«Πάντα χρειάζεται ένας κακός» είναι η κλασική, αποστομωτική απάντηση που δίνει ο συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν κάθε φορά που τον ρωτάνε για τη διαβόητη μισανθρωπία του. Στοιχείο που δεν αρνήθηκε ποτέ ή, μάλλον, ξεπατίκωνε με απαράμιλλη επιτυχία από όλους τους σπουδαίους μέντορές του: Λα Ροσφουκώ, Ουάιλντ και, φυσικά, τον αγαπημένο του Καρλ Κράους. Στις κυνικές αυτές ατάκες και προκλητικές δηλώσεις οφείλει επίσης μέρος της φήμης του, καθώς κατάφεραν να συσπειρώσουν απέναντί του ως αντιπάλους κάθε λογής πιστούς, από φεμινίστριες και ριζοσπάστες έως την Όπρα Γουίνφρεϊ, διάσημους τηλεαστέρες και φυσικά τους οπαδούς της τεχνολογίας. Τους τελευταίους φαίνεται να θέτει στο στόχαστρο και το νέο βιβλίο του «Purity», που αναμένεται να βρεθεί επίσημα στα βιβλιοπωλεία την 1η Σεπτεμβρίου και ευθέως παραπέμπει –μεταξύ άλλων και λόγω τίτλου– σε κάθε λογής καθαρότητα. Πρόκειται για μόνιμη εμμονή του διάσημου πλέον Αμερικανού συγγραφέα, καθώς, ως αμετανόητος σκεπτικιστής και αρνητής κάθε είδους καθαρότητας, δεν έπαψε ποτέ να αυτοϋπονομεύεται, καταργώντας ακόμη και την αλήθεια των ίδιων των κειμένων του. Κακώς, ωστόσο, πολλοί εξέλαβαν τις διαρκείς παραδοξότητές του ως γνώρισμα ενός ευφάνταστου μεταμοντερνισμού, όπως του Πίντσον ή του μακαρίτη φίλου του Φόστερ Γουάλας. Αντίθετα, τα λεκτικά του παιχνίδια μάλλον αναφέρονται στην ευκολία με την οποία ο Φράνζεν αρέσκεται να στήνει και ταυτόχρονα να αποδομεί, κάθε φορά, τους κανόνες του παιχνιδιού. Στη σχετική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πρόσφατα στη LifΟ, ο ίδιος είχε παραδεχτεί πως δυσάρεστες δεν του είναι μόνο οι «καθαρές» θεάσεις των ιδεών αλλά και των ανθρώπων, αφού του είναι πιο ευχάριστο να παραμένει στο ξενοδοχείο του από το να συναναστρέφεται έναν θορυβώδη περίγυρο. Ευτυχώς, όμως, στο «Purity» ο Φράνζεν δεν παρασύρεται από τις μισανθρωπικές του τάσεις, δείχνοντας πως επιτέλους μπορεί να συμπάσχει με τους κεντρικούς χαρακτήρες του. Κι εκεί που οι περισσότεροι εικάζουν πως οι πρωταγωνιστές του είναι για μια ακόμη φορά ψυχικά αποδεκατισμένοι ή απλώς κακοί, εκείνος, ως συγγραφέας, φροντίζει να τους απαλύνει τον πόνο και να ενστερνιστεί την προβληματική τους μοίρα.
Ακόμη κι ο τρόπος που αντιδρά σε κρίσιμα θέματα διαθέτει έναν έντονο παιδικό αυθορμητισμό – εξού και η πρόδηλη εμμονή του στην παιδική ηλικία και τα τραύματά της. Κι ίσως πάλι να είναι αυτό το παιδί που δεν έχει σκοτωθεί ακόμη από τον δυσπρόσιτο ενήλικα Φράνζεν που προσελκύει τους πολυάριθμους πιστούς του αναγνώστες, οι οποίοι τον διαβάζουν και τον αγαπούν φανατικά.
