Οι αναγνώστες, που για να ελέγξουν αν τους ενδιαφέρει να αγοράσουν ή όχι ένα βιβλίο ξεκινούν διαβάζοντας τον πίνακα των περιεχομένων του, συνήθως μένουν έκπληκτοι μπροστά στην αυστηρή δομή φιλοσοφικής διατριβής που φαίνεται να έχει η «Γαστρονομία ως καλή τέχνη». Οι «βαρύγδουποι» 30 «στοχασμοί» του συγγραφέα, που καθένας τους αντιστοιχεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου, τους προδιαθέτουν ότι ίσως πρόκειται και για ένα στρυφνό συγγραφικό πόνημα.
Ευτυχώς, όμως, η ανάσα δεν κόβεται για πολύ, καθότι ήδη από τον τίτλο «Στοχασμός VII – Θεωρία του τηγανίσματος» διακρίνεται ένα ρηγματάκι στη σοβαροφάνεια και γεννιέται η υποψία ότι ίσως αυτό που κρατάς να μην είναι αυτό που νομίζεις. Οπότε, εγκαταλείπεις τα περιεχόμενα για να ελέγξεις το περιεχόμενο και τότε συλλαμβάνεις την αλήθεια: το βιβλίο έχει γραφτεί με ροή ελεύθερων συνειρμών που πεταλουδίζουν από τη μια ανεκδοτολογική ιστοριούλα στην άλλη.
Οποιαδήποτε απόπειρα του αναγνώστη να βρει μια λογική σειρά που θα εξυπηρετούσε κάποιον καθαρό στόχο της παράθεσής τους είναι τόσο μάταιη, όσο και το εάν ο Μπριγιά-Σαβαρέν βρισκόταν ενώπιον μια καλοψημένης γαλοπούλας γεμιστής με τρούφες και προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην την ξεκοκαλίσει.
Το παράδειγμα της γεμιστής με τρούφες γαλοπούλας δεν επιλέχθηκε κατά τύχη. Πρόκειται για ένα πιάτο-σταρ που επανεμφανίζεται πολύ συχνά στο κείμενο – σχεδόν συνιστά ένα διαπασών για τον συντονισμό στον σωστό τόνο ευχαρίστησης ολόκληρου του βιβλίου. Ταυτόχρονα, είναι το βασικότερο από τα κρυπτογραφημένα μηνύματά του: η ζωή είναι ωραία και ζουμερή σαν μια γαλοπούλα γεμιστή με τρούφες.
Ο Ζαν Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν γεννήθηκε το 1755 στο Μπελέ της Γαλλίας και απεβίωσε το 1826 στο Παρίσι, περίπου δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, χάρη στο οποίο κέρδισε την αθανασία του ονόματός του. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, σπούδασε νομικά και διακρίθηκε στην επιστήμη του, τόσο για τα συγγράμματά του όσο και για τη θητεία του ως δικαστή στον γαλλικό Άρειο Πάγο. Ήταν ένας αστός (με την έννοια του μπουρζουά) δημοκρατικών πεποιθήσεων που συντάχθηκε εξαρχής με τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά αποσχίστηκε από αυτήν το 1793 και ως εκ τούτου αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί αρχικά στην Ελβετία, στο Λονδίνο, στην Ολλανδία και, τελικά, από το 1794 και για τρία έτη, στην Αμερική. Επέστρεψε στη Γαλλία επί διακυβέρνησης Διευθυντηρίου και τότε απέκτησε τα πρώτα του αξιώματα στον δικαστικό κλάδο.
Εν τω μεταξύ, ήταν ήδη διάσημος ως προσωπικότητα καλοσυνάτη, καλοπροαίρετη, αξιαγάπητη και παράδοξη – ένας θαυμαστός ποιητής της λαιμαργίας και της καλοπέρασης.
Η επιτυχία της ελληνικής μετάφρασης είναι ότι παραδίδει στον αναγνώστη ένα «σβέλτο» κείμενο, το οποίο περιέχει και ό,τι συγκροτεί το περίφημο αξιαγάπητο ύφος γραφής του Μπριγιά-Σαβαρέν.
