ανεβαίνει σ’ ένα άγαλμα και να βγάζει πύρινους λόγους για την ανθρώπινη ψυχή, την ελευθερία του ατόμου, το Εγώ και το Υπερεγώ, για την τρέλα του ανθρώπου. Και στο πρώτο σφύριγμα του φοιτητή που φύλαγε τσίλιες, να το βάζουν με χάχανα στα πόδια προτού καταφτάσει ο αστυφύλακας. Τον βλέπω ακόμα να πετάει συχνά με τον LeBrix, τον άσο της αεροπορίας, οχτώ φορές ρέκορντμαν, τη δόξα της Γαλλίας. Τον LeBrix, που πέτυχε μαζί με τον Costes να κάνει αεροπορικώς τον γύρο του κόσμου, να εντυπωσιάζεται κάποιο βράδυ, όταν περαστικός από έναν ερημικό δρόμο είδε τυχαία τον Άγγελο να ρίχνεται μοναχός του πάνω σε τρεις κακοποιούς για να σώσει έναν άγνωστο άνθρωπο. Έτσι, ο νεαρός φοιτητής Άγγελος Κατακουζηνός γνωρίστηκε με τον διάσημο αεροπόρο που αυθόρμητα του πρόσφερε την ειλικρινή φιλία του. Συχνά, μάλιστα, καλούσε τον Άγγελο Κατακουζηνό στα νυχτερινά ξεφαντώματά του, περιτριγυρισμένος πάντα από τις ωραιότερες και πιο περιζήτητες γυναίκες της Πόλης του Φωτός. Όταν τον έπαιρνε για βόλτα με το αεροπλάνο του, δοκίμαζε νέες πολύ επικίνδυνες φιγούρες και παρατηρούσε ταυτόχρονα τις αντιδράσεις του νεαρού φίλου του. Τότε διαπίστωνε πως δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του και δεν έδειχνε την ταραχή και το χτυποκάρδι που σίγουρα θα ένιωθε εκείνη την ώρα.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο Κατακουζηνός δεν επεδίωξε ποτέ τη γνωριμία και τη συναναστροφή με διασημότητες, θα ’λεγα, μάλιστα, πως αυτό το απόφευγε συστηματικά. Το πρόσεξα σαν ζήσαμε μαζί. Μπορώ να πω πως, ίσως, παραξενεύτηκα με τη συγκρατημένη στάση του απέναντι στους ξένους επιστήμονες, καθηγητές, καλλιτέχνες, συγγραφείς που μας προσκαλούσαν συχνά στο σπίτι τους. Είχε μια φυσική αξιοπρέπεια και μια κάποια υπερηφάνεια που τον εμπόδιζε να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Αντίθετα, οι άλλοι επεδίωκαν πάντα τη συντροφιά του, ξεχώριζαν τα προτερήματά του κι έδειχναν με χίλιους δυο τρόπους τη φιλία τους και την αγάπη τους. Ωστόσο, για πολλούς στην Ελλάδα η απόσταση που κρατούσε ο Άγγελος Κατακουζηνός απέναντι στους κρατούντες θεωρήθηκε σαν αδυναμία που τον έβλαψε. Για μένα όχι. Η στάση του πήγαζε από τη δύναμη και την ακτινοβολία της προσωπικότητάς του.
Montpellier - Γιώργος Κατσίμπαλης
Το Montpellier, με το περίφημο πανεπιστήμιο, διάλεξε ο νεαρός Άγγελος για το πρώτο ξεκίνημά του. Κι είχε δίκιο. Όμορφη, ευχάριστη, κεφάτη, ηλιόλουστη φοιτητούπολη. Μεσογειακό κλίμα, ατμόσφαιρα οικεία, ιδανικός χώρος για σπουδές. Στο Montpellier υπήρχαν και πολλοί άλλοι Έλληνες σπουδαστές μεγαλύτεροί του, απ’ την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και αλλού. Ήταν οι απαραίτητοι αιώνιοι φοιτητές. Ωστόσο, όλοι τους αγκάλιασαν με πολλή στοργή τούτο το παιδάριο που συχνά τους έκανε τον έξυπνο και τους έμπαινε πολλές φορές στη μύτη. Του συγχωρούσαν, ωστόσο, τούτα τα καμώματα γιατί εκτιμούσαν την ντομπροσύνη του, τη χρυσή καρδιά του, τον λεβέντικο και θαρραλέο χαρακτήρα του. Κι έτσι, πάνω στο χρόνο, ο Άγγελος εκλέχτηκε παμψηφεί πρόεδρός τους. Ο Άγγελος πήρε πολύ στα σοβαρά το προεδριλίκι, διοργάνωσε μάλιστα και μια ομάδα ποδοσφαίρου που γρήγορα διακρίθηκε στους φοιτητικούς αγώνες και όπου ο ίδιος ξεχώρισε σαν άριστος παίκτης. Αυτά ώς την πρώτη εμφάνιση στο Café de France του Γιώργου Κατσίμπαλη, του κατά τον Henry Miller, «Κολοσσού του Μαρουσιού».
Να, πώς παρουσιάζεται σε ψυχογράφημα του Άγγελου Κατακουζηνού ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Διαβάστε ένα μέρος του: «Γιώργος Κατσίμπαλης! Η βροντερή φωνή ξάφνιασε τις φοιτητικές συντροφιές, σε απαρτία την ώρα εκείνη, τάραξε τον ρυθμό της στιγμής. Απότομα, τάβλι, σκάκι, μπιλιάρδο, χαρτιά σταμάτησαν, οι ζωηρές κουβέντες κόπηκαν, το βουερό καφενείο βουβάθηκε κι όλοι μας στρέψαμε το κεφάλι παραξενεμένοι. Η φιγούρα που είδαμε μας εντυπωσίασε βαθιά και μας προβλημάτισε. Ένας υψηλός, ρωμαλέος άνδρας έφραζε τη μεγάλη είσοδο. Στέρνο φαρδύ, πλάτες πελώριες, κοντά πόδια, κεφάλι αγέρωχο και ένας μαύρος επίδεσμος να κόβει λοξά το μεγάλο μέτωπο και να σκεπάζει το ένα του μάτι. Το άλλο μάτι, το γερό, μικρό, ζωηρό, έξυπνο, καχύποπτο, ευκίνητο, πονηρό, με το ασπράδι του να ξεχωρίζει έντονα, περιεργαζόταν ερευνητικά την ασφυκτικά γεμάτη μεγάλη σάλα. Η ματιά του σταμάτησε στη συντροφιά μας και έπιασε τη δική μου. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή η καλή μοίρα αποφάσιζε τι ρόλο θα ’παιζε στην κατοπινή πορεία της ζωής μας τούτο το πρώτο μας αντίκρισμα. Ωστόσο, ο αλλόκοτος αυτός άνδρας, με ύφος πομπώδες, προχωρούσε ανάμεσα στα τραπέζια, ενώ αμέτρητα μάτια καρφωμένα απάνω του τον περιεργάζονταν, κι ήρθε και στάθηκε στο δικό μας. “Γιώργος Κατσίμπαλης, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Αμυνίτης”, μας ξανασυστήθηκε, με φανερή έπαρση. Κι όπως εξακολουθούσαμε να μένουμε άφωνοι κι ασάλευτοι, πρόσθεσε μ’ ένα εγκάρδιο φιλικό γέλιο να διαδέχεται απροσδόκητα το αλαζονικό ύφος του: “Κι από σήμερα, φοιτητής της Νομικής. Συμφοιτητής σας, παιδιά!” Άρπαξε μια καρέκλα κι απρόσκλητος κάθισε στο τραπέζι μας. “Τραυματίας πολέμου”, είπε κάποιος ψιθυριστά κι ευθύς η είδηση πέρασε από στόμα σε στόμα σε όλες τις συντροφιές. Πολλοί σηκώθηκαν κι ήρθαν και στάθηκαν ολόγυρά μας κι άλλοι έστρεψαν τις καρέκλες τους προς το μέρος μας, τις έσυραν πιο κοντά. Έτσι εκείνο το δειλινό στο Montpellier, το περίφημο Café de France μέσα σε λίγη ώρα μετατράπηκε σε κυκλικό θέατρο για να βρει ο Κατσίμπαλης το πλατύ ακροατήριο που χρειαζότανε και ν’ αρχίσει την εκθαμβωτική του καριέρα, την καριέρα ενός μεγάλου ηθοποιού και παραμυθά. Γιατί, όπως μου ομολόγησε αργότερα, ώς τότε περιοριζόταν μόνο στη μικρή φιλική παρεούλα.
Κατάπληκτοι τον ακούγαμε να μας ιστορεί, σε θαυμάσια γαλλικά, άγριες μάχες σώμα με σώμα, βομβαρδισμούς, χαλασμούς, τορπιλισμούς, τόσο παραστατικά, που θαρρούσαμε πως τα ζούσαμε κι εμείς εκείνη την ώρα. Μεθούσε και ο ίδιος απ’ τα λόγια του παρασύροντας κι εμάς σε καταστάσεις απίθανες, τραγικές ή κωμικές.
