Διαβάζοντας Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II νιώθεις σαν να βρίσκεσαι στο σαλόνι ενός φίλου: ξέρεις ότι εκεί σε περιμένουν η θαλπωρή και η ζεστασιά μαζί και η λογοτεχνική μέριμνα ενός ανθρώπου που φροντίζει να ανοίγει διάπλατα τα χαρτιά του στον αναγνώστη.
Εκτός, φυσικά, από την αίσθηση ότι επιστρέφεις στην ασφαλή αγκαλιά ενός συνεπούς ιδεολόγου, ο οποίος ξέρει πως ο κοσμοπολιτισμός, ο διεθνισμός και η πραγματική επανάσταση αρχίζουν πάντα από τον τόπο σου (είναι ενδεικτική η ανάγνωση του Τάιμπο στο κίνημα του αυτοχθονισμού).
Γεννημένος στο Χικόν της Ισπανίας, αλλά πολιτογραφημένος Μεξικανός, ο συγγραφέας γράφει πάντα με την ίδια χρωματιστή παραφορά που χαρακτηρίζει τα μέρη του, τον επαναστατικό οίστρο και την επιμονή στις «προσωπικότητες που γεννήθηκαν με τη φαντασία αλλά, καθώς είναι υποχρεωμένες να κινούνται στη μιζέρια της καθημερινότητας για να βρουν ένα κενό στην ιστορία, επανεπινοούνται για το φως της κινηματογραφικής οθόνης, για την πιο συναρπαστική σελίδα ενός μυθιστορήματος, για το πιο παράλογο, αντιφατικό και παθιασμένο επικό τραγούδι».
Αυτοί είναι οι δικοί του Αρχάγγελοι, όπως είναι ο τίτλος του συναρπαστικού βιβλίου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έρμα σε ωραία μετάφραση της Δήμητρας Σταυρίδου, και αφορούν τους πρωταγωνιστές που προσπάθησαν να αλλάξουν ή άλλαξαν τον κόσμο, αλλά ήταν για χρόνια παραγνωρισμένοι είτε γιατί κάποιοι το θέλησαν είτε γιατί οι ίδιοι αποφάσισαν να θάψουν, μαζί με την ιστορία τους, για πάντα τα φτερά τους.
Γράφεις ένα μυθιστόρημα με τη βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία καταφέρνει αυτό που η Ιστορία δεν μπορεί, δηλαδή να αναπαραστήσει την αίσθηση της Ιστορίας. Γράφεις ευτυχισμένος, διαισθανόμενος ότι ο χαρακτήρας που τον αρνείται η Ιστορία στη θολούρα της η λογοτεχνία τον διασώζει, χρησιμοποιώντας τις αρετές της θολούρας σαν υλικό του φόντου.
Ως ιδανικοί Αρχάγγελοι όμως έμειναν συμβολικά με υψωμένη τη ρομφαία στις μνήμες ρομαντικών όπως ο Τάιμπο, αποδεικνύοντας ότι η πραγματική επανάσταση γράφεται στην ανεπίσημη πλευρά της Ιστορίας μέσα από τα πιο αδιανόητα προσωπικά παραδείγματα: ο Χαουάν Εσκουδέρο πολέμησε την ισπανική ολιγαρχία μένοντας ανάπηρος και παλεύοντας με το ένα χέρι, ο Μαξ Χελτς συνέχισε να αγωνίζεται παρ' ότι σχεδόν τυφλός, ο Φρίντριχ Άντλερ αρνήθηκε να προσποιηθεί τον τρελό για να αποφύγει τη θανατική καταδίκη και η Λαρίσα Ράισνερ προσπάθησε να ανακαλύψει τους πραγματικούς επαναστάτες, ταξιδεύοντας στον κόσμο σε άθλιες συνθήκες και φτάνοντας μέχρι το μακρινό Αφγανιστάν.
Πρόκειται για ήρωες που κρατήθηκαν πεισματικά μακριά από τις κομματικές επιταγές και συνθήκες, κινούμενοι ανάμεσα σε Παναγίες της Γουαδελούπης και αιματοβαμμένα λάβαρα, σε γραπτά μανιφέστα και εμμονές για έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο.
Κάποιοι προέρχονταν από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο, άλλοι υπήρξαν ρομαντικοί αναρχικοί και άλλοι, όπως ο Ντίανς Αργουέγιες, απλώς επιχείρησαν να κάνουν αναγκαστική προσγείωση στη Βία Μονουμεντάλ της Κούβας με ένα αεροπλάνο γεμάτο πυρομαχικά για να ενισχύσουν την επερχόμενη εξέγερση του Φιντέλ Κάστο στην Κούβα.
