ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙ μια χειρονομία γεμάτη αγάπη, η σειρά «Opusculum/Στιγμός» των εκδόσεων Ευρασία έρχεται να αποδείξει ότι η κλασική λογοτεχνία δεν υπήρξε ποτέ μακριά μας αλλά γράφτηκε για να μας μιλήσει για το διαρκώς παρόν, για να μας συγκινήσει, να μας ταρακουνήσει, να μας δείξει ότι περιλαμβάνει τόσο το υψηλό όσο και το καθημερινό, ακόμα και το σκάνδαλο! Με εκφραστικούς τίτλους από συγγραφείς πρώτης γραμμής, όπως ο Ιούλιος Βερν, ο Οκτάβ Μιρμπό, ο Τόμας Βολφ και η Ίντιθ Γουόρτον, τα βιβλία της σειράς «Στιγμός» δίνουν το αποτύπωμα των μικρών κειμένων που ξεδιπλώνουν μεγάλους κόσμους και μας καλούν να γίνουμε «συνένοχοι» στα αμέτρητα μυστικά τους.
Μαθαίνοντας, φέρ' ειπείν, πώς ακριβώς πέθανε ο Μπαλζάκ, όχι μόνο αντλούμε λεπτομέρειες για τη σχέση του συγγραφέα με την τότε γυναίκα της ζωής του αλλά ερχόμαστε αντιμέτωποι και με το μεγάλο ερώτημα του πώς ακριβώς αποτυπώνεται το τέλος μιας μεγαλοφυΐας και πώς συνδέεται με το κλίμα και τους δημιουργούς της εποχής του.
Μάρτυρας αυτής της ιστορίας ή, έστω, ιδανικός ωτακουστής είναι, εν προκειμένω, ο Οκτάβ Μιρμπό, μια γοητευτική, πλην όμως αντιφατική προσωπικότητα της εποχής, που συνόψιζε όλο το κλίμα της μετάβασης από τον ρομαντισμό του 18ου στον ρεαλισμό του 19ου αιώνα, εκφράζοντας το κίνημα της «παρακμής» ‒ ένας αρχικά συντηρητικός και κατόπιν αναρχικός οπαδός της ελευθεριακής σκέψης που άφησε τα πάντα για να γίνει καπετάνιος σε ένα αλιευτικό σαρδέλας στη νότια Γαλλία, αναλογιζόμενος τον φαρισαϊσμό των ομοτέχνων του (ειδικά όσον αφορά την υπόθεση Ντρέιφους!) και χαζεύοντας από εκείνα τα μέρη για ώρες τον ουρανό, ακριβώς επειδή ο λατρεμένος του Βαν Γκογκ τον είχε ζωγραφίσει με συγκεκριμένο τρόπο (χαρακτηριστικό το βιβλίο του «Στον Ουρανό»).
Ο Μπαλζάκ, πάσχοντας από καρδιακή υπερτροφία, η οποία οφειλόταν στη διαρκή καταπόνηση και την υπερβολική κατανάλωση καφέ, υπέφερε παράλληλα από τους πνεύμονες και τα νεφρά του. Καθώς η υγεία του χειροτέρευε, αποξενωνόταν από τη γυναίκα του. Η σχέση τους, που απέδειξε την αναπόφευκτη μετατροπή του έρωτα σε αμοιβαία αδιαφορία, προφανώς επιβεβαίωνε με τον πιο περίτρανο τρόπο την μπαλζακική πρόβλεψη για την κυνική έως ζωώδη φύση του ανθρώπου.
Σε αυτό το κλίμα μιας πολυτάραχης εποχής, με το οποίο συνδέονται άμεσα κορυφαίοι συγγραφείς και ζωγράφοι, ο Μιρμπό κάνει την τομή και μεταφέρει τις αρχές του ιμπρεσιονισμού στη λογοτεχνία με τον ίδιο βροντερό και όμορφο τρόπο: γράφει en abyme μυθιστορήματα, δηλαδή ενσωματώνοντας σε αυτά μικρές, αυτόνομες ιστορίες και εγκαταλείποντας τις αρχές της κεντρικής εξιστόρησης. Η λογοτεχνία του συνδέεται έτσι με ένα υβριδικό κατασκεύασμα που περιλαμβάνει δοκιμιακές καταγραφές, πρωτοποριακές εκτοπίσεις και μυθιστορηματικά κρεσέντο.
Σε αυτό το πλαίσιο εκδίδει το 1907 το άκρως πρωτοποριακό μυθιστόρημα με τον παράξενο τίτλο «628-Ε8», ο οποίος αντιστοιχούσε στον αριθμό αυτοκινήτου με το οποίο θα ταξίδευε ο συγγραφέας στην Ευρώπη, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του.
