Το μυθιστόρημα Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ μπορεί να θεωρηθεί το πιο αμερικανικό του Τζόναθαν Κόου. Βέβαια, είναι τόσο αμερικανικό όσο είναι Αμερικανός ο ένας από τους δύο κεντρικούς ήρωές του, ο Αυστροεβραίος σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ, που το 1933 απέδρασε από τη ναζιστική Γερμανία για να γίνει δόξα του Χόλιγουντ, χωρίς να ξέρει ούτε μία λέξη αγγλικά. Είναι επίσης τόσο αμερικανικό όσο είναι αμερικανική κωμωδία το αριστούργημα του Γουάιλντερ Μερικοί το προτιμούν καυτό, με τη Μέριλιν Μονρό, «διασκευή μιας γερμανικής ταινίας που ήταν διασκευή μιας γαλλικής, γραμμένη από έναν Αυστριακό (σ.σ. τον Γουάιλντερ) και έναν Ρουμάνο (σ.σ. τον σεναριογράφο Ιζ Ντάιαμοντ)».
Το σίγουρο είναι ότι αυτό το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σχεδόν ταυτόχρονα με την αγγλική έκδοση, είναι το πιο κινηματογραφικό του συγγραφέα. Πριν απ' όλα, είναι οργανωμένο γύρω από τα settings της δράσης και της πλοκής:
► Ένα σπίτι με κήπο στο Χάμερσμιθ του Λονδίνου, στο σήμερα (2013), όπου κατοικεί η ηρωίδα, η Καλλιστώ Φραγκοπούλου (δημιούργημα του Τζόναθαν Κόου, προϊόν μυθοπλασίας), επάγγελμα συνθέτρια, γύρω στα 60, με την οικογένειά της, σύζυγος που εργάζεται στην κινηματογραφική βιομηχανία και δύο δίδυμες κόρες, περίπου εικοσάχρονες. Η ηρωίδα βρίσκεται σε κρίση δημιουργικότητας αλλά και γονεϊκή, καθώς έχει να αντιμετωπίσει την αναχώρηση της μιας κόρης για την Αυστραλία και το βασανιστικό δίλημμα της άλλης, που είναι έγκυος, αν θα κρατήσει το παιδί ή θα κάνει έκτρωση για να πάει στο πανεπιστήμιο. Η πλοκή στο μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Καλλιστώς, της Καλ.
Ο κινηματογραφικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος –επιμένω σ' αυτό, γιατί είναι από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου– ενισχύεται και από τον υβριδικό τρόπο της αφήγησης.
► Το εστιατόριο Bistro στο Νορθ Κάνον Ντράιβ του Μπέβερλι Χιλς στο Λος Άντζελες, όπου η ηρωίδα, στα 21 της (δεκαετία του '70), συναντά τυχαία και συντρώγει με τον Μπίλι Γουάιλντερ. «Ο κύριος Γουάιλντερ θύμιζε περισσότερο συνταξιούχο καθηγητή πανεπιστημίου ή χειρουργό του Μπέβερλι Χιλς, σε μια κερδοφόρα επιχείρηση με ακριβοπληρωμένα λίφτινγκ».
► Ένα ισόγειο διαμέρισμα στην οδό Αχαρνών, όπου ζει η ηρωίδα στα εφηβικά της χρόνια, πατέρας Ελληνοσλοβένος, μητέρα Αγγλίδα, περίοδος χούντας.
► Το Νυδρί στη Λευκάδα και η βίλα Βαλαωρίτη στο απέναντι νησάκι Μαδουρή, όπου το 1977 γυρίζεται η ταινία Φεντόρα του Γουάιλντερ, με πρωταγωνίστρια τη Μάρτα Κέλλερ, και όπου η ηρωίδα εργάζεται ως διερμηνέας. Η ταινία έχει θέμα την ιστορία μιας παλιάς κινηματογραφικής σταρ που, έχοντας παραμορφωθεί από τις πολλές πλαστικές, κρύβεται από τον κόσμο και αναγκάζει την κόρη της να πάρει τη θέση της, υποδυόμενη πως είναι η Φεντόρα, ένα παιχνίδι διπλών ταυτοτήτων.
► Η τραπεζαρία του ξενοδοχείου Bayerischer Hof στο Μόναχο, όπου συνεχίζονται τα γυρίσματα της Φεντόρα, ένας χώρος που γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης ευρωπαϊκού και αμερικανικού «ήθους», σε κωμική εκδοχή. Το αμερικανικό ήθος εκπροσωπεί ο Αλ Πατσίνο, φίλος τότε της Κέλλερ, που παραγγέλνει τσίζμπεργκερ στο ξενοδοχείο όπου αποθεώνεται το βαυαρέζικο χοιρινό κότσι.
► Μια πλαζ στο Χερβούργο της Νορμανδίας, όπου η ηρωίδα συναντά και συνομιλεί με τη σύζυγο του Γουάιλντερ, την Όντρεϊ, και τη σύζυγο του Ιζ Ντάιαμοντ, σεναριογράφου της Φεντόρα, την Μπάρμπαρα. Μια πρώτη εκδοχή του νοήματος της Φεντόρα αλλά και του μυθιστορήματος του Κόου: «Είναι μια τραγωδία για κάποιους που κάποτε βρίσκονταν στην κορυφή του κόσμου, αλλά τώρα όλα έχουν τελειώσει γι' αυτούς».
