Πέρα από σπουδές, διαβάσματα, ξενύχτια και πνευματικές θυσίες, φαίνεται πως χρειάζεται και κάτι αδιευκρίνιστο και γι’ αυτό πολύτιμο σ’ έναν άνθρωπο ώστε να δει κάποιο φως και να κάνει -τι άλλο;- τον περίπλου του εαυτού του. Ο Χαλικιάς ανήκει στη χορεία των πνευματικά σημαδεμένων που έκαναν προσωπικούς άθλους (όπως η εκμάθηση της κινεζικής γλώσσας), αυτοβιογραφήθηκαν, κοιτάχτηκαν σε μια σειρά από κάτοπτρα για να καταλήξουν, προς ώρας, στο γνωστό χιούμορ του «ξέρω πολλά και ως εκ τούτου παλεύω με το τίποτα». Η γύμνια, για πολλούς, είναι το καλύτερο ένδυμα. Και όχι μόνο για τους γυμνοσοφιστές.
Γράφει ο Χαλικιάς στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του: «Το ’φεραν έτσι τα πράγματα και υποχρεώθηκα νωρίς να περιπλανηθώ από χώρα σε χώρα, έχοντας μόνο -και όχι πάντα-διασφαλίσει απλώς πού θα φάω, πού θα κοιμηθώ. Πολλά, λοιπόν, απ’ τα διαβάσματά μου αναγκαστικά έλαβαν χώρα σε καφενεία, πάρκα, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, και ας είναι καλά ο χαρακτήρας μου που διασφάλιζε την απαραίτητη συγκέντρωση. Απέκτησα έτσι νωρίς τη συνήθεια να καταγράφω τις φράσεις που μου άρεσαν ή που θα ήθελα να τις σκεφτώ».
Η περίπτωσή του θυμίζει τον Γάλλο αποφθεγματολόγο που δεν κρατούσε ποτέ ολόκληρο βιβλίο. Όταν έβρισκε μια πολύτιμη φράση, έκοβε τη σελίδα, με αποτέλεσμα να σέρνει μαζί του μια βαλιτσούλα όπου φυλασσόταν το πνευματικό «έχει» του. Το αλλόκοτο με τις συναρπαστικές φράσεις που βρίσκουμε συνήθως στα καλά βιβλία αφορά μια παράδοξη κατάσταση: τη θεωρούμε καταδική μας και συνάμα τόσο ξένη, ώστε να μας χαρίζει μια πτυχή του εαυτού μας που, ενώ είναι μπροστά μας, δεν τη βλέπουμε. Πρόκειται για «ρηματίσκια αινιγματώδη» ή για εύστοχες φράσεις που γοητεύουν μεν αλλά δεν αλλάζουν κτήτορα; Πέρα από το ανθολόγιο εκλεκτών φράσεων, ο Χαλικιάς ρέπει προς τις εξομολογήσεις: «Αύριο πρόκειται ν’ ανέβω πάλι τον ανήφορο του παρόντος που έκλεψε για καλά το παρελθόν μου. Τίποτα δεν με κράτησε στην πόλη που μεγάλωσα. Οι φίλοι μου έχουν κρυφτεί οριστικά σε ρόλους και υποχρεώσεις, δεν τους αναγνώρισα. Από μια παλιά μου φίλη έμεινε μόνο το χαμόγελο, δεν άκουσα τη φωνή της σε ό,τι μου έλεγε. Σ’ ένα δρομάκι μόνο, δίπλα σ’ ένα ξεθωριασμένο σύνθημα, είχα μια συγκινητική συνάντηση με τον παλιό μου εαυτό. Δακρύσαμε κι οι δύο, όμως δεν είπαμε κουβεντα».