Αυτό το στοιχείο του όψιμου εξανθρωπισμού του Φράνζεν είναι, άλλωστε, που έπεισε τη μέχρι πρότινος εχθρό του, φοβερή και τρομερή κριτικό των «New York Times», Μιτσίκο Κακουτάνι, να αναγνωρίσει στο «Purity» το πιο ώριμο μυθιστόρημά του. Γεγονός διόλου αμελητέο, δεδομένου ότι η περισπούδαστη κριτικός έχει κατά καιρούς κάνει διάφορους συγγραφείς να νιώθουν ότι «τους αφαιρεί το συκώτι», όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει κάποιος από αυτούς, αλλά και τον ίδιο τον Φράνζεν να ομολογήσει πως η διάσημη κριτικός ήταν γι' αυτόν το πιο μισητό πρόσωπο στην Αμερική. Όλα αυτά, βέβαια, συνέβησαν πολλά χρόνια πριν, με αφορμή μια χολερική κριτική που είχε αφιερώσει η Κακουτάνι στα αυτοβιογραφικά κείμενα του Φράνζεν, καθώς τώρα το κλίμα μοιάζει να έχει εντελώς αντιστραφεί. Πριν από λίγες μέρες, η ίδια γυναίκα που τον είχε κάποτε αποκαλέσει «ηλίθιο» χάρισε πολλές γραμμές διθυραμβικής αναγνώρισης στο «Purity», τονίζοντας πως ευτυχώς ο Φράνζεν έπαψε να είναι ο γνωστός κακός, με τους υποτελείς πρωταγωνιστές του να είναι απλώς θύματα μιας ανυπεράσπιστης γραμμής και μοίρας. «Πλέον δεν φαντάζουν τόσο ως φροϊδικά θύματα που οι τύχες τους καθορίζονται από το δυσλειτουργικό οικογενειακό τους παρελθόν, όσο ως ελεύθερα υποκείμενα που έχουν λόγο στην επιλογή της μοίρας τους» γράφει στη σχετική κριτική της η Κακουτάνι. «Δεν μοιάζουν τόσο με πιόνια σε ένα αδυσώπητο ντικενσιανό παιχνίδι που αντιδρούν σχεδόν αντανακλαστικά με πίκρα και οργή στην κακή τους τύχη αλλά με πραγματικούς ανθρώπους, με κλιμακούμενα και ενίοτε συγκρουόμενα συναισθήματα». Σάμπως η ίδια να αναγνωρίζει συναισθηματική και ψυχική ωριμότητα στους πρωταγωνιστές του Φράνζεν, κάτι που κάνουν και άλλοι κριτικοί, όπως ο περισπούδαστος Σαμ Τανενχάουζ στο «New Republic», ο οποίος υποστηρίζει πως με το «Purity» ο Φράνζεν πάει το «ιδεολογικό αμερικανικό μυθιστόρημα», όπως το αποκαλεί, ένα βήμα μπροστά: «Το νέο μυθιστόρημα του Φράνζεν υπερβαίνει κάθε πειραματικό στάδιο» επισημαίνει ο Τανενχάουζ. «Το θέμα του, για να το πούμε απλά, πραγματεύεται την απατηλή ειδωλολατρία της ψηφιακής εποχής, την υποτιθέμενη τάση της να αποκαλύπτει την αλήθεια, την ιδεολογική της "καθαρότητα" που καταλήγει μονομανία και φανατισμός. Αλλά καθώς μετατρέπεται σε αφηγητή, ο Φράνζεν κοιτάζει διαρκώς πίσω στην ίδια τη λογοτεχνία, και ειδικά στον Ντίκενς και στον Σαίξπηρ (κάποιες στιγμές και στους δυο ταυτόχρονα), καθώς και στον Τζόζεφ Κόνραντ και στον Σολ Μπέλοου».
