Αποσπάσματα από τη συνέντευξή του Γουες Άντερσον στην Telegraph:
"Δεν είχα ακούσει ποτέ τον Τσβάιχ – ή, αν τον είχα ακούσει, ήταν με τον πιο ασαφή τρόπο – μέχρι πριν από έξι ή εφτά χρόνια, κάτι τέτοιο, όταν αγόρασα λίγο πολύ κατά τύχη ένα αντίτυπο του βιβλίου «Επικίνδυνος Οίκτος». Λάτρεψα αυτό το πρώτο βιβλίο και ξαφνικά μπροστά μου βρέθηκε μια ακόμη ντουζίνα που δεν ήξερα. Όλα επανεκδόθηκαν. Διάβασα επίσης το "Η μέθη της μεταμόρφωσης", που εκδόθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά. Το Grand Budapest Hotel έχει στοιχεία που είναι κάπως κλεμμένα από αυτά τα δύο βιβλία. Δύο χαρακτήρες της ιστορίας μας έχουν στόχο να θυμίζουν τον ίδιο τον Τσβάιχ – ο 'συγγραφέας' μας, που υποδύεται ο Τομ Γουίλκινσον, και η θεωρητική εκδοχή του ίδιου, που υποδύεται ο Τζουντ Λο. Αλλά για την ακρίβεια, ο κύριος Γουστάβ, ο κεντρικός χαρακτήρας που υποδύεται ο Φάινς, είναι επίσης βασισμένος στον Τσβάιχ."
"Το βιβλίο παίρνει μια μορφή που αντιγράψαμε για την ταινία, και λατρεύω ιδιαίτερα την πρώτη σκηνή. Ο συγγραφέας κάνει μια υπέροχα σύντομη εισαγωγή και μετά πάει πίσω μερικά χρόνια, και βλέπουμε τον συγγραφέα που επισκέπτεται ένα εστιατόριο που είναι έξω από τη Βιέννη. Εκπλήσσεται που βλέπει ανθρώπους που ξέρει εκεί, και μια φιγούρα – ένας τύπος τον πλησιάζει, κάποιος που αναγνωρίζει αόριστα."
"Ναι, [ο «Επικίνδυνος Οίκτος».]είναι ένα υπέροχο βιβλίο. Είναι το μεγαλύτερο του έργο. Είναι το μοναδικό αληθινό μυθιστόρημα, και είναι ένα αριστούργημα. Όταν το διάβασα σκέφτηκα, πώς γίνεται να μην το ξέρω, πώς γίνεται να φαίνεται λες και είμαι ο μόνος που το έχει διαβάσει; Εκείνη την εποχή, πραγματικά δεν ήξερα κανέναν που το έχει διαβάσει."
Ο 'Επικίνδυνος οίκτος' έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη. Ο Κωστής Παπαγιώργης έγραψε για το βιβλίο στη Lifo το 2013:
"Τις παλαιότερες δεκαετίες, στα σπίτια όπου υπήρχε μικρή ή μεγάλη βιβλιοθήκη, ήταν βέβαιο ότι θα βρισκόταν κάποιο διαβασμένο ή αδιάβαστο βιβλίο του Τσβάιχ: βιογραφικό, θεατρικό, διηγηματικό, ιστορικό, μεταφρασμένο, τέλος πάντων ένα γραφτό από εκείνα που συνέγραφε ο Εβραίος συγγραφέας, ο οποίος υποστήριζε με κάθε τρόπο τον «θεμελιακό ανορθολογισμό του ανθρώπινου νου». Τα βιογραφικά του δοκίμια είναι πολυάριθμα: Βερλαίν, Βεράρεν, Μπαλζάκ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Ρομαίν Ρολλάν, Χαίλντερλιν, Κλάιστ, Νίτσε, Σταντάλ, Τολστόι, Έρασμος, Μαρία Αντουανέτα, Μαρία Στιούαρτ και Μαγγελάνος! Όπως τονίζει η προλογίστρια της αμερικανικής έκδοσης Joan Acocella, ο Τσβάιχ κατά κύριο λόγο ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, ως εκ τούτου ήταν γνωστός όχι ως μεγάλος συγγραφέας, παρά ως «φωνή», για κάποιους μάλιστα θεωρούνταν η φωνή της Ευρώπης. Μια συνείδηση, δηλαδή, υπεράνω εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας και τα παρόμοια."
"Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι δανεισμένη –στα βασικά της στοιχεία– από το καθεστώς της Αυστροουγγαρίας και ειδικά του στρατού της αυτοκρατορίας, που την απάρτιζαν πολλά έθνη και φυλές. Ο Αυστριακός αξιωματικός ήταν πρότυπο πειθαρχίας, καθότι δεν κυκλοφορούσε με πολιτική περιβολή εκτός υπηρεσίας και τηρούσε την εθιμοτυπία και τον κώδικα τιμής της αυστριακής κάστας. Ένας από τους πλουσιότερους άρχοντες της περιφέρειας ονόματι Κεκεσφάλβα κάλεσε τον υπίλαρχο Άντον Χοφμίλλερ να γευματίσει σπίτι του, με όλους τους τύπους. Τα λάθη του προσκεκλημένου υπίλαρχου αρχίζουν από την πρώτη ώρα. Ο Χοφμίλλερ είναι ενθουσιασμένος από την ατμόσφαιρα του αρχοντικού, την παρουσία των γυναικών, το παρκέτο για τον χορό, τη μουσική και τα λοιπά. Χορεύει επί ώρα με τις ντάμες, χαριεντίζεται, αλλά αίφνης θυμάται ότι δεν ζήτησε ακόμα από την οικοδέσποινα έναν χορό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο μύθος του βιβλίου. Πρόκειται για τον αμήχανο και αδαή Χοφμίλλερ, για την ημιανάπηρη Έντιθ που είναι καταδικασμένη σε ζωή παραλυτικής, και βέβαια για την ατμόσφαιρα της αυτοκρατορίας που –όπως και στο Εμβατήριο του Ραντέτσκυ– υπερβαίνει τα πρόσωπα, τις καταστάσεις και τον ίδιο τον χρόνο που ενώνει και χωρίζει, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις."
Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ με τίτλο "Η μέθη της μεταμόρφωσης", κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη:
Καλοκαίρι του 1926. Η Κριστίνε Χοφλένερ εργάζεται στο ταχυδροµείο ενός αυστριακού χωριού. Η χώρα έχει αρχίσει να ανακάµπτει από τον πόλεµο και από την πολιτική κρίση που οδήγησε στην κατάλυση της µοναρχίας και στην ίδρυση του δηµοκρατικού κράτους. Ωστόσο, η νεαρή Κριστίνε βλέπει την άχαρη ζωή της να κυλά µέσα στις στερήσεις, ώσπου ένα αναπάντεχο τηλεγράφηµα έρχεται να ταράξει τη µονοτονία της καθηµερινότητας. Μια πλούσια θεία της την προσκαλεί για δύο βδοµάδες στο ελβετικό θέρετρο του Εγκαντίν. Η Κριστίνε φτάνει στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο, αφήνοντας τον εαυτό της να παρασυρθεί στη δίνη ενός ανέµελου κόσµου και να ζήσει για λίγες µέρες µες στην πολυτέλεια, παριστάνοντας την πλούσια Κριστιάνε φον Μπόολεν. Για πρώτη φορά στη ζωή της νιώθει νέα και ελκυστική. Ωστόσο, γρήγορα θα έρθει στο φως η ταπεινή της καταγωγή, αναγκάζοντάς τη να συνέλθει απότοµα από τη σαγηνευτική µέθη της µεταµόρφωσης. Από τη µια στιγµή στην άλλη, γκρεµίζεται και πάλι στην καθηµερινότητα, χωρίς όµως να αντέχει να ζει άλλο φυλακισµένη στη φτώχεια και στην αθλιότητα. Τότε γνωρίζεται µε τον Φέρντιναντ, έναν άνδρα "ποτισµένο µε το πνεύµα της εξέγερσης", ο οποίος, έχοντας πίσω του την επώδυνη εµπειρία του πολέµου και της αιχµαλωσίας, έχει στερηθεί κάθε δικαίωµα στην αξιοπρέπεια. Στο πρόσωπό του η Κριστίνε νιώθει να βρίσκει µια αδελφή ψυχή. Μες στην απελπισία τους, οι δύο νέοι αποφασίζουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Μα την τελευταία στιγµή ο Φέρντιναντ επινοεί ένα ανατρεπτικό σχέδιο ενάντια στον "αρχικλέφτη που ακούει στο όνοµα κράτος", στο οποίο η Κριστίνε συναινεί µε πάθος και αποφασιστικότητα. "Η Σταχτοπούτα συναντάει τους Μπόννι και Κλάιντ σ' αυτό το καταιγιστικό µυθιστόρηµα..." (Edwin Frank)
«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»
Ο Φέρντιναντ λέει:
«Το κράτος, αυτός ο μεγαλοαπατεώνας, ο αρχικλέφταρος... Δείξε μου έστω κι ένα από τα σαράντα υπουργεία σας που να νοιάζεται για το κοινό συμφέρον. Μήπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας; Μόνο να σπεκουλάρουν ξέρουν... Όχι, φίλε μου... Έχω βαρεθεί ν' ακούω ότι κάποιοι είναι σε χειρότερη μοίρα, έχω μπουχτίσει ν' ακούω ότι στάθηκα ''τυχερός'', μόνο και μόνο επειδή δε μου λείπει ούτε χέρι ούτε πόδι κι επειδή βαδίζω χωρίς δεκανίκια. Κανείς δεν πρόκειται να με πείσει ότι είναι αρκετό να αναπνέεις και να 'χεις ένα πιάτο φαΐ... Δεν πιστεύω πια σε τίποτα, ούτε σε θεούς ούτε σε κυβερνήσεις ή στο νόημα της ζωής, σε τίποτε δεν πιστεύω όσο νιώθω πως αδικούμαι, όσο δεν έχω δικαίωμα στη ζωή. Και, μέχρι να το αποκτήσω, θα συνεχίσω να υποστηρίζω ότι έπεσα θύμα κλοπής και απάτης. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω προτού νιώσω ότι ζω σαν άνθρωπος και όχι με τα αποφάγια και τα ξερατά κάποιων άλλων. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
Στη "Mέθη της Mεταμόρφωσης", όταν η Κριστίνε επιστρέφει συντετριμμένη και ταπεινωμένη στον κόσμο της φτώχειας και της στέρησης, η ηλικιωμένη της μητέρα έχει ήδη πεθάνει, ταλαιπωρημένη από χρόνια κακουχιών και αρθρίτιδας. Η Κριστίνε είναι απαθής από τη δυστυχία της και δεν έχει άλλο κουράγιο να νιώσει κι άλλη απελπισία. Ο ίδιος ο Στέφαν Τσβάιχ στο βιβλίο 'Ο Κόσμος του Χθες' (Printa, 2006) γράφει γιατί ανακουφίστηκε όταν έμαθε πως πέθανε η μητέρα του:
"Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά μας-, δεν αναρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα με τους καινούριους "νόμους των Αρίων", δεν μπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα: ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι' αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ' ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια στους Εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον κόσμο."
σχόλια