Ο ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΜΟΛΙΣ το 1980 Τζόσουα Κόεν, προικισμένος Εβραίος λογοτέχνης και αγαπημένος φίλος του Χάρολντ Μπλουμ, συνήθιζε να κάνει στενή παρέα με τον μεγάλο δάσκαλο τις τελευταίες μέρες της ζωής του στο σπίτι του στο Νιου Χέιβεν του Κόνεκτικατ.
Ήταν από τους λίγους προνομιούχους που είχαν ακούσει λεπτομέρειες για όλη την παιδική ηλικία του σπουδαίου, επίσης Εβραίου κριτικού λογοτεχνίας και πανεπιστημιακού, για το πώς πρωτοήρθε σε επαφή με την ποίηση του Μόισε-Λεμπ Χάλμπερν και του Γιάκομπ Γκλατστάιν όταν διάβασε τους στίχους του στις εφημερίδες που τύλιγαν τα ψάρια και πώς αυτοί, μέχρι να φτάσει στο σπίτι, είχαν σβηστεί, για το πόκερ που έπαιζε με τον Μπέρναρντ Μάλαμουντ και το σκάκι με τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (εννοείται ότι κέρδιζε ο Ρώσος!), για το μπάνιο που έκανε γυμνός με τον «γυμνασμένο» Ζακ Ντεριντά αλλά και για τα ατελείωτα τηλεφωνήματα με τον Κόρμακ Μακάρθι, ο οποίος τον έπαιρνε τηλέφωνο «ενώ βούλιαζε στην μπανιέρα σαν καουμπόης».
Ανάμεσα σε αυτές τις άκρως ενδιαφέρουσες ιστορίες, που μόνο οι Εβραίοι διανοούμενοι μπορούν να αφηγούνται με τέτοια γλαφυρότητα, δίνοντας την ευκαιρία στον ακροατή τους να τις μεταφέρει με ακόμα πιο παραστατικό τρόπο, ήταν αυτή της επίσκεψης του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπεν-Σιών Νετανιάχου, στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, που είχε προκαλέσει απίστευτο σάλο.
Ο Κόεν βρέθηκε να γράφει ένα εξαίσιο μυθιστόρημα, το οποίο απορρίφθηκε από 25 εκδοτικούς οίκους, αλλά όταν τελικά εκδόθηκε, έφτασε να πάρει το Πούλιτζερ. Στο βιβλίο του Οι Νετανιάχου όχι μόνο μεταφέρει την κόντρα δύο κόσμων, όπως διαφαίνεται από την πραγματική ιστορία που του αφηγήθηκε ο Μπλουμ, αλλά εξηγεί με γλαφυρότητα το ακριβές σκεπτικό της οικογένειας Νετανιάχου.
Καταγράφοντας όλες τις συνέπειες αυτής της ιστορίας και κυρίως ακολουθώντας πιστά τα χνάρια των Αμερικανοεβραίων συγγραφέων, οι οποίοι πάντοτε εξέφραζαν ακραία επιφύλαξη έναντι του σιωνισμού –από τον Φίλιπ Ροθ έως πρόσφατα τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ–, ο Κόεν βρέθηκε να γράφει ένα εξαίσιο μυθιστόρημα, το οποίο απορρίφθηκε από 25 εκδοτικούς οίκους, αλλά όταν τελικά εκδόθηκε, έφτασε να πάρει το Πούλιτζερ. Στο βιβλίο του Οι Νετανιάχου όχι μόνο μεταφέρει την κόντρα δύο κόσμων, όπως διαφαίνεται από την πραγματική ιστορία που του αφηγήθηκε ο Μπλουμ, αλλά εξηγεί με γλαφυρότητα το ακριβές σκεπτικό της οικογένειας Νετανιάχου.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου, που διαδραματίζεται το έτος 1959-1960, είναι ο Ρούμπεν Μπλουμ, ένας πανεπιστημιακός με προσηνή χαρακτήρα, χαρακτηριστική εβραϊκή εσωστρέφεια, μια προβληματική προσωπική ιστορία και οικογενειακά προβλήματα σαν αυτά που επανέρχονται διαρκώς στις ταινίες με τον Γούντι Άλεν, με τον οποίο φαίνεται να έχει πολλές ομοιότητες. Παράλληλα, λοιπόν, με μια διαφαινόμενη κρίση στον γάμο του, έχει να αντιμετωπίσει και τα πεθερικά του που αμφισβητούν τις επιλογές του, όπως η απόφασή του να βρεθεί στο Πανεπιστήμιο Κόρμπιν –μια παράφραση του Κορνέλ– στο απομακρυσμένο Κορμπιντέιλ αλλά και η ικανότητά του να διεκδικεί καλύτερες προοπτικές σε ένα περιβάλλον που, όπως διαφαίνεται, δεν ήταν τόσο φιλικό για έναν σκεπτόμενο Εβραίο.
