Ο Ρεζά Γκολαμί έχει ζήσει στα τριάντα τρία του όσα δεν έχουν ζήσει οι περισσότεροι σε μια ζωή. Ήρθε ως Αφγανός πρόσφυγας στην Ελλάδα στα δεκαεφτά του, έχοντας βιώσει τον πόλεμο, τον εμφύλιο και την απώλεια από μικρό παιδί ‒ ήταν δέκα χρονών όταν δραπέτευσε από την Καμπούλ στο Πακιστάν για να δουλέψει και να στηρίξει την πολυμελή οικογένειά του. «Πολλές φορές ένα κομμάτι ψωμί ήταν το γεύμα ολόκληρης της οικογένειας», λέει.
Είχε χάσει ήδη τη μητέρα του και πήγε να ζήσει με την αδελφή του, υποφέροντας από τις εικόνες φρίκης που είχε δει στην πόλη του (βασανιστήρια, βιασμούς) και παίρνοντας για μήνες χάπια για να μπορεί να κοιμηθεί τις νύχτες. Δουλεύει ως ράφτης, ενώ παράλληλα πηγαίνει στο σχολείο, φτάνοντας μέχρι τη Β’ Γυμνασίου. Όταν ο αγαπημένος του καθηγητής δολοφονείται από τους Ταλιμπάν, φεύγει για το Ιράν να βρει τον μεγάλο του αδελφό, ζώντας καθημερινά με τον φόβο της απέλασης.
Μετά από επτά μήνες παίρνει την απόφαση να φύγει για την Τουρκία, παλεύοντας με τις απειλές, τις κακουχίες και την εκμετάλλευση των διακινητών. Από την Κωνσταντινούπολη, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, έρχεται με μια φουσκωτή βάρκα στη Μυτιλήνη, στο Κέντρο Κράτησης Παγανής, και μετά από πολλές περιπέτειες φτάνει στην Αθήνα, στην Ομόνοια.
Ο Ρεζά είχε το σθένος να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή στα δεκαεφτά του, μαθαίνοντας ελληνικά και επιλέγοντας να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα. Έπειτα από αρκετές απορριπτικές αποφάσεις από την Επιτροπή Ασύλου, κατάφερε, μέσα από την επιμονή και τον προσωπικό του αγώνα, να λάβει πολιτικό άσυλο το 2011 και την ελληνική υπηκοότητα το 2016. Τέλειωσε το σχολείο και σήμερα είναι φοιτητής στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων.
Από το 2010 έως το 2015 εργάστηκε ως μεταφραστής και διερμηνέας σε ΜΚΟ, ενώ το 2012 εκλέχτηκε πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας, δίνοντας συνεχείς αγώνες για την ένταξη των Αφγανών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Το 2014, νοσταλγώντας τις γεύσεις της παιδικής του ηλικίας, νοίκιασε ένα μαγαζί στα Εξάρχεια και έφτιαξε τη «Folia», ένα φαλαφελατζίδικο που έχει γίνει από τα τοπόσημα της γειτονιάς, ενώ σταθερά συνεργάζεται με ανθρωπιστικές οργανώσεις και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα θέματα ένταξης των προσφύγων.
Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο «Χαμένες Ταυτότητες», μια συγκλονιστική μαρτυρία, γραμμένη χωρίς μελοδραματισμούς και κατηγορώ, για όσα έζησε χωρίς επιλογές, αλλά με θάρρος, πείσμα και αισιοδοξία.
Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για τις γυναίκες, οι οποίες έχουν βιώσει αυτό το καθεστώς ξανά και ξέρουν τι σημαίνει. Τις τελευταίες μέρες βγαίνουν στην πρώτη γραμμή και διεκδικούν, παρόλο που είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνουν. Αν μείνουν με σταυρωμένα χέρια, όμως, ξέρουν ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Για είκοσι χρόνια πάλεψαν και είχαν όνειρα, τώρα ξαφνικά όλο αυτό το όνειρο γκρεμίζεται, από τη μία μέρα στην άλλη. Είναι απίστευτο αυτό που ζουν και απίστευτο το θάρρος τους.
— Γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο;
Είχε πολλαπλούς σκοπούς αυτό το βιβλίο όταν το ξεκίνησα. Το πιο βασικό είναι να αναδείξω τον ρόλο των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, ότι είναι πλήρως ενταγμένοι αυτοί οι άνθρωποι, ότι έχουν πάει σε άλλο επίπεδο, ότι είναι κομμάτι της κοινωνίας. Το δεύτερο είναι να μπορέσω να δώσω μια ώθηση και στους υπόλοιπους ανθρώπους, να πάρουν θάρρος και κουράγιο να κάνουν το δικό τους βήμα, όποιο και αν είναι αυτό. Το βιβλίο το έχω γράψει για να το διαβάσει ο μέσος Έλληνας, να κατανοήσει τι σημαίνει προσφυγιά, τι σημαίνει πρόσφυγας.
Ο μέσος Έλληνας ξέρει τι σημαίνει προσφυγιά, κι ας μην το παραδέχεται. Κάποιοι άνθρωποι που συναντώ στην ευρύτερη κοινωνία μού λένε «δεν είστε πρόσφυγες οι Αφγανοί, πρόσφυγες είναι αυτοί που έρχονται από τη Συρία, που έχει πόλεμο», οπότε δεν είναι ξεκάθαρη γι’ αυτούς η έννοια του πρόσφυγα ή αρνούνται να παραδεχτούν αυτή την ιδιότητα.
Η λέξη «πρόσφυγας» έχει πάρα πολλές έννοιες, είναι ο άνθρωπος που για διάφορους λόγους αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Ο πρόσφυγας διώκεται απ’ τη χώρα καταγωγής του λόγω θρησκείας, λόγω φυλετικής καταγωγής, λόγω μειονοτήτων.
Από κει και πέρα, όταν υπάρχει γενικευμένη σύρραξη στη χώρα καταγωγής, μιλάμε για άλλο καθεστώς. Υπάρχει καθεστώς ανθρωπιστικής προστασίας, υπάρχει καθεστώς επικουρικής προστασίας, υπάρχει και το προσφυγικό. Η επικουρική είναι όταν υπάρχει μια περιοχή σε εμπόλεμη ζώνη και αναγκάζεται ένας άνθρωπος να καταφύγει σε μια άλλη χώρα.
— Πόσο δύσκολο ήταν να ξαναζήσεις στο μυαλό σου όσα έγραψες στο βιβλίο;
Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, ήταν πάρα πολλές οι φορές που ήθελα να το σταματήσω, αλλά θεώρησα υποχρέωσή μου να το τελειώσω, για να μάθει ο κόσμος αυτή την πικρή αλήθεια, όσα περνάει ένας πρόσφυγας. Ήταν επιλογή μου να γράψω ένα τόσο μικρό βιβλίο, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι 500 σελίδες, αλλά ήθελα να νιώσει ο μέσος Έλληνας αυτό που περνάει οποιοσδήποτε πρόσφυγας.
— Έφυγες από την Καμπούλ στα δέκα. Ξαναγύρισες ποτέ;
Ξαναπήγα πριν από τρία χρόνια.
— Υπάρχει σπίτι εκεί, έχεις οικογένεια;
Ναι, υπάρχει ένας αδελφός μου και τρεις αδελφές μου που ζουν στην Καμπούλ αυτήν τη στιγμή. Η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και ήμασταν πολλά παιδιά, οπότε, αναγκαστικά, τα μικρότερα παιδιά, όπως εμένα και τον αδελφό μου, μας φρόντιζαν οι μεγαλύτεροι. Και υπάρχει μέχρι τώρα αυτό το δέσιμο μεταξύ μας, παρόλο που όλοι έχουν μεγαλώσει, έχουν αποκτήσει τη δική τους οικογένεια, παιδιά. Υπάρχει αυτό το δέσιμο και η άμεση επικοινωνία.
— Τι σημαίνει για την Καμπούλ η κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν;
Η Καμπούλ έκανε ένα πισωγύρισμα στο ’96, όταν οι Ταλιμπάν κατέστρεψαν την παιδεία, οτιδήποτε είχαμε ως λαός. Και το ’88 είχε καταστραφεί λόγω του εμφυλίου, αλλά δεν είχαν καταστραφεί βασικά πράγματα, όπως η παιδεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια.
