Λένε πως πάνω απ' όλα –ακόμη και από την ίδια τη ζωή– αυτό που μετράει είναι οι στιγμές. Καμία καθολική θεωρία δεν υπάρχει για να επιβεβαιώσει τι είναι αυτό που ισχύει πραγματικά, τι ακριβώς καθορίζει το καλό και το κακό και διαχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα η εναγώνια αναζήτηση του Απόλυτου κατακρημνίστηκε από τους απανωτούς πολέμους και τον θάνατο που παραμόνευε κραταιός και απειλητικός σε κάθε βήμα. Ο μοντερνισμός που έδωσε έμφαση στις στιγμές ήταν το ρεύμα που φύσηξε έντονα πάνω από τα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου και ξεπήδησε από την απεγνωσμένη αγωνία που έστελνε πλέον ο άνθρωπος ως ατελέσφορος και ατελής προς τον ίδιο τον δημιουργό του. Τίποτα δεν φαινόταν πλέον ικανό να κρατήσει για πάντα, ούτε η αλήθεια, ούτε η ευτυχία, ούτε το απόλυτο. Ο άνθρωπος ήταν γυμνός, το ίδιο και το νόημα.
Ο πανικός, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ – κάποιοι εμπνευσμένοι μετέτρεψαν την αμηχανία από την απουσία νοήματος ή του Θεού σε υψηλή τέχνη, ενώ κάποιοι άλλοι τόλμησαν να «δολοφονήσουν» μαζί με τον πνευματικό δάσκαλο και τον θεό, τον ίδιο τον συγγραφέα. Για πρώτη φορά δημιουργοί, μαζί και μελετητές, τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις μεγάλες δυνάμεις της αυθεντίας του νοήματος και να διευκρινίσουν πως δεν μπορούμε να είμαστε για τίποτα σίγουροι, πόσο μάλλον για την ουσία ενός κειμένου. Οι Βρετανοί μοντερνιστές και οπαδοί της Νέας Κριτικής στη λογοτεχνική θεωρία επέμειναν ότι η απάντηση στην προέλαση του κακού πρέπει να είναι η ίδια η ομορφιά (του κειμένου, της γραφής και της γλώσσας). Καμία αυθεντία έξω από αυτό δεν γίνεται πια αποδεκτή, τίποτα που θα μπορούσε να ισχύσει ή να βοηθήσει την ερμηνεία και δεν έχει σχέση με τις αρχές που θέτει το ίδιο το κείμενο. Όσο για τον σπουδαίο φιλόσοφο και εκπρόσωπο της σύγχρονης ερμηνευτικής Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας να εντοπιστεί το χαμένο νόημα κάπου στην ιστορία ή στα βάθη του χρόνου είναι μάλλον ανώφελος, έδωσε έμφαση στο τώρα (στα σημεία και τα μνημεία που φέρει αυτούσια το κείμενο, στις μνήμες και τις προσδοκίες του). Η Ερμηνευτική ήταν η νέα δύναμη που υψωνόταν πάνω στο κενοτάφιο της μεταφυσικής ακριβώς γιατί πίστευε ότι στις νεκρές ιδέες μπορούσαν πια να θεμελιωθούν οι επιστημονικές παρατηρήσεις, ακόμα και στον τομέα της λογοτεχνίας. Οι νέοι κριτικοί και ερμηνευτές ήταν πλέον οι μεγάλοι φιλόσοφοι που πάσχιζαν με αγωνία να πάρουν τη θέση των επιστημόνων. Μέχρι που οι φοιτητές του Μάη του '68, μαζί με τις πέτρες που πετούσαν αθρόα, ξηλώνοντας τα κράσπεδα του Παρισιού, αποσάρθρωναν συγχρόνως και τις προσδοκίες για μια επιστημονική θεμελίωση του νοήματος και της γλώσσας.
Όταν η σάρκα αναζητά διαρκώς έναν άλλον εραστή, πόσο σίγουρη μπορεί να είναι για τα συμπεράσματά της η επιστήμη; Δύο χρόνια πρωτύτερα ο κατεξοχήν θεωρητικός εκπρόσωπος του Μάη του '68, Ζακ Ντεριντά, είχε εκφωνήσει την περίφημη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς, «Δομή, σημείο και παιχνίδι στον λόγο των επιστημών του ανθρώπου», αλλάζοντας το τοπίο της σύγχρονης θεωρίας για πάντα. Εκεί υποστήριζε ότι δεν είναι ο συγγραφέας αλλά το κείμενο που υπονομεύει από μόνο του τις ίδιες του τις αρχές, ρίχνοντας κυριολεκτικά μια ατομική βόμβα στις πανεπιστημιακές αίθουσες. «Ο θεμελιώδης όρος του Ντεριντά, η "διαφωρά" (differance), ένα λογοπαίγνιο με τη γαλλική λέξη "difference" που σημαίνει "διαφορά" αλλά και "αναβολή", υπονομεύει τον "λογοκεντρισμό", υποδηλώνοντας ότι το νόημα δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα παρόν, καθώς αναβάλλεται διαρκώς» γράφει χαρακτηριστικά στη σημείωσή του για τον μεταδομισμό ο K.M. Newton στο βιβλίο Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα - Ανθολόγιο κειμένων (από τις ΠΕΚ), που καταυγάζει όλες τις απόψεις των εκπροσώπων της σύγχρονης λογοτεχνικής θεωρίας. Αντί όμως ο επιμελητής του βιβλίου να επιδοθεί ο ίδιος σε σχοινοτενείς αναλύσεις, προτιμά να δώσει τον λόγο σε όλες αυτές τις φωνές που άλλαξαν τη σύγχρονη κριτική και τον κόσμο, επιβεβαιώνοντας ότι η θεωρία δεν είναι κάτι ξέπνοο και νεκρό αλλά ένας διαφορετικός τρόπος να καταλαβαίνει