Στις μέρες μας του αναγνωρίζεται επίσης ότι εισήγαγε μια «διανοουμενίστικη» προσέγγιση της γαστρονομίας. Αυτό, βέβαια, έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σύγκριση με το ότι εισήγαγε μια γενικευμένη χρήση του όρου «γαστρονομία» όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, η οποία κατέληξε να αποτελεί βασικό στυλοβάτη ολόκληρης της πολιτισμικής ταυτότητας της Γαλλίας. Η λέξη, που προϋπήρχε στο γαλλικό λεξιλόγιο, αλλά δεν είχε αξιοποιηθεί αρκετά, χάρη στον Μπριγιά-Σαβαρέν περιγράφει πλέον κάθε αιτιολογημένη γνώση ή άποψη σχετικά με το πώς τρέφεται ο άνθρωπος. «Γαστρονομία είναι η επιστημονική γνώση όλων όσων σχετίζονται με τον άνθρωπο ως τρώγοντα» έγραψε ο ίδιος με απλά, ξεκάθαρα λόγια.
Όμως δεν σταματά εκεί, παρά σπρώχνει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο και υποστηρίζει με ζήλο την ανάδειξη της γαστρονομίας ως μίας εκ των καλών τεχνών. Επινοεί μάλιστα μια δέκατη μούσα, τη Γαστερία, την οποία περιγράφει ως «την ωραιότερη των Μουσών».
Όλα αυτά εξέπλησσαν τους αναγνώστες του, αλλά και πάλι δεν τους παραξένευαν, γιατί ταυτόχρονα, στην καθημερινότητά τους, παρακολουθούσαν την ανάδυση του επαγγέλματος του σεφ μαγειρικής, καθώς επίσης και την εμφάνιση των εστιατορίων, που έρχονταν να υποκαταστήσουν προοδευτικά τα ελαφρώς ανεξέλικτα από τους αρχαϊκούς χρόνους χάνια και τις ταβέρνες.
Είναι η εποχή που ο σεφ μαγειρικής ξεκινά να διακρίνεται στην κοινωνία από το ταλέντο του, το οποίο είναι η ευκολία του να αποδεσμεύεται από την οικιακή μαγειρική και, καινοτομώντας, να προτείνει μια όλο και πιο εκλεπτυσμένη και ευφάνταστη κουζίνα, να διατυπώνει τα δικά του «μαγειρικά δόγματα», να θεωρητικολογεί επί του αντικειμένου του και, πάνω απ' όλα, να ανοίγει καθημερινά το εστιατόριό του όπως ένας θιασάρχης που δίνει εντολή να σηκωθεί η αυλαία της σκηνής του θεάτρου του για να παίξει ένα παιχνίδι πρωτοτυπιών και γοητείας του κοινού, προκειμένου όχι μόνο να χειροκροτηθεί αλλά και να επιβιώσει χάρη σ' αυτό.
Όλα αυτά είχαν ως παράπλευρη συνέπεια την προσθήκη στην αγγλική έκδοση του βιβλίου του υπέρτιτλου «Η γαστρονομία ως καλή τέχνη», που προηγείται του τίτλου «Φυσιολογία της γεύσης», τον οποίο είχε επιλέξει ο Μπριγιά-Σαβαρέν. Βέβαια, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο στη Γαλλία η μόδα της έκδοσης «φυσιολογιών» είχε αρχίσει να παρέρχεται.
Παρ' όλα αυτά, κάτι παρέμενε ενεργό από εκείνη την αίγλη και την επιστημονικοφάνεια που πρόσφερε η λέξη στον τίτλο ενός συγγραφικού πονήματος. Και το πιθανότερο ήταν ότι ο Μπριγιά-Σαβαρέν ενδιαφερόταν να υποστηρίξει, ακόμη και μέσω του τίτλου που επέλεξε, τον ρόλο του ως «φωνής της αυθεντίας». Δεν φοβάται ποτέ να διατυπώσει δικές του θεωρίες ούτε και να ακουστεί υπερβολικά διδακτικός. Το θάρρος της γνώμης του είναι ανεξάντλητο.