Όπως όλοι έτσι κι εγώ, ο Βενιαμίν της συντροφιάς, τον παρακολουθούσα μαγνητισμένος. Ωστόσο, άθελά μου, σαν μελλοντικός ψυχολόγος, παρατηρούσα τις τρομερές αντιθέσεις που παρουσίαζε μορφολογικά. Ο πελώριος κορμός φανέρωνε άνδρα δυνατό, στιβαρό, τα δυσανάλογα πόδια παρουσίαζαν κάποια αδυναμία και το περήφανο κεφάλι του, γερό σαν λιθάρι, βρισκόταν σε απόλυτη αντίθεση με το λευκό λείο δέρμα που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του, την αρρενωπή μύτη και το φιλήδονο στόμα με τ’ ανύπαρκτα χείλη. Στα μικρά, λεπτά, σχεδόν γυναικεία, χέρια του διάβαζες τη μεγάλη, την αρρωστημένη ευαισθησία του. Μια ηδύτητα που ήταν χυμένη στο πρόσωπό του συχνά εξαφανιζόταν κάτω από ένα βλοσυρό και πολλές φορές αγριωπό ύφος.
Ωστόσο, η ώρα περνούσε και κανείς δεν έλεγε να το κουνήσει. Όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του. Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα. Κάτι μ’ ενοχλούσε. Εδώ, αναγκαστικά, πρέπει να πω πως οι Έλληνες φοιτητές, που ήσαν πάνω από εκατόν πενήντα, με είχαν εκλέξει πρόεδρό τους. Κι ας ήμουνα κατά πολύ νεότερός τους, κι ας τους έμπαινα στη μύτη κάθε τόσο. Κι αυτό γιατί είχα τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή με άριστα, σπουδαίο και σπάνιο κατόρθωμα για κείνη την εποχή, και άθελά μου το είχα πάρει απάνω μου. Τις συντροφιές, λοιπόν, συχνά εντυπωσίαζα αλλά και ενοχλούσα. παρ’ όλ’ αυτά, όμως, τους ήμουνα πολύ αγαπητός και με δέχονταν, ας πούμε, σαν αρχηγό τους. Και να που τώρα αυτός ο απίθανος τύπος είχε ανατρέψει όλη την κατάσταση. Ύστερα από την εμφάνισή του λέξη δεν είχα κατορθώσει να βγάλω από το στόμα μου. Η δυσφορία μου όσο πήγαινε και μεγάλωνε, όταν ξαφνικά τον ακούω να λέει: “Κύριοι, η καθαρεύουσα είναι πια ξεπερασμένη. Ψυχάρης...”.
Ε, αυτό πια πήγαινε πάρα πολύ. Πετιέμαι απάνω και του φωνάζω προτείνοντας το δάχτυλό μου κάτω από τη μύτη του: “Εσείς, που αρνείσθε την καθαρεύουσα, τη γνωρίζετε μήπως; Εάν ναι, τότε πείτε μου, ποιος είναι ο υπερσυντέλικος του ορώ;”
Ο Κατσίμπαλης, ξαφνιασμένος δυσάρεστα, έκανε έκπληκτος προς τα πίσω, γούρλωσε τα μάτια, αγρίεψε, πήγε να με κατακεραυνώσει, όταν ξαφνικά, αλλάζοντας διάθεση, ξέσπασε σε βροντερά γέλια, μέχρι που του ήρθαν δάκρυα στα μάτια και τελικά απάντησε συγκαταβατικά. “Ωπώπειν”. “Και ο παρακείμενος;” “Όπωπα”. “Ο υπερσυντέλικος του ακούω;” “Ηκηκόειν”. “Και ο παρακείμενος;” “Ακήκοα”. Ο Κατσίμπαλης, που είχε αρχίσει να διασκεδάζει μ’ όλη την υπόθεση, απαντούσε στο τάκα τάκα, κι εγώ να συνεχίζω ακάθεκτος χωρίς να υποπτεύομαι πως οι υπερσυντέλικοι και οι παρακείμενοι γίνονταν κρίκοι μιας αλυσίδας που θα μας έδενε σε μια φιλία ζωής. “Βρε νιάνιαρο, εξετάσεις μού κάνεις; Αρκετά κράτησε αυτό το αστείο”, με κόβει εκείνος απότομα και με αρπάζει από το δάχτυλο που συνέχεια κρατούσα κάτω από τη μύτη. “Πάρ’ το απόφαση, νεαρέ μου, η καθαρεύουσα είναι πια μια γλώσσα νεκρή. Σ’ το λέω εγώ, ο Κατσίμπαλης, και να με θυμηθείς”. Μπαρουτιασμένος μου έσφιξε το δάχτυλο τόσο δυνατά που βόγκηξα από τον πόνο. Και ευθύς αμέσως σε τόνο πατρικό: “Εγώ θα σου μάθω τη δημοτική, εγώ”, καλόκαρδα. “Έλα τώρα, παιδί μου, πάμε να φάμε γιατί πείνασα”. Και, κρατώντας με πάντα από το δάχτυλο, με πήρε μαζί του με το έτσι θέλω. Το χτύπημα που δέχτηκα, σαν φανατικός καθαρευουσιάνος που ήμουν τότε, με είχε συγκλονίσει. Τον μισούσα, μα και τον θαύμαζα, με εντυπωσίαζε και ταυτόχρονα με απωθούσε. Κι εκείνες οι αναπάντεχες εναλλαγές στην έκφραση και στη διάθεσή του με είχαν ζαλίσει. Τα είχα χαμένα. Έτσι, μηχανικά τον ακολούθησα. Μεγαλειώδης πετυχημένη έξοδος από τη σκηνή ενός μεγάλου ηθοποιού με τον νεοσύλλεκτο οπαδό μπροστά στα σαστισμένα μάτια του συνεπαρμένου κοινού. Και σκέφτομαι τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, τι θλιβερή που ήταν η τελειωτική έξοδος από τη ζωή του Γιώργου Κατσίμπαλη, με ελάχιστους, ελαχιστότατους φίλους να τον συνοδεύουν και να τον αποχαιρετούν στην αιώνια σιωπή...».
Στο παραπάνω κείμενο του Βαλή θα ’θελα να προσθέσω δυο λόγια για εκείνους που δεν γνωρίζουν την περίπτωση του Γιώργου Κατσίμπαλη. Βαθύς γνώστης της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, φαινόμενο μόρφωσης και «τέρας» γνώσεων, στάθηκε ο βιβλιογράφος της Ελλάδας. Εκδότης του περιοδικού Νέα Γράμματα, πρόβαλε το έργο του Παλαμά· έργο δικό του άλλωστε το Ίδρυμα Παλαμά. Από τους πρώτους που ύμνησαν το έργο του Σεφέρη, του Ελύτη και τόσων άλλων. Γνωστός σ’ όλη την υφήλιο από το βιβλίο του Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού.
Από κείνη λοιπόν τη μέρα ο Άγγελος δέθηκε με τον Γιώργο Κατσίμπαλη με μια φιλία ζωής. Όμως η παρουσία του Κατσίμπαλη δημιουργούσε πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους φοιτητές και οι καβγάδες ξανάρχισαν. Μια μέρα κάποιος Ελληνοαιγύπτιος φώναξε κάτι προσβλητικό για τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ο Άγγελος πετάχτηκε απάνω σαν κοκοράκι να τον υπερασπίσει και τον πήρε κι αυτόν η μπάλα. «Κάτσε κάτω, βρε νιάνιαρο», του φώναξε ο αιώνιος φοιτητής, «δεν φτάνει που σε κάναμε πρόεδρο, τώρα μας κάνεις και τον κάργα και υπερασπίζεσαι αυτόν τον αρχιψεύταρο που καμώνεται πως είναι τραυματίας πολέμου, ενώ έχει ένα απλό χαλάζι στο μάτι». («Φυσικά ο Γιώργος δεν είχε ποτέ ισχυριστεί πως είχε πολεμικό τραύμα, εμείς λαθέψαμε», εξηγεί στη συνέχεια του κειμένου του ο Άγγελος Κατακουζηνός). «Έλα έξω να χτυπηθούμε», του φώναξε έξαλλος ο Άγγελος, και τράβηξαν όλοι μαζί κατά την πλατεία. «Σ’ ευχαριστώ, Βαγγέλη», του ’λεγε ο Κατσίμπαλης καθώς βάδιζε πίσω του κραδαίνοντας ένα βούνευρο που είχε τελευταία αποκτήσει για να αντιμετωπίζει, τάχατες, τις επιθέσεις των φοιτητών. «Πρόσεξε, Βαγγέλη, γιατί είναι πολύ γερός και έχει τα διπλά χρόνια από σένα. Αλλά μη φοβάσαι, εγώ θα στέκω κοντά κι αν χρειαστεί θα επέμβω», τον ενθάρρυνε ο Κατσίμπαλης. Έκαναν κύκλο ολόγυρα οι φοιτητές και στη μέση οι δυο λεβέντες αρχίσανε τα γρονθοκοπήματα. Έφαγε ο Άγγελος της χρονιάς του, έδωσε, όμως, κι αυτός μπόλικες στον αντίπαλο. Κάποια στιγμή αρπάχτηκαν αγκαλιαστά, τώρα θα σκοτωθούν, σκέφτηκαν οι άλλοι κι ετοιμάστηκαν να τους χωρίσουν. Αλλά, πριν προλάβουν να επέμβουν, ο Αιγύπτιος είπε λαχανιασμένος: «Έλα, Κατακουζηνέ, φτάνει, σε παραδέχομαι, είσαι παλικάρι κι αυτά που είπα πρωτύτερα για τον φίλο σου τα παίρνω πίσω, άλλωστε δεν τα εννοούσα». Έτσι έληξε αυτή η μονομαχία. «Ξέρετε», έλεγε αργότερα στην παρέα ο Κατσίμπαλης, «εγώ δεν σήκωσα το βούνευρο γιατί με την τρομερή δύναμη που έχω μπορεί να σκοτώσω άνθρωπο και θα πάω βέβαια φυλακή». Και επειδή αυτό ο Γιώργος το επανέλαβε κάμποσες φορές σε ανάλογα περιστατικά, η παρέα αποφάσισε να γράψει ένα πρωτόκολλο τιμής που έλεγε τα παρακάτω: «Γιώργο Κατσίμπαλη, σήκωσε εσύ έστω και μία φορά το βούνευρο κι αναλαμβάνουμε εμείς να πάμε στη θέση σου φυλακή». Φυσικά, δεν χρειάστηκε αυτό να γίνει ποτέ.
