«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφθερος» είναι η χαραγμένη πάνω στον τάφο φράση που συνοδεύει τον Νίκο Καζαντζάκη στις αναφορές και τις μνήμες όλων. Είναι το τρίπτυχο της σκέψης που διαπέρασε τη ζωή και το έργο του και έχει μείνει για να θυμίζει σε όλους όσοι ανεβαίνουν πάνω στα βενετσιάνικα τείχη, όπου είναι θαμμένος, την πάλη για την ελευθερία της ψυχής και του σώματος που τον βασάνιζε πάντα. Εκεί πάνω ψηλά-γιατί δεν θα μπορούσε ο τάφος του να βρίσκεται στα υπόγεια-όπου φυσά έντονος ο κρητικός αέρας και από όπου μπορεί κανείς να αντικρίζει το μεγαλείο της κρητικής γης, στο φρούριο Μαρτινέγκο γράφτηκε το τελευταίο ταξίδι του Καζαντζάκη προς την αιωνιότητα, μια μόλις χρονιά μετά την πτώση της δικτατορίας.
Γνήσια Κρητικός και στοχαστικός είναι ο συγγραφέας που ενσωμάτωσε στον ελληνικό λόγο την ελεύθερη σκέψη και είδε πως το περήφανο κλέος του νησιού του δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τις μεγάλες επαναστατικές διακηρύξεις της Ανατολής και της Δύσης. Έψαχνε πάντα στο αρχέτυπο του Κρητικού τους μεγάλους επαναστάτες: τον Λένιν, τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε, τον Βούδα. Την αντίσταση και τη θετική σκέψη. Τον αγώνα για την ανάληψη της ευθύνης του εαυτού, την απεμπλοκή από το χαμερπές.
Έμαθε, άλλωστε, από πολύ νωρίς να βαδίζει μόνο μπροστά: να ακολουθεί την «ανηφορική τάξη του βίου» όπως συχνά έλεγε από τότε που ο πατέρας του τον πήρε, μικρό παιδί ακόμα, και τον πήγε στην πλατεία με τα Λιοντάρια για να του δείξει, σαν ξημέρωνε το πρωινό μετά τις μεγάλες σφαγές, τους κρεμασμένους συντοπίτες του στον τεράστιο πλάτανο. Ήταν αυτοί που είχαν πέσει ηρωικά στη μάχη με τους Τούρκους, νεκροί «γιατί θέλησαν την ελευθερία», όπως του είπε. Η εικόνα και η φράση αυτή θα τον ακολουθεί για πάντα στη ζωή του και θα γίνει το σήμα κατατεθέν της σκέψης του. Αντίστοιχα θα τον στοιχειώνει και η τρομακτικά επιβλητική μορφή του πατέρα με τον οποίο θα συμφιλιωθεί εσωτερικά μόνο σαν γράψει τον Καπετάν Μιχάλη - αποκλειστικά αφιερωμένο σε εκείνον.
Όλα του τα βιβλία είναι ένας ατελείωτος στοχασμός πάνω στο ηρωικό σθένος, το σημείο εκείνο όπου ο άνθρωπος θα διώξει μακριά ο,τι τον φοβίζει, θα απεκδυθεί από τις εξαρτήσεις, θα αντικρίσει, όπως συνήθισε να λέει, «από ένα κλαράκι την άκρη του σύμπαντος, την ίδια την άβυσσο» και θα γίνει αυτό που ήθελε να είναι από πάντα: περήφανος και λεβέντης.
Η εικόνα του αγέρωχου Κρητικού ήταν το συνειδητό μαζί και το ασυνείδητο του Νίκου Καζαντζάκη: «Κοιτάζοντας τους Κρητικούς, ξέρεις πως αν δεν γίνεις άνθρωπος φταις εσύ μονάχα... γιατί το αψηλό είδος αυτό, ο Άνθρωπος υπάρχει, παρουσιάστηκε στη γης, και δεν έχει δικαιολογητικό ο ξεπεσμός και η αναντρία. Στην Κρήτη, μια ψυχή που δεν καταδέχεται να ξεγελάσει τον εαυτό της ή τους άλλους αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο όσο πουθενά αλλού, τη μονοβύζα θεά που δεν κάνει χατίρια, που δεν κάθεται στα γόνατα κανενούς, μήτε θεούς, μήτε Ανθρώπου, την Ευθύνη». Μια έννοια που έμαθε από τον ιδανικό του στοχαστή τον Νίτσε, τον οποία ακολούθησε στη ζωή και τα κείμενά του: πρέπει κανείς να νιώθει ότι φέρει εκείνος την ευθύνη του κόσμου, μπροστάρης και αρχηγός, αγέρωχος απέναντι στα κακά που του συμβαίνουν.