Ωστόσο, παραμένει πάντα ένας δικαστικός που προσποιείται ότι είναι εξίσου ικανός χημικός, ιστορικός και πολιτισμικός αναλυτής της εποχής του. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, δεν είναι ούτε ψέμα ούτε δική του αυταπάτη. Όμως, ταυτόχρονα και επί της ουσίας της, η «Φυσιολογία της γεύσης» είναι κυρίως μια τυχαία συλλογή και παράθεση προσωπικών αναμνήσεων, που το πιθανότερο είναι να υπήρξαν καθοριστικές για τον συγγραφέα στη διάρκεια της ζωής του. Ή, για να αποδοθεί με μια πιο θαρραλέα (αλά Μπριγιά-Σαβαρέν) περιγραφή, το βιβλίο αυτό είναι ένα άλμπουμ απομνημονευμάτων γεύσεων και αισθήσεων ‒ ένα υπέροχο ανθολόγιο από ιστοριούλες. Κι αυτές περιέχουν και παραδίδουν στον αναγνώστη έναν σημαντικό θησαυρό παρατηρήσεων και αισθήσεων σχετικά με την ανθρώπινη ετοιμότητα να αφεθεί στον ηδονισμό (κυρίως στον ηδονισμό που συνδέεται με το φαγητό).
Όλα αυτά αποδίδονται με ένα ύφος μάλλον ξεχασμένο πια, που περιγραφόταν ως «ηρωικό-κωμικό». Η αφήγηση εξελίσσεται στον τόνο μιας διακριτικής παρωδίας, προκειμένου να καθοδηγήσει τον αναγνώστη στο σωστό μονοπάτι απενοχοποίησης της γαστριμαργικής απόλαυσης και γενικότερα της λαιμαργίας. Η συγκεκριμένη χιουμοριστική φόρμα, επειδή είναι τόσο παρατεταμένη, θα μπορούσε να προκαλέσει κόπωση και βαρεμάρα στον αναγνώστη εάν δεν συγκρατούσαν πάντα ζεστούς και πλούσιους τους χυμούς της δύο άλλες σπουδαίες ποιότητες της αφήγησης: η σεμνότητα και η ευθυμία. Αυτά τα τρία συστατικά μαζί υπονομεύουν και τη βαρύτητα που διεκδικεί η αυθεντία του συγγραφέα.
Κι έτσι, είναι τελικά «εύπεπτο» ένα κείμενο μεγαλούτσικου μεγέθους, επειδή είναι διαποτισμένο με καλή προαίρεση, θάρρος και παρρησία, αλλά και επειδή είναι διασκεδαστικό και αστείο και δεν παραμελεί ούτε στιγμή το γαλαντόμο πνεύμα του και τους καλούς τρόπους όσον αφορά την απεύθυνσή του προς τον αναγνώστη. Το «αξιαγάπητο ύφος» με το οποίο κυλά η αφήγηση είναι ο καταλύτης που επιταχύνει την απενοχοποίηση του γαστριμαργικού ηδονισμού.
Ο σημερινός αναγνώστης της «Φυσιολογίας της γεύσης» θα μπορούσε να δει στις ιστοριούλες και στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτές μια πλευρά σκοτεινή – κάποιο αδιέξοδο που κρατά τις περιστάσεις και όσους εμπλέκονται σε αυτές σε απόγνωση. Αυτή συνήθως παραμένει αρκετά καλά κρυμμένη, για να εκτιμηθεί πλήρως το βάθος και το πλάτος της. Όμως η παρουσία της είναι αισθητή και αναδύεται μέσα από μια μπεκετικού τύπου χορδή του παραλόγου.
Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι φυλακισμένα μέσα στην ίδια τους την ύπαρξη. Και από τη δική του όμοια θέση, αμπελοφιλοσοφώντας, ο ίδιος ο Μπριγιά-Σαβαρέν τα διασώζει ‒για λίγο, έστω‒ από την τραγικότητα αυτής της φυλακής. Οι ευσταθείς παραδοξολογίες του συγγραφέα φωτίζουν με ευθυμία και καλή διάθεση τη βαθύτερη και πιο καθοριστική σκοτεινή συνθήκη. Αυτός μοιάζει να είναι ο μηχανισμός της μερικής και προσωρινής διάσωσης προσώπων και περιστάσεων.