Γιώργος Παππάς, ο αξέχαστος μεγάλος ηθοποιός
«Κατακουζηνέ, θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη», του είπε ο πρόξενος. «Άκου, παιδί μου, αύριο φτάνει στο Montpellier για να γραφτεί στη Γεωπονική Σχολή ένας νέος που ονομάζεται Γιώργος Παππάς. Είναι γιος της ποιήτριας Μυρτιώτισσας και ο πατέρας του, που υπηρετεί στο Υπουργείο Εξωτερικών, είναι φίλος μου. Με παρακάλεσε, λοιπόν, να φροντίσω με ιδιαίτερη προσοχή το γιο του. Δεν ξέρω, Κατακουζηνέ, γιατί, αλλά έδειχνε εξαιρετικά ανήσυχος για την παραμονή του γιου του εδώ. Σκέφθηκα μήπως είναι κανένας δειλός, ντροπαλός νέος, μήπως είναι αδύναμος, καχεκτικός. Λέω, λοιπόν, πως, αν ήθελες να πας με έναν-δυο φίλους σου στον σταθμό να τον παραλάβετε, αν του δείχνατε κάποια ζεστασιά από την αρχή, ίσως να ξεθαρρέψει το παλικάρι...» Το άλλο απόγευμα ο Άγγελος στήθηκε με δυο συμφοιτητές του στο σταθμό να παραλάβουνε το νιόφερτο, δειλό παλικάρι.
«Γιώργος Παππάς!» φώναζαν καθώς έφτασε το τρένο και άρχιζαν να κατεβαίνουν οι επιβάτες. «Παιδιά», τους είπε ο Άγγελος, «κοιτάτε να δείτε κανέναν μικροσκοπικό κακομοίρη νέο». «Γιώργος Παππάς!».
«Παρών, παρών», άκουσαν πίσω τους μια δυνατή φωνή και ένας ωραίος, ψηλός, κομψός και αεράτος νέος με ύφος χιλίων καρδιναλίων εμφανίστηκε μπροστά τους. Η παρέα τα έχασε, έμεινε άναυδη. Ωστόσο, ο Γιώργος Παππάς φυσικότατα έδωσε τις δυο πολυτελέστατες δερμάτινες βαλίτσες του στους δυο φοιτητές και έπιασε τον Άγγελο αλαμπρατσέτα. «Πώς λέγεσαι, νεαρέ μου;» «Άγγελος Κατακουζηνός». «Θαυμάσια, βυζαντινό όνομα, ωραία αρχίζουμε. Και τώρα, φίλοι μου, οδηγήστε με στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης». Και προχώρησαν μαζί, ενώ οι άλλοι δυο ακολουθούσαν με τις δυο βαλίτσες, μηχανικά, σαν αχθοφόροι.
Έως ότου να συνέλθουν και να αντιδράσουν, φτάσαν στο «Metropole» που ήταν ακριβώς απέναντι από τον σταθμό. «Με συγχωρείτε, παιδιά, ήμουνα ζαλισμένος από το ταξίδι, με συγχωρείτε», τους είπε ο νιόφερτος με το πιο γοητευτικό χαμόγελο του κόσμου και τους πήρε ευγενικά τις βαλίτσες από τα χέρια. «Σας ευχαριστώ για το καλωσόρισμα και το βράδυ σας προσκαλώ και τους τρεις να φάμε μαζί στο καλύτερο ρεστοράν που εσείς θα μου υποδείξετε. Εντάξει;» Πώς να μην είναι εντάξει με αυτή τη μαγευτική προσωπικότητα που τους κατέκτησε με το πρώτο; «Εντάξει», είπαν και οι τρεις κατενθουσιασμένοι. Ο Γιώργος Παππάς, φυσικά, σαγήνεψε τους πάντες στο Montpellier. Ήταν ωραίος, γελαστός, καλόκαρδος και είχε απάνω του κάτι το πολύ τραβηχτικό. Αυτό που τον έκανε αργότερα τον ομορφότερο και γοητευτικότερο ηθοποιό της Αθήνας. Πόσες και πόσες γυναικείες καρδιές δεν χτύπησαν τρελά για χάρη του! Γράφτηκε ευθύς στη Γεωπονική Σχολή, δεν πάτησε, όμως, ποτέ το πόδι του εκεί. Περνούσε τις ώρες του παίζοντας χαρτιά στο Café de France και αλωνίζοντας ανάμεσα στις ωραίες του grueries, σε ένα ξεχωριστό σαλόνι όπου σύχναζαν οι φιλενάδες των πλουσίων αμπελουργών, που ήταν όλες ξετρελαμένες μαζί του. Συχνά τα βράδια τις συνόδευε και στο καζίνο του Palavas. Και μια που το μηνιάτικο του πατέρα του δεν έφτανε, πλασάριζε μετοχές, και τα κατάφερνε μια χαρά. Με τον Άγγελο, παρ’ όλο που ήταν τόσο διαφορετικοί, είχε μια σχέση πολύ φιλική. Συχνά μάλιστα παρατούσε τα γλέντια του για να κάτσει με την παρέα του Άγγελου και να τους απαγγείλει ποιήματα. Και τότε όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.
Ο Άγγελος στο μεταξύ προχωρούσε θαυμάσια στις σπουδές του. Είχε κατακτήσει και τους Γάλλους συμφοιτητές του και συχνά τις Κυριακές τον καλούσαν στις βίλες τους να παίξουν μαζί τένις στα ιδιόκτητα γήπεδά τους. «Οι αδελφάδες και ξαδελφάδες τους έπεφταν σαν λαβωμένες χελιδόνες στη θωριά του», έλεγε ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Ωραίες, ξένοιαστες μέρες, και στο τέλος εκείνης της χρονιάς ήρθε η μεγάλη έκπληξη. Αντί του μηδέν που περίμεναν όλοι για τον Γιώργο Παππά, πήρε δεκάρι. Ξέσπασε μέγα σκάνδαλο, ώσπου στο τέλος αποκαλύφθηκε ότι η κόρη του διευθυντή, που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, ένα βράδυ στα κρυφά βρήκε τα χαρτιά και πλάι στο μεγαλόπρεπο μηδέν κόλλησε ένα «ένα» και το έκανε δεκάρι. Φυσικά, ο Παππάς εκδιώχθηκε από τη σχολή, αλλά παντρεύτηκε την κόρη του διευθυντή. Απέκτησε, μάλιστα, μαζί της και έναν γιο που, σαν μεγάλωσε, έγινε ο νεότερος δικαστής της Γαλλίας.
Η πρώτη μεγάλη πίκρα της ζωής του Άγγελου
Εκείνο το βράδυ ο Άγγελος ήταν βυθισμένος στα βιβλία του. «Ένα τηλεγράφημα για σας, κύριε Κατακουζηνέ». Το άνοιξε. «Πατέρας απεβίωσε, στοπ. Συγκοπή καρδίας, στοπ. Ο αδελφός σου, Γιάννης». Ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Ένας πόνος βουβός, στα σωθικά. Σωριάστηκε χάμω κλαίγοντας με αναφιλητά κι απόμεινε εκεί όλη τη νύχτα. Ήταν η πρώτη μεγάλη πίκρα. Ο πατέρας του ήταν γι’ αυτόν η βαθιά, η μεγάλη, η κρυφή του αγάπη. Ένιωσε ξαφνικά μόνος και απροστάτευτος μες σ’ αυτό το σιωπηλό σκοτάδι.
