ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΧΕ ΝΑ ΒΓΕΙ στο προσκήνιο μια συγγραφέας με τη γονιδιακή επάρκεια των Βρετανών μυθιστοριογράφων, με αυτή την απλότητα στην αφήγηση και τη μεστότητα των περιγραφών που εστιάζουν στις απτές λεπτομέρειες της φύσης, οι οποίες παρεισφρέουν με τρόπο καταλυτικό στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Εκατό τοις εκατό Βρετανίδα, η Τέσα Χάντλι αναμφίβολα διαθέτει κάτι από τη στόφα της Βιρτζίνια Γουλφ ως προς τη λεπτολογική ανάλυση του εξωτερικού κόσμου, αλλά και αρκετά στοιχεία του Τσαρλς Ντίκενς όσον αφορά την ικανότητα να αποδίδει το βάθος των χαρακτήρων.
Με αυτά τα σαφή εφόδια στη συγγραφική της φαρέτρα, έρχεται να μας επανασυστήσει με τον ιδανικότερο τρόπο το βρετανικό μυθιστόρημα: απόδειξη, το Παρελθόν, το έκτο κατά σειρά μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Βρετανίδας συγγραφέως, παραδόξως άγνωστης στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα (παλαιότερα είχε κυκλοφορήσει το Έρωτας στο τρένο από το Μεταίχμιο, προ πολλού εξαντλημένο), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina σε άψογη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
Η θεατρικότητα του μυθιστορήματος είναι πρόδηλη, όπως και η ανάγκη της Χάντλι να επαναφέρει την ανθρώπινη ένταση στην πρώτη γραμμή: δηλαδή να εστιάσει στον τρόπο που οι άνθρωποι συνδέονται, ερωτεύονται, κοντράρονται και σχετίζονται.
Αφορμή είναι η συνάντηση μιας οικογένειας σε ένα παλιό αγροτόσπιτο στο Κίνγκτον, όπου η εσωτερική ζωή, ειδικά στα μάτια της μικρότερης αδελφής, της Φραν, «έμοιαζε ν' ακουμπάει, να κολλάει, να ταιριάζει απόλυτα με τον έξω κόσμο. Προχωρώντας ανάμεσα στα χορτάρια, προχωρούσε μέσα στ' όνειρό της: το παλιό σπίτι νανουρισμένο από τη λιακάδα, με τις μπαλκονόπορτές του κάτω από τα μεταλλικά υπόστεγα φορτωμένα κισσό, θα μπορούσε να είναι το φόντο οποιασδήποτε σκηνής, ποιητικής, μεγαλόπρεπης ή τραγικής».
Και όντως είναι: εντελώς θεατρικό, το σκηνικό φέρνει έντονα στον νου τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, ειδικά ως προς τον τρόπο που οι ετερόκλητοι χαρακτήρες της οικογένειας συνδέονται ακόμα και μέσα από τις πιο έντονες αντιθέσεις τους. Παραπαίοντας ανάμεσα στη μνήμη ενός ανυπεράσπιστου παρελθόντος που αναδύεται σχεδόν ανεπαίσθητα στις μνήμες, όπως οι μαντλέν του Προυστ, και σε ένα σαρωτικό ως προς τη δύναμη της αποκαλυπτικής αλήθειας παρόν, οι ήρωες της Χάντλι γνωρίζουν πως πάνω απ' όλα είναι εγκλωβισμένοι στον ίδιο τους τον εαυτό – και αυτόν αντιμετωπίζουν εκείνο το καλοκαίρι στο Κίνγκτον, ξέροντας ότι κανείς τους δεν θα φύγει από κει ίδιος.
Η θεατρικότητα του μυθιστορήματος είναι πρόδηλη, όπως και η ανάγκη της Χάντλι να επαναφέρει την ανθρώπινη ένταση στην πρώτη γραμμή: δηλαδή να εστιάσει στον τρόπο που οι άνθρωποι συνδέονται, ερωτεύονται, κοντράρονται και σχετίζονται.