Ο υφέρπων ρατσισμός, που μπορεί να μη δηλώνεται με σαφήνεια αλλά διαφαίνεται τόσο στον τρόπο αντιμετώπισης του ιδίου όσο και των γυναικών της οικογένειας –η γυναίκα του δεν μπορεί να ανελιχθεί εύκολα από τη θέση της υπαλλήλου βιβλιοθήκης και η κόρη του δεν έχει το δικαίωμα, ως γυναίκα, να κάνει αίτηση σε όλα τα πανεπιστήμια–, δεν είναι ικανός να ακυρώσει το φιλειρηνικό πνεύμα του πρωταγωνιστή και σε καμία περίπτωση δεν τον κάνει να ασπάζεται τις απολυταρχικές απόψεις που βλέπει να ποτίζουν τη σκέψη και τη διδακτορική διατριβή του πατέρα Μπεν-Σιών Νετανιάχου, την οποία αναλύει με κάθε λεπτομέρεια, καθώς καλείται να συμμετάσχει ως Εβραίος καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στην επιτροπή πρόσληψής του.
Πρόκειται για μια σαφέστατη μεσαιωνική θεώρηση της Ιστορίας που αντιτίθεται στην προοδευτική εξέλιξη και μέσα από μια κυκλική και επαναλαμβανόμενη προσέγγιση επιμένει ότι η εξόντωση των Εβραίων επαναλαμβάνεται στο πέρασμα των αιώνων, καθώς αυτοί είναι τα απόλυτα θύματα της παγκόσμιας Ιστορίας. Στο διδακτορικό του, που συνιστά μια ξεκάθαρα θεολογική προσέγγιση βαπτισμένη «επιστημονικό ιστορικό σύγγραμμα», ο Νετανιάχου εξετάζει ως παράδειγμα την περίπτωση των Εβραίων της αρχικά ισπανόφωνης και αργότερα πορτογαλικής μεσαιωνικής Ιβηρικής Χερσονήσου, οι οποίοι, παρότι είχαν αποφασίσει να γίνουν χριστιανοί καθολικοί και να εκχριστιανιστούν, δεν απέφυγαν την Ιερά Εξέταση.
Για τον Νετανιάχου ο λόγος ήταν ξεκάθαρα πολιτικός, καθώς αυτές οι «Ιερές Εξετάσεις», όπως τις αποκαλεί, της Ιβηρικής δεν υπάγονταν στον Πάπα αλλά σε μονάρχες –βλέπε Ισαβέλα και Φερδινάνδο–, οι οποίοι, αντί να αποδυναμώσουν την προνομιούχα τάξη των ευγενών, αποφάσισαν το 1469 να εξοντώσουν μαζικά τους Εβραίους που παραδοσιακά διαχειρίζονταν τις περιουσίες τους. Η κατάρα εκείνης της εξόντωσης φαίνεται ότι επαναλαμβάνεται, με ανάλογα θεοκρατικό τρόπο, στο Ολοκαύτωμα, αποδεικνύοντας ότι η εβραϊκότητα ήταν κάτι που θα κυνηγούσαν ταυτόχρονα η ναζιστική Γερμανία, η Σοβιετική Ένωση και τα αραβικά έθνη.
Επομένως, μοναδικός, όπως υποστήριζε, τρόπος για να ξεφύγουν οι Εβραίοι από αυτόν τον κύκλο των απανωτών διωγμών ήταν μέσω της Σιών, δηλαδή της δημιουργίας του απόλυτου κράτους δύναμης του Ισραήλ που θα φροντίσει όχι μόνο να προστατεύσει τους Εβραίους αλλά κυρίως να εκδιώξει και να καταστρέψει τους αντιπάλους προτού επαναλάβουν άλλη μία εξόντωση.
Πατέρας αυτής της θεωρίας είναι ο Ζεέβ Ζαμποτίνσκι, ένας αιμοσταγής ρεβιζιονιστής τον οποίο ακόμα και οι Βρετανοί, τους οποίους θαύμαζε απεριόριστα, αρνήθηκαν να θάψουν στα εδάφη τους ή τουλάχιστον έτσι μας πληροφορεί μέσα από τα λόγια του καθηγητή Μπλουμ ο συγγραφέας Κόεν: «Ολόκληρο το κίνημα του Ζαμποτίνσκι ήταν διαποτισμένο από μια τέτοια, σχεδόν πολεμική ακριβολογία και αυστηρότητα: οι ρεβιζιονιστές του απεχθάνονταν τους Άραβες, αλλά απεχθάνονταν σχεδόν εξίσου και τους διστακτικούς Εβραίους αδελφούς τους: τους ομόθρησκούς τους όπως ο Γουάισμαν και ο Μπεν-Γκουριόν, τους οποίους θεωρούσαν υποχείρια των μαρξιστών: πειθήνια, απολογητικά ανθρωπάρια που παρακαλούσαν να τους δώσουν τη γη που κανονικά έπρεπε να πάρουν με τη βία, και οι οποίοι έβγαζαν πύρινους λόγους στα αμφιθέατρα, αλλά αρνούνταν να λερώσουν τα χέρια τους», γράφει χαρακτηριστικά. Συνεπώς, αυτοί οι φιλήσυχοι διανοούμενοι Εβραιοαμερικανοί, όπως ο καθηγητής Μπλουμ, δεν μπορούσαν παρά να είναι οι απόλυτοι εχθροί για τους σιωνιστές.