Με τους Ταλιμπάν πήγαμε πολλά χρόνια πίσω και μετά από μια ανάσα που πήραμε ως λαός επί είκοσι χρόνια, οπότε δόθηκαν κάποια δικαιώματα, υπήρξαν πανεπιστήμια, νοσοκομεία, άνθρωποι που μορφώθηκαν, γυναίκες που είχαν ρόλο στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή, τώρα πηγαίνουμε και πάλι πίσω, πολύ πιο πίσω από κει που ήμασταν το ’95. Γιατί αυτήν τη στιγμή ναι μεν προσπαθούν οι Ταλιμπάν να αναδείξουν το καλό τους προφίλ, ότι έχουν αλλάξει, αλλά από τις πράξεις που βλέπουμε καταλαβαίνουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν αλλάξει κι ούτε πρόκειται.
Αυτό αποδεικνύεται κάθε μέρα. Τα μαστιγώματα, η βία, οι σκοτωμοί, όλα αυτά είναι καθημερινά. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για τις γυναίκες, οι οποίες έχουν βιώσει αυτό το καθεστώς ξανά και ξέρουν τι σημαίνει. Τις τελευταίες μέρες βγαίνουν στην πρώτη γραμμή και διεκδικούν, παρόλο που είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνουν. Αν μείνουν με σταυρωμένα χέρια, όμως, ξέρουν ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Για είκοσι χρόνια πάλεψαν και είχαν όνειρα, τώρα ξαφνικά όλο αυτό το όνειρο γκρεμίζεται, από τη μία μέρα στην άλλη.
Είναι απίστευτο αυτό που ζουν και απίστευτο το θάρρος τους. Θαυμάζω αυτές που βγαίνουν, υπό αυτές τις συνθήκες, μόνες τους, σε όλες τις πόλεις του Αφγανιστάν και διαδηλώνουν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που είπαν ότι «δεν μας σταματάνε οι πυροβολισμοί των Ταλιμπάν, δεν μας σταματάει τίποτα», γιατί αυτήν τη στιγμή η φωνή των γυναικών παύει να υπάρχει, γίνονται ξανά αυτό που ήταν παλιά, ένα αντικείμενο.
— Υπήρξες πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας στην Ελλάδα. Τι ζητάτε από την ελληνική κυβέρνηση;
Η ελληνική κυβέρνηση, δυστυχώς, απέχει απ’ όλα τα μέτωπα. Δεν πήρε καμία θέση για τους διερμηνείς που δούλευαν με τους Έλληνες, με τον ελληνικό στρατό, δεν πήγε ποτέ στο Αφγανιστάν να τους μεταφέρει, τους άφησε απλώς, δεν νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά ούτε στο εσωτερικό ασχολήθηκε με το θέμα των προσφύγων από το Αφγανιστάν.
Ο ΟΗΕ έχει πει ότι απαγορεύεται ρητά η επιστροφή των Αφγανών στη χώρα καταγωγής τους, αυτό ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και παγκοσμίως, η Ελλάδα όμως λέει ότι τα σύνορά μας είναι σφραγισμένα, η Ελλάδα δεν θα γίνει Αφγανιστάν. Αυτά είναι τα λόγια ενός υπουργού, βγάζουν αποφάσεις απορριπτικές αυτήν τη στιγμή και στέλνουν τους Αφγανούς πίσω στην Τουρκία. Και η Τουρκία, πριν από μία εβδομάδα, συζητούσε με τους Ταλιμπάν για να αναλάβουν τη διαχείριση του αεροδρομίου της Καμπούλ.
Η συνεργασία της Τουρκίας με τους Ταλιμπάν είναι άμεση και η Ελλάδα θεωρεί την Τουρκία ασφαλή χώρα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τους στέλνει πίσω. Οπότε η Ελλάδα δεν κάνει ούτε το βασικό, το ελάχιστο. Δεν έχει λογική αυτό που κάνει η πολιτική ηγεσία, με την έννοια ότι είναι τεράστιο λάθος να οδηγείς την κοινωνία στο μίσος και στον ρατσισμό απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, στην ξενοφοβία.