Πρώτη στο εξοχικό φτάνει η Άλις, μια αλαφροΐσκιωτη πρώην θεατρίνα, ρομαντική και κάπως ονειροπαρμένη –μια drama queen με τα σημερινά μέτρα–, φέρνοντας μαζί της τον Κασίμ, τον 20χρονο φοιτητή γιο της, καρπό του έρωτά της με ένα παλιό αμόρε, ο οποίος δεν κάνει τίποτα για να κρύψει τη βαθιά βαρεμάρα του, μένοντας στο σπίτι από ενοχή για την άλλοτε εγκαταλελειμμένη από τον πατέρα μητέρα του.
Ωστόσο, δεν αργεί να βρει κάποιο ενδιαφέρον στο πρόσωπο της έφηβης ξαδέλφης του Μόλι, με την οποία θα ανακαλύψει διάφορα οικογενειακά μυστικά. Στο σπίτι θα έρθει φυσικά και η Χάριετ, η μεγαλύτερη από τις αδελφές, που κάποτε φλεγόταν από τον επαναστατικό οίστρο που την έφερε στο επίκεντρο των γεγονότων και τώρα στοχάζεται πάνω στη ζωή που φεύγει όχι με την ίδια ένταση που βιώθηκε παλιά.
Όσο για τη μικρότερη, τη Φραν, αυτή θα φτάσει στο εξοχικό μαζί με τα δυο παιδιά της, την Άιβι και τον Άρθουρ, αλλά χωρίς τον σύζυγο, κάτι που υποπίπτει αμέσως στην αντίληψη όλων. Και μέσα σε όλα παρών και ο αδελφός τους, Ρόναλντ, ένας στοχαστικός φιλόσοφος και νυν αρθρογράφος παράδοξων κινηματογραφικών κριτικών, που παλεύει με τα δύο προηγούμενα διαζύγιά του και με την τρίτη του σύζυγο, την Πιλάρ, με καταγωγή από την πολύπαθη Αργεντινή. Ο αδελφός θα κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση, καταφθάνοντας με μια παλιά Jaguar XJ6 και τη λατρεμένη του μοναχοκόρη.
Όλοι μαζί οι φιλοξενούμενοι του εξοχικού θα γίνουν κοινωνοί μεγάλων μυστικών, θα αντιληφθούν τα όριά τους και στις αναζητήσεις τους θα δουν τον εαυτό τους να βυθίζεται σε γλυκές αναμνήσεις, αλλά και σε σκηνές ακραίου τρόμου – συστατικά της ίδιας της ζωής, που εδώ μοιάζει να ξεδιπλώνεται σαν δανική σαιξπηρική σκηνή.
Ενίοτε οι ήρωες επιζητούν την απομάκρυνση του ενός από τον άλλον, ώστε να βρουν την εσωτερική τους γαλήνη, όπως η Άλις, που, όταν δεν μένει μόνη διαβάζοντας παλιά γράμματα, διασχίζει τους αραιούς θάμνους και τα κωνοφόρα στην αρχή του δάσους, δίνοντας τη δυνατότητα στη συγγραφέα να μας επιδείξει τη λογοτεχνική της δύναμη.