Όμως σχεδόν κανείς από αυτούς δεν ασπάστηκε τον ολοκληρωτισμό ή τις σταλινικές μεθόδους και όλοι έδειξαν με τη στάση τους να υποβάλουν στον συγγραφέα αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά με το πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού τελειώνει ο μύθος, πού πρέπει να παρεμβαίνει ο συγγραφέας ως αφηγητής για να αποκαθιστά την τάξη ή να παραγνωρίζει τις πολιτικές θεωρίες για χάρη της ομορφιάς της εξιστόρησης.
Οι απαντήσεις έρχονται προφανώς από τον ίδιο τον Τάιμπο: «Γράφεις ένα μυθιστόρημα με τη βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία καταφέρνει αυτό που η Ιστορία δεν μπορεί, δηλαδή να αναπαραστήσει την αίσθηση της Ιστορίας. Γράφεις ευτυχισμένος, διαισθανόμενος ότι ο χαρακτήρας που τον αρνείται η Ιστορία στη θολούρα της η λογοτεχνία τον διασώζει, χρησιμοποιώντας τις αρετές της θολούρας σαν υλικό του φόντου».
Κάπως έτσι δίνει τα ηνία στον εαυτό του ως συγγραφέα και τα πρωτεία στο μυθιστόρημα.
Ενίοτε γίνεται και αστυνομικός ντετέκτιβ, κάτι που επιβάλλεται, όπως πιστεύει, να γίνει κάθε συγγραφέας: συγκλονιστικό είναι το παράδειγμα της αναζήτησης των στοιχείων για τον βασκικής καταγωγής Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε, ο οποίος, εκτός του ότι είχε καταδικαστεί σε απόπειρα επίθεσης κατά του Προέδρου Ουίλσον και ότι ήταν ο μοναδικός Ισπανός στρατιωτικός που συμμετείχε στον σχηματισμό κυβέρνησης της μεξικανικής Αριστεράς, ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για την πολυτάραχη ζωή του.
Οι λεπτομέρειες και η μεθοδολογία στις οποίες βασίστηκε ερμηνευτικά ο Τάιμπο για να συγγράψει την ιστορία του άγνωστου μέχρι τότε ήρωα του (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Περαστικός από τις εκδόσεις Άγρα) παρατίθενται σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στους Αρχαγγέλους, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά και τον τρόπο προσέγγισης των ηρώων του:
«Ασκήσεις της φαντασίας: πώς ήταν η καρτ-ποστάλ που έστειλε ο Σαν Βισέντε από τη Λα Κορούνια; Πώς ήταν το καπέλο που φορούσε στο Ατλίσκο της Πούεμπλα τις ηλιόλουστες μέρες; Πώς έβλεπε ένας Βάσκος που λάτρευε το ψιλόβροχο της Κανταβρίας τις μέρες των τροπικών βροχών; Ποια φάρμακα χρησιμοποιούσαν οι πόρνες φίλες του για τη σύφιλη; Και ποιος ήταν ο γιατρός που τις φρόντιζε; Ασκήσεις επινόησης. Το να διηγείσαι είναι να επανεφευρίσκεις, να αναδημιουργείς, να ξαναστήνεις πράγματα που πλέον δεν υπάρχουν. Ποιος διάλογος ενδιαφέρεται για την πραγματικότητα; Το ενδιαφέρον είναι η αίσθηση της πραγματικότητας».
Και αυτή ακριβώς είναι που καταφέρνει να ανασυστήσει με τον δικό του υποβλητικό τρόπο ο Τάιμπο, ανακατεύοντας πραγματικά στοιχεία με αναμνήσεις, λαϊκούς μύθους με προφορικές δοξασίες, ιστορικές αναλύσεις με αισθήσεις-γεύσεις, μυρωδιές.
Βασικό του υλικό είναι το βίωμα και δεν μπορεί, φέρ' ειπείν, να μην παραδεχτεί ότι το ενδιαφέρον του για την ιστορία των μουραλίστας, δηλαδή των Ντιέγκο Ριβέρα, Ξαβιέρ Γκερέρο, Ζαν Σαρλό, Κάρλος Μέριδα και συλλήβδην των νέων που αργότερα θα χαρακτηριστούν «ντιεγκίτος», οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος κάποια στιγμή περπάτησε, ερωτεύτηκε και έζησε ανάμεσα σε αυτές τις τοιχογραφίες οι οποίες πρωτοαποτύπωσαν δημόσια την καταπίεση και τον ρατσισμό του απλού κοστένιο.
Άλλοι, λοιπόν, όπως οι μουραλίστας, ξεσήκωσαν τον κόσμο με το πινέλο τους, άλλοι με την πένα τους, όπως η όμορφη Λαρίσα Ράισνερ με τα δημοσιογραφικά-ταξιδιωτικά κείμενά της, άλλοι με τον επαναστατικό τους τρόπο, όπως ο Γερμανός επαναστάτης Μαξ Χελτς, ο οποίος άφησε το δικό του αποτύπωμα μέσα από το «χελτσιανό» στυλ, συντονίζοντας την επανάσταση του 1918 στη χώρα του και ξέροντας να προξενεί επιθέσεις εκεί όπου κανείς δεν το περίμενε, μακριά από οργανωμένα σχήματα.
Γι' αυτό και όταν καταδικάστηκε στο πλευρό του δεν βρέθηκαν οι κομμουνιστές αλλά ο Τόμας Μαν: «Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν ο Μαξ θεωρήθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες ένας επικίνδυνος τυχοδιώκτης, από τους επίσημους κομμουνιστές ανεύθυνος και προδότης, από την κομμουνιστική αριστερά αναρχικός και από τους αναρχικούς λενινιστής. Αυτοί που αγωνίστηκαν στο πλευρό του σφαγιάστηκαν από τον ναζισμό ή στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το όνομα και η ιστορία του Μαξ Χελτς πέρασαν στη λήθη».
Το ίδιο, βέβαια, συνέβη με όλους τους αφανείς επαναστάτες, των οποίων ωστόσο το στίγμα διασώθηκε με τρόπους που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, κυρίως μέσα από την επιμονή τους να μην εγκαταλείπουν, ακόμα και όταν όλοι τους είχαν ξεγράψει.
Ο Μεξικανός Λιμπράδο Ριβέρα, ο τελευταίος μαγονέρο, εξακολουθεί να γράφει μανιφέστα όταν τον συλλαμβάνουν στη συνοριακή γραμμή με τις ΗΠΑ, ακόμα και όταν οι αστυνομικοί καταστρέφουν την τεράστια βιβλιοθήκη του ‒ τεράστιο έγκλημα για έναν φιλοπερίεργο επαναστάτη.
Μάχεται όπως μπορεί για την απελευθέρωση των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι, με τους οποίους αλληλογραφεί προσωπικά ‒ είναι γνωστό το τραγούδι «Here's to you, Nicola and Bart» που εμπνεύστηκε από την ιστορία τους.
Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να τον σταματήσει, όπως ούτε και τον απέθαντο Χουάν Ρ. Εσκουδέρο, ο οποίος οργανώνει τις (απανωτές) εξεγέρσεις των καταπιεσμένων από τους Ισπανούς Μεξικανών εργατών στο λιμάνι του Ακαπούλκο.
Ούτε φυσικά τον γνωστό τοις πάσι αναρχικό ηγέτη «απαλλοτριωτικών επιχειρήσεων» Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, ο οποίος επίσης καταλήγει μαζί με τους «Περιπλανώμενους» στο μακρινό Μεξικό.
Είναι, άλλωστε, άλλος ένας Αρχάγγελος μαζί με τον κατά τα άλλα φιλήσυχο σοσιαλδημοκράτη Φρίντριχ Άντλερ, ο οποίος φτάνει μέχρι την πολιτική δολοφονία προκειμένου να αποτρέψει τον μιλιταριστικό κύκλο του Μεγάλου Πολέμου, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη και αρνούμενος να δεχτεί τα ελαφρυντικά της παραφροσύνης.
Καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη, αλλά μετά τον πόλεμο βγαίνει από τη φυλακή και δοξάζεται ως ήρωας, γίνεται κραταιός γραμματέας της Δεύτερης Διεθνούς, παίρνει ενεργά μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο και ζει μέχρι τα ογδόντα ένα.
Όπως γράφει σχετικά ο Τάιμπο στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον παράδοξο αυτό επαναστάτη: «Το να ζεις σοβαρός και να πεθαίνεις χαρούμενος είναι το μόνο που μπορεί να επιθυμεί ένας άνθρωπος».
Η κατακλείδα όλων των ιστοριών, είτε πρόκειται για επαναστάτες, είτε για ήρωες, είτε για ρομαντικούς ουτοπιστές, είναι τελικά η βαθιά πίστη του Τάιμπο ότι τα αγαθά της γραφής και της ουσιαστικής ανατροπής ξεκινούν και επιστρέφουν πάντα στον άνθρωπο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO