Ο ΜENHΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ (1931-2014) έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα τριαντάρης, το 1962, με τα «Μηχανάκια» –έτσι αποκαλούνταν τότε τα φλίπερ, όχι τα δίκυκλα– αφηγούμενος ιστορίες εφήβων, εγκλωβισμένων στον κλοιό της οικογένειας, της επαρχίας, του στρατού, που προσπαθούν να ισορροπήσουν στο ρευστό μεταπολεμικό τοπίο, αναζητώντας τον δικό τους βηματισμό.
«Είναι πολύ καλύτερο από πολλά γραπτά συνομηλίκων μας», τον είχε διαβεβαιώσει ο Βασίλης Βασιλικός πριν ο ίδιος επιδιώξει την έκδοσή τους, για την οποία έμελλε να μεσολαβήσει ένας άλλος στενός του φίλος, ο Μάνος Χατζιδάκις, στέλνοντας σχετικό ραβασάκι στον οίκο Φέξη, όπου εκδίδονταν ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς.
Πριν από τα «Μηχανάκια», ωστόσο, ο Κουμανταρέας είχε ολοκληρώσει μια εφηβική νουβέλα, ένα σύντομο «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» όπως θα το χαρακτήριζε, που όχι απλώς κρατούσε επί μισόν αιώνα ανέκδοτο, αλλά είχε ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξή του! Ο λόγος για τις «Αλεπούδες του Γκόσπορτ», έργο γραμμένο το 1959, βασισμένο σε όσα είχε ζήσει ο συγγραφέας σ' αυτήν τη μικρή επαρχιακή πόλη της νότιας Αγγλίας το καλοκαίρι του 1949 που τελικά δημοσιεύτηκε το 2011 (εκδ. Κέδρος).
Ξανακοιτάζοντάς το, ο Κουμανταρέας προσπάθησε να μην αλλοιώσει τίποτε από «τον χαρακτήρα, το ύφος, ακόμα και τις ενδεχόμενες απειρίες του». Απλώς, το συντόμευσε και έδωσε στο σύνολο μια μεγαλύτερη ενότητα.
Ανακαλώντας την εμπειρία του στο Γκόσπορτ, έβαλε στο στόμα του αλλοτινού εαυτού του απόψεις σαν κι αυτήν: «Όσοι γράφουν, έχουν μια αποστολή. Να δείχνουν τι υπάρχει πίσω από την επιφάνεια, να ξεσκεπάζουν, να ξεγυμνώνουν. Ο συγγραφέας είναι ένας χειρουργός, ένας ανατόμος...».
Νάτος λοιπόν ο Αριστομένης Κ. –του μένει μία τάξη ακόμη για ν' αποφοιτήσει στην Αθήνα από τη σχολή Μπερζάν– μες στο τρένο που τον οδηγεί από το Λονδίνο στο Γκόσπορτ, να ρουφά εικόνες απ' το νοτισμένο παράθυρο και να παρατηρεί εξονυχιστικά τους συνταξιδιώτες. Στην τσέπη κουβαλάει μια επιστολή κι ένα τσεκ με αποδέκτη έναν απόστρατο ταγματάρχη, ονόματι Νταν, ο οποίος βιοπορίζεται πια δίνοντας μαθήματα αγγλικών σε καλοαναθρεμμένα αστόπαιδα από διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Στο γράμμα δεν γίνεται μνεία, φυσικά, αλλά ο νεαρός γνωρίζει σε τι οφείλει την παραμονή του στο «ήσυχο και υγιεινό περιβάλλον» του Γκόσπορτ: «Στους κομμουνιστές. Αυτοί είναι που τρόμαξαν τον πατέρα μου και μ' έστειλε στη Γηραιά Αλβιώνα, να γλιτώσω από το λεπίδι τους. Δεν ξέρω πόσο δίκιο έχει». Είναι όμως «επιτέλους, μόνος». Κι αυτό του δίνει φτερά.
Ιδού ορισμένα από τα πρόσωπα που μπαίνουν στο κάδρο του νεαρού Κουμανταρέα, με το που δίνει στον ταγματάρχη τα διαπιστευτήριά του: η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά του, χήρα απ' το '14 και πάντα δοτική μες στη μοναξιά της, οι συμμαθητές του –ο ερωτύλος Ροβέρτος, ο στοχοπροσηλωμένος στο μέλλον του Γκι από τη Γαλλία, καθώς κι ο μικρόσωμος, συνεσταλμένος Λουίτζι, άρτι αφιχθείς από την Ιταλία– δυο Εγγλεζούλες σαν τα κρύα τα νερά, η Νόρμα και η Σήλια, και δύο μυστηριώδεις δίδυμοι Βέλγοι που, στα μάτια μικρών και μεγάλων, είναι η απειλή προσωποποιημένη...
«Οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι υπάρχουν μερικές ντόπιες κοπέλες που αρέσκονται στο να προσελκύουν τους ξένους. Φυσικά είναι μειονότης, διότι στο Γκόσπορτ υπάρχουν κορίτσια καλών οικογενειών. Προσοχή στις μικρές αλεπούδες, λοιπόν, αλλά καμμιά φορά και στους αλεπούδους που μας επισκέπτονται», προειδοποιεί ευθύς εξ αρχής ο ταγματάρχης τον Έλληνα μαθητή του.
Ο Μίνις, όμως, ή Μενίς –κανείς δεν μπορεί να προφέρει σωστά τ' όνομά του– ανυπομονεί να γευτεί όλα όσα μπορεί να του προσφέρει αυτό το καλοκαίρι της ελευθερίας: μπάνια στα κλεφτά, χοροεσπερίδες, ριψοκίνδυνες αποδράσεις, νέες φιλίες και κοινωνικές γνωριμίες, ερωτικά σκιρτήματα, μύχιες εξομολογήσεις, αδέξια φλερτ.
Η παραμονή του στην Αγγλία θα λήξει νωρίτερα απ' ό,τι προβλεπόταν –οι αταξίες έχουν και το ανάλογο τίμημα– αλλά η σοδειά της θ' αποδειχτεί γόνιμη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο νεαρός Κουμανταρέας θα γνωρίζει πόσο εύκολα μπορεί να πληγώσει κανείς μια κοπέλα ή να προδώσει ελαφρά τη καρδία μια εν δυνάμει αδελφή ψυχή. Έχοντας μπει και σ' εγγλέζικες βίλες, είναι σε θέση να διακρίνει καλύτερα το έλλειμμα κουλτούρας που καμουφλάρεται από την οικονομική άνεση ή το περίσσευμα αισθημάτων που απαιτείται για μια στρωτή οικογενειακή ζωή.
Χάρη στην επαφή του με τον Λουίτζι, έχει πάρει μυρωδιά από τα βάσανα που επιφυλάσσονται στους ομοφυλόφιλους. Ενώ και το άδοξο ειδύλλιο του Ροβέρτου με τη Νόρμα έχει λειτουργήσει και για τον ίδιο αποκαλυπτικά ως προς την ανθεκτικότητα των εθνικών και θρησκευτικών συνόρων που κρατούν τους ανθρώπους σε απόσταση. Το μόνο που έχει απωθήσει είναι οι εφιαλτικές λεπτομέρειες μιας περιπετειώδους βραδιάς, της ίδιας ωστόσο βραδιάς που έδωσε το πρώτο του φιλί.
Να 'χε άραγε ο Κουμανταρέας από τα 18 του λογοτεχνικές φιλοδοξίες; Το σίγουρο είναι πως, ανακαλώντας την εμπειρία του στο Γκόσπορτ, έβαλε στο στόμα του αλλοτινού εαυτού του απόψεις σαν κι αυτήν: «Όσοι γράφουν, έχουν μια αποστολή. Να δείχνουν τι υπάρχει πίσω από την επιφάνεια, να ξεσκεπάζουν, να ξεγυμνώνουν. Ο συγγραφέας είναι ένας χειρουργός, ένας ανατόμος...».
Από την αρχή της νουβέλας του, άλλωστε, μας έχει προειδοποιήσει: «Όταν είσαι δεκαοχτώ χρονών είσαι μια φωτογραφική μηχανή που αποτυπώνει πάνω στην αρνητική πλάκα όσες περισσότερες φωτογραφίες μπορεί. Αυτές τις φωτογραφίες που με τον καιρό απέκτησαν μια θαμπή ομίχλη που τις σκεπάζει, θα προσπαθήσω να εμφανίσω. Για ένα είμαι βέβαιος. Ότι μερικές από αυτές αποκτούν αργότερα πολύ μεγαλύτερη σημασία από εκείνη που αρχικά είχα υποπτευθεί...».
Το ενδιαφέρον είναι πως ο μετέπειτα συγγραφέας του «Ωραίου λοχαγού» και της «Φανέλας με το εννιά», πριν ακόμα εκδώσει οτιδήποτε, είχε χαράξει τον άξονα που θα διέτρεχε το λογοτεχνικό του έργο.
«Να ένα θέμα να γράψεις, αν κι είσαι ακόμη πολύ νέος, παρθένος από τη φοβερή φθορά» τον συμβουλεύει ο πατέρας μιας από τις... αλεπουδίτσες του Γκόσπορτ, στη διάρκεια ενός μεστού, από κάθε πλευρά, γεύματος: «Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη φθορά μόνο στις μηχανές, αλλά η πραγματική καταστροφή συντελείται μέσα μας».