Κάποια στιγμή πρέπει κάποιος πολιτικός να πάρει την απόφαση να αλλάξει αυτή η κοινωνία. Μην ξεχνάς ότι και οι Έλληνες ήταν κάποτε πρόσφυγες, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και τότε έλεγαν τις γυναίκες «παστρικές» και δεν τους ήθελαν γενικά δίπλα τους. Και τώρα, εκατό χρόνια μετά, τους καμαρώνουν αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό είναι το ζητούμενο, μάθε από την Ιστορία τι έγινε και μην το ξανακάνεις αυτό το λάθος ως λαός γιατί θα το χρεωθείς
— Στην Ελλάδα πότε ήρθες;
Το 2006.
— Από τότε μέχρι τώρα βλέπεις να έχει αλλάξει κάτι;
Σε επίπεδο πολιτικής γραμμής είναι ένα βήμα μπροστά - δύο βήματα πίσω, αλλά σε κοινωνικό επίπεδο πιστεύω ότι έχει αλλάξει, γιατί υπάρχει μια κατανόηση από κόσμο που έχει τη δίψα να μάθει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, γιατί έρχονται αυτοί οι άνθρωποι, γιατί υπάρχει αυτός ο πόλεμος. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει μπει στη διαδικασία να το κατανοήσει όλο αυτό. Είναι κάτι που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, έπρεπε να εξηγήσεις γιατί υπάρχει πόλεμος, τι σημαίνει πρόσφυγας, οπότε, με αυτή την έννοια, ναι, έχει αλλάξει.
— Ήταν επιλογή σου να μείνεις στην Ελλάδα;
Ναι, έβλεπα όλους να θέλουν να φύγουν και είπα όχι, εγώ θα μείνω. Είμαι άνθρωπος πεισματάρης και είπα ότι εφόσον εδώ είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω από κάτι, θα μείνω. Μου αρέσει η Αθήνα, οι άνθρωποι, ο τρόπος διασκέδασης. Πίνεις έναν καφέ ή μια μπίρα με κάποιους ανθρώπους και ξεχνάς τα στραβά, ξεκινάς την επόμενη μέρα με κουράγιο να σταθείς στα πόδια σου. Μπορεί να έχεις τεράστια προβλήματα στην καθημερινότητα, αλλά βλέπεις ότι οι άνθρωποι ξεκινούν το πρωί με έναν καφέ κι ένα χαμόγελο.
Επειδή τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου τα έχω ζήσει στην Ελλάδα, όλες οι σκέψεις μου πια, τα όνειρά μου, είναι στα ελληνικά. Είναι άμεση η επαφή με αυτή την κοινωνία, είναι η καθημερινότητά μου.
— Έχεις φοβηθεί ποτέ στην Αθήνα;
Ναι, το 2010 και το ’11, με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, οι επιθέσεις ήταν καθημερινές. Στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου ήταν κυρίως οι Αφγανοί, γινόντουσαν καθημερινά μαχαιρώματα. Όλο αυτό το βίωνα, το έβλεπα μπροστά μου. Ως Αφγανοί είχαμε βγάλει έναν χάρτη με τις περιοχές όπου δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε μετά τις οκτώ το βράδυ, υπήρχε τεράστιος κίνδυνος, αλλά ο φόβος δεν με εμπόδισε να κάνω πράγματα.
— Τώρα πώς είναι τα πράγματα για σένα;
Είναι κάτι που δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια ‒δεκαπέντε χρόνια για μένα είναι ένας συνεχής αγώνας, δεν ξέρω πώς πέρασαν, και πλέον βλέπω τεράστιες αλλαγές στην προσωπική μου ζωή, σε όλα αυτά τα οποία έκανα‒, αλλά πιστεύω ότι έχω ακόμα μέλλον μπροστά μου.
