Στη λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι απ' το κτίριο της Βουλής και τον κήπο του Ζαππείου, δίπλα στα ΚΕΠ Συντάγματος και πάνω απ' αυτές τις καφετέριες-φούρνους που ανοίγουν νύχτα και τις έχω συνδέσει με προμήθειες πριν από την επιβίβαση στο λεωφορείο που πάει στο αεροδρόμιο, σε μια επιβλητική πολυκατοικία βρίσκεται το διαμέρισμα Κατακουζηνού. Σπίτι-μουσείο πια, ήταν ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά σαλόνια της γενιάς του '30, όπως διαβάζω στην ιστοσελίδα του. Τώρα λειτουργεί πάλι.
Βρίσκομαι στην Αμαλίας λόγω ενός ποιήματος. Το «Μνημείο Πεσόντων» (εκδόσεις Μελάνι) της σημαντικής Βρετανίδας ποιήτριας Alice Oswald αναγιγνώσκεται εδώ. Το συγκεκριμένο ποίημα συμπυκνώνει την Ιλιάδα στην αφήγηση των θανάτων κάποιων απλών ανθρώπων, τους οποίους και μνημονεύει. Εμπνέει ταπεινότητα και λαχτάρα για ζωή, ευγνωμοσύνη για το σύντομο και απρόβλεπτο πέρασμά μας απ' τον κόσμο. Μπαίνουμε σ' ένα ποίημα ή σε μια οποιαδήποτε αφήγηση μόνοι. Ακόμα και το κουτσομπολιό είναι γραπτό πια, κάτι που διαβάζεις στα σόσιαλ, στα σάιτ, στο inbox. Οι ειδήσεις, το ίδιο. Η απόλαυση της υψηλής λογοτεχνίας το ίδιο. Σ' ένα ήσυχο δωμάτιο με κλειστή την πόρτα, έτσι απολαμβάνουμε συνήθως ένα σπουδαίο έργο. Μπορεί να συζητήσουμε με κάποιον για κάτι που διαβάσαμε ταυτόχρονα, αλλά συχνά η εμπειρία είναι εντελώς απογοητευτική.
Έτσι, με παραξένεψε η ιδέα της προφορικής αφήγησης του ποιήματος της Oswald στην οικεία Κατακουζηνού. Βέβαια, τα ποιήματα είναι και για να ακούγονται. Αν η λογοτεχνία είναι ανακούφιση απ' τον πόνο, το να την ακούς είναι ταιριαστό, αφού οι παρηγοριές πιάνουν καλύτερα όταν μας τις λένε και όχι όταν μας τις γράφουν.
Η αναφορά της Oswald στον ομηρικό κόσμο, η παλαιότητα του σαλονιού, η σκέψη των ανθρώπων που ζούσαν και συνομιλούσαν εδώ μέσα, μαζί με τα πένθιμα λόγια του ποιήματος, ενισχύει μέσα μου τη γενική εντύπωση ότι απλώς μπαινοβγαίνουμε στη ροή του χρόνου.
Αλλά, και πάλι, διστάζω να πάω κάπου όπου θα μου διαβάσουν ένα ποίημα. Αν της αφήγησης προηγηθεί κάποια απ' αυτές τις βαρετές κουβέντες που διαλύουν τα ποιήματα και τα νεύρα μου; Φροντίζω να πληροφορηθώ ότι τίποτε απ' αυτά δεν θα συμβεί. Η μεταφράστρια του ποιήματος, το οποίο πραγματικά ευτύχησε στην απόδοσή του, η Μυρσίνη Γκανά, το διαβάζει. Τίποτε άλλο. Οι αναγνώσεις γίνονται Παρασκευές (ως το τέλος Ιανουαρίου).
Έτσι, βρίσκομαι στην είσοδο και χτυπώ το κουδούνι. Μια κυρία στριμώχνεται αγχωμένα πίσω μου και με ρωτάει αν πηγαίνω κι εγώ στην αφήγηση. Ξέρω τον όροφο; Φτάνοντας στο διαμέρισμα, ξεχνάμε τα άγχη μας. Το σαλόνι του σπιτιού με έργα τέχνης και φωτογραφίες της γενιάς του '30, τα μεγάλα παράθυρα δείχνουν μια Αθήνα ανοιχτή και απλωμένη, η λεωφόρος Αμαλίας από ψηλά, το κτίριο της Βουλής, ο χαμηλός φωτισμός της αίθουσας όπου πρόκειται να ακουστεί το «Μνημείο Πεσόντων», μας επιβάλλονται αμέσως.
