«ΞΕΚΙΝΩ ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ πίστη μου στον έντιμο δρόμο του Αλμπέρ Καμί και στο ότι πράγματι και εγώ ποντάρω στο ίδιο με αυτόν στοίχημα, στο ότι δηλαδή οι λέξεις είναι πιο ισχυρές από τα όπλα… Τι γίνεται όμως όταν αυτές οι ίδιες οι λέξεις μάς οδηγούν στον θάνατο;», ξεκινά το σκεπτικό του ο συγγραφέας, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
«Έχει συμβεί, συμβαίνει και θα συμβεί ξανά και ξανά, μέχρι να μπορέσουμε να καταλάβουμε τους μηχανισμούς που καταλήγουν στο Ερζερούμ, στο Ντίλι, στη Σρεμπρένιτσα, στο Μπάμπι Γιαρ, στην Νταράμα… Και κάποιοι από αυτούς τους μηχανισμούς σχετίζονται με τη χρήση του λόγου, του συνόλου της λεκτικής και μη επικοινωνίας και μεταφοράς σημείων που μπορούν να πείσουν, να κατευθύνουν, να συγκινήσουν και να παθιάσουν μέλη μιας ομάδας που πολύ εύκολα μπορεί να γίνει αγέλη», συνεχίζει.
Ταρακουνά κυριολεκτικά τον αναγνώστη, καθώς εκθέτει συνοπτικά αλλά εύστοχα και ευρηματικά «διάφορες πλευρές συστημάτων μίσους και εξτρεμισμού που εμφανίστηκαν ανά την υφήλιο, οδηγώντας σε γενοκτονίες, περιθωριοποιήσεις, σφαγές και αποκλεισμούς, σε ένα αιματηρό παιχνίδι το οποίο δεν μοιάζει –το αντίθετο, μάλιστα– να τελειώνει».
Το μικρό σε έκταση αλλά μεστό αυτό βιβλίο δεν ευαισθητοποιεί απλώς αλλά ταρακουνά κυριολεκτικά τον αναγνώστη, καθώς εκθέτει συνοπτικά αλλά εύστοχα και ευρηματικά «διάφορες πλευρές συστημάτων μίσους και εξτρεμισμού που εμφανίστηκαν ανά την υφήλιο, οδηγώντας σε γενοκτονίες, περιθωριοποιήσεις, σφαγές και αποκλεισμούς, σε ένα αιματηρό παιχνίδι το οποίο δεν μοιάζει –το αντίθετο, μάλιστα– να τελειώνει», όπως γράφει χαρακτηριστικά, παραθέτοντας ενδεικτικά τη ρήση του Βίλχελμ Ράιχ ότι ο φασισμός «δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την πολιτική έκφραση της δομής του χαρακτήρα του μέσου ανθρώπου που δεν περιορίζεται σε καμία φυλή, έθνος ή πολιτική παράταξη αλλά είναι γενική και διεθνής» – μια προδιατύπωση αυτού που η Χάνα Άρεντ ονόμασε αργότερα «κοινοτοπία του κακού».
Στο πρώτο από αυτά τα δοκίμια ο Σωτήρης Λίβας εστιάζει στα δομικά χαρακτηριστικά του «hate speech», την προϊστορία και την καθιέρωση του όρου, και στη «μήτρα και αρχετυπική κοιτίδα» του φασισμού, τον αντισημιτισμό, ο οποίος, καθώς λέει, ενέπνευσε τις βασικές μεθόδους περιθωριοποίησης, γκετοποίησης και δαιμονοποίησης του «άλλου» – ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις εγχώριες εκδοχές του, στο πολιτικό πεδίο, τη λογοτεχνία και τη λαϊκή κουλτούρα, καθώς επίσης στη θέση του Ολοκαυτώματος στη συλλογική συνείδηση του σύγχρονου Ισραήλ.
Στα επόμενα τρία παρακολουθεί την εξέλιξη του εξτρεμιστικού λόγου στο όνομα του Ισλάμ, από την Αλ Κάιντα και τις ιστορικές της καταβολές ως τον ISIS. Στο πέμπτο ασχολείται με την εξέλιξη της ριζοσπαστικής ισλαμικής σκέψης και στο έκτο με τον λεγόμενο μηδενιστικό τζιχαντισμό, αντιπαραβάλλοντας τις διακηρύξεις του ISIS με τον «Καλιγούλα» του Αλμπέρ Καμί.
Στο έβδομο σχολιάζει το καθεστώς Άσαντ και τον συριακό εμφύλιο υπό το φως αυτού, ενώ στα επόμενα δύο κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη συστηματική ρητορική μίσους του Ταγίπ Ερντογάν, καθώς επίσης στο πώς ο Τούρκος πρόεδρος χρησιμοποιεί το Ισλάμ ως εργαλείο καταξίωσης, χειραγώγησης και μανδύα νομιμοποίησης των αυταρχικών πολιτικών του.
