Η διάσημη βιογραφία του μεγαλοφυούς Λονδρέζου ποιητή, ζωγράφου και χαράκτη (1757-1827) από τον Βρετανό συγγραφέα Πίτερ Ακρόιντ κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Γιώργου Λαμπράκου. Ο τίτλος του βιβλίου, «Ουίλλιαμ Μπλέικ», είναι λιτός, αλλά ακριβής ως προς την εστίαση του συγγραφέα στον χαρακτήρα του καλλιτέχνη που ξεχωρίζει στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης λόγω του σπουδαίου και ιδιαίτερου ποιητικού και εικαστικού του έργου. Ο Ακρόιντ, βραβευμένος βιογράφος κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων (Σαίξπηρ, Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ,Τσαρλς Ντίκενς), προσεγγίζει εδώ το πνεύμα του ριζοσπαστικού, παθιασμένου οραματιστή Μπλέικ που περιθωριοποιήθηκε και χλευάστηκε στην εποχή του, εμβαθύνοντας με ένα μείγμα θαυμασμού και συγκίνησης στην τόσο παρεξηγημένη και αινιγματική ψυχοσύνθεσή του. Η έκδοση περιλαμβάνει έγχρωμο ένθετο με μια επιλογή έργων του χαρισματικού ζωγράφου.
Ο Ακρόιντ συνθέτει το παζλ της κοσμοθεωρίας του Μπλέικ, των «αλλόκοτων ιδεών» του και τις πηγές της εξεζητημένης πνευματικότητας του έργου του συνολικά, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο τα αιρετικά δόγματα του αποκρυφισμού, της αλχημείας και της καμπαλιστικής σκέψης του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ έγιναν αφετηρία της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας του ποιητή. Θαυμάζοντας τις ηρωικές φιγούρες του Μιχαήλ Άγγελου και συμφωνώντας με τη θεωρία του Βίνκελμαν ότι η ομορφιά της ανθρώπινης μορφής αποτελεί έμβλημα του Υπέρτατου Όντος, ο Μπλέικ ενστερνίστηκε την πίστη του Σβέντενμποργκ στον Μεγάλο Άνθρωπο ή στον Ουράνιο Άνθρωπο, καθώς για τον Σουηδό μυστικιστή-θεολόγο ο ίδιος ο Θεός είναι άνθρωπος: «Σε όλους τους ουρανούς δεν υπάρχει άλλη ιδέα του Θεού από εκείνη του ανθρώπου. Ο λόγος είναι ότι ο ουρανός στο σύνολό του και εν μέρει έχει ανθρώπινη μορφή. Επειδή ο Θεός είναι άνθρωπος, κάθε άγγελος και κάθε πνεύμα είναι άνθρωπος σε τέλεια μορφή» (σελ. 131).
Ο Μπλέικ, φύσει οραματιστής, εμπεριέχει τον εξωτερικό κόσμο και δεν χρειάζεται καν να κοιτάξει τον νυχτερινό ουρανό για να δει τα άστρα.
Ο Μπλέικ κατορθώνει να συνδυάζει ζωγραφική, ποίηση και χαρακτική, δημιουργώντας ένα εντελώς νέο είδος τέχνης με στόχο την ενότητα του ανθρώπινου οράματος. Τα «εικονογραφημένα βιβλία» του ήταν μοναδικά. Όντας πρακτικός και ευφυής τεχνίτης, δούλευε κατευθείαν πάνω στη χαλκογραφική πλάκα σαν να ήταν μπλοκ σχεδίου. Έτσι, στο σημαντικό ποίημα του «Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης» (εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1997) ο ποιητής διακηρύττει: «Αλλά πρώτα η ιδέα πως ο άνθρωπος έχει σώμα χωριστό από την ψυχή του πρέπει να εξαλειφθεί. Αυτό θα το πετύχω τυπώνοντας σύμφωνα με τη διαβολική μέθοδο, με διαβρωτικά, που στην Κόλαση είναι σωτήρια και θαυματουργά, ικανά να διαλύσουν τις φαινομενικές επιφάνειες και ν'αποκαλύψουν το άπειρο που έκρυβαν» (σελ. 145).
Στα τέλη του 18ου αιώνα τα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου κατακλύζονταν, εκτός από τις αποκαλυπτικές και μυστικιστικές διδασκαλίες του Σβέντενμποργκ, από πραγματείες και φυλλάδια του Παράκελσου και του Μπέμε. Ο Ελβετός Παράκελσος, περιπλανώμενος γιατρός και λόγιος, γεννημένος στα τέλη του 15ου αιώνα, δεν πίστευε στην ορθόδοξη διδασκαλία και στις καθιερωμένες αυθεντίες. Ο Γερμανός Γιάκομπ Μπέμε γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, ήταν τσαγκάρης και αφότου είδε ένα όραμα φωτός σε ένα πιάτο από κασσίτερο, άρχισε να διαμορφώνει τις εξαιρετικές μυστικιστικές διδασκαλίες του στο πλαίσιο της χριστιανικής πνευματικότητας. Αμφότεροι αποκηρύχθηκαν και διασύρθηκαν ως φανατικοί, μέθυσοι και τσαρλατάνοι, ενώ εκείνοι πίστευαν ότι ανακάλυπταν εκ νέου πανάρχαιες πηγές σοφίας. Ο Ακρόιντ χρησιμοποιεί άριστα το παράδειγμα των δύο αλχημιστών-καμπαλιστών, ώστε να διερευνήσει τον συναισθηματικό αντίκτυπο των ιδεών τους στη φυσικά διαμορφωμένη αποκλίνουσα σκέψη του Μπλέικ. Ο Μπλέικ θεωρεί τον εαυτό του κληρονόμο των αντιλήψεων του Παράκελσου και του Μπέμε. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι και οι δύο αυτοί σοφοί εμφανίστηκαν στη μετάβαση από τον ένα αιώνα στον άλλο, όπως κι εκείνος. Έτσι, ο Μπλέικ σταδιακά καταλήγει να πιστεύει στην προφητική και πνευματική αποστολή του. Τον τέρπει η κεντρική ιδέα του Παράκελσου: «Η φαντασία μοιάζει με τον ήλιο. Ο ήλιος έχει ένα φως που δεν είναι απτό, όμως μπορεί να κάψει ένα σπίτι». Άρα, η μεγάλη αλήθεια του σύμπαντος ενυπάρχει στην ανθρώπινη φαντασία. Το ιδιαίτερο μυστήριο που αποκαλύπτει ο οραματιστής του 15ου αιώνα υπάρχει στην πίστη πως «ο άνθρωπος είναι ένας ήλιος και ένα φεγγάρι και ένας ουρανός γεμάτος άστρα. Ο κόσμος είναι ένας άνθρωπος και το φως του ήλιου και τα άστρα είναι το σώμα του. [...] Το ανθρώπινο σώμα είναι αέριο που απέκτησε υπόσταση από το ηλιόφως μαζί με τη ζωή των άστρων. Τέσσερα είναι τα στοιχεία του κόσμου, όπως και ο άνθρωπος αποτελείται από τέσσερα, και ό,τι ορατό ενυπάρχει στον άνθρωπο ενυπάρχει σε αόρατη μορφή στον αιθέρα που διαποτίζει τον κόσμο». Μέσα από το έργο του Παράκελσου αναδεικνύεται η «ποιητική φαντασία», ουσία του οράματος του Μπλέικ. Και ο Ακρόιντ συμπεραίνει ότι «ο ποιητής, με το πνεύμα του αναγεννημένο, μπορεί να δει με τα μάτια της αιωνιότητας εντός του και συνεπώς εντός του σύμπαντος». Ο Μπλέικ, φύσει οραματιστής, εμπεριέχει τον εξωτερικό κόσμο και δεν χρειάζεται καν να κοιτάξει τον νυχτερινό ουρανό για να δει τα άστρα (σελ. 187).