Το ετερόκλητο αυτό βιβλίο, που ακροβατούσε υφολογικά ανάμεσα στην περιγραφική δεινότητα των εμπειρικών αποτυπώσεων και τη μυθοπλασία, δίνοντας το στίγμα του άγνωστου μέχρι τότε μοντερνισμού, φυσικά κάνει τεράστια αίσθηση συνολικά, κυρίως όμως για τρία συγκεκριμένα κεφάλαια που αναφέρονται στον Μπαλζάκ.
Τι δουλειά έχουν, όμως, αυτά σε ένα περιηγητικό, πρωτοποριακό έργο; Την απάντηση τη δίνει στο προλογικό της σημείωμα η μεταφράστρια του βιβλίου και ουσιαστική μελετήτρια εκείνης της εποχής Μαρία Γυπαράκη, τονίζοντας πως «ο Μπαλζάκ παρεισφρέει μάλλον ως αίσθηση παρά ως πραγματικότητα και αναχαιτίζει τη ροή της ταξιδιωτικής αφήγησης για να προκαλέσει τον Μιρμπό να τον κάνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήρωα της ανθρώπινης κωμωδίας του. Εκεί πιστεύω ότι συνίσταται ‒πέρα από το σκάνδαλο‒ όλο το ενδιαφέρον του κειμένου που σήμερα έχει στα χέρια του το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και που στις μέρες μας εκδίδεται πλέον και εκτός αυτοκινήτου, εκτός 628-Ε8 με άλλα λόγια».
Το σκάνδαλο είχε να κάνει κυρίως με το τρίτο κεφάλαιο, όπου ο Μιρμπό μεταφέρει στο χαρτί τις τελευταίες στιγμές του Μπαλζάκ, όπως τις περιέγραψε στον συγγραφέα ο ζωγράφος Ζαν Ζιγκού: εκείνος φαίνεται να γνώριζε λεπτομέρειες από πρώτο χέρι, καθώς ήταν εραστής της μαντάμ Χάνσκα, συζύγου του Μπαλζάκ, η κόρη της οποίας απαίτησε να αφαιρεθεί από το βιβλίο το κεφάλαιο με τις επίμαχες σελίδες. Ωστόσο αυτές εκδίδονται αυτούσιες μετά τον θάνατο του Μιρμπό και μάλιστα με την εικονογράφηση του σπουδαίου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ, καταλήγοντας σε ένα αυτόνομο τομίδιο.
Είναι σαφές ότι, ακόμα και μέσα από τις πικάντικες λεπτομέρειες που έλκουν τον αναγνώστη για τις άγνωστες πλευρές του Μπαλζάκ ‒μονίμως βουτηγμένος στα χρέη, αντιφατικός και επιρρεπής στην κολακεία‒, διαφαίνεται ο ακραίος θαυμασμός του Μιρμπό για τον συγγραφέα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» και η ανάγκη του να ορίσει τι σημαίνει πραγματική μεγαλοφυΐα.
Ο Μπαλζάκ ήταν, άλλωστε, αυτός που στα μάτια του «απογύμνωσε και έφερε στο φως όλα τα ψέματα, όλες τις βιαιότητες, όλη τη διαφθορά της άρχουσας τάξης, και που περισσότερο από τον οποιονδήποτε επαναστάτη υποδαύλιζε τις επαναστατικές στυγερότητες στις ψυχές» και ας τον έτρεμαν οι ομότεχνοί του και τον παραγνώριζαν οι ακαδημαϊκοί.
Ο Μπαλζάκ ήταν ορισμένος να γράφει αριστουργήματα, ένας ποιητής της ύπαρξης με «πάθος για τις ωραίες και μεγαλεπήβολες δημιουργίες: τις ιδέες δεν τις ακολουθούσε, είχε το προβάδισμα. Όπως ακριβώς του έφτανε μια λέξη για να ανασχηματίσει εντός της δικής του λογικής πραγματικότητας μια άρτια ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι του αρκούσε ένα γεγονός, ακόμη και ασήμαντο καμιά φορά, για να ανακαλύψει και να παραθέσει ευθύς τα διαδραματιζόμενα σε μια υπόθεση. Το επινοούσε, το ξεκαθάριζε, το δομούσε με την ίδια εκρηκτική φαντασία, την ίδια ικανότητα έμπνευσης, την ίδια ρητή ακρίβεια που διακρίνει τα βιβλία του».
Ήξερε, άλλωστε, σύμφωνα με τον Μιρμπό, να μετατρέπεται στους άπειρους χαρακτήρες που είχε με τόσο ευφυή τρόπο καταγράψει στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του, στον βαθμό που δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει από τις πολλαπλές διακυμάνσεις αυτής της ατελείωτης ανθρωπογεωγραφίας, η οποία υποκαθιστούσε την υφιστάμενη ηθική.