Και αυτός όντως τα αψήφησε πηγαίνοντας κόντρα στα πάντα: αφού έκανε το χατίρι του πατέρα του να σπουδάσει Νομικά παίρνοντας με άριστα το πτυχίο, όπου δέσποζε η υπογραφή του Κωστή Παλαμά -σημαδιακό;- τον Δεκέμβρη 1906, έφυγε αμέσως μετά για το Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Είχε την τύχη να παρακολουθήσει τα μαθήματα του πιο πολυσυζητημένου τότε στοχαστή, του Ερίκ Μπερξόν, του οποίου οι θεωρίες για τη σύνδεση μυστικισμού και επιστήμης, για την ενότητα και τη διαρκή ροή του χωροχρόνου και τη ζωογόνο ορμή (élan vital) συντάραξαν τον κόσμο.
Ο Καζαντζάκης διάβασε όλους τους μεγάλους αλλά λάτρεψε αποκλειστικά σχεδόν τον Νίτσε στον οποίο αφιέρωσε και την επί υφηγεσία διατριβή του - και βάλθηκε από τότε να μετοικήσει στη Γερμανία για να έρθει σε επαφή με τη σκέψη των σπουδαίων ποιητών και φιλοσόφων όπως εκείνος.
Στη Βιέννη ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Φρόιντ ενώ ένα έκζεμα που έβγαλε, όταν αδυνατούσε να ανταποκριθεί σεξουαλικά στη συνεύρεση με τις πιο ελεύθερες Αυστριακές, τον οδήγησε στο γραφείο του γιατρού Βίλχελμ Στέκελ, του περιώνυμου «αποστάτη» της Φροϊδικής Σχολής.
Το κλίμα της μεσοπολεμικής Βιέννης τον γοητεύει, θέλγεται από το επαναστατικό πνεύμα του μοντερνισμού που γεννιέται ακριβώς τότε και ξεχνάει προς ώρας τη μακρινή Κρήτη. Για την ακρίβεια μάλλον ψάχνει να βρει τον ιδανικό εκπρόσωπο της Δύσης που θα μπορούσε να συνομιλήσει με τον αγέρωχο ήρωά του από τον Ψηλορείτη και τον βρίσκει στο πρόσωπο του Λένιν.
Προς την επαναστατική κατεύθυνση της Ρωσίας τον στρέφει σε μεγάλο βαθμό και ο μεγάλος του έρωτας με την κομμουνίστρια Ραχήλ Λιπστάιν-Μινκ. Είναι τότε που στρέφεται και προς τη σκέψη και τη μεγάλη λογοτεχνία των Ρώσων συγγράφοντας μάλιστα -λίγα χρόνια αργότερα- την Ιστορία της Ρούσικης Λογοτεχνίας. Ονειρεύεται να εγκατασταθεί στη μεγάλη Σοβιετική Πατρίδα και μαθαίνει τη γλώσσα. Αυτή η προσπάθεια του να συγκεράσει τη σκέψη των Ρώσων, το επαναστατικό σθένος και τον εσωτερικό στοχασμό με την ελληνική εγκαρτέρηση οδήγησε στην Ασκητική, την οποία ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια.
Από τη Ρωσία μεταβαίνει στην Τσεχοσλοβακία όπου γράφει εντατικά σε διαφορετικές γλώσσες: στα γαλλικά το μυθιστόρημα το Moscou a crié το οποίο στη συνέχεια μετονόμασε σε Toda Raba. Η μορφή του ήρωα -Βούδα, Ζορμπά, Καπετάν Μιχάλη- τον βασανίζει έντονα και επανέρχεται σε διάφορες μορφές: «Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ 'σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι "Δεν χωρώ στις φόρμες τις παλιές...". Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα θα χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν την ψυχή σου. Θα μπορούσες, παίρνοντας μια φορά από τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου».
Και αυτό ακριβώς έκανε ο ίδιος: ουσιαστικά όλα του τα βιβλία είναι ένας ατελείωτος στοχασμός πάνω στο ηρωικό σθένος, το σημείο εκείνο όπου ο άνθρωπος θα διώξει μακριά ο,τι τον φοβίζει, θα απεκδυθεί από τις εξαρτήσεις, θα αντικρίσει, όπως συνήθισε να λέει, «από ένα κλαράκι την άκρη του σύμπαντος, την ίδια την άβυσσο» και θα γίνει αυτό που ήθελε να είναι από πάντα: περήφανος και λεβέντης. Με άλλα λόγια ένας Ζορμπάς, «αυτός ο τύπος ανθρώπου που αντιπροσωπεύει ένα πνεύμα ζωής» όπως έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος ή «ο απόλυτα ελεύθερος άνθρωπος που ζει μέσα στον ίδιο τον συγγραφέα» κατά τον Απόστολο Σαχίνη.
Ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά απασχολεί άλλωστε τον συγγραφέα χρόνια πριν από την ολοκλήρωση του, με διάφορα προσχέδια. Άρχισε να το γράφει τα χρόνια της μεγαλύτερης στέρησης και ένδειας, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, «τις πιο μαύρες μέρες της πείνας ο Νίκος έγραψε το πιο κεφάτο έργο του», όπως έλεγε η γυναίκα του Ελένη.
Η ίδια στάθηκε δίπλα του πιστή και σταθερή, «η ασπίδα της ζωής μου στην οποία χτυπάνε πάνω της τα βέλη», όπως επαναλάμβανε συχνά ο Καζαντζάκης και τον συνόδεψε σε όλα, σχεδόν τα ταξίδια, τα οποία δεν έπαψε να κάνει μέχρι τέλους. Ήταν η δεύτερη σύζυγος, μετά τον αποτυχημένο και δύσκολο γάμο με τη Γαλάτεια, την οποία παντρεύτηκε μετά από 25 χρόνια κοινής συμβίωσης ύστερα από παρότρυνση του πολύ καλού του κουμπάρου, συνοδοιπόρου και πιστού φίλου Άγγελου Σικελιανού. Πάντως ο Ζορμπάς που μεταφέρθηκε τελικά στον κινηματογράφο το 1964 από τον Μιχάλη Κακογιάννη τον βοήθησε ώστε να γίνει διάσημος στο εξωτερικό.
Το βιβλίο ξεκινά από τον Πειραιά όπου ο νεαρός συγγραφέας με το όνομα Αφεντικός αρχίζει να αναπολεί, καθώς περιμένει το πλοίο για την Κρήτη, την τελευταία συνάντηση με τον αγαπημένο του φίλο Σταυριδάκη ο οποίος έτυχε να γνωρίσει έναν ηλικιωμένο ναυτικό τον Αλέξη Ζορμπά. Αυτός είναι που τον είχε πείσει να τον χρησιμοποιήσει ως επιστάτη σε λιγνιτωρυχείο που είχε νοικιάσει ο Αφεντικός σε ένα χωριό της Κρήτης. Εκεί αρχίζει να αναπτύσσεται μια παράδοξη φιλία ανάμεσα στον Ζορμπά και το Αφεντικό με το ορυχείο να μετατρέπεται απλώς σε αφορμή για να αρχίσουν να ξεδιπλώνεται όλο το μεγάλο οπλοστάσιο των ιδεών για τη ζωή και τον θάνατο, την ελευθερία και τον έρωτα.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα καθώς όντως ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε γνωρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο, τον Γιώργη Ζορμπά στο Άγιο Όρος το 1914, στην προσπάθειά του να φτιάξει μια επιχείρηση αποκομιδής ξυλείας (!). Ήταν τότε που είχε αποπειραθεί να κατακτήσει την επιχειρηματική σφαίρα: δυο χρόνια αργότερα είχε μάλιστα φτιάξει επιχείρηση εξόρυξης λιγνίτη στη Μάνη - χωρίς όμως και πάλι επιτυχία.
Η φήμη απλώνεται σε όλο τον κόσμο
Ωστόσο η μορφή του Ζορμπά έμελλε να τον κάνει διάσημο σε όλο τον πλανήτη - κέρδισε τη φήμη και τις θερμές κριτικές τόσο στη Γαλλία, όπου μεταφράστηκε το 1947, όσο και στην Αμερική. Όπως σχολιάζει σχετικά το βιβλίο του Θανάση Αγαθού Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Κινηματογράφο, το οποίο αναλύει διεξοδικά τα έργα του Καζαντζάκη που έγιναν με μεγάλη επιτυχία ταινίες και κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg, οι κριτικές στο εξωτερικό για τον Ζορμπά ήταν εξαρχής ιδιαίτερα θερμές: «Ο William Du Bois, στην καθημερινή έκδοση των New York Times, εντοπίζει εκλεκτικές συγγένειες με τα έργα "Οδύσσεια" του Ομήρου, "Καντίντ ή η αισιοδοξία" του Βολταίρου και "Ο Νότιος Άνεμος" του Norman Douglas. O Antony West, κριτικός του σημαντικού περιοδικού New Yorker, επαινεί το ύφος και το χιούμορ του Καζαντζάκη και βρίσκει ότι το βιβλίο είναι γεμάτο από τη φωτεινή ομορφιά των ελληνικών νησιών», γράφει χαρακτηριστικά ο Αγαθός.
Τα βιβλία του Καζαντζάκη δεν έπαψαν να μεταφράζονται και να γίνονται γνωστά στο εξωτερικό ενώ ο ίδιος θεωρήθηκε τρεις φορές υποψήφιος για Νόμπελ! Στο πολύ εμπεριστατωμένο βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα με τον τίτλο Το χαμένο Νόμπελ-μια αληθινή ιστορία μαθαίνουμε για όλο τον πόλεμο που υπέστη από τους αντίζηλους και την Εκκλησία οι οποίοι συνασπίστηκαν και κατάφεραν να τον διαβάλουν στη σουηδική επιτροπή ως άθεο, κομμουνιστή, επικίνδυνο και βλάσφημο. Τελικά τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη το 1956, δηλαδή έναν μόλις χρόνο μετά τη μετάφραση της Ιλιάδας και την κυκλοφορία στην Ελλάδα του πολυσυζητημένου Τελευταίου Πειρασμού - που έγινε επίσης ταινία από τον Μάρτιν Σκορσέζε, με τη γνωστή επεισοδιακή προβολή στην Ελλάδα.
Εννοείται ότι στη χώρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έπαψε να κυνηγάει τον Νίκο Καζαντζάκη μέχρι το τέλος, ζητώντας τη δίωξη και τον αφορισμό του - κάτι που δεν έγινε τελικά ύστερα από παρέμβαση του πατριάρχη Αθηναγόρα. Στις κατηγορίες αυτές ο ίδιος ο Καζαντζάκης απαντούσε: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο κι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Για πάντα ποιητής
Άλλωστε δεν έπαψε ποτέ να κοιτάει πέρα και πάνω από όσα βρίσκονταν γύρω του - άσχετα αν γύρισε κυριολεκτικά όλο τον κόσμο, με τα σημαντικότερα, κατά τη γνώμη μας, έργα του να είναι τα ταξιδιωτικά. Πολλοί βέβαια τον ήθελαν πρώτα και κύρια έναν ποιητή-χορευτή του σύμπαντος όπως ο αγαπημένος του Ζορμπάς και ο Νίτσε. Αυτό έλεγε ο καλός του φίλος Σικελιάνος που τον παρομοίαζε με τον Δάντη ή και ο Στυλιανός Αλεξίου ο οποίος επέμενε πως οι 33.000 στίχοι της Οδύσσειας συνομιλούν με τη Θεία Κωμωδία.
Η ιδιόμορφη απόδοσή του ωστόσο γνώρισε και αντιδράσεις και πολύ είδαν το έργο του ως «εξεζητημένο και πληθωρικό» αλλά σίγουρα δεν παύει να είναι ένα κατόρθωμα. Η μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας καταδεικνύει την άμεση σχέση που διατηρούσε ο Καζαντζάκης με την ποίηση σε όλη του τη ζωή και σε κάθε της έκφραση -ακόμα και στον τρόπο που αγάπησε τους διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς, από τα μεσαιωνικά κάστρα της Νάξου όπου πήγε σχολείο και περιγράφει όμορφα στο αυτοβιογραφικό Αναφορά στον Γκρέκο έως τα πανέμορφα ακρωτήρια και την οργιαστική φύση στη Νότια Γαλλία, τους επιβλητικούς τύπους της Αλάμπρα και τα γεμάτα κερασιές δρομάκια στην Ιαπωνία.
Όμορφοι τόποι, συνώνυμοι ενός περιπετειώδους βίου που έλαβε τέλος ύστερα από ένα μακρινό ταξίδι στην Κίνα το 1957 - άφησε τελικά την τελευταία του πνοή στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας στις 26 Οκτωβρίου του 1957.
Αυτό το θαύμα της πρώτης ματιάς που είχε απέναντι στα πάντα ήταν η ιστορία της ζωής του, όπως κι ο έρωτας για το άγνωστο και οτιδήποτε ελεύθερο: «Ένας έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος από ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα. Ανοίγει, διαπερνά τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα». Γι' αυτό και δεν μένει άλλη επιλογή από το «να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος». Ίσως τελικά αυτή η λέξη, «αθάνατος», να είναι και η μόνη που ταιριάζει απόλυτα στον Νίκο Καζαντζάκη.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο των εκδόσεων Νίκος Καζαντζάκης.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 23.11.2017