Ο χαρακτήρας του – Το πρώτο μεγάλο «όχι»
«Τι κάνεις απόψε το βράδυ, Κατακουζηνέ;» ρώτησε ο καθηγητής εκείνο το μεσημέρι στο νοσοκομείο, ύστερα από ένα πολύ κοπιαστικό πρωινό. «Έχω να μελετήσω, κύριε καθηγητά». «Άσε τη μελέτη για μια φορά και πήγαινε στο γκαλά της Raquel Meller. Να, πάρε την πρόσκλησή μου. Εγώ, δυστυχώς, δεν μπορώ, γιατί η γυναίκα μου έχει προσκαλέσει μερικούς φίλους σε γεύμα». Ο Άγγελος σάστισε. Να πάει αυτός στη θέση του καθηγητή στο γκαλά της πιο διάσημης αρτίστας του Παρισιού που είχε όλο το Παρίσι στα πόδια της; Ούτε στον ύπνο του δεν θα το ’βλεπε! Κοίταξε την πρόσκληση: Στην πρώτη σειρά και με ένδυμα σμόκιν. «Κύριε καθηγητά, με συγκινείτε πολύ, αλλά...» «Γιατί διστάζεις, φίλε μου;» «Μα στην πρώτη σειρά εγώ, πλάι στις πιο γνωστές προσωπικότητες της Γαλλίας;» «Και γιατί όχι, παρακαλώ; Είσαι ωραίος, κομψός, εντυπωσιακός, με πολύ αέρα – τι άλλο θέλεις;» «Ξέρετε, δεν έχω και σμόκιν...» «Κακώς, αύριο κιόλας πρέπει να παραγγείλεις ένα, στους κύκλους όπου κινείσαι τώρα σαν βοηθός μου, γρήγορα θα πέφτουν σωρό οι προσκλήσεις. Απόψε βολέψου όπως όπως. Νοίκιασε ένα». «Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά, ευχαριστώ. Με θέλετε τίποτε άλλο;» «Α, ναι, ξέχασα. Μια που θα είσαι εκεί ανέβα και στο καμαρίνι της Raquel Meller να τη γνωρίσεις και δώσ’ της από μένα αυτό το μικρό δώρο». Κι έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα κουτί. Προφανώς κόσμημα. Σαν φίνος Παριζιάνος ο Sicard του φανέρωσε μ’ αυτόν τον πλάγιο τρόπο τον πραγματικό σκοπό της πρότασής του. Ο Άγγελος κέρωσε. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του ο ψίθυρος πως η Raquel Meller ήταν η τελευταία κατάκτηση του Sicard. «Τι συμβαίνει, Κατακουζηνέ; Τι έπαθες;» «Κύριε καθηγητά, λυπάμαι πάρα πολύ, αλλά, με όλο τον σεβασμό και την απέραντη αγάπη που σας έχω, είμαι υποχρεωμένος να αρνηθώ». «Και γιατί αυτή η ξαφνική αλλαγή, παρακαλώ;» ρώτησε κακοκαρδισμένος εκείνος. «Κύριε καθηγητά, με δέχεται στο σπίτι σας η ευγενική σύζυγός σας, μου δείχνει καλοσύνη, μου δείχνει αγάπη... Όχι, κύριε καθηγητά, αρνούμαι να δεχτώ την πρότασή σας. Αν επιμένετε θα παραιτηθώ ακόμα και από βοηθός σας». Ο Άγγελος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, ήξερε πολύ καλά πως αυτή τη στιγμή έδινε μια και κλότσαγε την τύχη του. Αλλά, ταυτόχρονα, κάτι άλλο, πιο δυνατό, ξεπήδαγε ξαφνικά από μέσα του. Μια δύναμη που τον οδηγούσε και θα τον οδηγούσε πάντα στις πράξεις του. Η δύναμη της ηθικής και της τιμής. Μεσολάβησαν δευτερόλεπτα δραματικής σιωπής και ξαφνικά: «Σ’ ευχαριστώ, νεαρέ φίλε μου, μου έδωσες ένα λαμπρό μάθημα ήθους». Ο Sicard σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Άγγελο. Από εκείνη τη μέρα η στοργή του και η εκτίμηση του για τον Άγγελο έγιναν ακόμα μεγαλύτερες.
Η παρέα του Montparnasse – Γενιά του ’30 – Μιλτιάδης Μαλακάσης
«Δάσκαλε, να σας γνωρίσω τον Άγγελο Κατακουζηνό, ήμασταν μαζί στο Montpellier και ξαναβρεθήκαμε εδώ, στο Παρίσι. Σπουδάζει γιατρός και ο μεγάλος Sicard τον έχει βοηθό του. Ο Κατακουζηνός μια μέρα θα γίνει σπουδαίος...» Και ο πληθωρικός Κατσίμπαλης συνέχισε τα παινέματά του. Στη «Rotonde» ο Μαλακάσης, περιτριγυρισμένος από νέους διανοούμενους, στέριωσε το μονόκλ και στύλωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια του πάνω στον Άγγελο με μεγάλο ενδιαφέρον. «Για έλα δω, παιδί μου, και κάτσε κοντά μου». Πανευτυχής γι’ αυτή την αναπάντεχη τιμή, ο Άγγελος κάθισε κάπως συνεσταλμένα πλάι του. «Πότε τελειώνεις τις σπουδές σου, φίλε μου;» «Είμαι τριτοετής ακόμα, δάσκαλε». Ο Μαλακάσης έμεινε για λίγο σκεφτικός, χαϊδεύοντας τα ωραία, ασημένια μαλλιά του. «Σπουδάζεις νευρολόγος-ψυχίατρος, είπες, αλλά για πες μου, το σφυγμό ξέρεις να τον μετράς;» «Και βέβαια, δάσκαλε». «Την καρδιά μπορείς να την ακούς, να καταλάβεις αν κάτι δεν πάει καλά;» «Μα φυσικά, δάσκαλε». Το πρόσωπο του Μαλακάση φωτίστηκε. «Έκτακτα, έκτακτα, παιδί μου. Για πες μου τώρα, πού μένεις;» «Σε μια φοιτητική πανσιόν. Στο βουλεβάρτο του Αγίου Γερμανού». «Δώσε μου τη διεύθυνσή σου». Ο Άγγελος τα έχασε, τέτοιο ενδιαφέρον δεν το περίμενε. «Θέλεις τώρα να σε κεράσω ένα γάλα;» Και ο Μαλακάσης του σύστησε την υπόλοιπη συντροφιά. Ήταν η περίφημη παρέα που αργότερα θα ονομαζόταν γενιά του ’30. Από κείνη τη μέρα ο Άγγελος έγινε το νεότερο μέλος της συντροφιάς, «ο μόρτης της λογοτεχνίας», όπως τον αποκαλούσε ο Σπύρος Μελάς. Με τους Σεφέρη, Ελευθεριάδη, Τόμπρο, Θανάση Πετσάλη, Γουναρόπουλο και πολλούς άλλους... Όλους αυτούς αργότερα ο Άγγελος τους βοήθησε με τις ιατρικές συμβουλές του, πολλούς έσωσε από βαριά νοσήματα και με τον καιρό, σαν εμείς οι δυο ενωθήκαμε, γένηκαν η στενή παρέα μας.
Το άγχος του Μαλακάση
Την άλλη μέρα, ο Άγγελος επέστρεφε κατάκοπος στην πανσιόν. Όπως το συνήθιζε, είχε ξεκινήσει από τις εφτά το πρωί και όλη τη μέρα στο πόδι δεν είχε προφτάσει ούτε μια μπουκιά να βάλει στο στόμα του. «Έναν καφέ κρεμ με μπόλικα κρουασάν, σας παρακαλώ, στο δωμάτιό μου», είπε στη διευθύντρια. «Πρώτα ν’ ανεβείτε να δείτε τον ποιητή, τον κύριο Μαλακάση, είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και σας περιμένει». Ο Άγγελος έμεινε άναυδος και ανέβηκε πέντε πέντε τα σκαλιά. «Έλα, παιδί μου, και πιάσε μου το σφυγμό, νομίζω πως κάτι δεν πάει καλά». Ανήσυχος ο Άγγελος ξέχασε μεμιάς την κούραση και εξέτασε προσεκτικά τον ποιητή. «Είστε μια χαρά, δάσκαλε, και η καρδιά και ο σφυγμός σας είναι περίφημα». «Μπορώ, λοιπόν, να βγω έξω να πάω στη “Rotonde”;» «Και βέβαια μπορείτε». «Ξέρεις, παιδί μου, ήρθα εδώ για να είμαι κοντά σε έναν γιατρό. Εσύ είσαι, βέβαια, ακόμα φοιτητής, αλλά όσο να ’ναι σε μια ώρα ανάγκης θα είσαι πιο του χεριού μου. Αλλά, βρε παιδί μου, λείπεις όλη μέρα. Τη νύχτα, όμως, καθώς είσαι στη διπλανή κάμαρη, με το πρώτο θα πεταχτείς. Δεν πιστεύω να ξενοκοιμάσαι;» «Όχι, όχι, ησυχάστε». «Έκτακτα, έκτακτα». «Μα δεν μου λέτε, δάσκαλε, πάσχετε από την καρδιά σας;»
«Δεν ξέρω ακριβώς, παιδί μου, αλλά αυτό πιστεύω, είμαι σίγουρος πως από αυτό θα πεθάνω». «Σας έχει εξετάσει καρδιολόγος;» «Όχι, όχι, ποτέ, δεν τολμώ να δω γιατρό, φοβάμαι να ακούσω την καταδικαστική γνωμάτευσή του». «Εγώ, όμως, θα σας πείσω να πάτε. Αύριο κιόλας θα σας κλείσω ραντεβού με τον διάσημο Vaquez. Αν θέλετε να σας φροντίσω, όταν χρειαστεί, θα πάτε πρώτα στον Vaquez». Και έτσι γένηκε....
Μετά από λίγες μέρες, γυρνώντας στην πανσιόν, ο Άγγελος βρήκε τη διευθύντρια αναστατωμένη. «Τρέξτε, τρέξτε στο δάσκαλο, δεν είναι καθόλου καλά...» «Θεέ μου», σκέφτηκε, «σήμερα θα τον εξέταζε ο Vaquez, έχει γούστο να του βρήκε καμιά πάθηση, κι εγώ που πίστευα ότι ήταν όλα της φαντασίας του».