Ο Μιρμπό βάζει ως εκ τούτου τον Μπαλζάκ στον θρόνο του πρωτοποριακού μελετητή της ανθρώπινης ύπαρξης, ο οποίος, ευτυχώς, δεν στερούνταν αδυναμιών. Ο υπερτονισμός τους, όμως, δεν οφείλεται σε μια αλγεινή κουτσομπολίστικη διάθεση του Μιρμπό αλλά στην ανάγκη του να ορίσει το νατουραλιστικό αφήγημα σε σχέση με την εξωραϊστική υπόθεση του κυρίαρχου έως τότε ρομαντικού αφηγήματος.
Όλα έχουν νόημα σε αυτό το ατιθάσευτο σύμπαν που ορίζει η υψηλή λογοτεχνία και δη οι ανθρώπινες αμαρτίες: αυτές παύουν ως εκ τούτου να υπάρχουν ως ηθικό παράπτωμα και καταγράφονται ως διαπίστωση του αναπόφευκτα ευάλωτου χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Απόδειξη ότι ακόμα και ο ευφυής Μπαλζάκ νιώθει να παρασύρεται από τα ανόητα γράμματα μιας άγνωστης θαυμάστριάς του από την Ουκρανία, φτάνοντας να την κάνει γυναίκα του. Μάλιστα, για να μπορέσει να παντρευτεί, κατάφερε να βάλει στην άκρη ένα σημαντικό ποσό, ακολουθώντας τις συμβουλές του βαρόνου Ρότσιλντ ‒της γνωστής οικογενείας των τραπεζιτών‒, αγοράζοντας μετοχές των Σιδηροδρόμων του Βορρά, αλλά μετά την πτώση των μετοχών, λόγω της επανάστασης του 1848, οι αξία τους θα εκπέσει και ο Μπαλζάκ θα βουτηχτεί και πάλι στα χρέη, από τα οποία δεν ξέφυγε ουσιαστικά ποτέ.
Οι περιπέτειες, λοιπόν, είναι άπειρες, όπως και οι διακυμάνσεις της σχέσης ανάμεσα στον συγγραφέα και στη μαντάμ Χάνσκα ‒δεν σταματούν τα αμοιβαία ψέματα, οι παρεξηγήσεις και οι αλληλοεξαπατήσεις‒, μέχρι που φτάνουμε στο επίμαχο κεφάλαιο «Ο θάνατος του Μπαλζάκ», όπου ο Μιρμπό καταθέτει, με βάση τον αρχικό ισχυρισμό του Ουγκό και τις μετέπειτα μαρτυρίες του ζωγράφου Ζαν Ζιγκού, ότι ο συγγραφέας πέθανε μόνος του στο δωμάτιό του.
Ο Μπαλζάκ, πάσχοντας από καρδιακή υπερτροφία, η οποία οφειλόταν στη διαρκή καταπόνηση και την υπερβολική κατανάλωση καφέ, υπέφερε παράλληλα από τους πνεύμονες και τα νεφρά του. Καθώς η υγεία του χειροτέρευε, αποξενωνόταν από τη γυναίκα του. Η σχέση τους, που απέδειξε την αναπόφευκτη μετατροπή του έρωτα σε αμοιβαία αδιαφορία, προφανώς επιβεβαίωνε με τον πιο περίτρανο τρόπο την μπαλζακική πρόβλεψη για την κυνική έως ζωώδη φύση του ανθρώπου.
Άλλωστε, την ίδια στιγμή που «σε αυτό το σπίτι, στην καρδιά του Παρισιού, όπου, εγκαταλελειμμένη –χειρότερα και από άρρωστο θηρίο, αφημένο στο βάθος ενός λάκκου στο δάσος–, πέθαινε η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα του αιώνα», ο Ζιγκού και η μαντάμ Χάνσκα-Μπαλζάκ απολάμβαναν τον έρωτά τους ‒ μια αντιφατική εικόνα που απλώς υπερτονίζει τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης.
Ο Μπαλζάκ είχε δίκιο σε όλα όσα έγραφε για τον άνθρωπο και ο Μιρμπό του αποδίδει τα εύσημα με τον πλέον ακριβή τρόπο: την περιγραφή της στιγμής του θανάτου του. Κατ' ουσίαν, με το κεφάλαιο αυτό του θανάτου του Μπαλζάκ το στοίχημα δεν είναι να μάθουμε πώς ακριβώς άφησε την τελευταία του πνοή ο μεγαλύτερος των μεγάλων συγγραφέων αλλά να συναντήσει ο Μιρμπό τον ιδανικό του μέντορα, συναινώντας στη δική του προτροπή ότι «πρέπει να εισβάλεις μέσα στη μάζα των ανθρώπων σαν μπάλα κανονιού ή να γλιστράς σαν πανούκλα. Η τιμιότητα είναι άχρηστη».
Και αυτό κατέθεσε τελικά με αυτό το κείμενο-φόρο τιμής, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να γίνει ταυτόχρονα ο υψηλός καλλιτέχνης και ο ιδανικός απατεώνας που ο ίδιος ο Μπαλζάκ θα περίμενε από αυτόν, τιμώντας απόλυτα με τον τρόπο αυτό το métier του.
σχόλια