Σε κάθε φράση του «υπομνηματιστή» υποκρύπτεται μια οξύμωρη ηθική, η οποία δεν διδάσκει τόσο, όσο αρέσκεται να βγάζει συμπεράσματα δυναμικής υφής. Στη φράση του Πολέμωνος «Τι θα λέγατε για έναν μουσικό που διαβάζει μόνο παρτιτούρες και δεν παίζει ποτέ;», ο Χαλικιάς αναγνωρίζει τη διχασμένη ύπαρξη που ετοιμάζεται αλλά δεν αποδίδει, κυοφορεί αλλά δεν γεννάει (γιατί είναι στέρφα). Εδώ ακριβώς ο αναγνώστης υποψιάζεται δικαιολογημένα έναν υποκρυπτόμενο αριστοκρατισμό που, έστω και ως αυταπάτη, βοηθά τα μάλα τον εξαιρετέο γραφιά. Από σημείωση σε σημείωση διαπιστώνουμε μια αδυναμία για το πηγαίο, το αυθόρμητο, το έτερο και ως εκ τούτου αδίδακτο. «Να γνωρίσουν τους ανθρώπους για να ασκήσουν επίδραση πάνω τους... Κακομοίρηδες! Δεν ασκείς επίδραση στους ανθρώπους με τις γνώσεις αλλά με τον καταναγκασμό, την εμπιστοσύνη ή την αγάπη». Περίεργο που ανάμεσα σε τόσες φράσεις του Μαλρώ του διέφυγε το αριστουργηματικό: «Έχει γίνει πολύ έξυπνο το παιδί από τότε που αρρώστησε».
Δεν ξέρουμε ποιο ακριβώς στοιχείο υπερτερεί στον χαρακτήρα του Χαλικιά. Ο μοραλίστας; Ο ρομαντικός; Ο εστέτ; Ο ντροπαλός μηδενιστής; Όπως και να έχει το πράγμα, το στοιχείο παραμένει ισχυρό, ενίοτε απροσδιόριστο, έστω κι αν δεν κατονομάζεται. Το υποψιαζόμαστε, καθώς εκλέγει ρήσεις που έχουν να κάνουν με την παναθρώπινη πλάνη: ο σύγχρονος άνθρωπος φαντάζεται πως το μέλλον μπορεί να φτιαχτεί από τα ίδια του τα χέρια! Θυμάται τη μεσόκοπη Κινέζα που του είπε δακρυσμένη πως ξενύχτησε για να δει το λουλούδι του φυτού που ανθίζει μια φορά στη διάρκεια της ζωής του - ανθοφορία που κρατάει μόνο λίγες ώρες! Ο άνθρωπος που πεθαίνει και θάβεται με το βιβλίο του [αυτομάτως ο Σωτήρης θυμάται τον «δικό μας» (Νίκο Πουλαντζά) που έπεσε από το παράθυρό του στο Παρίσι, κρατώντας ό,τι βιβλία είχε γράψει].
Όλο αυτό το ανθολόγιο (και μαζί φορητή βιβλιοθήκη) φαίνεται πως τον ωθεί στον έσω αυθεντικό εαυτό του, όπου η επιθυμία αποβαίνει ελπίδα: «Πώς θα γίνει να βρω έναν τρόπο να γράψω όσο γίνεται πιο κοντινά στη σημερινή σιωπή μου! Το απλούστερο, βέβαια, θα ήταν να τα παρατήσω, να μην επιχειρήσω να γράψω το οτιδήποτε. Οι λέξεις των κειμένων δεν είναι πάντοτε και οι πιο δυνατές κραυγές που έβγαλε ποτέ ο άνθρωπος. Όμως, κάτι μέσα από τα σωθικά μου δεν μ’ αφήνει σε ησυχία. Τρανή απόδειξη ότι η επιθυμία μου είναι αληθινή. Απλή ματαιοδοξία, καθώς κάθε άλλος δρόμος μου έχει οριστικά πλέον φραχθεί;».
«Μπορεί. Ισως όμως κάτι μεγαλύτερο; Ένας ολόκληρος κόσμος μαζεύτηκε μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια και θέλει να βγει στην επιφάνεια. Κόσμος πραγματικός αλλά και κόσμος πλασμένος στο μυαλό μου, υπομονετικά κι αθόρυβα, με υλικό κάθε προέλευσης. Από πραγματικές εμπειρίες έως καταχωνιασμένες προσδοκίες και όνειρα. Κρίμα, λέω κάθε τόσο, να πάει τελείως χαμένος!».
«Δεν σκέφτομαι σαν κι αυτούς (γράφει η Γιουρσενάρ), δεν ζω σαν κι αυτούς - αλλά θα πεθάνω σαν κι αυτούς». Υπέροχη διαπίστωση και ταμένη στο μέλλον.