Λαχανιασμένος, ανέβηκε τα σκαλιά. Ο Μαλακάσης, χλομός, σκεπασμένος ώς το πιγούνι, με μια παγοκύστη στο κεφάλι, στύλωσε το μάτι του στον Άγγελο γεμάτος αγωνία και απόγνωση. Συγκλονισμένος ο Άγγελος γονάτισε πλάι του και του ’πιασε το σφυγμό. Χτυπούσε κανονικά, ρυθμικά. «Τι σας συμβαίνει, δάσκαλε; Τι σας είπε ο Vaquez;
Ξέρετε, είναι λίγο υπερβολικός και αρκετά αυστηρός. Μην παίρνετε και πολύ στα σοβαρά τα λόγια του», προσπάθησε να τον ενθαρρύνει. «Είναι να μην τα παίρνω στα σοβαρά, νεαρέ; Άκου, παιδί μου, και φρίξε... Την ώρα που με έμπαζε στο γραφείο του η γραμματεύς, ένας άλλος κύριος έβγαινε χαμογελαστός κι ευχαριστημένος. “Είστε εντάξει;” τον ρώτησα. “Και παραεντάξει”, με διαβεβαίωσε, “εύχομαι και σε σας το ίδιο”. Ο Vaquez με εξήτασε πολύ προσεκτικά και ύστερα μου δήλωσε κατηγορηματικά: “Μην έχετε κανένα φόβο, η καρδιά σας είναι περίφημη”. Και επειδή εγώ επέμενα στη δικιά μου άποψη, εκείνος φώναξε ανυπόμονα: “Μα τι πάθατε όλοι σήμερα και θέλετε να πιστεύετε πως πάσχει η καρδιά σας; Να, και ο κύριος που προηγήθηκε την ίδια έμμονη ιδέα είχε. Πάρτε το απόφαση. Σας λέω, όπως είπα και σ’ εκείνον, η καρδιά σας πάει ρολόι, μετρ. Χαίρετε”. Η γραμματεύς δεν θέλησε να πάρει χρήματα. “Στη Γαλλία”, μου είπε, “τιμάμε, δάσκαλε, τους ποιητές”. Περιχαρής εγώ σαν νεαρούδι κατέβηκα σβέλτα τις σκάλες. Στην πόρτα είδα ένα πλήθος συναγμένο και ένα ασθενοφόρο να φεύγει ολοταχώς. “Τι συμβαίνει;” ρώτησα το θυρωρό. “Αυτός ο κύριος που βγήκε πριν από σας από το γιατρό έπαθε συγκοπή και πάει καλιά του.” Καταλαβαίνεις, λοιπόν, Άγγελε, παιδί μου, καταλαβαίνεις... Τώρα περιμένω κι εγώ με τη σειρά μου τη δικιά μου συγκοπή», είπε και τα μάτια του βούρκωσαν. Η σύμπτωση, βέβαια, ήταν τραγική, αλλά ο Άγγελος ησύχασε. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταφέρει να συνεφέρει τον Μαλακάση. Εφάρμοσε για πρώτη φορά ψυχοθεραπεία πάνω στον γοητευτικό ποιητή της πατρίδας μας και κατάφερε, όσο αυτός βρισκόταν στη Γαλλία, τουλάχιστον, να τον ξαλαφρώσει από το φοβερό άγχος του. Ο Μαλακάσης πέθανε μετά από πολλά χρόνια – και φυσικά όχι από την καρδιά του.
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Ο Μαλακάσης στάθηκε και η αφορμή να γνωριστεί ο Άγγελος με τον Γκίκα. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο αγαπημένος μας Νικολής, ο στενότερος φίλος μας σε ολάκερη τη ζωή μας. Να πώς περιγράφει σ’ ένα ψυχογράφημά του ο Άγγελος Κατακουζηνός την πρώτη συνάντησή τους:
«“Πάμε να σου γνωρίσω τον γιο του ναυάρχου Χατζηκυριάκου”, μου είπε εκείνο το βράδυ στο Παρίσι, τόσα χρόνια πίσω, ο ποιητής που με τιμούσε με τη φιλία του, ο Μαλακάσης, ο τροβαδούρος που θαύμαζα τόσο πολύ. “Είναι ένας πολύ ενδιαφέρων νέος της ηλικίας σου, ένας ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο”, συνέχισε ο Μαλακάσης.
Και όταν μπήκαμε στο βουερό καφενείο του Cartier Latin, γεμάτο ζωηρές συντροφιές από νεαρούς ανέμελους φοιτητές σαν κι εμένα, και αντίκρισα τον νεανία των δεκαεννιά ετών που επρόκειτο να γνωρίσω, ξαφνιάστηκα και κοντοστάθηκα. Καθισμένος σ’ ένα τραπέζι ολομόναχος, ένας ευπατρίδης με πλατύγυρο μαύρο καπέλο εξόχου πολυτελείας, ύφος αριστοκρατικό και συγκρατημένο που σε κρατούσε σε απόσταση. Περιποιημένο λεπτό μουστάκι και μυτερό άψογο μούσι. Και ένα χέρι μακροδάχτυλο, ευγενικό, ν’ ακουμπά νωχελικά στη χρυσή λαβή ενός υπέρκομψου μπαστουνιού από πολύτιμο ξύλο. Την επιβλητική, σοβαρή όσο και εξεζητημένη αυτή εμφάνιση ενός νεαρού καλλιτέχνη δεκαεννιά ετών τη συμπλήρωνε ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό μονόκλ. Το μαύρο κορδόνι τού χαράκωνε το ωχρό και φίνο πρόσωπο και κατέβαινε με μια χαριτωμένη κίνηση για να στηριχτεί σ’ ένα από τα πολύτιμα κουμπιά που στόλιζαν το βελούδινο γιλέκο του. “Μην τον βλέπεις έτσι”, μου είπε ο Μαλακάσης, “έλα, προχώρα, είμαι βέβαιος πως θα κάνετε καλή παρέα”, και με τράβηξε από το μπράτσο. Ωστόσο, αυτή η μοναχική ψυχρή φιγούρα ζωντάνεψε ξαφνικά όταν πλησιάσαμε. Χαιρέτησε με άπειρο σεβασμό τον ποιητή και άπλωσε το χέρι του σε μένα με πολλή ευγένεια. Τότε και μόνο πρόσεξα τα μεγάλα βαθιά μάτια του που σπίθιζαν παράξενα. “Εγώ φεύγω, παιδιά”, είπε ο Μαλακάσης και μας άφησε. “Καθίστε, παρακαλώ”, με προσκάλεσε ο Χατζηκυριάκος με ύφος οικοδεσπότου αρχοντικού σαλονιού.
Ομολογώ πως κάθισα απρόθυμα κι ανόρεχτα. Αλλά, ευθύς αμέσως, όσο περίεργο κι αν σας φαίνεται, άρχισε μεταξύ μας μια ζωντανή κι ενδιαφέρουσα συζήτηση, που συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Και μας βρήκαν τα χαράματα στους δρόμους του Παρισιού, κάτω από τις ανθισμένες καστανιές. Μια συζήτηση που κράτησε ώρες, μέρες, χρόνια ολόκληρα, ένας διάλογος που μας έδεσε σφιχτά, ψυχικά και πνευματικά, μέχρι σήμερα και που ελπίζω να κρατήσει για πάντα.
Εκείνο, λοιπόν, το πρώτο βράδυ της γνωριμίας μας μου αποκαλύφθηκε ο άνθρωπος, ο υπέροχος αυτός άνθρωπος. Η πλατιά και βαθιά μόρφωσή του, η καλλιέπεια του λόγου, η ευπρέπεια· η τιμιότητα και ωριμότητα της σκέψης του με εντυπωσίασαν και με κατέκτησαν. Και σε αντίθεση με την τότε εξεζητημένη εμφάνισή του, που θα προσπαθήσω ν’ αναλύσω παρακάτω, με εξέπληξαν η σεμνότητα και το ήθος του. Ανακάλυψα ακόμα μια απέραντη καλοσύνη και ένα ιδιότυπο και πολύ εκλεπτυσμένο χιούμορ, που τον έκαναν ευχάριστο και χαριτωμένο συνομιλητή. Κι όταν αργότερα με εμύησε στην τέχνη του και είδα τα έργα του, εγοητεύθηκα και τ’ αγάπησα ειλικρινά και βαθιά από την πρώτη στιγμή. Έτσι μπορώ να πω πως είμαι από τους πρώτους φανατικούς και πιστούς θαυμαστές του.