Μόνο ελάττωμα της γραφής του θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι εκείνη η κάπως μεγαλούτσικη δόση φλυαρίας. Ο συγγραφέας συναρπάζεται από την ανεκδοτολογική πλευρά των πραγμάτων, η οποία ‒είναι γεγονός‒ θα κατέρρεε από μόνη της, αν δεν τη σήκωναν στους ώμους τους και δεν την αποθέωναν διάφορα τετριμμένα θεματάκια ελάχιστης σημασίας. Κι έτσι, όποτε του παρουσιάζεται η δυνατότητα να επιδοθεί σε μια ακατάσχετη μικρολογία, αυτή αξιοποιείται στο έπακρο, σε σημείο που όχι απλώς παραμερίζεται η ουσία ενός θέματος αλλά χάνεται και από τον ορίζοντα.
Η μετάφραση του έργου στα ελληνικά έγινε από τα γαλλικά, αλλά με ταυτόχρονη παρακολούθηση και αντιπαραβολή με τη μετάφραση του έργου στα αγγλικά, που θεωρείται ότι την είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο Μπριγιά-Σαβαρέν. Αυτό οδήγησε σε μια «αποφλοίωση» του ελληνικού κειμένου από την παχουλή φλυαρία του γαλλικού, αλλά και σε κάποιες περικοπές σημείων του με άφθονα πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία, στην εποχή μας, ίσως να μην είχαν ενδιαφέρον, επειδή δεν θα έβρισκαν κατάλληλο αντίκρισμα.
Η επιτυχία, λοιπόν, της ελληνικής μετάφρασης είναι ότι παραδίδει στον αναγνώστη ένα «σβέλτο» κείμενο, το οποίο περιέχει και ό,τι συγκροτεί το περίφημο αξιαγάπητο ύφος γραφής του Μπριγιά-Σαβαρέν. Ωστόσο, αυτές οι προσαρμογές, όσο ευχάριστο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους, δεν είναι ποτέ αναίμακτες. Εξάλλου, είναι γνωστό από την εποχή της Ιωάννας της Λωραίνης ότι, όποτε οι Άγγλοι μπλέκονται στις γαλλικές υποθέσεις, κάτι στο τέλος καίγεται.
Ένα παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν η ακόλουθη φράση από το υποκεφάλαιο που αφιερώνει στα περίφημα μανιτάρια: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπως υπάρχουν "σουτζουκάκια και σουτζουκάκια"». Ανατρέχοντας στο γαλλικό κείμενο, θα έλεγε κάποιος ότι μια πιο πιστή απόδοσή της συγκεκριμένης φράσης θα είχε ως εξής: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπως υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι».
Όμως, στη συγκεκριμένη πρόταση ο Μπριγιά-Σαβαρέν χρησιμοποίησε ένα σχήμα μεταφοράς προερχόμενο από τη φάρσα «Γιατρός με το στανιό» του Μολιέρου, όπου ο ξυλοκόπος Σγκαναρέλος, προκειμένου να μεταφέρει το νόημα «υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι», λέει «υπάρχουν δεμάτια ξύλου και δεμάτια ξύλου». Το συγκεκριμένο σχήμα λόγου ενσωματώθηκε τελικά στη γαλλική γλώσσα (και καταγράφεται από τα λεξικά) ως μια παροιμιώδης φράση.
Τη διολίσθηση από τα «δεμάτια ξύλου» στα «σουτζουκάκια» δεν αποκλείεται να την προκάλεσε αγγλοελληνικό λεξικό. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σημασία γιατί όταν ξανασκέφτεται κάποιος με θετικό πνεύμα την τόσο εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση της πρότασης ως: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπως υπάρχουν "σουτζουκάκια και σουτζουκάκια"», καταλήγει ότι συμπεριλαμβάνει τόσο όμορφα και με ενθουσιασμό όλο τον αξιαγάπητο τόνο και το χιούμορ του Μπριγιά-Σαβαρέν, που αν εκείνος μπορούσε ποτέ να τη δει, ίσως να διόρθωνε το αρχικό γαλλικό κείμενό του ώστε να λέει «σουτζουκάκια και σουτζουκάκια», διατηρώντας μάλιστα την ελληνική λέξη με λατινικούς χαρακτήρες.