Ο Μπέμε δημιούργησε ένα μυστικιστικό σύστημα για να εξηγήσει τη φύση του υλικού κόσμου, το οποίο αναπτύσσει σε πολλούς τόμους. Ο ευφυής αιρετικός εντόπιζε την παρουσία του θείου πνεύματος σε όλα τα κτιστά πράγματα και υποστήριζε την ύπαρξη επτά «βασικών πνευμάτων» που δημιουργούν αδιάκοπα το σύμπαν σε έναν κύκλο ή μια σπείρα αλληλεπίδρασης με την επιθυμία ή τη «βούληση της φωτιάς» (σελ. 189). Ο Μπλέικ δεν πίστευε σε αυθεντίες ή ορθόδοξες δυνάμεις, έχοντας εντρυφήσει σε θρησκευτικά βιβλία πολεμικής στο παρελθόν, ανήκοντας στην αντινομιστική παράδοση των λονδρέζικων ριζοσπαστικών και αιρετικών κύκλων. Τα έργα και η νοοτροπία του Παράκελσου και του Μπέμε τον γοητεύουν και του δείχνουν πως υπάρχει ένας τελείως διαφορετικός τρόπος να θεάται κανείς τον κόσμο (σελ. 191).
Υπάρχουν περιστατικά και ανεκδοτολογικές ιστορίες όπου καταγράφονται οι αλλόκοσμοι τρόποι και η εκκεντρική συμπεριφορά του Μπλέικ. Όπως, για παράδειγμα, όταν ο στρατιώτης Σκόφιλντ τον κατηγόρησε στο δικαστήριο ότι τον έσπρωξε βίαια και υπερασπιζόμενος τον Βοναπάρτη φώναξε «Κάτω ο Βασιλιάς. Όλοι οι στρατιώτες είναι δούλοι» (σελ. 307). Αλλά ο Σκόφιλντ είχε μπει στον κήπο του Μπλέικ ακάλεστος, τον είχε προκαλέσει και παρασύρει, με αποτέλεσμα ο ποιητής να τον πάει σπρώχνοντας μια αρκετά μεγάλη απόσταση. Για καλή του τύχη ο Μπλέικ δεν καταδικάζεται. Παρ' όλα αυτά, το περιστατικό τον κλονίζει. Αισθάνεται ότι ζει τόσο πολύ έξω από τις συμβάσεις, που μια μέρα η δύναμή τους θα τον συνθλίψει. Ο καλλιτέχνης, μην ξέροντας πια πώς να συμπεριφερθεί, σε επιστολή προς τον σημαντικότερο μαικήνα του Τόμας Μπατς γράφει ένα ποίημα, με αφορμή τον επεισοδιακό καβγά. Ο Ακρόιντ παραθέτει την πρώτη στροφή από το ποίημα:
Γιατί να γεννηθώ με πρόσωπο άλλο
Με τους ανθρώπους της φυλής μου να μη μοιάζω;
Όταν κοιτώ ξαφνιάζονται! Όταν μιλώ προσβάλλω.
Έπειτα μένω σιωπηλός και κάθε Φίλο χάνω.(σελ. 310)
Ο Μπλέικ έγινε φίλος με τον υδατογράφο Τζον Βάρλι, ο οποίος πίστευε στην αστρολογία και στη ζωδιακή φυσιογνωμική. Μαζί οργάνωναν ιδιότυπες σεάνς, όπου πειραματίζονταν καλώντας πνεύματα τα οποία έρχονταν σε μορφή οραμάτων. Οι πειραματισμοί αυτοί ξεκίνησαν το 1819 στο εργαστήριο του Βάρλι μεταξύ εννέα το βράδυ και τρεις ή τέσσερις το πρωί. Οράματα γνωστών ή άγνωστων φυσιογνωμιών εμφανίζονταν στον Μπλέικ κι εκείνος εκτελούσε τις προσωπογραφίες τους. Στην πραγματικότητα, η δύναμη της οραματικής φαντασίας του Μπλέικ ήταν τέτοια, που οι εικόνες αυτές έμοιαζαν να ξεπηδούν αβίαστα από μέσα του, δίχως προκαταρκτικά ή δισταγμούς. Ο Ακρόιντ, με γλαφυρό σχεδόν τρόπο, περιγράφει τις εκφράσεις των «Οραματικών Κεφαλών»: «Διαθέτουν την υπναγωγική ποιότητα των προσώπων που αιωρούνται ή διαλύονται σε ένα όνειρο και μοιάζουν σαν να αναδύονται από το χαρτί προτού αποτραβηχτούν με εκφράσεις που κατά περίεγο τρόπο διαφέρουν από τις συνήθεις ανθρώπινες έγνοιες». Ιδιαίτερα για το αξιοπρόσεκτο σχέδιο «Ο Ιωσήφ και η Μαρία και το δωμάτιο όπου τους είδαν», ο Ακρόιντ περιγράφει με θαυμασμό: «Διαφέρει τόσο πολύ από τις συμβατικές αναπαραστάσεις, ώστε εντυπωσιάζει τον παρατηρητή με τη δύναμη της αποκάλυψης, και τα μάτια, όπως σε τόσες οραματικές κεφαλές του Μπλέικ, ενέχουν μια εξαιρετική ποιότητα λάμψης και λαχτάρας. Θαρρείς και κοιτούν, όπως ο ίδιος ο Μπλέικ, έναν κόσμο που είναι εν μέρει μνήμη, εν μέρει έμπνευση, εν μέρει μαντεία και εν μέρει επινόηση» (σελ. 411). Ο Μπλέικ είδε και σχεδίασε το «Άνθρωπο που έχτισε τις Πυραμίδες», τον βασιλιά Σαούλ με την περίτεχνη πανοπλία του,την «Αυτοκράτειρα Ματθίλδη», τον Εδουάρδο Γ' κ.ο.κ. Τα οράματα εμφανίζονταν κι έμεναν εκεί μέχρι να ολοκληρώσει την προσωπογραφία τους.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Μπλέικ δέχτηκε να μιλήσει στον δημοσιογράφο Κραμπ Ρόμπινσον. Μετά από μια σειρά συνομιλιών, οι συνειρμοί και οι δυνατές εικόνες στα λεγόμενα του ποιητή παραήταν αλλόκοτοι για τον Ρόμπινσον, που πίστευε ότι δεν θα κατάφερνε να διακρίνει ακριβώς τις απόψεις και τα αισθήματά του. Συγκλονίστηκε όταν ο Μπλέικ του είπε ότι ο Βολταίρος εμφανίστηκε μπροστά του και εξέφρασε την εξής αντίληψη: «Εγώ [ο Βολταίρος] βλαστήμησα τον Υιό του Ανθρώπου και θα συγχωρηθώ. Αλλά εκείνοι [οι εχθροί του Βολταίρου] βλαστήμησαν το Άγιο Πνεύμα μέσα μου και δεν θα συγχωρηθούν» (σελ. 426).
Ο Πανάρχαιος Άνθρωπος ή ο Παλαιός των Ημερών, ο γενειοφόρος γίγαντας με τον διαβήτη που χωρίζει τον υλικό κόσμο, με τα μακριά μαλλιά του ν' ανεμίζουν από μια άγνωστη δύναμη, και η φύση της διάπυρης σφαίρας ή του κύκλου πίσω του ακαθόριστη (ένας πλανήτης, ένα ανθρώπινο αιμοσφαίριο ή ένας ήλιος;). Η εικόνα αυτή ήταν από τις τελευταίες που δούλευε ο Μπλέικ πριν πεθάνει. Στην πραγματικότητα, ήταν από τις πρώτες του συνθέσεις. Την είχε χρησιμοποιήσει ως προμετωπίδα στο ποίημα «Ευρώπη». Διαρκώς ο Μπλέικ επανέρχεται σε αυτή την εικόνα. Ο Ακρόιντ εύστοχα βλέπει εδώ την αλληγορική αναπαράσταση της ζωής του ίδιου του καλλιτέχνη, την υπερηφάνεια, τη φιλοδοξία και την επιθυμία του να ελέγξει τον κόσμο, δημιουργώντας το δικό του μυθολογικό σύστημα (σελ. 444).
Η βιογραφία του Ουίλλιαμ Μπλέικ μπορεί να προσμετρηθεί ως μια εξιδανικευμένη αυτοπροσωπογραφία που ξεπηδά μέσα από την αιώνια φαντασία για να λυτρώσει/δικαιώσει τον οραματιστή καλλιτέχνη.