Η αντίθεση μεταξύ των δύο κόσμων είναι εμφανής σε κάθε στιγμή του βιβλίου: παρότι ο καθηγητής Μπλουμ φαίνεται να κρατάει ζωντανά τα εβραϊκά έθιμα και δεν έχει εξαλείψει τις μνήμες από το μπαρ μιτσβά του, τηρεί πιστά τη Χανουκά και το Ρος Ασανά, ενώ η γυναίκα του μαγειρεύει παραδοσιακά κούγκελ, προτιμά να κρατάει, όπως λέει, αποστάσεις από τον «διάδοχο του βασιλιά Ωσηέ, τον πιστό ακόλουθο του Φλας Γκόρντον», όπως αποκαλεί τον πατέρα Νετανιάχου. Επίσης, παρά τους δραματικούς τόνους της αντιπαράθεσης των σιωνιστών του Ισραήλ με τους Αμερικανοεβραίους, οι οποίοι επιμένουν στη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό, ο Κόεν καταφέρνει με αυτό το πηγαίο εβραϊκό χιούμορ να μετατρέψει τις στιγμές του τραύματος σε χιούμορ και τις συγκρούσεις σε ευφάνταστους διαλόγους, γεμάτους φαντασία και έμπνευση.
Το όνειρο που βλέπει ο πρωταγωνιστής του, αγωνιώντας για την κόρη του, λίγο προτού εκείνη αυτοτραυματιστεί στην προσπάθειά της να βελτιώσει την εμφάνισή της, είναι έμπλεο φροϊδικών συνειρμών αλλά και απίστευτης λογοτεχνικής μαεστρίας και ουσιαστικού πολιτικού προβληματισμού, αναδεικνύοντας αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό που δείχνει να δικαιώνει την υψηλή ενέργεια της αμερικανικής λογοτεχνικής σχολής που είχε κατεξοχήν εβραϊκή σφραγίδα.
Η σημασία στη λεπτομέρεια –τα ελαφριά παπούτσια που φοράει ο πατέρας Νετανιάχου στο χιόνι, θέλοντας να παρουσιαστεί ως ένα ακόμα θύμα των περιστάσεων, αλλά και τα φορέματα που αρπάζει η σύζυγός του από τη γυναίκα του Κόεν, που παραπέμπουν στην ίδια την αρπαγή της εβραϊκότητας– είναι μία ακόμα απόδειξη ότι η εντέλεια της γραφής στοιχειοθετείται ακριβώς στο σημείο όπου οι υπόλοιποι προσπερνούν και πάνω στο οποίο έδειξαν οι Αμερικανοεβραίοι συγγραφείς το métier τους.
Αντίστοιχα, πάλι, η φαινομενικά κοινή πορεία Νετανιάχου και Μπλουμ μέσα στη νύχτα με μοναδικό διαχωριστικό το καπέλο του πρώτου «που έμοιαζε με το χαζοκαπέλο ενός μέλους της Κου Κλουξ Κλαν» δείχνει την κοινή κατεύθυνση των Εβραίων σε έναν κόσμο φτιαγμένο από τραύματα, διαποτισμένο από τη φαντασία αλλά με σαφή διαφοροποίησή τους ως προς την ερμηνεία: «Είχε βραδιάσει όταν βγήκαμε έξω και κατευθυνθήκαμε πάλι προς το Κολέγιο, μια παρέα που παραπατούσε πηγαίνοντας προς τα αναμμένα φώτα, με τον άνεμο κόντρα, έναν άνεμο ο οποίος ανακάτευε το χιόνι που είχε το χρώμα των οστών, μέχρι που κανείς μας δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έπεφτε ακόμα από τον ουρανό και τι είχε πέσει στο έδαφος, και τώρα το σήκωνε ο άνεμος στον αέρα και, σαν φάντασμα, στροβιλιζόταν γύρω μας».
Από αυτή την κοινή πορεία λείπει, ως εκ τούτου, ο κοινός σκοπός, αφού ο Νετανιάχου επιμένει στην επανάληψη, στην επιστροφή και στη σύγκρουση και ο Μπλουμ στην εξέλιξη, στην πρόοδο και στην ειρήνη. Ένα άκρως διορατικό, επίκαιρο και ευφυές βιβλίο που άξιζε το περσινό βραβείο Πούλιτζερ, σε ωραία, ακριβή μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.