— Στο τρόπο που σε αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος έχει αλλάξει κάτι;
Δεν έχει αλλάξει τίποτα σχεδόν όσον αφορά την ταυτότητα. Είτε πρόσφυγας είτε Έλληνας, η αντιμετώπιση είναι η ίδια, παρόλο που στα χαρτιά έχω περισσότερα δικαιώματα. Στον δημόσιο χώρο υπάρχει αυτό το κενό: ότι δεν είσαι Έλληνας, έγινες Έλληνας. Αυτό το έζησα πρόσφατα πηγαίνοντας στον δήμο Αθηναίων, όπου ρώτησε ένας υπάλληλος «είσαι Έλληνας;» και του απάντησαν οι άλλοι «όχι, δεν είναι Έλληνας, έγινε Έλληνας». Αυτό το άκουσα πριν από έναν μήνα.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, είμαι αισιόδοξος και αισθάνομαι και υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή, που αντιστέκονται στην αδικία, στον διωγμό, σε όλο αυτό που συμβαίνει, στους ανθρώπους που αναγκάζονται να φύγουν απ’ τη χώρα τους, να συνεχίσω να προσπαθώ να αλλάξει έστω και λίγο η κατάσταση. Και το λίγο είναι κέρδος.
— Πόσοι Αφγανοί ζουν στην Αθήνα;
Μόνο στην Αθήνα, γύρω στους 5.000. Και είναι άνθρωποι που απασχολούνται σε διάφορους κλάδους, έχουν δικές τους επιχειρήσεις, κάνουν μεταφράσεις, είναι εργάτες, ένα τεράστιο κομμάτι αυτών είναι ενταγμένο εδώ, τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο, γεννήθηκαν εδώ και κάποια είναι μέχρι είκοσι έξι χρονών. Αντιμετωπίζουν, όμως, μεγάλες δυσκολίες.
Μια φίλη μου, η οποία γεννήθηκε εδώ, μεγάλωσε εδώ και έκανε παιδί ‒το παιδί της είναι τρίτη γενιά‒ πήρε την ελληνική υπηκοότητα στα τριάντα έξι της. Φαντάσου τι σήμαινε αυτό, τριάντα έξι χρόνια, για την καθημερινότητά της.
Δυστυχώς, οι πολιτικοί προσπαθούν να φορτώσουν το δικό τους λάθος σε έναν πληθυσμό που δεν έχει κανένα μερίδιο ευθύνης, λένε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται ως πρόσφυγες φταίνε για την κρίση. Στην Ελλάδα οι πρόσφυγες είναι 100-150 χιλιάδες. Είναι ελάχιστοι στην κοινωνία συνολικά και τα επιδόματα που παίρνουν δεν είναι από το ελληνικό κράτος. Είναι από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έρχονται στην Ελλάδα μέσω των προσφύγων. Όσοι υποβάλλουν αίτημα ασύλου παίρνουν 150 ευρώ τον μήνα, μόλις όμως αναγνωριστούν ως πρόσφυγες τα λεφτά αυτά κόβονται και τους παρατάνε στον δρόμο. Τους λένε «πήγαινε να βρεις δουλειά, πήγαινε να μάθεις ελληνικά». Είναι απίστευτο, αδιανόητο και λάθος, γιατί ο πρόσφυγας χρειάζεται στήριξη για να ενταχθεί στην κοινωνία και να παραγάγει έργο. Κι εσύ τον πετάς στον δρόμο και του κόβεις τα πάντα.
Στην Αθήνα όπου κυκλοφορώ βλέπω πολλά άδεια κτίρια, τεράστια δημόσια κτίρια, τα οποία δεν τα κατοικεί κανείς, και υπάρχουν άνθρωποι που είναι στους δρόμους, όχι μόνο πρόσφυγες. Δίνοντας σπίτι σε αυτούς τους ανθρώπους ζωντανεύει η πόλη. Το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν πρόσφυγες για διαφορετικούς λόγους, λόγω κλίματος, λόγω φυσικών καταστροφών, μεγάλος αριθμός προσφύγων από Ευρώπη, από Αμερική, από οπουδήποτε.
Το μίσος το παράγει το κράτος γιατί επηρεάζει την κοινωνία. Όταν οι υπουργοί που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή έχουν πει ότι πρέπει να χυθεί αίμα, αυτό σημαίνει ότι το κράτος ενθαρρύνει κάποιες ομάδες που παράγουν μίσος στην Ελλάδα.