► Μια φάρμα-τυροκομείο στο Μο, 40 χιλιόμετρα από το Παρίσι, που θεωρείται η «πατρίδα» του τυριού μπρι και όπου ο Γουάιλντερ και η ηρωίδα δοκιμάζουν μπρι και κυριολεκτικά «χάνονται». Εδώ βρίσκουμε μία ακόμη εκδοχή του νοήματος του μυθιστορήματος του Τζόναθαν Κόου: «Όσο δύσκολα κι αν είναι αυτά που σου συμβαίνουν, η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει. Και πρέπει να τις αδράξεις». Ο Τζόναθαν Κόου χρησιμοποιεί με πολύ χιούμορ το μπρι, κλείνοντας το μάτι στη μαντλέν, στο μπισκότο του Μαρσέλ Προυστ.
► Και πάλι το σπίτι στο Λονδίνο, το τελευταίο setting του μυθιστορήματος, στο σήμερα, όπου η ηρωίδα συμφιλιώνεται με τον εαυτό της και τα διλήμματά της, δίνοντας μία ακόμη εκδοχή της Φεντόρα αλλά και του μυθιστορήματος του Κόου. «Το έργο αντιμετωπίζει πολύ σπλαχνικά τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους, είτε είναι άντρες είτε είναι γυναίκες, που αγωνίζονται να βρουν έναν ρόλο στον κόσμο, ο οποίος νοιάζεται μονάχα για τα νιάτα και τη φρεσκάδα». Ο Τζόναθαν Κόου επιφυλάσσει στους αναγνώστες ένα πολύ ωραίο τέλος, με στιβαρή συναισθηματικότητα (αν μπορώ να το πω έτσι), που μας δημιουργεί αισθήματα ανακούφισης, τα ίδια ακριβώς που νιώθει και η ηρωίδα όταν δοκιμάζει μια κουταλιά ρευστού μπρι, με πυκνή και κρεμώδη υφή (προϋπόθεση να μείνει το τυρί δύο ώρες σε θερμοκρασία δωματίου).
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ του μυθιστορήματος –επιμένω σ' αυτό, γιατί είναι από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου– ενισχύεται και από τον υβριδικό τρόπο της αφήγησης. Ο Κόου ενσωματώνει στην κλασική αφήγηση ένα μεγάλο κομμάτι 63 σελίδων γραμμένο με τη μορφή του screenplay, όπου ο Γουάιλντερ διηγείται πώς έφυγε από το Βερολίνο το 1933 και πώς επέστρεψε μετά τον Πόλεμο στην Ευρώπη για να κάνει ταινίες που θα προβάλλονταν στη Γερμανία με θέμα τα ναζιστικά εγκλήματα αλλά και να ψάξει για τα ίχνη της μητέρας του, που ως Εβραία της Βιέννης χάθηκε μάλλον σε κάποιο στρατόπεδο εξόντωσης.
Όταν ο Γουάιλντερ έκανε τη Φεντόρα ήταν 71 ετών και δεν ήταν πλέον όνομα στο αμερικανικό box office. Το Χόλιγουντ του αρνήθηκε χρηματοδότηση. Έτσι, η Φεντόρα γυρίστηκε με γερμανικά κεφάλαια. Ο Γουάιλντερ έλεγε ότι μ' αυτή την ταινία θα έβγαινε έτσι κι αλλιώς κερδισμένος. Αν είχε εμπορική επιτυχία, θα έπαιρνε εκδίκηση από το Χόλιγουντ. Αν ήταν αποτυχία, θα έπαιρνε εκδίκηση για το Άουσβιτς, αφού έγινε με λεφτά των Γερμανών.
Σαν μοτίβο, μέσα στο μυθιστόρημα περνάνε τίτλοι, μαζί με λεπτομέρειες, 44 ταινιών του Γουάιλντερ και άλλων. Η μεταφράστρια Άλκηστις Τριμπέρη, που έχει μεταφράσει το βιβλίο σε μια ρευστή και κρουστή γλώσσα, έχει συγκεντρώσει τις ταινίες σε κατάλογο, στο τέλος. Έχει φτιάξει έτσι έναν χάρτη, δείχνοντάς μας κι άλλα μονοπάτια για να προσεγγίσουμε το μυθιστόρημα.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
► Το χιούμορ του Τζόναθαν Κόου. Πιο κοντά στο εβραϊκό χιούμορ, ας πούμε ενός Φίλιπ Ροθ, παρά στο βρετανικό.
► Η περιγραφή της γευσιγνωσίας του μπρι, με συνοδεία Pinot Νoir στις σελίδες 310-314. Ο Κόου αποδεικνύεται και μάστορας του food writing.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Αρχίζω από δω τη συνεργασία μου με τη LiFO, μια εφημερίδα, έντυπη και ηλεκτρονική, που εκτιμώ απεριόριστα για τη φρεσκάδα της, την ανεξιθρησκία της αλλά και την επιδραστικότητά της. Ξαναβρίσκω τον ρυθμό της εβδομαδιαίας ανάγνωσης και συζήτησης για βιβλία και συγγραφείς, που είχε αρχίσει το μακρινό 1997, όταν δημιούργησα, from scratch, όπως λένε, το ένθετο «Βιβλία» στο «Βήμα της Κυριακής» του Οργανισμού Λαμπράκη, το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο, το οποίο διηύθυνα έως και το καλοκαίρι του 2018. Ξαναβρίσκω επίσης τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, έναν συνοδοιπόρο, με τον οποίο μας ενώνει κοινή δημοσιογραφική κουλτούρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια