Η τεράστια και διαρκής επιτυχία τού «Ποτέ και Πουθενά» οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτα-πρώτα, είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ένα Young Adult (ή Crossover: διαβάζεται από τον καθένα από μία ηλικία και πάνω) ολκής, ένα Bildungsroman γραμμένο με μαστοριά πραγματικά υψηλού επιπέδου ― κατά μία έννοια, είναι περισσότερο ζωγραφισμένο («ιστορημένο», που λέγανε παλιά), ή τραγουδισμένο, παρά γραμμένο. Ή, αν θέλετε, είναι σαν να σου το διηγούνται: σαν να σου το λέει, αλλάζοντας πού και πού τις φωνές, ένας αφηγητής, ένας επαγγελματίας παραμυθάς, σε ένα δωμάτιο με χαμηλωμένα φώτα, το βράδυ. (Κι εσύ να 'σαι παιδί, και ίσως να κάνει και κρύο έξω, ή ακόμα καλύτερα να φυσάει). Ο άλλος λόγος είναι ο εξής: είναι δομημένο πάνω στον αρχετυπικό καμβά της μυθιστορίας όπως την ξέρουμε, και όπως την ήξεραν και την είχαν συνηθίσει οι άνθρωποι από παλιά ― για την ακρίβεια, όπως την ήξεραν προτού καν υπάρξει μυθιστορία με την έννοια που αυτή έχει τους τελευταίους δυο-τρεις αιώνες. Και μάλιστα, μολονότι τα περισσότερα βιβλία που γράφονται, αγοράζουμε, διαβάζουμε και αγαπάμε, τα συντριπτικά περισσότερα (οι περισσότερες αφηγήσεις), αναπτύσσονται γύρω από έναν μόνο κλώνο της αρχετυπικής αφηγηματικής οδού, το «Ποτέ και Πουθενά» αναπτύσσεται ―και μάλιστα με τέτοια άνεση που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό― πάνω σε σχεδόν όλους τους κλώνους της.
Με πελώρια καριέρα στα κόμιξ, με μερικά σπουδαία ακόμη βιβλία, με άλλες δύο κινηματογραφικές διασκευές μυθιστορημάτων του και με μία μίνι σειρά που βασίζεται στο άλλο αριστούργημά του, το «American Gods», ο μύθος του Gaiman είναι στις μέρες μας πιο ισχυρός από ποτέ.
Υπάρχουν, λένε οι ειδικοί, πέντε όλες κι όλες βασικές πλοκές πίσω από κάθε βιβλίο, από κάθε αφήγηση, από κάθε παραμύθι: (1) Η Εξόντωση ενός τέρατος, ενός μεγάλου κακού (Θησέας, «Οι Εφτά Σαμουράι», τα περισσότερα αστυνομικά βιβλία), (2) Η Απώλεια της περιουσίας πριν την απόκτηση νέου πλούτου (Ιώβ, «Μεγάλες προσδοκίες», πολλά αισθηματικά ρομάντζα), (3) Η Αποστολή (Ιλιάδα, «Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών», «Χάρι Πότερ», ο μισός κινηματογράφος), (4) Το Ταξίδι (Οδύσσεια, «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», «Ο Μάγος τού Οζ»), (5) Η Αναγέννηση (Η Πεντάμορφη και το Τέρας, η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς, «Εγώ, ο απαισιότατος»), και δύο επιπλέον δρόμοι για να αφηγηθούμε μία ιστορία: ο κωμικός (χάρη στον θετικό χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, που αντιμετωπίζει με έξω καρδιά τις άπειρες αναποδιές, όπως ο Ζιλ Μπλας του Λεσάζ) και ο τραγικός (λόγω ενός ελαττώματος του πρωταγωνιστή, ενός αγκαθιού του χαρακτήρα του, μιας μαυρίλας στην ψυχή του ― ο μισός Σέξπιρ). Αυτές είναι οι βασικές πλοκές και οι βασικοί δρόμοι, και ξέρουμε όλοι τη συζήτηση γύρω από το θέμα, και την πολεμική που έχει αναπτυχθεί εναντίον τους (καθώς ο Κάφκα, π.χ., ή ο Μούζιλ είναι, λέει, αταξινόμητοι). Εν πάση περιπτώσει, ο Γκέιμαν παίρνει τις πέντε πυρηνικές πλοκές και συνθέτει από όλες μαζί μία ― γι' αυτό το «Ποτέ και Πουθενά» θεωρείται από χιλιάδες ανθρώπους (και από εμένα) τέλειο. Όντας μάλιστα και κωμικό και τραγικό ταυτόχρονα. Μέγα επίτευγμα. Ο αναγνώστης (που βέβαια δεν χρειάζεται να τα έχει υπόψη του όλα αυτά) θα καταλάβει.
Η πλοκή, όπως και αυτή του «Μόμπι-Ντικ» άλλωστε, μπορεί να περιγραφεί με λίγες λέξεις. Αλλά αυτό είναι απατηλό. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος λοιπόν, ο Ρίτσαρντ, αναλαμβάνει μία αποστολή. Για να τη φέρει εις πέρας, θα περάσει μία περίοδο μαθητείας, θα βυθιστεί στο όνειρο, θα γνωρίσει μερικούς απίθανους, ανεπανάληπτους, πρωτόφαντους τύπους ―κάποιοι από αυτούς δεν ξεχνιούνται με τίποτε, ειδικά οι villains―, θα αποβάλει τον παλιό του εαυτό, θα χάσει ό,τι είχε και δεν είχε, θα αποκτήσει ―ενδεχομένως― δυνάμεις που δεν τις φανταζόταν, θα κάνει ένα μακρύ ταξίδι, θα πέσει και θα χτυπήσει, θα βασανιστεί και θα ματώσει, και εντέλει ίσως νικήσει έναν δράκο, ίσως βρει ένα κλειδί, ίσως ξεκλειδώσει μία πόρτα και ένα μυστικό, ίσως σώσει μία πριγκίπισσα και ίσως γίνει και ήρωας, πρόμαχος: ένας εκλεκτός. Κάπως έτσι ― αλλά μπορεί και όχι ακριβώς έτσι. Και όλα αυτά ―εδώ δίνει ο αναγνώστης σημασία, αυτό είναι που μας ενδιαφέρει― μέσα σε ένα Λονδίνο άλλο, ένα Λονδίνο διαφορετικό, υπόγειο, σκοτεινό, μαγικό, ένα Λονδίνο του ονείρου, ένα Λονδίνο κάτω από το κανονικό, κρυφό, παραμυθένιο, αρχαίο και επικίνδυνο:
Και τότε έστριψαν και είδαν τη γέφυρα. Θα μπορούσε να είναι μια από τις γέφυρες του Τάμεση, όπως ήταν οι γέφυρες του Τάμεση πριν από πεντακόσια χρόνια, είπε μέσα του ο Ρίτσαρντ· μια πελώρια, πέτρινη γέφυρα που υψωνόταν πάνω από μια μαύρη άβυσσο, μέσα στη νύχτα. Μόνο που δεν είχε ουρανό από πάνω της, ούτε από κάτω νερό. Υψωνόταν από το σκοτάδι στο σκοτάδι.
Ένα Λονδίνο αναπάντεχο, τρελό, σπηλαιώδες, αδιανόητο:
Μετά ο κύριος Κρουπ σήκωσε ψηλά το φανάρι του κι έριξε μια ματιά γύρω. «Είναι λυπηρό το γεγονός», είπε, «ότι τόσοι άνθρωποι περπατούν στους δρόμος από πάνω χωρίς να υποψιάζονται την ομορφιά αυτών των υπονόμων, κύριε Βάντεμαρ. Αυτών των υπόγειων καθεδρικών, των χτισμένων με κόκκινα τούβλα κάτω από τα πόδια τους».
Ένα Λονδίνο που φτιάχνεται και ξαναφτιάχνεται από τα υλικά που είναι καμωμένα τα όνειρα:
Ο Λαβύρινθος ο ίδιος ήταν χάος και καθαρή τρέλα. Χτισμένος με χαμένα κομμάτια τού Πάνω Λονδίνου: στενάκια και δρόμους και αδιέξοδα και διαδρόμους και στοές υπονόμων, που είχαν πέσει από τις χαραμάδες στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων, μπαίνοντας στον κόσμο των χαμένων και των ξεχασμένων. Οι δυο άντρες και το κορίτσι περπατούσαν μια σε καλντερίμι και μια σε λάσπες, ύστερα σε βρομιές και σε χώματα, πιο πέρα σε σάπια σανίδια. Περπατούσαν στο φως της μέρας και στο σκοτάδι της νύχτας, σε δρόμους με λαδοφάναρα και σ' άλλους με λάμπες φωταερίου ή δαυλούς και πυρσούς αναμμένους.
Crossover, Young Adult ή Bildungsroman, αυτό το διαμάντι της Urban Fantasy γράφτηκε πρώτα για την τηλεόραση, και μόνο όσο εξελισσόταν η παραγωγή έγινε μυθιστόρημα. Στον Πρόλογο, ο Gaiman περιγράφει ακριβώς πώς έφτασε να έχει τη σημερινή του, οριστική, μορφή ― αυτήν που ακολουθεί η ελληνική έκδοση. Στη συνέχεια διασκευάστηκε για τη θεατρική σκηνή, παίχτηκε στο ραδιόφωνο, έγινε μεγάλη επιτυχία, καθιέρωσε τον συγγραφέα του και του έδωσε φτερά για να γίνει αυτό που είναι σήμερα: ένας από τους πολύ μεγάλους, σίγουρα μέσα στην πρώτη πεντάδα των εν ζωή συγγραφέων του Φανταστικού, πολύ κοντά στον King και συγγενής του Clive Barker. Με πελώρια καριέρα στα κόμιξ (ο Sandman είναι σημαντική υπόθεση, από τις πιο σημαντικές ― αλλά και τα σενάριά του για την DC και τη Marvel είναι επίσης μοναδικά), με μερικά σπουδαία ακόμη βιβλία, με άλλες δύο κινηματογραφικές διασκευές μυθιστορημάτων του («Stardust», «Coraline») και με μία μίνι σειρά που βασίζεται στο άλλο αριστούργημά του, το «American Gods», να κάνει την Κυριακή παγκόσμια πρεμιέρα έχοντας κόψει ήδη από τη στιγμή της αναγγελίας της την ανάσα σε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, ο μύθος του Gaiman, του ανθρώπου που μπορεί να φανταστεί τι συμβαίνει πίσω από όλες τις ομίχλες της πραγματικότητας, αλλά και να το αφηγηθεί σαν να είναι παλιό παραμύθι, είναι στις μέρες μας πιο ισχυρός από ποτέ. Το αξίζει ― και με το παραπάνω.
ΥΓ. Πριν λίγες ημέρες ο Gaiman ανακοίνωσε πως ξεκίνησε (επιτέλους) να γράφει τη συνέχεια του «Ποτέ και Πουθενά». Θα λέγεται «Οι Επτά Αδελφές». Ήδη γνωρίσαμε τη μία από αυτές, την επιβλητική Σερπεντάιν, στις σελίδες τού «Neverwhere», και θα το περιμένουμε, του χρόνου, με υπομονή και λαχτάρα.
σχόλια