Το Καράβι μας άφησε πίσω του τα δυνατά ρεύματα του Ωκεανού και βγήκε στην ανοιχτή θάλασσα. Μόλις είχαμε περάσει τη ρωγμή του χρόνου, εκεί που συνορεύει ο Πάνω με τον Κάτω Κόσμο. Χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στο νησί της Κίρκης. Σύραμε το καράβι στην ακρογιαλιά και κοιμηθήκαμε μέχρι το ξημέρωμα. Τότε έστειλα μερικούς συντρόφους στην Κίρκη, να φέρουν τη σορό του άτυχου Ελπήνορα. Σκάψαμε έναν τάφο στην άκρη άκρη του γιαλού, κλαίγοντας για τον άδοξο θάνατο του συντρόφου μας. Αφού κάψαμε το σώμα του νεκρού και τα όπλα του, μπήξαμε πάνω στο μνήμα το κουπί του».
Από το απόσπασμα είναι σαφές πως μόνο ένας ποιητής μπορεί να προσεγγίσει την κλασική ιστορία του Ομήρου, να αφουγκραστεί τις εικόνες των μύθων και της αλληγορίας, να φαντασιωθεί τα κύματα που έσυραν τον Οδυσσέα στις άκρες του πελάγους. Εμπλέκοντας ιδανικά την προφορική αφήγηση με τα βασικά χαρακτηριστικά του διάσημου μύθου και τη γραπτή συνθήκη του πεζού λόγου, ο Μιχάλης Γκανάς διασκευάζει με έναν τρόπο ζωντανό και εύληπτο την Ομήρου Οδύσσεια, για νέους, όπως τονίζει, αναγνώστες (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Το βιβλίο ωστόσο, που διαβάζεται ιδανικά από όλες τις ηλικίες –και συνοδεύεται από την όμορφη εικονογράφηση του Βασίλη Γρίβα–, δείχνει να κρατάει ακέραιο τον κορμό της ιστορίας, ενσωματώνοντας κομμάτια της παράδοσής μας, όπως ανεξίτηλους στίχους – του Σεφέρη, του Καββαδία, αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, σκηνές που παραπέμπουν στον Καραγκιόζη.
Ωστόσο, αν σε κάτι πρωτοτυπεί έντονα η διασκευή του Γκανά, είναι στο ότι διανθίζει με χιούμορ παρμένο από το δαιμόνιο του Οδυσσέα ακόμα και τις πιο δραματικές σκηνές.
Μιλώντας γι' αυτό τον ατελείωτο καμβά των πολλαπλών επιρροών, ο Μιχάλης Γκανάς μας εξηγεί πως είδε την Οδύσσεια «σαν μια κιβωτό που ταξιδεύει στους αιώνες. Θέλησα να "διασώσω" ψήγματα του "ανθηρού" λόγου των Ελλήνων, του ποιητικού κυρίως, αλλά όχι μόνο. Έτσι, ενσωμάτωσα στην αφήγηση στίχους επώνυμων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών αλλά και δημοτικών τραγουδιών, για να τους βρουν οι νεότεροι. Στην ουσία, αυτό που θέλησα να κάνω είναι μια ομαδική αυτοβιογραφία όλων μας. Επειδή όμως εγώ κρατάω το μαχαίρι και το πεπόνι, ως αφηγητής ανθολόγησα στίχους που με παρηγόρησαν και με βοήθησαν να πορευτώ. Γι' αυτό και είναι από μνήμης, δεν έψαξα σε βιβλία. Ελπίζω να ενδιαφέρουν και τους άλλους, και ιδιαίτερα τους νέους». Σίγουρα, ωστόσο, δεν είναι λίγο να ξαναγράφει κανείς το ποίημα των ποιημάτων, την εμμονή όλων των ποιητών: «Όπως το λέτε. Η Οδύσσεια είναι το ποίημα των ποιημάτων. Το ποίημα των ποιητών και των αναγνωστών, ή ακροατών παλαιότερα. Το ποίημα των ανθρώπων εν τέλει. Είναι η απόλυτη αφήγηση που τέρπει και συγκινεί, αλλά ταυτόχρονα νομοθετεί και διδάσκει τρόπους ζωής και τρόπους γραφής. Η Οδύσσεια είναι το "όλον". Σ' έναν κόσμο κατακερματισμένο, όπως είναι ο δικός μας, πώς μπορεί να μη νοσταλγεί κανείς ένα ποίημα που διδάσκει ταυτόχρονα ηθική και αισθητική; Δεν είναι εμμονή, που μπορεί να σημαίνει και "κόλλημα". Είναι η νοσταλγία για έναν χαμένο παράδεισο. Για όλους μας χαμένο, όχι μόνο για τους ποιητές».
Ωστόσο, αν σε κάτι πρωτοτυπεί έντονα η διασκευή του Γκανά, είναι στο ότι διανθίζει με χιούμορ παρμένο από το δαιμόνιο του Οδυσσέα ακόμα και τις πιο δραματικές σκηνές. «Το χιούμορ δεν κάνει ποτέ κακό στην αφήγηση, και στη ζωή φυσικά» μας αντιτείνει. «Ίσα-ίσα, είναι το αλατοπίπερο που νοστιμίζει τον λόγο και φωτίζει αλλιώς το δραματικό στοιχείο. Δεν νομίζω ότι το παράκανα, ώστε να μιλάμε για "χιουμοριστική εκδοχή" της Οδύσσειας. Μέσα σε έναν ωκεανό λόγου, ρίχνω πού και πού μια σταγόνα, έτσι, για να σκάσει το χειλάκι μας λίγο και να πάμε παρακάτω». «Η προφορικότητα ήταν ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της διασκευής» συμφωνεί μαζί μας. «Το ανάγνωσμα απευθύνεται σε νεαρούς αλλά και νέους αναγνώστες, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν διαβάσει ούτε μία φορά ολόκληρη την Οδύσσεια. Σε ένα τέτοιο κοινό πρέπει να κάνεις εσύ, ο αφηγητής, την πρώτη κίνηση. Να πας εσύ προς αυτούς και όχι να περιμένεις να έρθουν εκείνοι. Φυσικά, εύχομαι η εν λόγω διασκευή να αρέσει και σε πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Γιατί όχι και στους ειδικούς, και ιδιαίτερα στους φιλολόγους, που ίσως να τους βοηθήσει στη διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη. Όσο για τη συνέχεια της προφορικής μας αφήγησης από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Ένα από αυτά είναι η γλώσσα μας. Σκεφτείτε ότι πολλές λέξεις της Οδύσσειας ακούγονται ολόιδιες ή ελάχιστα διαφοροποιημένες ακόμα και σήμερα. Αυτό και μόνο είναι μια "αμύθητη" προίκα για τα νέα ελληνικά, που επηρεάζει σίγουρα την ίδια την αφήγηση».
Οι έντονες αναλογίες με το σήμερα ενίοτε δείχνουν να αποκτούν χροιά πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα «Χτες βράδυ το καράβι του το λέγανε Ελπίδα/ και τώρα στην επιστροφή μια μαύρη Νυχτερίδα», κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι κατά πόσο οι συμβολικές αυτές παραπομπές ανατέμνουν ένα ζοφερό πολιτικό τοπίο, με τον τρόπο που το έκανε φέρ' ειπείν η ανάγνωση της Οδύσσειας από τον Γιώργο Σεφέρη. «Τώρα που το λέτε, μπορούν να διαβαστούν και έτσι. Δεν ήταν, πάντως, στις προθέσεις μου. Για μένα, αυτοί οι στίχοι κυριολεκτούν. Φανταστείτε την απογοήτευση του νεαρού Τηλέμαχου όταν γυρίζει στην Ιθάκη από την Πύλο και τη Σπάρτη με πλούσια δώρα, αλλά με άδεια χέρια στην ουσία, αφού δεν έμαθε τίποτα νεότερο για τον πατέρα του». Ναι, αλλά χαρακτηριστικά όπως «λαϊκιστές», «ηλίθιοι», «χαραμοφάηδες» που επανέρχονται στην αφήγηση, καταδεικνύουν ότι μάλλον δεν έχουν αλλάξει και πολλά σε αυτήν τη χώρα. «Φοβάμαι, ναι. Πραγματικά, τρομάζει κανείς όταν διαπιστώνει κάποιες ομοιότητες συμπεριφοράς αλλά και τρόπους του λέγειν που υπάρχουν τόσους αιώνες μετά. Ένα παράδειγμα. Λίγο πριν από τη μνηστηροφονία, ο Ευρύμαχος, δεύτερος τη τάξει μετά τον Αντίνοο, "γλείφει" τον Οδυσσέα, αλλά ταυτόχρονα του "τη λέει": "Εσύ 'σαι, Οδυσσέα μου; Μα πώς να σε γνωρίσω/ έτσι που σε κατάντησαν ετούτοι οι αλήτες/ που έτρωγαν και έπιναν απ' το δικό σου "έχει"./ Τον γιο σου σχεδιάζανε να βγάλουν απ' τη μέση/ την Πηνελόπη ορέγονταν να ρίξουν στο κρεβάτι/ κι εσένα κουτσομπόλευαν και δίγαμο σε λέγαν./ Ακούστηκαν κι ονόματα, μια Καλυψώ, μια Κίρκη...". Εντάξει, ξέφυγα λίγο έως πολύ, από το "γράμμα" του Ομήρου, αλλά όχι και από το "πνεύμα" θέλω να πιστεύω».
Από την άλλη, και αφού μιλάμε γι' αυτό το παράδοξο μείγμα του δράματος με το πείραγμα, του πολιτικού με το προσωπικό, είναι ανατριχιαστικοί οι στίχοι «Είναι γλυκιά η πατρίδα, Οδυσσέα, αλλά ο νόστος είναι μέλι πικρό που τρώει τα σωθικά σου». «Σήμερα ζούμε καταστάσεις που ξυπνάνε οδυνηρές μνήμες. Τις έζησαν οι παλαιότεροι, αλλά τις "θυμούνται" και οι νέοι, μέσω της συλλογικής μνήμης, η οποία είναι γραμμένη με πυρωμένο σίδερο στο DNA κάθε λαού. Πρέπει να σας πω ότι εδώ χρησιμοποίησα έναν αναχρονισμό, φέρνοντας το χθες και το σήμερα πολύ κοντά. Αλλά διακριτικά νομίζω. "Ο Οδυσσέας έφτασε στο κτήμα του Λαέρτη/ εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους/ και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία/ που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε/ (Πρόσφυγας θα 'τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες/ που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)". Τόσο μόνο. Αρκεί νομίζω».