Πιάνω μια θέση και, φυσικά, κλείνω το κινητό μου. Αφήνομαι στο ενδεχόμενο το ποίημα να με παρασύρει. Εγκαταλείπω, σύντομα, κάθε έλεγχο. Όταν περνάει από μπροστά μου μια εικόνα με ελάφια στο δάσος θέλω να σταματήσω τη ροή της αφήγησης και να γυρίσω στη συγκλονιστική φράση. Αλλά δεν μπορώ κι αυτό αρχίζει να μου αρέσει υπερβολικά. Η ταχύτητα του ποιήματος είναι η ταχύτητα της φωνής της Γκανά και όχι κάτι που μπορώ να αυξομειώσω εγώ. Οι παύσεις είναι οι δικές της παύσεις. Πολύ διαφορετική εμπειρία απ' το να διαβάζεις μόνος σου.
Όταν νιώθω την προσοχή μου να ξεφεύγει, κοιτάζω τα πρόσωπα γύρω μου. Αυτό κρατάει ελάχιστα. Το ποίημα με «τραβάει» συνέχεια, οι λέξεις κολλάνε στο κεφάλι μου και μένουν. Όταν αισθάνομαι στοιχειωδώς κουρασμένη στρέφομαι στη νύχτα απ' έξω ‒ χωρίς να κοιτάζω κάπου συγκεκριμένα έχω μια γαλήνια εντύπωση. Δεν κοιτάζω την ποιήτρια που διαβάζει, γιατί κάπως με αγχώνει που είναι τόσο κοντά μου και διαβάζει φωναχτά. Και δεν σκέφτομαι τι σκέφτονται οι γύρω μου ‒ άλλο πράγμα θα ακούει ο καθένας. Αλλά και πάλι. Μοιραζόμαστε κάτι.
Όταν η αφήγηση τελειώνει είμαι μαγεμένη. Καθυστερώ να πάρω το ασανσέρ, να βγω. Κάθομαι και χαζεύω τα περίτεχνα έπιπλα. Η αναφορά της Oswald στον ομηρικό κόσμο, η παλαιότητα του σαλονιού, η σκέψη των ανθρώπων που ζούσαν και συνομιλούσαν εδώ μέσα, μαζί με τα πένθιμα λόγια του ποιήματος, ενισχύει μέσα μου τη γενική εντύπωση ότι απλώς μπαινοβγαίνουμε στη ροή του χρόνου. Κι εκείνη την ώρα αυτή η σκέψη μού είναι εντελώς απελευθερωτική. Μ' αρέσει. Άλλωστε, είμαι ακόμα μέσα στο ποίημα. Οι λεπτομέρειες των εικόνων είναι τόσο ακριβείς και ευκρινείς που με κάνουν να σκέφτομαι την παρατηρητικότητα των ποιητών, τον πλούτο των ματιών τους και, τελικά, το πώς χίλια δυο όμορφα στοιχεία μάς προσπερνάνε κάθε δευτερόλεπτο και ούτε που το σκεφτόμαστε, μέχρι να έρθει ένα αριστούργημα και να μας δείξει τι βλέπουν οι άνθρωποι που εστιάζουν σωστά την προσοχή τους.
Ναι, οι ποιητές βλέπουν καθαρά ότι είμαστε φύλλα που πέφτουν απ' τα δέντρα και σκορπάνε. Αλλά βλέπουν και όλη την ομορφιά τριγύρω. Μου δίνει όρεξη αυτή η σκέψη: να δω πράγματα, να γίνομαι, παρατηρώντας, κάτι άλλο απ' αυτό που είμαι. Νιώθω σαν να πήγα εκκλησία και βγαίνω διαφορετική στον έξω κόσμο. Του επιτρέπω, σιγά σιγά, να με «συνεφέρει». Πρώτα στο Σύνταγμα και μετά με φίλους για ποτό. Δεν είναι όπως τις άλλες Παρασκευές. Καμία σχέση.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια