Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ δεν είναι μόνο ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας, της Ψυχολογίας Συριανού συζύγου και των άλλων αριστουργημάτων που μας κληροδότησε η συγγραφική του τέχνη και η αισθητική του, που είναι κυρίως η αισθητική της γλώσσας του. Είναι και ο δημοσιογράφος αλλά και ο χρονογράφος, δηλαδή ο στυλίστας δημοσιογράφος που αναγνωρίζεται ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους στις απαρχές της σύγχρονης δημοσιογραφικής αφήγησης στις ελληνικές εφημερίδες.
Την τέχνη αυτή μπορούμε να απολαύσουμε, (όσοι από τους happy few πλέον αναγνώστες έχουμε πρόσβαση στη ροϊδική γλώσσα) στην έκδοση της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου συγκεντρώνονται οι ετήσιες ανασκοπήσεις που έγραφε ο Ροΐδης για λογαριασμό της τρικουπικής εφημερίδας «Ώρα».
Για πρώτη φορά συγκεντρώνονται σε έναν τόμο και οι δώδεκα ανασκοπήσεις ή επιθεωρήσεις που είχε γράψει ο Ροΐδης για την «Ώρα», καθώς μερικές είχαν παραληφθεί από την έκδοση των Απάντων του συγγραφέα, τα οποία είχε επιμεληθεί ο Άλκης Αγγέλου για τον εκδοτικό οίκο Ερμής στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι δεμένος με την Εθνική Βιβλιοθήκη και την ιστορία της. Υπήρξε πέντε φορές έφορος, συνολικά δεκαέξι χρόνια, στο διάστημα από το 1880 έως το 1903. Η πιο μακρά θητεία του ήταν η τελευταία, από το 1897 έως το 1903.
Είχε διοριστεί από την κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη, που είχε αναλάβει μετά την εθνική καταστροφή του λεγόμενου ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, και διατηρήθηκε στη θέση του και από τις επόμενες κυβερνήσεις, όπως μαθαίνουμε από το προλογικό σημείωμα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, προέδρου του σημερινού Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ως τρικουπικός, ο Ροΐδης διοριζόταν στη Βιβλιοθήκη από τις κυβερνήσεις Τρικούπη και παυόταν από τις κυβερνήσεις του Θεόδωρου Δηλιγιάννη ‒ και μία φορά από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Συνταξιοδοτήθηκε από τον Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί τη συνταξιοδότησή του, αφού πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1904 σε ηλικία 68 ετών. Είχε γεννηθεί το 1836.
Είναι καταπληκτικό το πολιτικό κριτήριο και αισθητήριο του Ροΐδη. Οι πολιτικές αναλύσεις του, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει τις σχέσεις συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων εκπλήσσουν τον σημερινό αναγνώστη, ακόμα κι αυτόν που έχει μια στοιχειώδη γνώση της ιστορίας του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα.
Από το 1879 έως και το 1890, στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο της «Ώρας» ο Εμμανουήλ Ροΐδης δημοσίευε ανελλιπώς την «επιθεώρηση» της προηγούμενης χρονιάς, δηλαδή έκανε την ανασκόπηση της τρέχουσας επικαιρότητας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι επιθεωρήσεις αυτές, που ακολουθούσαν τη μορφή της long form δημοσιογραφίας, όπως πολλά κείμενα στο διεθνή Τύπο της εποχής, είχαν διμερή μορφή: το πρώτο μέρος αφιερωνόταν στην επισκόπηση των διεθνών γεγονότων και το δεύτερο στην επισκόπηση των εσωτερικών, των ελληνικών, πάντοτε όμως στην αλληλεπίδρασή τους.
Είναι καταπληκτικό το πολιτικό κριτήριο και αισθητήριο του Ροΐδη. Οι πολιτικές αναλύσεις του, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει τις σχέσεις συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων εκπλήσσουν τον σημερινό αναγνώστη, ακόμα κι αυτόν που έχει μια στοιχειώδη γνώση της ιστορίας του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα. Αλλά και οι αναγνώστες που δεν έχουν γνώση της Ιστορίας μπορούν να παρακολουθήσουν τις επισκοπήσεις του Ροΐδη, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τα συμβάντα και τα επεισόδια, χάρη στις πλούσιες σημειώσεις των επιμελητών του τόμου Λάμπρου Βαρελά και Σωτήρη Τσέλικα.
Ο Ροΐδης ήταν πολύγλωσσος. Η ικανότητά του να διαβάζει σε πολλές γλώσσες του εξασφάλιζε πρόσβαση σε πολλές εφημερίδες του ευρωπαϊκού χώρου και σε τηλεγραφήματα πρακτορείων.
Είναι απίστευτο το εύρος της ενημέρωσής του. Αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει γεγονότα σε διαφορετικές περιοχές, ας πούμε τις αγροτικές αναταραχές στην Ιρλανδία με την παρουσία των Γάλλων στην Τυνησία και τις επαναστατικές απόπειρες στην Ερζεγοβίνη. Η πολυγλωσσία τού εξασφάλιζε όχι μόνο ενημέρωση αλλά και τις διαφορετικές οπτικές, τόσο τις πολιτικές όσο και τις δημοσιογραφικές, δηλαδή τον τρόπο αφήγησης.
Στο επίμετρο των Λάμπρου Βαρελά και Σωτήρη Τσέλικα, που κλείνει τον τόμο, οι επιθεωρήσεις εξετάζονται κυρίως μέσα από το πώς παρουσιάζονται τα ιστορικά γεγονότα σ’ αυτές και πόσο «τρικουπικός» είναι ο Ροΐδης.
Θα ήταν όμως ενδιαφέρον να εξεταζόταν και ο ίδιος ο δημοσιογραφικός λόγος, δηλαδή πού ανήκει ο Ροΐδης ως δημοσιογράφος. Μπορούμε να πούμε ότι δύο είναι τα κυρίαρχα μοντέλα δημοσιογραφικής αφήγησης αυτή την εποχή: το αγγλικό, που στηρίζεται στα γεγονότα, στα facts, και το γαλλικό, που στηρίζεται στα σχόλια, στην άποψη, στο στυλ.
Μην ξεχνάμε ότι η λέξη «δημοσιογράφος» εμφανίζεται στην ελληνική γλώσσα το 1826 ως απόδοση του γαλλικού «publiciste», που σημαίνει αυτόν ο οποίος εκφράζει απόψεις για τα δημόσια πράγματα. Ο Ροΐδης κατορθώνει να συνδυάσει τα δύο μοντέλα: παρουσιάζει τα γεγονότα και τα σχολιάζει με στυλ.
Ας δούμε πώς αρχίζει, για παράδειγμα, η επισκόπηση για το 1878 που δημοσιεύεται την Πρωτοχρονιά του 1879: «Αν υποθέσωμεν αληθεύον το σαιξπήρειον απόφθεγμα all’s well that ends well, το χθες εκπνεύσαν έτος πρέπει εξ άπαντος να συναριθμηθή μεταξύ των συνηγορούντων υπέρ της αιρέσεως των αισιοδόξων».
Χάρη στο χιούμορ και την ειρωνεία ‒δηλαδή τα χαρακτηριστικά που λατρεύουμε και στην πεζογραφία του Ροΐδη‒, χάρη στον ρεαλισμό και στον πραγματισμό, που με τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί «ενδοτισμός», αυτά τα κείμενα των ανασκοπήσεων μοιάζουν πολύ μοντέρνα.
Στην ανασκόπηση του 1889 ο Ροΐδης αναφέρεται στον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Σοφία της Πρωσίας, που τον θεωρεί το αξιολογότερο εσωτερικό γεγονός του έτους. Μας λέει ότι η «χαριτόβρυτος ηγεμονίς» κατέκτησε τους Έλληνες με την αγαθότητα και την προσήνειά της. Μας πληροφορεί επίσης ότι για πρώτη φορά σε μια πόλη, στην Αθήνα, συγκεντρώθηκαν τόσο πολλές εστεμμένες κεφαλές και τόσο πολλοί υψηλοί ξένοι.
Αλλά ο πραγματισμός του Ροΐδη δεν χαϊδεύει τον ενθουσιασμό που νιώθουν οι Έλληνες για τον γάμο. «Ουδέν σημαίνουσι», γράφει, οι δυναστικές συγγένειες και τίποτα δεν έχει η Ελλάδα να ελπίζει από τον κραταιό άνακτα της Γερμανίας. Πράγμα το οποίο αποδείχτηκε πανηγυρικά τα επόμενα χρόνια.
Δυστυχώς, η γλώσσα δημιουργεί μια τεράστια απόσταση. Κάνει τα κείμενα των επιθεωρήσεων να φαίνονται μακρινά και απόμακρα, αλλά αυτό, βεβαίως, δεν είναι ούτε θέμα ούτε πρόβλημα του… Εμμανουήλ Ροΐδη.
Η έκδοση αυτή μας θυμίζει, πάντως, ότι στην πεντηκονταετία 1873-1920 είναι μεγάλος ο αριθμός των συγγραφέων-δημοσιογράφων που στελεχώνουν τις συντακτικές ομάδες των αθηναϊκών εφημερίδων: Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, Κονδυλάκης, Μητσάκης, Νιρβάνας, Μωραϊτίδης, Παλαμάς, Μωραϊτίνης, Δροσίνης, Καρκαβίτσας, Ξενόπουλος… Όλοι αυτοί δεν παράγουν μόνο λογοτεχνικό έργο. Παράγουν και δημοσιογραφικό, που σήμερα όμως μπορεί να διαβαστεί και ως λογοτεχνία.