και να επεμβαίνει κανείς στην ίδια τη ζωή του. Εξού και στο βιβλίο παρατίθενται αυτούσια οι σημαντικότεροι λόγοι/ομιλίες –κατά τα πρόσωπα των δισσών λόγων– με τον ίδιο τρόπο που, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Newton, θα άφηνε τους πολιτικούς να ανταλλάξουν δημοκρατικά τις απόψεις τους στον χώρο του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, ο Newton, ως επιμελητής, δεν παίρνει θέση, δεν εξάγει εύκολα συμπεράσματα, δεν παρασύρεται από υποκειμενικές γνώμες. Απλώς θέλει, όπως έκαναν κάποτε οι θιασώτες της Νέας Κριτικής, να αποφύγει τα συναισθηματικά κλισέ, να δει πέρα από τη ρομαντική σκιά της Ιστορίας (αθάνατε Χέγκελ!) που απλώνεται πάνω από τους οπαδούς της σύγχρονης Ερμηνευτικής και να καταλάβει πότε αρχίζει και ξετυλίγεται το μακρύ νήμα του ανασχηματισμού του νοήματος, όπως θα επεδίωκαν οι Δομιστές αλλά και οι οπαδοί της ψυχανάλυσης στη σύγχρονη θεωρία. Σε κάθε περίπτωση, από τη συζήτηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα πρόσωπα που άλλαξαν για πάντα τις αρχές της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κείμενο δεν είναι πια το ιερό μέρος που κρύβει εντός του βαθιά και απαρασάλευτα μηνύματα, αλλά χάσκει ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες και προσεγγίσεις. Καμία διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στο πρωταρχικό κείμενο και σε αυτό που ακολουθεί ως σχολιασμός ή ερμηνεία του, αφού τα πάντα συνιστούν μέρος μιας ανοιχτής διακειμενικότητας. Είναι ένα παιχνίδι χωρίς αρχή, μέση και τέλος, δίχως κανόνες και στεγανά – αρκεί να αφεθεί να παρασυρθεί κανείς από αυτό, χωρίς την αγωνία ότι θα βρει ποτέ το προνομιακό σημείο που θα του αποκαλύψει την αλήθεια. Ακόμα κι η ίδια η πρωτοτυπία δεν μπορεί να βρεθεί πραγματικά, αφού τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν στη γραφή – αυτή δίνει το χάρισμα της μοναδικής ιδέας ή της αυτοτέλειας.
Αντί, επομένως, να συγκρίνει κανείς θεωρίες και να ανασκαλεύει πεθαμένες γνώσεις, αρκεί να ψάξει βαθιά στα ίδια τα κείμενα και να βρει όλες εκείνες τις φωνές που τόσα χρόνια παρέμεναν βουβές ή λογοκριμένες. Να ξεθάψει με γενεαλογικό τρόπο, όπως έκανε πριν από τόσα χρόνια ο Μισέλ Φουκώ, τα πρόσωπα που παρέμεναν στα σκοτάδια γιατί δεν τους επετράπη να μιλήσουν (ο μη ειδικός, ο παράνομος, ο τρελός, ο παρίας). «Το ζήτημα είναι», έλεγε ο Φουκώ σε εκείνη την ιστορική παράδοση που είχε ξεσηκώσει το College de France το 1976 και παρατίθεται στο βιβλίο, «να κινητοποιηθούν απλώς οι ειδικές, ασυνεχείς, απαξιωμένες, μη θεσμοθετημένες γνώσεις ενάντια στη συνεκτική θεωρητική αρχή η οποία προτίθεται να τις φιλτράρει, να τις οργανώσει ιεραρχικά, να τις ταξινομήσει εν ονόματι μιας αληθινής γνώσης, εν ονόματι των δικαιωμάτων της επιστήμης που ορισμένοι κατέχουν». Πρόκειται για την «εξέγερση των γνώσεων» κόντρα στην παλιά λογική της θεωρητικής αυθεντίας. Ήταν η στιγμή που η θεωρία, όπως υποστήριζε ο Πολ ντε Μαν στο διαβόητο κείμενό του «Αντίσταση στη θεωρία», θα άλλαζε για πάντα το κλασικό trivium για το οποίο μάχονταν οι επιστήμες της γλώσσας –ρητορική, γραμματική, λογική–, διαμορφώνοντας έναν «διαιωνιζόμενο λόγο ατελείωτων διαψεύσεων, ένα ακόμα κεφάλαιο μέρος του οποίου αποτελεί η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία, ακόμη και τις στιγμές της μεγάλης αυτοπεποίθησής της (..). Οι φωνές που κρύβονται θα βρουν τρόπο να ακουστούν στο εσωτερικό του κειμένου, να βγουν στην επιφάνεια και να χλευάσουν οτιδήποτε μας ενοχλεί και μας πειράζει».
Άλλωστε, μόνο μέσα από τα κείμενα «διαχειριζόμαστε τις εκστατικές ζωές μας», όπως μας θύμιζε κάποτε η σπουδαία μορφή της σύγχρονης λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ κόντρα στη «δεσποτεία του συνηθισμένου» και στον καταναγκασμό του προβλέψιμου. Και από αυτή την άποψη η Λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα του Newton –την οποία προλογίζει ο Αλέξης Καλοκαιρινός–, όπως και τα υπόλοιπα ρηξικέλευθα βιβλία που κυκλοφορούν από τη σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, δεν είναι βιβλίο για τους απόμακρους ειδικούς αλλά για τον καθένα που ξέρει ότι η λογοτεχνία μπορεί να του αλλάξει τη ζωή για πάντα.
σχόλια