Ντικενσιανά χαρακτηριστικά αναγνωρίζουν κι άλλοι αναλυτές του νέου βιβλίου του Φράνζεν, ενώ επιστροφή στον Ντίκενς επισημαίνει και η Μιτσίκο Κακουτάνι. Άλλωστε, οι παραπομπές στον Ντίκενς είναι προφανείς, με πρώτη και κύρια την απευθείας αναφορά στην πρωταγωνίστριά του, την οποία αποκαλεί Πιπ – από τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του μεγάλου δασκάλου του. Η ηρωίδα του, με την οποία παραδέχεται ότι ταυτίζεται, «καθώς είναι έξυπνη και όχι χωρίς προβλήματα», προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους αλλόκοτους συγκατοίκους της σε ένα κοινόβιο στο Όκλαντ, όπου καταφεύγει αφότου τελειώσει το κολέγιο, επειδή παρασύρεται από έναν έρωτα αλλά και επειδή χρωστάει τα δίδακτρά της. Νιώθοντας ανοίκεια και κάπως παράδοξα ανάμεσα σε αναρχικούς, δήθεν επαναστάτες και κάθε λογής ριζοσπάστες, αποφασίζει, στη συνέχεια, να καταφύγει σε μια ιντερνετική εταιρεία, με το αφεντικό της να πολλαπλασιάζει ακόμη περισσότερο τα προβλήματά της: εκτός από διαβόητος γυναικάς, ο Αντρέας Βολφ υπήρξε και πρώην κυβερνητικό απαρατσίκ στην Ανατολική Γερμανία. Από εκεί κατέληξε στη Βολιβία, όπου και ίδρυσε την εν λόγω εταιρεία, που έχει πολλά κοινά με το Γουίκιλικς. Άλλωστε, όταν έγραφε για τον Βολφ, ο Φράνζεν είχε στο μυαλό του, όπως είχε παραδεχτεί και στη συνέντευξή του στη LifΟ, το Γουίκιλικς και τον Ασάνζ. Η Πιπ (το πραγματικό της όνομα είναι Purity) έρχεται σε επαφή μαζί του, μεταξύ άλλων, επειδή θέλει να ανιχνεύσει τα χνάρια του άγνωστου πατέρα της και την πραγματική της ταυτότητα. Μέχρι πρότινος, δηλαδή μέχρι να εμπλακεί σε αυτή την άγνωστη περιπέτεια, ήταν έρμαιο του συναισθηματικού εκβιασμού που της ασκούσε η πρώην χίπισσα μητέρα της. Οι συμπαραδηλώσεις είναι εδώ προφανείς, καθώς κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν μπορεί να καταλήξει στο τι είναι καθαρό, συνεπές και ηθικό, τι ανήθικο, πολιτικώς ορθό ή παράδοξο. Τα πάντα μοιάζουν να είναι συγκαλυμμένα, με διαρκείς αντιφάσεις που προβληματοποιούν τις έννοιες με τον γνωστό τρόπο του Φράνζεν. Επίσης, εμφανείς όσο ποτέ είναι οι αντιθέσεις των πολιτισμών ανάμεσα στην παλιά Ευρώπη και στην Αμερική, τον υποτιθέμενο προηγμένο κόσμο της τεχνολογίας και τον παλιό κόσμο της κατασκοπείας και τις απόψεις περί πολιτικής επαναστατικότητας. Ιδέες, πρότυπα και αγαθά μπαίνουν στο τραπέζι και επανεξετάζονται μέσα από την κριτική ματιά των πρωταγωνιστών του. Κι εδώ είναι ίσως που αρχίζουν τα προβλήματα: αρκετοί αναγνώστες από τους απειράριθμους που συνωστίζονται ήδη ως ερασιτέχνες reviewers στο goodreads καταλογίζουν στον Φράνζεν μια τάση να βάζει τους πρωταγωνιστές του να μιλάνε, ανεξαρτήτως ηλικίας, καταγωγής και φύλου, σαν μεσήλικες με υψηλή μόρφωση και κυνική αποστασιοποίηση, δηλαδή περίπου σαν τον ίδιο. Κάτι τέτοιο είχε διαπιστωθεί στην «Ελευθερία» κι ενδεχομένως το ίδιο να συμβαίνει και τώρα σε κάποιες από τις περιγραφές της Πιπ – παρότι πρόκειται για τον πιο πετυχημένο, καθώς φαίνεται, θηλυκό χαρακτήρα που έχει δημιουργήσει ο Φράνζεν μέχρι σήμερα. Κατά τα άλλα, ο ίδιος τονίζει, για μια ακόμη φορά, την απέχθειά του για τα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά παραδέχεται μια γενικότερη συμπάθεια για τον τρόπο που αντιδρά ο νεαρόκοσμος. Ομολογουμένως, έπρεπε να συναναστραφεί αρκετούς νέους προκειμένου να αλλάξει γνώμη για τον τρόπο που συμπεριφέρονται αλλά και να διαμορφώσει με ακόμη πειστικότερο τρόπο τον χαρακτήρα της Πιπ. Σημαντικό ρόλο έπαιξε στο σημείο αυτό και η πιο αυστηρή σύμβουλός του, αναγνώστρια και γνωστή επιμελήτρια, η σύζυγός του. Αυτήν επικαλείται, άλλωστε, ως το απόλυτο θηλυκό πρότυπό του: «Δεν θα μπορούσα να ζήσω ποτέ με κάποιο πλάσμα που δεν είναι κατ' αρχάς πνευματικός μου φίλος. Με έναν σκύλο ίσως» είχε τονίσει, κάποια στιγμή, με τη γνωστή κυνική αποστασιοποίησή του, εξηγώντας τη σχέση με τη γυναίκα του και προκαλώντας, για μια ακόμη φορά, αντιδράσεις.
«Ήθελα να υιοθετήσω παιδί από το Ιράκ»
Όσο κακή φάνηκε, όμως, η παραδοχή του για την πνευματικότητα της συντρόφου του, άλλο τόσο ήταν και η δήλωσή του για το ότι είχε αποφασίσει να υιοθετήσει παιδί από Ιράκ – και μάλιστα πριν από μια δεκαετία. Ήταν 2006, η χρονιά που ο Φράνζεν έμοιαζε να τα έχει όλα – ωραία εξωτερική εμφάνιση, καλή σχέση και τεράστια επιτυχία. Είχε ήδη αρχίσει να βαριέται, όταν του ήρθε η ιδέα να αναζητήσει το παιδί που θα μεγάλωνε ανάμεσα στα ορφανά του Ιράκ. «Ευτυχώς, η σκέψη μου δεν είχε μέλλον και σε λιγότερο από έναν χρόνο είχα αλλάξει γνώμη. Σε αυτό με βοήθησε κυρίως ο εκδότης μου, που μου είπε ότι ήταν πολύ κακή ιδέα. Μου επισήμανε ότι η ιδέα της υιοθεσίας προέκυπτε από τη συνειδητοποίησή μου ότι μεγαλώνω ή, μάλλον, ότι ένα τεράστιο χάσμα με χωρίζει από τη νεότερη γενιά και τον τρόπο που σκέφτεται. Πίστευα πως οι νέοι πρέπει να είναι ιδεαλιστές και γεμάτοι θυμό. Κι αυτοί φαίνονταν κάπως κυνικοί και καθόλου θυμωμένοι. Τουλάχιστον, όχι με τον τρόπο που μπορούσα εγώ να αντιληφθώ. Αλλά σταδιακά βρέθηκα να τους συμπαθώ» δήλωσε ο Φράνζεν, καταργώντας, για μια ακόμη φορά, τους κανόνες περί πολιτικής ορθότητας. Έτσι, ο θυμός του φάνηκε, όπως επισήμαινε με κάποια δόση κακίας σε σχετικό κείμενο η «Guardian», να στρέφεται έκτοτε όχι στους νέους αλλά προς νέες κατευθύνσεις, όπως το Ίντερνετ και η τεχνολογία. Βέβαια, οι δηλώσεις του δεν φάνηκαν να πείθουν ή, τουλάχιστον, να καθησυχάζουν τους αναγνώστες και όλους όσοι θέτουν ως προϋπόθεση στο ζήτημα της υιοθεσίας σοβαρούς και ώριμους δρώντες. Αλλά ο Φράνζεν, και εδώ, όπως και στα περισσότερα ζητήματα, παραμένει προφανώς ένα αμετανόητο παιδί με παραπάνω αυθορμησία κι ένταση, ειδικά όσον αφορά την κλίμακα των εκδηλώσεων και των συναισθημάτων. Ακόμη κι ο τρόπος που αντιδρά σε κρίσιμα θέματα διαθέτει έναν έντονο παιδικό αυθορμητισμό – εξού και η πρόδηλη εμμονή του στην παιδική ηλικία και τα τραύματά της. Κι ίσως πάλι να είναι αυτό το παιδί που δεν έχει σκοτωθεί ακόμη από τον δυσπρόσιτο ενήλικα Φράνζεν που προσελκύει τους πολυάριθμους πιστούς του αναγνώστες, οι οποίοι τον διαβάζουν και τον αγαπούν φανατικά. Άλλωστε, το κρίσιμο σημείο που γίνεσαι συγγραφέας είναι, όπως έχει παραδεχτεί και το έτερο αμετανόητο παιδί, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, η στιγμή που «έχεις την τάση να αρνείσαι να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα και αποσύρεσαι σε έναν κόσμο παιδιάστικων ονείρων από τον οποίο σε βγάζουν οι διάφορες επαφές σου με τον κόσμο». Και μακάρι να μη βγει από αυτόν ο Φράνζεν ποτέ, επινοώντας καινούργιες Πιπ, με ξεχωριστά πάντα αποτελέσματα – καλά ή κακά, δεν έχει καμιά σημασία.
H ελληνική έκδοση του «Purity» θα κυκλοφορήσει το 2016 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
σχόλια