Αυτή ακριβώς η έντονη παρουσία του καλλιτέχνη μέσα στο έργο του και ο συνταυτισμός του μ’ αυτό, χωρίς παραχωρήσεις και χωρίς συμβιβασμούς, προσδίδει μια ξεχωριστή αξία στη ζωγραφική του Γκίκα. Την αξία της αληθινής τέχνης».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ψυχαναλύει τον Γιώργο Θεοτοκά
Στη μικρή μας τραπεζαρία με τα παλιά δρύινα έπιπλα, τ’ ασημένια ρώσικα καντηλέρια με τ’ αναμμένα κεριά, τα γαλλικά σερβίτσια, τα κρυστάλλινα Baccarat ποτήρια να λαμποκοπάνε και το τραπεζομάντιλο με τις παλιές δαντέλες γύρω στο ομορφοστολισμένο μ’ αγριολούλουδα τραπέζι μας, έξι φίλοι του Βαλή. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο σουρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής, ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, ο συνθέτης Πέτρος Πετρίδης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Τάκης Πετρίδης. Όλοι τους ανύπαντροι, εγώ η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους. Με το πιοτό η συζήτηση κύλησε ευχάριστα, αβίαστη, ζωντανή. Στα μεγάλα κέφια τους όλοι. Ο Βαλής μου ο ομορφότερος, τα μπιρμπιλωτά του μάτια να φεγγοβολάνε, πανευτυχής που ξανάσμιγε με τους παλιούς αγαπητούς φίλους του, οι κουβέντες του σπιρτόζες, οι παρατηρήσεις του πρωτότυπες, οι παραδοξολογίες του να ερεθίζουν την παρέα. Εγώ, ωστόσο, κάπως συνεσταλμένη κι αμήχανη που βρισκόμουν κοντά τους, δεν έβγαζα μιλιά, μόνο άκουγα προσεκτικά τούτους τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους με την εκρηκτικά έντονη και εντυπωσιακή προσωπικότητα. «Οποία προδοσία, φίλτατε Άγγελε, εχόρευσες το χορό του Ησαΐα, ηνώθης με τα δεσμά του υμεναίου, ενώ επί έτη μας εκήρυττες πύρινος τα αγαθά της ελευθερίας. Οποία προδοσία, χα, χα! Χα, χα!» κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος κάγχασε μ’ ένα γέλιο περίεργο, σχεδόν σαρδόνιο, με τα μυτερά δόντια του να εξέχουν προκλητικά. «Μας την έσκασε ο Βαγγέλης, παιδιά, χαλάλι του», κι άδειασε κι άλλο ποτήρι ο Κατσίμπαλης. «Αναζητήσατε τη Λητώ», πετάχτηκε ο Τάκης Πετρίδης. «Στην υγειά της Λητώς», σήκωσε το ποτήρι του πρόσχαρος κι ευγενικός ο Γιώργος Θεοτοκάς, «στο κορίτσι του Άγγελου, στην Aurore», με βάφτισε επιτόπου και για όλη του τη ζωή ο συνθέτης Πέτρος Πετρίδης. «Στη Ροδαυγή», μετέφρασε στοχαστικός ο Σεφέρης. Κατακόκκινη κοίταζα τον Βαλή που ’χε ακουμπισμένα τα μάτια του πάνω μου, γεμάτα αγάπη και τρυφεράδα, χαρούμενος που με το πρώτο μού ’χαν ανοίξει την αγκαλιά τους οι φίλοι του. Κι η συζήτηση άναψε γύρω απ’ την ποίηση, την τέχνη και τη λογοτεχνία. Βουβή ρουφούσα τα λόγια τους. Αργότερα στο σαλόνι, ανάμεσα στα πειράγματα που έκανε ο ένας στον άλλον, αρχινήσανε απανωτές ερωτήσεις στον Εμπειρίκο. «Πες μας, Ανδρέα, πώς γίνεται η ψυχανάλυση; Ποια ακριβώς διαδικασία ακολουθείς;» «Να σας εξηγήσει ο Άγγελος». «Όχι, όχι», τον αντέκοψε ο Βαλής. «Εγώ ειδικεύομαι στη ναρκοανάλυση, εσύ Ανδρέα, είσαι ο ειδικός». «Βαγγέλη, θέλω να μου κάνεις ναρκοανάλυση. Μ’ αρέσει η λέξη ναρ-κο-α-νά-λυ-ση», μπήκε στη μέση ο Σεφέρης. «Όποτε θες, Γιώργο, έλα στο γραφείο μου». «Δεν γίνεται τώρα εδώ; Θέλω να ’χω αυτή την εμπειρία τούτη τη στιγμή». «Σοβαρολογείς, Γιώργο; Ύστερα, θα πρέπει να μισοκοιμηθείς...» «Αν είναι έτσι, άσ’ το γι’ άλλη φορά. Ο Ανδρέας, λοιπόν, θα μας εξηγήσει την τεχνική της ψυχανάλυσης, ο Ανδρέας». «Πνευματικοί άνθρωποι είμαστε και πρέπει να τα ξέρουμε αυτά, μπορεί να τα περιγράψουμε σε κανένα βιβλίο μας», παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς. «Ναι, ναι, ο Ανδρέας», επέμεναν όλοι μαζί.
Ύστερα από πολλές αντιρρήσεις, ο Εμπειρίκος δέχτηκε τελικά. «Ποιος θα ψυχαναλυθεί;» ρώτησε σοβαρός. «Εγώ, εγώ», προσφέρθηκαν όλοι. «Αφήστε με, φίλοι μου, να εκλέξω εγώ», και μας κοίταξε όλους έναν έναν προσεκτικά. «Εσείς, παρακαλώ», και σήκωσε το δάχτυλό του προς τον Θεοτοκά, «πλησιάστε, παρακαλώ. Θα πρέπει τώρα να ξαπλώσετε, ν’ αναπαυθείτε σ’ αυτό το ανάκλιντρο. Οριζοντιωθείτε, παρακαλώ». Πρόθυμος και γελαστός ο Γιώργος ξάπλωσε κι ο Ανδρέας κάθισε πίσω του. Κεφάτοι παρακολουθούσαμε γελώντας τούτη τη σκηνή, σαν να βλέπαμε να παίζεται μια κωμωδία. «Απομακρυνθείτε, παρακαλώ», στράφηκε σοβαρός προς εμάς ο Εμπειρίκος. «Σας ζητώ απόλυτη ησυχία, κύριοι, παρακαλώ. Και τώρα, φίλτατε Θεοτοκά, χαλαρώστε, αφήστε ελεύθερο το σώμα και το πνεύμα σας και προφέρετε μίαν λέξιν». «Τι λέξη;» «Μια οποιανδήποτε λέξιν, ελάτε, ελάτε». Ο Θεοτοκάς μιλιά. «Παρακαλώ, αφεθείτε και προφέρετε την πρώτη λέξιν που θα σας έρθει εις τον νουν». Βουβός ο Θεοτοκάς. «Είπον, είπον μίαν λέξιν, δεν σας ζητώ τίποτε το αδύνατον, ελάτε». Μουγγός πάντα ο Θεοτοκάς. «Μα επιτέλους, κύριε, μίαν και μόνον λέξιν σας ζητώ, ελάτε, ελάτε, προσπαθήστε, σας παρακαλώ». «Μπανάνα», πετάει ξαφνικά ο Θεοτοκάς. «Το πέος! Βεβαίως, κύριοι, το πέος, η πρωταρχική σκέψη του ανδρός. Θαυμάσια αρχή. Και τώρα άλλην μίαν λέξιν, παρακαλώ, ελάτε, μη διστάζετε». «Λεμόνια», ψιθυρίζει ο Θεοτοκάς. «Έξοχα! Τα στήθη της γυνής, πόλος έλξης της σεξουαλικής ορμής. Άλλην λέξιν γρηγορότερον, παρακαλώ. Αφήστε τας λέξεις ελευθέρας να ξεπηδούν αυθορμήτως από μέσα σας, μη θέτετε τροχοπέδην. Ελάτε, μίαν και μόνην λέξιν σας ζητώ». «Αχιβάδα», μουρμουρίζει ο Θεοτοκάς. Τα μάτια του Εμπειρίκου άστραψαν διαβολικά. «Οποία ευφροσύνη, ο υμήν του θήλεος! Γρηγορότερα τώρα, παρακαλώ, γρηγορότερα, βαδίζομεν εις τον σωστόν δρόμον. Ελάτε, όσο το δυνατόν γρηγορότερον». «Μούσμουλα», πρόφερε αργά και σιγανά ο Θεοτοκάς. «Οι όρχεις! Τέλεια προετοιμασία για την ερωτικήν ιεροτελεστία». Ήταν μια σκηνή απίθανα κωμική κι εμείς, μαζεμένοι στη γωνίτσα μας, τσιμπιόμαστε να κρατηθούμε να μην κάνουμε φασαρία με τα γέλια μας και τη χαλάσουμε. «Και τώρα, φίλτατε Θεοτοκά», ο Εμπειρίκος σοβαρός κι επίσημος, «και τώρα, παρακαλώ, ας έλθομεν εις την πράξιν...» «Αυτό ποτέ!» πετάχτηκε απάνω κατακόκκινος ο Θεοτοκάς.
Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Όλοι μαζί ξεσπάσαμε σε γέλια βροντερά, ασταμάτητα, λες και μας είχε πιάσει ομαδική υστερία. Ο καθένας γελούσε, ξεφώνιζε, με τον τρόπο του. Σαματάς απερίγραπτος. Τη μεγαλύτερη φασαρία την έκανε ο Κατσίμπαλης. Χτυπούσε σαν τρελός τα μεριά του, χοροπηδώντας με όλο το βάρος του πάνω στα λιγνά του πόδια, μπήζοντας κάτι άναρθρες κραυγές και κάτι γέλια που έμοιαζαν πιότερο με μουγκρητά. Λίγο αργοπορημένα γέλαγε τώρα με την καρδιά του κι ο Γιώργος Θεοτοκάς και μόνο ο Ανδρέας Εμπειρίκος έκπληκτος μας ρωτούσε: «Θέλω να γνωρίζω, κύριοι, ποία η αιτία τοιαύτης ιλαρότητος, ποία η αιτία;». Άλλο δυνατό ξέσπασμα γέλιου, όταν ξαφνικά μπαίνει μέσα πανικόβλητη η Κατίνα μας. «Η αστυνομία, κυρία, η αστυνομία», και ξωπίσω της πρόβαλαν δύο αστυνομικοί. «Τι συμβαίνει, κύριοι;» προχώρησε προς το μέρος τους ο Βαλής, μεμιάς σοβαρός. «Σας ζητούμε συγγνώμη, κύριε Κατακουζηνέ, αλλά, περνώντας κάτω από το σπίτι σας, μέσα στην ησυχία της νύχτας, ακούσαμε κάτι γδούπους, κάτι ήχους περίεργους, κάτι φωνές, κι ανησυχήσαμε μη σας συμβαίνει τίποτα τέτοια ώρα. Μήπως κάνας τρελός πελάτης σας». «Ιδού ο ταραξίας, συλλάβετέ τον», κι ο Σεφέρης έδειξε με το δάχτυλο τον Κατσίμπαλη. Οι αστυνομικοί κινήθηκαν προς το μέρος του Γιώργου. «Απλώς γελούσαμε, κύριοι», τους σταμάτησε ο Βαλής. Οι αστυνομικοί τα ’χασαν. «Σίγουρα δεν σας συνέβη τίποτα, κύριε Κατακουζηνέ;» «Σίγουρα, φίλοι μου, σίγουρα. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας», και τους ξέβγαλε στην πόρτα. «Είστε ανώριμοι, φίλοι μου», παρατηρούσε αργότερα ο Εμπειρίκος, «εξευτελίσατε την επιστήμην. Την εξευτελίσατε». Εμείς, εξαντλημένοι απ’ αυτό το ευφρόσυνο ξέσπασμα, είχαμε πέσει όλοι γύρω γύρω στα καθίσματα, όπως όπως, ήσυχοι τώρα κι αμίλητοι. Και ξαφνικά ο Σεφέρης είπε: «Πες μου, Ανδρέα, όταν είπες και τώρα εις την πράξιν, πώς το εννοούσες δηλαδή;». «Αρνούμαι οποιανδήποτε συζήτησιν επάνω εις αυτό το θέμα», είπε χολιασμένος τώρα ο Εμπειρίκος. Κι ο Κατσίμπαλης: «Βρε, αθεόφοβε Θεοτοκά, τι σου ’ρθε να μιλάς για μπανάνες, λεμόνια και μούσμουλα; Μανάβης είσαι;». «Ξέρω κι εγώ, Γιώργο, να, έτσι μου ’ρθαν οι λέξεις, δίχως να τις σκεφτώ». Στο μεταξύ ο Βαλής πρόσφερε στους φίλους μας Fine Napoleon, προσφορά του Κατσίμπαλη. «Θέλω να γνωρίζω ποία η αιτία αυτής της ξαφνικής ιλαρότητος», εξακολουθούσε ν’ απορεί πεισματωμένος ο Εμπειρίκος. «Ανδρέα μου», τον πλησίασε ο Βαλής, «μην ξεχνάς πως μας έκανες επίδειξη. Εσύ, όμως, παρασύρθηκες και το πήρες στα σοβαρά. Ενώ εμείς το βλέπαμε σαν θέαμα. Κι αν το καλοσκεφτείς, Ανδρέα μου, ήτανε τρομερά κωμικό». «Ναι, Άγγελέ μου, δίκαιον έχεις, ησχολήθην με το θέμα πολύ σοβαρά. Τα πάντα εις την ζωήν τα βλέπω πολύ σοβαρά. Τα πάντα».
«Άγγελε, φίλτατε, έχω ανάγκη της προστασίας σου». «Τι θες να πεις, Ανδρέα;» «Καθημερινώς δέχομαι παντός είδους ενοχλήσεις». «Τι εννοείς;» «Η εμφάνιση των αστυνομικών, Άγγελέ μου, μου έφερεν εις την μνήμην μου ένα τελευταίον περιστατικόν πολύ σημαντικόν. Θα σας το διηγηθώ, φίλοι μου, λεπτομερώς διά να αντιληφθείτε την σοβαρότητά του. Ευρισκόμην εις το γραφείον μου εις κατάστασιν ποιητικής εξάρσεως. Η έξω θύρα είχεν παραμείνει ανοικτή, καθ’ ότι η υπηρεσία μου είχεν εξέλθει δι’ ολίγον να συνοδεύσει τον προσφιλή κύνα μου προς βιολογικήν ανακούφισίν του. Αίφνης εισβάλλουν δύο περίεργοι τύποι, φέροντες ρεπούμπλικες. Ηγέρθην έκπληκτος. “Οι κύριοι παρακαλώ;” “Πού είν’ η μαύρη γάτα;” Και εις εξ αυτών με πλησιάζει απειλητικός, ενώ ο άλλος διερευνούσε διά των οφθαλμών του τα πέριξ. “Η μαύρη γάτα πού είναι;” “Τι εννοείτε, κύριοι; Δεν υπάρχει οιουδήποτε χρώματος γαλή εις την οικίαν μου”. “Τι γαλή και γαλοπούλα μάς τσαμπουνάς, χριστιανέ μου; Για μαύρη γάτα σού μιλάω, δεν καταλαβαίνεις, φίλε, τον κουτό παριστάνεις;” Οποία φρίκη! Εις τοιαύτην χυδαίαν γλώσσαν μού ομιλούσαν, Άγγελέ μου. Εν συνεχεία, έτειναν τας χείρας των να ψάξουν αντικείμενα του γραφείου μου. “Αν τολμήσετε να αγγίξετε τις σελίδες μου”, τους απείλησα, “θα καλέσω πάραυτα την αστυνομίαν”. “Μα είμαστε η αστυνομία, δεν το κατάλαβες, άνθρωπέ μας;” και μου επέδειξαν την ταυτότητά τους. Τω όντι, Άγγελε, ήσαν αστυνομικοί με πολιτικήν περιβολήν. “Χαίρω, κύριοι”, τους είπον. “Καθίσατε, παρακαλώ, και αναφέρετέ μοι εις ποίον πταίσμα υπέπεσα”. “Άσ’ τα πολλά λόγια, φίλε, και μολόγα. Κάνεις μαύρη μαγεία ή δεν κάνεις; Την κουκουβάγια πού την έχεις κρυμμένη;” ηρώτησε ο έτερος. “Κύριοι, είμαι ψυχαναλυτής και ουχί μάγος. Θεραπεύω...” “Δηλαδή είσαι γιατρός;” με διέκοψαν. “Όχι, δεν είμαι ιατρός” “Τότε τι στον διάβολο είσαι;” “Σας είπον, αναλύω τας ψυχάς των συνανθρώπων μου”. “Αυτά είναι ψιλά γράμματα για μας. Κόμπος είν’ η ψυχή να τη λύνεις και να τη δένεις; Πες τα μας στα ίσα να καταλάβουμε”. “Σας είπον, κύριοι...” “Εμάς μια φορά μάς καταγγείλανε πως κάνεις παράνομα μαύρη μαγεία, γι’ αυτό ήρθαμε να σ’ αιφνιδιάσουμε. Κι αυτά εδώ τα χαρτιά τι λένε και τρόμαξες μην τ’ αγγίξουμε;” “Ποιήματα, κύριοι, ποιήματα”. “Θέλεις να πεις πως γράφεις στιχάκια; Μαργαρίτα-Μαργαρώ;” “Όχι ακριβώς έτσι, φίλοι μου, αλλά κάτι παρόμοιο”. “Πάμε να φύγουμε”, είπε ο εις εξ αυτών, “καλό ανθρωπάκι φαίνεται, λίγο βλαμμένο αλλά καλό. Άντε γεια και συγγνώμη για την ενόχληση”. Και απεχώρησαν. Τους συνόδευσα έως την θύραν. “Και πάλι συγγνώμη, κύριε”. “Παρακαλώ, παρακαλώ”. Την στιγμήν ταύτην η υπηρεσία μου επέστρεφε και το φίλτατό μου μπουλντόγκ, οσφρανθέν την χυδαιότητά των, όρμησε να τους κατασπαράξει. Πάραυτα το ανεκάλεσα εις την τάξιν και οι αστυνομικοί ετράπησαν εις φυγήν βλασφημούντες χυδαιότατα. Κατόπιν αυτού, Άγγελε φίλε μου, και άλλας τινάς ενοχλήσεις που υφίσταμαι, εσκέφθην να ζητήσω την συμβουλήν σου. Δεν είμαι ιατρός και αυτό βεβαίως είναι μία αδυναμία μου». «Ανδρέα μου, μην ανησυχείς, θα σε καλύπτω εγώ όταν χρειάζεται». «Προτείνεις, λοιπόν, ένα είδος συνεργασίας, Άγγελε;» «Κάπως έτσι, Ανδρέα». «Θαυμάσια, φίλε μου, θαυμάσια, σε υπερευχαριστώ. Πάντοτε γενναιόφρων και μεγαλόψυχος. Πάντοτε, φίλτατε Άγγελε», και η βραδιά συνεχίστηκε απολαυστική.
Ξημερώματα πια στην αγκαλιά του Βαλή στο κρεβάτι μας, τον χαϊδολογούσα. «Σ’ ευχαριστώ, Βαλή, για την αποψινή βραδιά. Οι φίλοι σου είναι ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει ο τόπος μας και σε λατρεύουν, Βαλή μου, σε λατρεύουν, είναι ολοφάνερο». «Εγώ σ’ ευχαριστώ, Λητώ. Χάρη στη δικιά σου παρουσία πήγανε όλα τόσο καλά». «Μα εγώ, Βαλή μου, δεν άνοιξα το στόμα μου». «Λητώ μου, είναι γιατί έχεις μια ντροπαλότητα, μια σεμνότητα που λατρεύω. Ύστερα, μην ξεχνάς πως είσαι η χαρά της ζωής μου. Η χαρά της ζωής. Κι άθελά σου δημιουργείς γύρω σου μια ατμόσφαιρα απλότητας κι ευεργετικής χαλάρωσης. Είσαι ολόκληρη μια ανοιχτή, ζεστή καρδιά. Κι αυτό οι ευαίσθητοι φίλοι μου το νιώσανε κι ανταποκρίθηκαν. Πες μου, όμως, πώς σου φάνηκε ο ποιητής της Υψικαμίνου; Δεν πρόσεξες, Λητώ μου, κάποια παιδικότητα, σχεδόν αφέλεια;» «Ναι, Βαλή μου, είναι σπάνιος τύπος ο Ανδρέας Εμπειρίκος». «Σπάνιος και πολύτιμος, Λητώ. Ο καλύτερος ψυχαναλυτής, και η σουρεαλιστική ποίησή του πολύ μεγάλη. Πρέπει να τον βλέπουμε συχνά».
Και πραγματικά, στη συνέχεια βλεπόμασταν τακτικά. Στην αρχή στο σπίτι μας και πολύ αργότερα στο σπίτι του, όπου μας διάβαζε τον Μέγα Ανατολικό. Παρέα με τον Γιώργο και τη Μαρώ Σεφέρη και τον Νικολή Χατζηκυριάκο-Γκίκα με την Τίγκη, την πρώην γυναίκα του. Κι αυτή η καθαρεύουσα που μεταχειριζότανε και στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο τού ταίριαζε απόλυτα. Σε κάποιον άλλον ίσως να έμοιαζε κάπως παράταιρη κι ακόμα, ίσως, γελοία, σ’ αυτόν, όμως, ήταν σε απόλυτη αρμονία με την προσωπικότητά του.
Σεφέρης: «Αδιόρθωτε ιδεολόγε, ρομαντικέ...»
Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση
Αναβαπτισμένοι ψυχικά και πνευματικά γυρνούσαμε απ’ το Παρίσι πίσω στην Αθήνα μας. Και τότε νιώθαμε τη φοβερή έλλειψη κάθε καλλιτεχνικής και πνευματικής έκφρασης. Άνθρωποι έξοχοι, μοναδικοί, υπήρχαν πάρα πολλοί, αλλά όλοι κλεισμένοι στον περίγυρό τους και στη μοναξιά τους. Σε μια, λοιπόν, απ’ τις επιστροφές μας απ’ τη Γαλλία ο Κατακουζηνός σκέφτηκε να ιδρύσει την Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση με σκοπό να συγκεντρώσει γύρω του ένα μέρος από το εκλεκτό δυναμικό της χώρας μας, για να οργανωθούν ζωντανές πνευματικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ποιότητας. Γιατί Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση; Απλούστατα, γιατί υποστήριζε πως η Γαλλία είναι ο θεματοφύλακας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Και σχεδόν όλοι οι ανατέλλοντες αστέρες στη χώρα μας, όπως και οι καθιερωμένοι, ήταν της γαλλικής σχολής. Στην αρχή, σε όσους ο Βαλής μίλησε τον άκουσαν κάπως αδιάφορα. «Αδιόρθωτε ιδεολόγε, ρομαντικέ, τι θέλεις πάλι να σκαρώσεις;» του έλεγε ο Σεφέρης, χαμογελώντας με αγάπη καθώς ο Βαλής προσπαθούσε να τον πείσει. Όμως ο Κατακουζηνός επέμενε και, είτε με τον ενθουσιασμό του είτε επειδή όλοι αυτοί τού είχαν αδυναμία, στο τέλος όσους ήθελε τούς κατάφερε. Η Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση ιδρύθηκε το 1951 και εκλέχτηκε ο ίδιος διά βίου πρόεδρος, με γραμματέα τον δραστήριο Αλέκο Πατσιφά. Με δικά μας χρήματα, γιατί ο Άγγελος δεν ήθελε καμιά δέσμευση από πουθενά, ένα δυναμικό από τριάντα διαλεχτά ονόματα βάλθηκε να ζωντανέψει τη νεκρή ώς τότε από ενδιαφέρουσες πνευματικές εκδηλώσεις Αθήνα μας.
Παρόντες στο ξεκίνημα για την πρώτη στον τόπο μας ανάγνωση θεατρικού έργου, την Ευρυδίκη του Jean Anouilh, ο Γιώργος Παππάς, η Έλλη Λαμπέτη, ο Δημήτρης Χορν. Αξέχαστο, ανεπανάληπτο τρίο. Ακόμα και οι φωνές τους, συνταιριασμένες αριστουργηματικά, δημιουργούσαν κατανυκτική ατμόσφαιρα. Στην αρχή ο Άγγελος Κατακουζηνός ανέλυσε τους χαρακτήρες και τις ψυχολογικές αντιδράσεις του κάθε ήρωα με την εκπληκτική άνεση και σαφήνεια που διέθετε, κι ο Μάριος Πλωρίτης, ο πάνσοφος αυτός θεατράνθρωπος, παρουσίασε με διαύγεια και μαεστρία το συγγραφέα και το έργο του. Το μεγάλο θέατρο της πλατείας Συντάγματος «Διονύσια», πρώην UFA Κυβέλης, τίγκα. Το κοινό που παρακολουθούσε ξέσπασε σ’ ατέλειωτα ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Ακολούθησε το αφιέρωμα για τον Γάλλο ποιητή Guillaume Apollinaire, άγνωστο ώς τότε στον περισσότερο κόσμο. Ο πρέσβης της Γαλλίας Jean Baëlen, μέγας φιλέλληνας, ανέλυσε το έργο του ποιητή, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας παρουσίασε τον Guillaume Apollinaire σαν κριτικό τέχνης, ο Άγγελος Κατακουζηνός εξήγησε τις ψυχολογικές επιδράσεις που άσκησε ο Apollinaire πάνω στους νέους της εποχής του. Διαβάστηκαν ποιήματα απ’ τον Γιώργο Παππά, την Ελένη Χαλκούση και την αφεντιά μου. Άλλος συναγερμός εδώ. Όταν ο Γιώργος Παππάς διάβασε με τη συναρπαστική φωνή του το «La Chanson du Mal-Aimé» χάλασε ο κόσμος. Όποιος γνώρισε τον μοναδικό αυτόν καλλιτέχνη, όποιος είχε σαγηνευτεί απ’ τη σκηνική γοητεία του, θα το καταλάβει. Το ίδιο έγινε και με τη Χαλκούση, με την τέλεια γαλλική προφορά της και το μεγάλο ταλέντο της. Το περίεργο είναι ότι άρεσα κι εγώ πάρα πολύ. Κι ωστόσο, στον πρόλογο ο Άγγελος Κατακουζηνός, αφού ευχαρίστησε τους καλλιτέχνες που έπαιρναν μέρος, πρόσθεσε για μένα: «Όσο για την κυρία Λητώ Κατακουζηνού, τη συγχαίρω για το θάρρος της να τολμά να παρουσιάζεται πλάι σ’ έναν Γιώργο Παππά και μιαν Ελένη Χαλκούση».
Ακολούθησαν κι άλλες εκδηλώσεις, και πολύ αργότερα, τον Απρίλιο του 1955, οργανώθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα συζήτηση στρογγυλής τραπέζης. Περίφημη για τα χρονικά της πόλης μας. Με τον Άγγελο Κατακουζηνό να προεδρεύει, τον Albert Camus κεντρικό ομιλητή και συνομιλητές τους Ευ. Παπανούτσο, Κ. Τσάτσο, Γ. Θεοτοκά, Φ. Βεγλερή, Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Α. Εμπειρίκο. Αξέχαστο βράδυ για όλους μας. Για τούτη την εκδήλωση μας είχε ευγενικά παραχωρηθεί το Γαλλικό Ινστιτούτο, και η οδός Σίνα είχε πλημμυρίσει μέχρι κάτω από κόσμο για να παρακολουθήσει τη συζήτηση απ’ τα μεγάφωνα. Η βραδιά αυτή στάθηκε αφορμή να δεθούμε με μια στέρεη φιλία με τον Camus. Τον Camus που έμελλε να γίνει ο νεαρότερος κάτοχος του βραβείου Nobel Λογοτεχνίας.
Κι ένα σωρό άλλες καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις, που καλύπτουν τη δεκαετία ’50 ώς ’60. Ο τόπος μας ήταν στερημένος από πνευματική τροφή ποιότητας τότε. Έτσι εξηγείται η άμεση ανταπόκριση του κόσμου, αυτός ο ενθουσιασμός που δεν ξανάγινε έκτοτε. Και να φανταστεί κανείς πως όλα αυτά τα κινούσε μοναχά ένας άνθρωπος, ο Άγγελος Κατακουζηνός. Τα άλλα μέλη της Ένωσης λάμπρυναν μόνο με την παρουσία τους και τη συμμετοχή τους τις εκδηλώσεις αυτές, τίποτε άλλο. Η γαλλική πρεσβεία μάς πρόσφερε την ηθική συμπαράστασή της. Ο κόσμος ανταποκρινόταν θερμά. Και το σπουδαιότερο, όλοι οι καλλιτέχνες και λογοτέχνες προσφέρονταν πρόθυμα να βοηθήσουν τούτη την πνευματική εξόρμηση.
«Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου»
Σειρά βιογραφιών
Συγγραφέας: Λητώ Κατακουζηνού
Κυκλοφορία 6ης έκδοσης: Μάιος 2021
Εκδότης Μικρή Άρκτος
Σελίδες: 416
Τιμή: 20 €