Το δέκατο δοκίμιο εξετάζει το ποδόσφαιρο στη Μέση Ανατολή ως κατεξοχήν μέσο πολιτικής εκμετάλλευσης και διαχείρισης κρίσεων αλλά επίσης ως διέξοδο φυγής και κανάλι αμφισβήτησης, ενώ στο τελευταίο, αφού ομολογεί τον προβληματισμό του «σχετικά με το αν είναι δυνατόν να περιγραφεί το ανείπωτο, με το αν επαρκούν οι λέξεις να αναδειχθεί το απόλυτο, χωρίς κανείς να γίνεται συγχρόνως συναισθηματικός ή γραφικός», καταλήγει σε μια απλή (αλλά όχι τυχαία) παράθεση κειμένων ανθρώπων που βρέθηκαν «και στις δύο πλευρές του λόγου»: από μαρτυρίες θυμάτων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης μέχρι ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα ομιλίας του Μουσολίνι, άρθρα, λογοτεχνικές και άλλες αναφορές που «συνομιλώντας» με τα προηγούμενα δοκίμια ρίχνουν φως στο πώς διαμορφώνεται ο λόγος που «στοχοποιεί αυθαίρετα ανθρώπους και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, περιθωριοποιώντας τους και οδηγώντας τους στην εξόντωση» απλώς και μόνο επειδή τυχαίνει να έχουν διαφορετική καταγωγή, εθνικότητα, θρησκεία, κοσμοθεωρία, σεξουαλικότητα ή έμφυλη ταυτότητα. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ο αντισημιτισμός μπορεί να ενώσει τους πάντες, ασχέτως σπουδών, οικονομικού επιπέδου, πολιτικών θέσεων και φυλετικής προέλευσης. Και ο καθένας μπορεί να καταδικάσει τον αντισημιτισμό του άλλου, δικαιολογώντας απολύτως τον δικό του... Ο αντισημιτισμός είναι από τη φύση του, όπως όλα τα συστήματα μίσους, εσωτερικά αντιφατικός. Και ως τέτοιος μπορεί να παρέχει καταφύγιο σε όλες σχεδόν τις πολιτικές κατευθύνσεις και τα ρεύματα».
«Η αναπαράσταση του εσωτερικού εχθρού ως τρωκτικού, ως ερπετού, ως παράσιτου, ως εντόμου, ως βλαβερού ζωυφίου και γενικότερα ως βδελυρής/αηδιαστικής μορφής ζωής διατρέχει την ιστορία. Εννοείται ότι τα πρότυπα αυτών των αναπαραστάσεων συναντώνται στο σύνολό τους στην ιστορία του μεσαιωνικού αλλά και αναγεννησιακού ευρωπαϊκού αντισημιτισμού, ο οποίος αποτελεί άλλωστε τη μήτρα του νεωτερικού λόγου μίσους και γενοκτονικής εξόντωσης».
«Η χρήση του όρου “Εβραίος”-“Οβριός” στις ελληνικές ντοπιολαλιές είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Για παράδειγμα, ο Οβριός στην Ερεσό είναι είδος σαλιγκαριού, στην Πάρο και τα Κύθηρα ο μη βρώσιμος αχινός και στην Κεφαλλονιά ο φιλάργυρος, δύστροπος και αηδιαστικός... Ο Γιαδουχαίος χρησιμοποιείται στην κεντρική Κρήτη ως συνθετικό βρισιάς. Ο Εβραίος είναι συνώνυμο του ποντικιού στην Κέρκυρα ως μιερός και μισερός, η λέξη Ουβραίος χρησιμοποιείται ως βρισιά στη Σκιάθο αλλά και ως επιθετικός προσδιορισμός παζαρέματος που κρατάει πολύ... Οι Εβραίοι αναπαριστώνται ως άπληστοι, παραδόπιστοι αλλά και χαζοί, αφού συνήθως πέφτουν θύματα της ελληνικής πονηριάς και καπατσοσύνης».
«Η προσκόλληση των τζιχαντιστών στη βία και στον θάνατο έχει σαφώς απορροφήσει την όποια προσπάθεια νομιμοποίησης του “πολέμου” που διεξάγουν: το τζιχάντ είναι μόνο ο ίδιος ο πόλεμος, δεν υπάρχει τίποτα ούτε ιερό ούτε ισλαμικό σε αυτό. Αυτό ισχύει βεβαίως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τις εξαιρετικά βίαιες τζιχαντιστικές ποικιλίες των τελευταίων δεκαετιών που βρήκαν έκφραση στον ISIS, ιδίως στους ξένους μαχητές του, στην Μπόκο Χαράμ και στους μοναχικούς λύκους. Σε κάποιες περιπτώσεις, το τζιχαντιστικό βερνίκι με δυσκολία κρύβει την ουσία της ύπαρξης αυτών των ατόμων ή ομάδων: τις εγκληματικές επιδιώξεις, τη δίψα για εξουσία και χρήμα, τη νιχιλιστική εστίαση στον θάνατο, την εκδίκηση και το κακό».
«Η Αλ Κάιντα εκμεταλλεύτηκε τη λυρική-εξωτερική επιφάνεια του σουφικού οικοδομήματος ως πρόσχημα μη υπαγωγής στην αυστηρή ισλαμική θεσμική νομιμοφροσύνη: τη λατρεία των μαρτύρων, την αναγωγή των σαχίντ σε ενδιάμεσους σωτηρίας, την αδιαμαρτύρητη αποδοχή των εντολών του χαρισματικού ηγέτη, την αποφυγή των εξωτερικών τύπων της θρησκείας, αφαιρώντας τα βεβαίως συγχρόνως από τη σουφική αλυσίδα μεταφοράς εσωτερικής γνώσης και από τη μυστικιστική πειθαρχία... ο μηδενιστικός τζιχαντισμός (σ.σ. όπως αυτός του ISIS και της Μπόκο Χαράμ) δεν αποσύρεται από τη ζωή αλλά αφαιρεί κάθε νόημα από αυτή... Η πολιτική εργαλειοποίηση του Ισλάμ βρήκε το αποκορύφωμά της στη Συρία, εκεί όπου ο μηδενισμός του καθεστώτος καθρεφτίζεται απολύτως στον μηδενιστικό τζιχαντισμό του ISIS».
«Ενώ το Ισλάμ και η κεμαλική δημοκρατία εμφανίζονται ως δύο ξεχωριστές βιοθεωρίες, θα ήταν χρησιμότερο αν τις θεωρούσαμε στην πραγματικότητα ως εκφάνσεις μίας, της ίδιας ιδεολογίας που εξυπηρετεί απολύτως τους σκοπούς του τουρκικού κράτους... Έτσι θα μπορούσαν να εξηγηθούν διάφορα φαινόμενα καταρχήν αντιφατικά: το πώς η πολεμική κραυγή που χρησιμοποιείται στη στρατιωτική εκπαίδευση είναι το “Allah, Allah”, το ότι οι Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν πολεμώντας τους Κούρδους αντάρτες, όπως και αυτοί που σκοτώθηκαν στην Κύπρο, χαρακτηρίζονται μάρτυρες αλλά και το πώς, επίσης, οι αντιδράσεις του κόσμου απέναντι στον Κεμάλ και τον Προφήτη Μωάμεθ μοιάζουν πολύ».
«Ο λόγος μίσους του Ερντογάν δεν στρέφεται μόνο κατά του Φετουλάχ Γκιουλέν... έχει κατά καιρούς επιτεθεί με ιδιαίτερη ένταση κατά των Αρμενίων, των Ελλήνων, των Εβραίων και του Ισραήλ, της Ολλανδίας, της Γερμανίας, της Νέας Ζηλανδίας, των ΗΠΑ, των Κούρδων, των ομοφυλοφίλων, του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, της Συρίας, της Αιγύπτου, των Σιιτών, της Καθολικής Εκκλησίας και του Πάπα αλλά και συγκεκριμένων επαγγελματιών... Η συνεχής, σχεδόν καταιγιστική εξύβριση των εκάστοτε στόχων του ως “ρατσιστών” όσο και η εργαλειοποίηση της ισλαμοφοβίας θυμίζει τον λόγο κάποιων σαλαφιστικών ομάδων στη Γαλλία».
«Το ποδόσφαιρο στη Μέση Ανατολή ειδικά είναι πρωτίστως πολιτική υπόθεση... Τα τελευταία ειδικά χρόνια, ιδίως μετά την ισχυροποίηση της λαϊκής έκφρασης μέσω των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, η προσπάθεια κρατικού ελέγχου του ποδοσφαίρου απέκτησε μια πολύ εντονότερη μορφή. Άλλωστε, οι λέσχες των οπαδών των μεγάλων ομάδων έπαιξαν κεντρικό ρόλο τόσο στην εξέγερση στην Αίγυπτο όσο και στις ταραχές στο πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη... Η προσπάθεια εκμετάλλευσης του ποδοσφαίρου και από την πλευρά του συστήματος Ερντογάν αυξάνεται όσο ελαττώνονται τα πολιτικά του ερείσματα».
Ο Σωτήρης Λίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών του Ιονίου Πανεπιστημίου.