Επαναλαμβάνω ότι οι πρόσφυγες που έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία παράγουν θέσεις εργασίας. Π.χ. εγώ, που ζω εδώ δεκαπέντε χρόνια, στο μαγαζί μου έχω πέντε υπαλλήλους. Αν η κυβέρνηση είχε στηρίξει μερικά χρόνια πριν αυτούς τους ανθρώπους, θα είχαν προσφέρει θέσεις εργασίας στον ελληνικό πληθυσμό κι έτσι θα είχαν απορροφηθεί πολύ πιο εύκολα από την κοινωνία.
— Περιστατικά ρατσιστικής βίας πέφτουν σήμερα στην αντίληψή σου;
Δεν υπάρχουν όσα υπήρχαν παλιά, είναι μεμονωμένα, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κάποιες επιθέσεις, αλλά είναι πολύ απομονωμένοι.
— Γιατί ονόμασες το βιβλίο «Χαμένες Ταυτότητες»;
Χαμένες ταυτότητες, χαμένες πατρίδες, το ίδιο είναι για μένα. Αν δεν υπάρχει πατρίδα, δεν υπάρχει και ταυτότητα. Εκεί που είναι οι άνθρωποί μας, αυτοί που αγαπάμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. Η πατρίδα, η ταυτότητα, η θρησκεία, όλα αυτά δεν είναι επιλογή κανενός μας, είναι μια κληρονομιά που μας κληροδοτούν οι παππούδες μας, οπότε είναι ένα καπέλο το οποίο μας φοράνε. Πατρίδα σου μπορεί να γίνει και μια άλλη χώρα, αρκεί να έχεις ανθρώπους που σε αγαπάνε και αγαπάς.
— Έχεις ζήσει πιο πολλά χρόνια στην Ελλάδα από ό,τι στο Αφγανιστάν. Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι;
Επειδή τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου τα έχω ζήσει στην Ελλάδα, όλες οι σκέψεις μου πια, τα όνειρά μου, είναι στα ελληνικά. Είναι άμεση η επαφή με αυτή την κοινωνία, είναι η καθημερινότητά μου.
Είμαι πιο κοντά στην ελληνική ταυτότητα, αλλά υπάρχουν και οι δύο ταυτότητες, και οι δύο χώρες έχουν έναν πλούτο στην κουλτούρα τους κι έναν πολιτισμό που είναι ξεχωριστός και δεν θα ήθελα να χάσω καμία από τις δύο. Θα είναι δύσκολη η ζωή μου αν χάσω τη μία από τις δύο.
— Γράφεις και δεύτερο βιβλίο;
Έγραφα πριν από τον Αύγουστο, έχω ολοκληρώσει το πρώτο κεφάλαιο, αλλά σταμάτησα λόγω των γεγονότων στο Αφγανιστάν. Είναι ένα βιβλίο που έχει ως ηρωίδα μια γυναίκα που ζει στο Αφγανιστάν και βιώνει όλα αυτά που γίνονται εκεί σε πρώτο πρόσωπο.
— Από δω και πέρα τι ονειρεύεσαι προσωπικά;
Είναι δύσκολο να σου το πω, γιατί όταν ονειρεύεσαι και βάζεις στόχους, δεν τους πετυχαίνεις ποτέ, το έχω διαπιστώσει. Έχω στόχο να τελειώσω το δεύτερο βιβλίο μου, αλλά το όνειρό μου είναι να γράψω πέντε βιβλία. Τα βιώματά μου, όλα αυτά που έχω περάσει, μου έχουν δώσει ένα μάθημα ζωής, να έχω κουράγιο, υπομονή, να αγωνίζομαι και να έχω αισιοδοξία. Με έχουν κάνει καλύτερο άνθρωπο. Η αδικία μου έμαθε το δίκιο.
Μια αφγανική παροιμία λέει: «Από πού έμαθες την ευγένεια και τα γράμματα;» - «Από έναν αγενή και αγράμματο. Επειδή αυτός ο άνθρωπος, όπου μιλούσε, τον έβριζαν, έκανα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που έκανε εκείνος…».
Το βιβλίο του Ρεζά Γκολαμί «Χαμένες ταυτότητες» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος.