Η Ισμήνη Καπάνταη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Παντρεύτηκε τον ποιητή και γλύπτη Βάσο Καπάνταη, με τον οποίο απέκτησαν έναν γιο, τον Δούκα. Έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα μυθιστορήματα και έχει τιμηθεί με το Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων το 1990 αλλά και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1992 για το μυθιστόρημα «Απειρωτάν και Τούρκων».
Τη συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στην πανέμορφη κατοικία της στην περιοχή της Νέας Σμύρνης. Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι η έκδοση του νέου της ιστορικού μυθιστορήματος «Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης». Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, λίγο μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Έχουν προηγηθεί τα χρόνια του επαναστατικού αγώνα ενάντια στον Τούρκο κατακτητή, οι δύο αιματηροί εμφύλιοι καθώς και οι διάφορες, μικρότερης σημασίας, διενέξεις. Οι ήρωες είναι ελεύθεροι πλέον πολίτες ενός κράτους που διαθέτει ένα εξαιρετικά για την εποχή δημοκρατικό Σύνταγμα, το Σύνταγμα της Επιδαύρου, αλλά αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν αυτή την κοσμογονική αλλαγή και εξακολουθούν να μάχονται με πάθος τον ίδιο τους τον εαυτό.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας, η κ. Καπάνταη με ξεναγεί στο πολυδαίδαλο σπίτι της. Εκεί διακρίνω το πρώτο της γραφείο, διάφορες οικογενειακές φωτογραφίες, παλιά αντικείμενα, ενθύμια αλλά και κειμήλια.
Στη συνέχεια ανεβαίνουμε στο ατελιέ του συζύγου της και θαυμάζω τα φιλοτεχνημένα γλυπτά του, τα ανάγλυφα, τα μετάλλια, τα σχέδια και τα κεραμικά που υπάρχουν ακόμα στη μονοκατοικία. Βασικό χαρακτηριστικό του έργου του ήταν η οικουμενικότητα και η μετατροπή του συναισθήματος σε ιδέα. Επίσης, αντλούσε τη θεματολογία του από την εμπειρία του 1922: ο ξεριζωμός, η τεράστια μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, οι βιαιοπραγίες και η προσφυγική Ελλάδα.
Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Απωλέσαμε την ταυτότητά μας και πάψαμε να είμαστε ο εαυτός μας. Μας απασχολούσε ο πλούτος και γίναμε μια παρακμιακή κοινωνία που στηρίχτηκε στο φαίνεσθαι και στην υπερβολή, μακριά από τη σκέψη, το πνεύμα και την παιδεία. Γίναμε θεατές ενός ακατανόητου νεοπλουτισμού.
Όπως μου λέει, με τον σύζυγό της τούς άρεσε πολύ να συζητούν, να σχολιάζουν και να ακολουθούν ατέρμονες διαδρομές του παρελθόντος, ιδίως να ανακαλύπτουν ενδιαφέροντες ανθρώπους και εποχές, περιδιαβαίνοντας σε αναγνώσματα άλλων χρονικών περιόδων.
Παράλληλα, συνειδητοποιώ ότι στο σπίτι δεν υπάρχει τηλεόραση, μόνον ατελείωτες βιβλιοθήκες. Το μοναδικό ίχνος τεχνολογίας στην επιβλητική μονοκατοικία είναι ένας υπολογιστής Apple, ο πρώτος που απέκτησε ποτέ και αποτελεί δώρο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
Βαθιά γνώστρια της Ιστορίας, ειδικά της περιόδου που προηγείται της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους και της Τουρκοκρατίας, μου εξηγεί πως, όταν γράφει ένα μυθιστόρημα, τοποθετεί τους ήρωές της εστιάζοντας στα γεγονότα άλλων εποχών και σύμφωνα με τις προσωπικές της εμπειρίες. Ουσιαστικά, από την αρχή της συνομιλίας μας δεν διστάζει να τονίσει ότι οι «ήρωες αποτελούν κομμάτια του εαυτού της».
Άλλωστε, στα κείμενά της πάντοτε επιλέγει να αναδεικνύει θεματικές που της δίνουν τη δυνατότητα να θέτει ερωτήματα που αφορούν το σήμερα και καταγράφει σκέψεις και προβληματισμούς. «Σκοπός μου είναι η αλήθεια του λογοτεχνικού κειμένου» υποστηρίζει ακουμπώντας ένα ζεστό τσάι και βουτήματα στο τραπέζι. Όπως γράφει και στο βιβλίο, μια βαθύτερη επιθυμία της είναι να καταλάβει πώς τελικά προέκυψε αυτό που είμαστε σήμερα, δηλαδή ο «νεοέλληνας».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί η κ. Καπάνταη μιλά για το νέο της βιβλίο, τα παιδικά της χρόνια, την ιστορία, τη συγγραφή, τον σύζυγό της, τους φόβους αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα σε μια μονοκατοικία της οδού Ιασίου, στο Κολωνάκι. Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Σπούδασε Ψυχολογία και Διδακτική στο Λονδίνο και κει μπήκε στον κύκλο των φοιτητών του Μπέρναρντ Ράσελ. Επίσης, ίδρυσε τη σχολή του Ερυθρού Σταυρού για τις διπλωματούχους αδελφές. Ήταν μια γυναίκα που ήθελε πολύ να αλλάξει τον κόσμο.
Από την άλλη, ο πατέρας μου ήταν μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, ένας σπουδαίος άνθρωπος. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ποτέ δεν τους άκουσα να διαπληκτίζονται ή να διαφωνούν για πολιτικά θέματα. Το Μαράσλειο, το κηπάκι του Ευαγγελισμού και η κάθοδος με το ποδήλατο από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι στιγμές που συνοδεύουν ακόμα τις παιδικές μου μνήμες. Φυσικά, δεν ξεχνώ ότι είχα την ευτυχία να μεγαλώσω σε ένα σπίτι όπου υπήρχαν παντού βιβλιοθήκες. Πιστεύω ότι τα ερεθίσματα που λαμβάνεις στην παιδική σου ηλικία είναι αυτά που σε καθορίζουν.
— Ποια είναι η δική σας αντίληψη για το διάβασμα;
Πρώτα απ' όλα, μου είναι αδύνατον να κοιμηθώ χωρίς να διαβάσω. Και δεν σας κρύβω ότι σε όλες τις περιόδους της ζωής μου αυτό που με έσωσε ήταν η ανάγνωση των βιβλίων. Ξέρετε, όταν γεννιέσαι έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις έναν δικό σου κόσμο, που αναπτύσσεται σε συγκεκριμένες διαστάσεις. Αντιθέτως, με το διάβασμα έχεις την ευκαιρία να ανακαλύψεις αμέτρητους κόσμους και να ζήσεις πολλές παράλληλες ζωές.
— Τι σας ώθησε στη συγγραφή;
Η αφετηρία μου ήταν οι συνομιλίες με τον σύζυγό μου, τον Βάσο, μέσα από τις οποίες προσπαθούσαμε να αντιληφθούμε την έννοια του «νεοέλληνα». Έτσι, ξεκίνησα να κάνω μια εργασία για τους ξεσηκωμούς των Ελλήνων. Αποδελτιώνοντας το υλικό και διαβάζοντας την ιστορία της Τουρκοκρατίας, μπήκα τόσο πολύ στην ατμόσφαιρά της, ώστε αισθάνομαι σαν δικό μου χώρο τη σκοτεινή αυτή περίοδο. Κι έτσι, γράφτηκε το βιβλίο «Επτά φορές το δαχτυλίδι», στο οποίο περιορίστηκα σε ιστορίες ανθρώπινες, καθημερινές.
— Μάθατε πράγματα για σας που δεν γνωρίζατε μέσα από το γράψιμο;
Ασφαλώς.
— Ως κοινωνία έχουμε μάθει από το παρελθόν;
Όχι. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σάς φαίνονται υγιή για μια κοινωνία; Αναγνωρίζω στον καθένα το δικαίωμα να έχει τις δικές του πεποιθήσεις. Αλλά τι νόημα έχουν οι αντιπαραθέσεις στα social media; Εντυπωσιάζομαι από την απέραντη έκφραση μίσους του ενός προς τον άλλον. Δυστυχώς, η σχέση με τα αρνητικά χαρακτηριστικά μας παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Διαβάζοντας το βιβλίο, θα δείτε πόσο ευδιάκριτες είναι ακόμα οι ομοιότητες με το παρελθόν. Ο καβγάς για το ποιος θα διοριστεί στο Δημόσιο, η τάση να υπερασπιζόμαστε την αντίθετη άποψη από εκείνη του διπλανού μας και οι φατρίες. Επαναστατείς απέναντι στον εχθρό, τους Τούρκους, και ύστερα κάνεις δύο εμφυλίους.
— Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας που σας ενοχλεί;
Η βιασύνη με την οποία παίρνουμε θέση. Δεν ζυγίζουμε καθόλου τις καταστάσεις και χαρακτηριζόμαστε από μια απίστευτη μανία να ενταχθούμε κάπου, ό,τι κι αν είναι αυτό. Οι αλληλοκατηγορίες και η μόνιμη αντιπαράθεση είναι καθημερινή μας ενασχόληση. Είναι απορίας άξιον ότι απουσιάζουν πλήρως η λογική και ο διάλογος. Αμέτρητοι μονόλογοι. Όμως, όταν είμαστε εχθροί του διπλανού μας, είμαστε στην ουσία και εχθροί του εαυτού μας.
— Μάθατε τελικά τι εστί «νεοέλληνας»;
Όχι, αυτή είναι η μεγάλη μου ατυχία. Παραμένει ακόμα ένας άλυτος γρίφος. Οφείλω, όμως, να πω ότι, σε ατομικό επίπεδο, υπάρχουν θαυμαστοί άνθρωποι. Ωστόσο, ο «νεοέλληνας» έχει την τάση να φανατίζεται. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Απωλέσαμε την ταυτότητά μας και πάψαμε να είμαστε ο εαυτός μας. Μας απασχολούσε ο πλούτος και γίναμε μια παρακμιακή κοινωνία που στηρίχτηκε στο φαίνεσθαι και στην υπερβολή, μακριά από τη σκέψη, το πνεύμα και την παιδεία. Γίναμε θεατές ενός ακατανόητου νεοπλουτισμού.
— Σήμερα ζούμε μέρες ακμής ή παρακμής;
Σε θέματα τεχνολογίας και εξέλιξης ζούμε πρωτοφανείς στιγμές ακμής. Αντιθέτως, την παρακμή τη βιώνουμε σε πνευματικό επίπεδο. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν μονάδες που ξεχωρίζουν και με χαροποιούν. Αναμφίβολα, καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες καταιγιστικών εξελίξεων, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνουμε να σκεφτούμε. Τα γεγονότα μάς ξεπερνούν. Ζούμε σε μια ρευστή περίοδο. Είναι η εποχή της λήθης.
— Είχατε πει στο παρελθόν ότι «οι νέοι μεγάλωσαν μέσα σε μια ψευτιά». Ποια είναι η γνώμη σας για τους νέους σήμερα;
Θα φανεί στο μέλλον αν θα αξιοποιήσουν αυτό το τεράστιο εργαλείο της τεχνολογίας με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι αυτοί κλήθηκαν να πληρώσουν το τίμημα της προηγούμενης γενιάς.
— Ως λαός πιστεύετε ότι γνωρίζουμε Ιστορία;
Όχι. Στα σχολικά συγγράμματα οι μαθητές διδάσκονται μόνο τις πιο συμπαθητικές εκδοχές της Ιστορίας, χωρίς να επικεντρώνονται στα αρνητικά. Μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς φτάσαμε στο σημείο να νομίζουμε ότι είμαστε οι συγγενείς του Περικλή. Έτσι, μετά την Απελευθέρωση θεωρήσαμε ότι κουβαλούσαμε το βάρος ενός σπουδαίου πολιτισμού. Ένα συναίσθημα ενοχής, γι' αυτό και στο σημείο αυτό μας συγχωρώ. Όλοι μας πρέπει να έχουμε το θάρρος να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Όταν, λοιπόν, ως πολίτες δεν γνωρίζουμε το παρελθόν, πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το παρόν;
— Γιατί δώσατε στο βιβλίο σας τον τίτλο «Το βρωμερό ύδωρ της λήθης»;
Ο τίτλος προέρχεται από ένα κορυφαίο έργο του ελληνικού προεπαναστατικού Διαφωτισμού που συνέγραψε ο Ανώνυμος Έλλην, την «Ελληνική Νομαρχία». Ο συγγραφέας επιπλήττει τους συμπατριώτες του που ζουν στην Ευρώπη και δεν νοιάζονται για την πατρίδα τους. Εκεί γράφει συγκεκριμένα: «Ω θανατηφόρος έλλειψις της πατρίδος! Πόσους και πόσους διαυθεντευτάς της και υπερασπιστάς της η ασωτεία και κακοήθεια των αλλογενών της κλέπτει. Πόσων ποτίζει το βρωμερόν ύδωρ της λήθης! Αλλοίμονον, αλλοίμονον, ω Έλληνές μου ακριβοί, αν οι ξενιτευμένοι δεν αλλάξουν γνώμην και δεν ενθυμηθούν ότι, όπου είναι η πατρίς, εκεί και η ευτυχία, και να αποδειχθούν αληθείς υιοί της Ελλάδος».
— Η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν ένα καθοριστικό γεγονός;
Προφανώς. Κρίνω ότι αν δεν είχε δολοφονηθεί, η μοίρα της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική. Κι ίσως να είχαμε γλιτώσει από τις φατρίες.
— Τι είναι αυτό που αγαπάτε περισσότερο σήμερα;
Αν δεν αναφερόμουν σε πρόσωπα που αγαπώ, θα απαντούσα, αυτόν τον υπέροχο τόπο τον οποίο κατοικούμε. Η Ελλάδα αποτελεί την πεμπτουσία του ιδανικού τοπίου. Ευτύχησα να γεννηθώ σε μια χώρα που κατακλύζεται από ένα εκπληκτικό φως. Επίσης, το να μιλάς μια εξαιρετική γλώσσα, όπως είναι τα ελληνικά. Προφανώς, δεν θεωρώ τον εαυτό μου απόγονο των αρχαίων Ελλήνων. Ούτε ασπάζομαι την άποψη περί καθαρότητας του ελληνικού αίματος (γέλια).
— Από τον σύζυγο σας τι κρατάτε περισσότερο;
Στον Βάσο χρωστώ πάρα πολλά. Ήταν ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος και είχε κατορθώσει να επιβιώνει ταξιδεύοντας στην ευτοπία - ουτοπία. Η καταγωγή του ήταν από την Πέργαμο. Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Δική του δημιουργία είναι το γλυπτό που κοσμεί την Εστία Νέας Σμύρνης, στην πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ο ίδιος πίστευε πως «η ζωή είναι δύσκολη, ειδικά τώρα που ο άνθρωπος επιβιώνει ανάμεσα σε μηχανές και έχασε την πανάρχαια φύση του». Δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή εντελώς ξαφνικά μια μέρα του 1990.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Να είμαι ανίκανη να φροντίσω τον εαυτό μου. Η ανημποριά και η απώλεια της πνευματικής διαύγειας.
— Σας τρομάζει το τέλος;
Καθόλου. Αυτό που με φοβίζει είναι ο τρόπος που θα γίνει.
— Τι σας λείπει περισσότερο;
Φίλοι που έφυγαν από τη ζωή, για παράδειγμα η Ναταλία Μελά. Είχαμε περάσει αξέχαστα καλοκαίρια στο σπίτι τους στις Σπέτσες.
— Ευτυχία τι θα πει;
Να κατορθώνεις να συμβιώνεις αρμονικά. Στάθηκα τυχερή κι αυτό οφείλεται στον σύζυγό μου. Το ίδιο λέω και στους νέους σήμερα: ας μην ψάχνουμε πάντοτε να βρούμε την αντίρρηση. Είναι ανώφελο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά πιστεύω πολύ στη φράση: «Θεέ μου, βοήθησέ με να μη φτάσω στο τέλος της ζωής μου, διαπιστώνοντας ότι έχω περιπέσει στα ατοπήματα αυτών που περιφρονούσα».
σχόλια