Σκεπτικιστές, απαισιόδοξοι, ασυμφιλίωτοι με τη ζωή, με άλλα λόγια τα μέλη ενός Συλλόγου Προικισμένων που μετέχουν στην πραγματικότητα, κρατώντας ψαλίδι, παίζουν το παιχνίδι του είμαι και δεν είμαι, του ανήκω και δεν ανήκω στη ζωή, επιδεικνύοντας μιαν άδεια (αφοβία σημαίνει η λέξη) που τους προβιβάζει σε μάρτυρες κατηγορίας και ενίοτε υπερασπίσεως. Ο Χαλικιάς θυμάται τον Μπαλζάκ: «Ιδού η ζωή! Η ζωή όπως ακριβώς είναι: Μεγάλες αξιώσεις και μικρές πραγματικότητες». Παιδικά παράπονα; Σοφολογιότατες μηνύσεις; Η Λέσχη Σοπενάουερ έχει πολλά έξυπνα να δηλώσει: «Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν βγάζει τα έξοδά της». Εντούτοις, ο Γερμανός φιλόσοφος κρατάει πολλά χαρτιά στα χέρια του. «Αν δεν παρατηρούμε καλά τους ανθρώπους, χάνουμε μιαν ευκαιρία να διαθέτουμε δάσκαλο δωρεάν», σκέψη που θυμίζει τον Κομφούκιο: «Στους τρεις περαστικούς ο ένας τους υποχρεωτικά είναι δάσκαλός μου». Στη συνέχεια, ο λόγος δίνεται και πάλι στον Σοπενάουερ: «Όποιος ήλθε στον κόσμο για να διδάξει σοβαρά τα πιο σημαντικά ζητήματα, μπορεί να θεωρήσει τυχερό τον εαυτό του, αν σώσει το τομάρι του». Ο χρόνος μας εξαπατά, καθώς συχνά μεταμφιέζεται σε χώρο: «Ορισμένες φορές νιώθουμε νοσταλγία για έναν μακρινό τόπο. Στην πραγματικότητα όμως η νοσταλγία είναι μόνο για τον χρόνο που περάσαμε σ’ εκείνον τον τόπο, νέοι και ρωμαλέοι...». Αν ο αναγνώστης μείνει με την εντύπωση ότι ο Χαλικιάς είναι λυπομανής, κάποιος Κινέζος το επιβεβαιώνει :«Στο κέντρο της χαράς υπάρχει η λύπη».
Στη σελίδα 80 ο Χαλικιάς έχει την τύχη όχι μόνο να περισυλλέξει μια ισχυρή φράση του Λοκ αλλά να τη σχολιάσει εύστοχα. Τι είναι ο άνθρωπος; Ιδιοκτήτης του προσώπου του, σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Αυγουστίνου που ορίζει τον άνθρωπο ως imago Dei (εικόνα του Θεού). Μπορούμε να παίξουμε (έστω εν ου παικτοίς) με τη βαθύτητα αυτής της σκέψης. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης του προσώπου ή του εαυτού του για τον απλούστατο λόγο οτι, αν ρίξει μια ματιά στην άνθρωπότητα ολόγυρα, διαπιστώνει πως (αυτός και οι άπειροι άλλοι) είναι αντίγραφα ενός προτύπου για το οποίο δεν έχει επαρκείς πληροφορίες. Άρα, ως «ενοικιαστής» του προσώπου του νιώθει καλύτερα, έστω κι αν δεν ξέρει ποιο είναι ακριβώς το νοίκι. Άραγε, είναι ο χρόνος; Η λύπη; Το σημαντικό είναι βέβαια ότι δεν ζει κατέχοντας τον εαυτό του όπως, ας πούμε, κατέχει (αν το κατέχει κι αυτό) το σώμα του. Ανάμεσα στο εγώ του και τον εαυτό του υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο, το διαπιστώνουν από πρώτο χέρι οι αυτόχειρες που καταργούν τον χρόνο ή μάλλον επιχειρούν να δέσουν τις δύο άκρες του ματαίως και αδίκως. Ασφαλώς δεν είναι μόνο ο εαυτός που θέτει το μέγα πρόβλημα, ο κόσμος είναι πιο μεγάλο αινιγμα. Καταργεί κανείς τον εαυτό του ομολογώντας αποτυχία, αλλά ο κόσμος παραμένει ασυγκίνητος. Κι εδώ κάτι γιαπωνέζικο:
«Ν’ αφεθείς να σε κουβαλήσει το ρέμα της ζωής
Όπως πλέει μια κολοκύθα στο νερό που τρέχει...»
Ο Χαλικιάς αρέσκεται στον μυστικισμό της εαυτότητας, στο σκοτεινό παιχνίδι όπου το εγώ πασχίζει να καθρεφτιστεί στον εαυτό του, παίζοντας το θέατρο της αντανάκλασης, της ρεφλεξιόν. «Στο μισοσκόταδο του νοικιασμένου δωματίου τα μάτια σου λάμπουν σαν τα δύο φώτα κάποιου τρένου, που σταμάτησε για άγνωστο λόγο μέσα στη νύχτα. Πώς έγινε και είμαι εγώ ο επιβάτης που ανέβηκε, κρυφά, τα σκαλοπάτια;». Νίτσε: «Πάντα παρέα με τον εαυτό μου, είτε αλισβερίζεται με τα βιβλία είτε με τους ανθρώπους και τα τοπία». Ο Καρούζος δήλωνε «ένθερμος θεατής της ζωής». Χαριτωμένο και το παιδικό παράπονό του, όταν διαβάζει μια ανατολίτικη φράση: «Ο δρόμος είναι γεμάτος σοφούς». Μα, πού στο διάολο τους συναντάς -λέει ο Χαλικιάς- καθώς βασανίζεσαι με τα ιδεογράμματα από το πρωί! «Ο κίνδυνος να με ξεγελάσει ο εαυτός μου και να νομίσω ότι είμαι άλλος. (Αν και, για να ’μαι φιλαλήθης, παλιά διέτρεχα περισσότερο τον κίνδυνο να το πάθω αυτό). Άρα, εξοικειώνεται με τους κινδύνους. Και με καθετί παράδοξο που του χαρίζει η εμπειρία. «Ο διπλανός μου στο καφενείο που σταμάτησα για λίγο μιλάει συνεχώς μόνος του. Από εδώ που είμαι δεν μπορώ να δω αν μιλάει σε καλώδιο ή σε ένα από τα καταχωνιασμένα κομμάτια του εαυτού του!».
Eίπαμε ότι ο Χαλικιάς στην πνευματική του περιπέτεια κατέγινε με τα κινέζικα ιερογλυφικά, έμαθε πράγματα της σιωπής που δεν μεταδίδονται εύκολα, ουσιαστικά προβίβασε τον εαυτό του σε ψυχικό αξιωματούχο που μπορεί να μην είναι ματαιόδοξος, ωστόσο στα πνευματικά ζητήματα δεν κάνει πίσω. Οι κομφουκιανοί λένε: «Ξέρεις τον εαυτό σου, ξέρεις και τον άλλον, σε εκατό αναμετρήσεις εκατό νίκες». Ο Σωτήρης, όπως πολλοί από εμάς, δεν είναι γεννημένος νικητής. Άλλωστε, οι νικητές δεν παγιδεύονται σε γρίφους και σπαζοκεφαλιές. Μια όμορφη σκέψη (σελ. 130) μιλάει για την ηλικία του. «Όπως κάθε πρωί, άνοιξα τα βιβλία μου κι άρχισα να παλεύω με την ελληνική απόδοση στα ελληνικά κάποιου κομφουκιανού εδαφίου. Μια στιγμή, όμως, αργότερα θυμήθηκα ότι σήμερα κλείνω τα εξήντα: βαρέθηκα να συνεχίσω με τις ηθικές υποχρεώσεις του άριστου κι έκλεισα το βιβλίο. Αντί γι’ αυτό, άνοιξα το Λιε Τσι κι άρχισα να διαβάζω για την αβέβαιη πορεία του ανθρώπου σε ό,τι συγκροτούν μαζί ο Ουρανός και η Γη».
Τόσο θλιβερά γεράσανε οι νέοι του κόσμου;
σχόλια