Όσες όμως κι αν είναι οι αντιθέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, βρίσκουν τρόπους να συνεννοούνται, είτε μέσα από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, είτε μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, όπως οι κυρίες που πίνοντας τσάι συζητούν για τον Μικελάντζελο στο ποίημα του Έλιοτ, είτε πραγματοποιώντας εξόδους σε φιλικά σπίτια, όπως στους γείτονες Πάτεν. Κάθε τέτοια εξόρμηση μοιάζει πραγματικά με επαναστατική πράξη, όπως αυτή που επιχειρούν η άλλοτε επαναστάτρια Χάριετ με την Αργεντινή σύζυγο του αδελφού της, Πιλάρ, όταν αποφασίζουν να εκδράμουν παρέα, σε μια σκηνή που αποδεικνύει την όμορφη ισορροπία που βρίσκει η Χάντλι στη συνομιλία του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό:
«Η Χάριετ και η Πιλάρ είχαν αποφασίσει να περάσουν τον ρεικότοπο και να συνεχίσουν κατά μήκος της ακτής, ως εκεί που ο κόλπος άνοιγε, για να βρουν παραλία και να κολυμπήσουν. Η Χάριετ ένιωθε μνημειώδη ρήξη με την παράδοση, παρόλο που η απόσταση δεν ξεπερνούσε τα πενήντα χιλιόμετρα – δεν ήταν σίγουρη για τη διαδρομή και ζήτησε από την Πιλάρ να τη δει στον χάρτη. Οδηγώντας, πάντως, η διάθεσή της έφτιαξε, νέες προοπτικές αναδύθηκαν πιθανές και προσιτές. Τα ορνιθοσκαλίσματα του Άρθουρ δεν σήμαιναν τίποτα. Το λάθος της με το φόρεμα ήταν απλά αστείο, δεν είχε σημασία. Κι ενώ η αυστηρότητα του ρεικότοπου είχε συνήθως κάτι το επικριτικό, σήμερα η ξερή, σβολιασμένη γη με τις τούφες τα βάτα και τα ρείκια της έμοιαζε, όπως την έλουζε ο ήλιος, πρόσκληση για παιχνίδι: οι μαβιές και καφετιές εκτάσεις έδειχναν χαρούμενες κι ανάλαφρες».
Σε αυτή την ιδανική συνάντηση του εξωτερικού με το εσωτερικό, το παρελθόν με το παρόν γίνονται τελικά ένα: αν στο πρώτο μέρος του βιβλίου περιγράφεται το οικογενειακό παρόν, στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε τον τρόπο που η τότε νεαρή μητέρα τους, Τζιλ, εγκαταλείπει τον άνδρα της, Τομ, στο Λονδίνο, αναζητώντας καταφύγιο μαζί με τα τρία παιδιά της –τη Χάριετ, τον Ρόναλντ και την Άλις– στην εξοχή.
Ο κλυδωνιζόμενος γάμος της έχει φυσικά αντίκτυπο στην ψυχοσύνθεση των παιδιών και ενδεχομένως να εξηγεί τις σημερινές διαρκείς συγκρούσεις με τους δικούς τους εραστές και συζύγους, αλλά και τον τρόπο που τα επαναστατικά γεγονότα του Μάη του '68 στο Παρίσι μπορεί να συνδέονται με τα γεγονότα στη μακρινή Αργεντινή. Όλα αυτά, όμως, γίνονται υπόγεια, με ένα τέμπο που ακούγεται σαν μουσική ακόμα και όταν το κρεσέντο των γεγονότων απειλεί να καταστρέψει τα πρόσωπα.
Όπως σημειώνει και η Ζωή Μπέλλα-Αρμάου στο εισαγωγικό της σημείωμα: «Έντονη, διεισδυτική η ψυχολογική ματιά της Χάντλι, παρ' όλη τη χαμηλόφωνη γραφή της, ολοκληρώνει πολύ έξυπνα τους χαρακτήρες και δεν είναι υπερβολική η παρατήρηση του συγγραφέα και κριτικού Antony Quinn ότι βαδίζει στα χνάρια του Χένρι Τζέιμς, ενώ η τεχνική της λεπτής ειρωνείας ακολουθεί το παράδειγμα της Τζέιν Όστιν. Ήδη με το πρώτο της βιβλίο, το Accidents in the Home (2002), είχε συμπεριληφθεί στη λίστα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου μυθιστοριογράφου του "Guardian", ενώ με τα μεταγενέστερα έργα της αποδεικνύει πόσο καλή αφηγήτρια είναι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.