Το πόσο αγαπητός υπήρξε ο Μπριγιά-Σαβαρέν στον γαλλόφωνο κόσμο προκύπτει και από το πόσοι δρόμοι και λεωφόροι πήραν το όνομά του. Ένα γαλλικό μαλακό τυρί, τριπλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, μετονομάστηκε, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε Μπριγιά-Σαβαρέν και ωφελήθηκε από αυτή την αλλαγή εμπορικής ταυτότητας. Όμως, απ' όλες τις τιμές που αποδόθηκαν στον συγγραφέα που διάνοιξε τον σπουδαίο δρόμο της γαστρονομικής αρθρογραφίας, σπουδαιότερη μάλλον ήταν η απόδοση του ονόματός του σε ένα γλυκό, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του, το 1856, σε ένα σπογγώδες, ζουμερό και συναρπαστικό γλύκισμα που προσφέρει μια ζωηρή και ντελικάτη απόλαυση και το οποίο, όπως είναι φυσιολογικό, έμελλε να αγαπηθεί για πάντα και σε όλον τον κόσμο –και στην Ελλάδα, επίσης‒, το σαβαρέν.
Ο Alex Pavlov, ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου Pavlov's Lab, μας δίνει τη συνταγή για το τέλειο σαβαρέν:
«Ένα καλό σαβαρέν θα πρέπει να ζυμώνεται στο ίδιο το ζαχαροπλαστείο και να έχει τον χρόνο να φουσκώσει» εξηγεί. «Ένα από τα χαρακτηριστικά του σαβαρέν είναι το καλό βούτυρο και ένα καθαρό, σκληρό αλεύρι που θα ζυμωθεί προσεκτικά. Η εναλλακτική ονομασία του σαβαρέν είναι "μπαμπάς", "baba au rhum" στα γαλλικά, ο οποίος είναι σαβαρέν με ρούμι και σαντιγί.
Έχω ψάξει πολύ καιρό να βρω από πού βγαίνει η λέξη "μπαμπάς" ‒το "au rhum" το καταλαβαίνεις, είναι από το ρούμι με το οποίο τον ραντίζεις‒ και δεν έχω καταλήξει. Αυτό για το οποίο έχω πείσει τον εαυτό μου είναι ότι βγαίνει από το "μπαμπάτσικο". Ένα καλό σαβαρέν πρέπει να έχει ελαφρύ σιρόπι, πλέον ζούμε στην εποχή που τα γλυκά πρέπει να έχουν γεύση και όχι απλώς ζάχαρη. Δεν πρέπει να είναι βαριά.
Ο δικός μας ο μπαμπάς είναι εμπλουτισμένος με μια πιο πλούσια σαντιγί, μια σαντιγί μοντέ, που περιέχει μασκαρπόνε και εκχύλισμα βανίλιας. Οι παλιοί ζαχαροπλάστες δεν έβαζαν βανίλια, ούτε ζάχαρη, εμείς βάζουμε λίγη, να δώσει γεύση. Στα βασικά συστατικά του μπαμπά –που είναι ένα γλυκό που τρώγεται χειμώνα και καλοκαίρι‒, εκτός από το καλό αλεύρι, είναι και το καλό βούτυρο, που μπαίνει στο τέλος, και, φυσικά, το ρούμι, που πρέπει να είναι καλής ποιότητας, απόσταξης τουλάχιστον πέντε ετών και πάνω. Γιατί στην απόσταξη, όσο κάθεται το οινοπνευματώδες ποτό, αρχίζει να γλυκαίνει.
Ο δικός μου μπαμπάς είναι με μανταρίνι. Το μανταρίνι είναι χειμωνιάτικο φρούτο, είναι φουλ δροσιστικό και ταιριάζει τέλεια με σιροπιαστό».
Baba au rhum
Ζύμη σαβαρέν
200 γρ. αλεύρι σκληρό
4 γρ. αλάτι
8 γρ. ζαχαρη
12 γρ. μαγιά φρέσκια
120 γρ. αυγό
10 γρ. νερό
60 γρ. βούτυρο (μαλακό)
Στον κάδο του μίξερ βάζουμε το αλεύρι, το αλάτι, τη ζάχαρη. Εν συνέχεια, αραιώνουμε τη μαγιά με χλιαρό νερό. Ενσωματώνουμε τον χυλό της μαγιάς με τα υπόλοιπα στερεά και ζυμώνουμε με τον γάντζο του μίξερ μέχρι να σχηματιστεί ζυμάρι και ξεκινάμε να ρίχνουμε σταδιακά τα αυγά.
Ζυμώνουμε μέχρι να γίνει ένα πολύ σφιχτό και ελαστικό ζυμάρι. Το αφήνουμε σε ζεστό μέρος για 20-30 λεπτά, μέχρι να διπλασιάσει τον όγκο του. Επιστρέφουμε το ζυμάρι στο μίξερ και ξεκινάμε να προσθέτουμε σιγά-σιγά το βούτυρο, μέχρι να ομογενοποιηθεί το ζυμάρι. Χωρίζουμε με τη βοήθεια σπάτουλας το ζυμάρι σε μερίδες των 18-20 γρ. ή χρησιμοποιούμε σακούλα κορνέ για σερβίρισμα στις θήκες της επιλογής μας.
Αφήνουμε τα ζυμαράκια σε ζεστό μέρος να φουσκώσουν και να διπλασιάσουν τον όγκο τους και ψήνουμε για 25 λεπτά στους 170ο C, μέχρι να αποκτήσουν έντονο χρυσάφι χρώμα.
Σιρόπι με ρούμι
180 γρ. ζάχαρη κρυσταλλική
360 γρ. νερό
Ξύσμα από 1 ακέρωτο πορτοκαλί
1/2 λοβός βανίλιας
40 γρ. ρούμι Don Pappa
Βράζουμε το νερό με τη ζάχαρη και τα αρωματικά για 3 λεπτά μέχρι να διαλυθεί η ζάχαρη και να αρωματιστεί το σιρόπι. Σουρώνουμε, προσθέτουμε το ρούμι και καλύπτουμε το δοχείο.
Γλάσο μανταρινιού
100 γρ. χυμός μανταρίνι
Ξύσμα μανταρινιού
40 γρ. ζάχαρη
20 γρ. νερό
5 γρ. πηκτίνη μήλου
Ζεσταίνουμε όλα τα υλικά, εκτός από την πηκτίνη, μέχρι βρασμού και προσθέτουμε την πηκτίνη με λίγη ζάχαρη, μέχρι να διαλυθεί στο μείγμα. Ανακατεύουμε πολύ καλά με σύρμα. Χρησιμοποιούμε το γλάσο πάντα ζεστό, μια και σφίγγει εύκολα όταν κρυώνει.
Σαντιγί
400 γρ. κρέμα γάλακτος 35%
100 γρ. μασκαρπόνε
50 γρ. άχνη ζάχαρη
Αφρατεύουμε στον κάδο του μίξερ με το σύρμα όλα τα υλικά, μέχρι να σχηματιστεί η σαντιγί.
Ζεσταίνουμε το σιρόπι στους 40-45 βαθμούς (προσέχουμε να μην καίει), ρίχνουμε σε αυτό τα ζυμάρια σαβαρέν και τα αφήνουμε να ρουφήξουν το σιρόπι όσο μπορούν. Τα σηκώνουμε προσεκτικά και τα αφήνουμε να στραγγίξουν σε μια σχάρα. Μόλις αποβάλουν το σιρόπι και κρατήσουν όσο χρειάζονται για να είναι ζουμερά, τα αλείφουμε με το ζεστό γλάσο μανταρινιού και στη συνέχεια γαρνίρουμε με τη σαντιγί. Τα σαβαρέν μπορούν να αποθηκευτούν στην κατάψυξη μέχρι και για έναν μήνα και να αποψύχονται πριν από το σιρόπιασμα.
σχόλια