ΠΡΙΝ ΣΤΑΜΠΑΡΕΙ και ασελγήσει πάνω στη μικρή Ντοροτέ, σ’ έναν κινηματογράφο που έπαιζε τη «Χιονάτη», ο Σιμόν ήταν «ένας τύπος που δεν είχε κλείσει τα τριάντα, πλασιέ σε δυο τρεις περιοχές, που ζούσε σε μια εργατική κατοικία, ούτε ωραία ούτε άσχημη, με τηλεόραση και στέρεο, γνωστούς μα όχι φίλους, καμιά γκομενίτσα πού και πού, με όλα τα αξεσουάρ μιας κανονικής, μάλλον άνετης ζωής, σε μια μεσαία πόλη, και με προτίμηση στα πιτσιρίκια – προτίμηση, όχι πράξη, έτσι απλά, πλατωνικά».
Ο Σιμόν είναι ο ήρωας και αφηγητής του «Ροζ κουφετί» (μετ. Σ. Διονυσοπούλου, Καστανιώτης 2003), ενός από τα πιο αμφιλεγόμενα μυθιστορήματα της τελευταίας εικοσαετίας στη Γαλλία. Πλάσμα της φαντασίας του Νικολά Τζονς-Γκορνλέν, είναι ένας τύπος σιχαμερός, παραδομένος πλέον στο βίτσιο του χωρίς ενοχές και χωρίς καμιά ψυχαναλυτικής φύσεως δικαιολογία.
«Γιατί την Ντοροτέ;» τον ρωτούν οι αρχές. «Γιατί όχι;» απαντά εκείνος. Στη φυλακή δεν μένει για πολύ, εντάσσεται σ’ ένα ειδικό πρόγραμμα που του προσφέρει κατοικία, χάπια και ιατρική αρωγή. Ο κόσμος του, εν τούτοις, εξακολουθεί να συνοψίζεται «σε μια σχισμή», σε αυτό που διαθέτουν τα άγουρα κορίτσια. Όπως το θέτει ο Σιμόν «παιδόφιλος μια μέρα, παιδόφιλος για πάντα».
Ο Νικολά Σαρκοζί, υπουργός τότε Εσωτερικών της Γαλλίας, λίγο έλειψε να αποσύρει το βιβλίο από την κυκλοφορία, αλλά υπήρξαν κριτικοί που το έκριναν άξιο να διεκδικήσει το βραβείο Μεντισίς.
Μέσα από το ασθματικό και κάπου κάπου γκροτέσκο παραλήρημα του Σιμόν, παρακολουθούμε τη διαδρομή του: κλόουν σε φαστφουντάδικο, νικητής σε τηλεοπτικό ριάλιτι, αστέρι της σκηνής με σμήνη πιτσιρικάδων στην πλατεία. Ο Σιμόν αγγίζει το ζενίθ χάρη στη γνωριμία του μ’ έναν ζάμπλουτο και καλά δικτυωμένο εξηντάρη, επίσης παιδεραστή, αλλά πολύ πιο κυνικό και αδίστακτο από τον ίδιο. Ο «Γέρος» είναι από αυτούς που αγοράζουν τα θύματά τους, καταβάλλοντας το αντίτιμο στους γονείς τους. Κι από τη μεριά του, εγγυάται ένα λαμπρό μέλλον στον Σιμόν, αρκεί να μην πειράξει τη μικρή ανιψιά του. Χρειάζεται να πούμε ότι το πάθος της παιδοφιλίας είναι πιο ισχυρό;
Το «Ροζ κουφετί» βυθίζεται σ’ ένα λουτρό από αίμα. Και ο παιδεραστής πρωταγωνιστής επιτέλους τιμωρείται: καταλήγει «ακίνητο έργο τέχνης» στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, ένας τετραπληγικός που ακόμα κι αν του έφερναν τη «λεία στα χέρια» δεν θα μπορούσε να την αγγίξει.
Πλημμυρισμένο από αγγλισμούς και γλωσσικά εφέ (του τύπου γλείfing ως απαρέμφατο του γλείφω, ή alter-pedo αντί για alter-ego), με όχι πάντα πειστικές σκηνές καταιγιστικής δράσης, μ’ ένα χιούμορ μάλλον εκκεντρικό για το θέμα που πραγματεύεται και μ’ έναν ήρωα αβάσταχτο στην απανθρωπιά του, το μυθιστόρημα του Νικολά Τζονς-Γκορλέν (Gallimard, 2002) έμελλε να γνωρίσει τεράστια δημοσιότητα, από τη στιγμή που μπήκε στο στόχαστρο ενός σωματείου για την προστασία του παιδιού.
Ο Νικολά Σαρκοζί, υπουργός τότε Εσωτερικών της Γαλλίας, λίγο έλειψε να αποσύρει το βιβλίο από την κυκλοφορία, αλλά υπήρξαν κριτικοί που το έκριναν άξιο να διεκδικήσει το βραβείο Μεντισίς. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι το περιεχόμενό του είναι επικίνδυνο για τους νέους, άλλοι μιλούσαν για σχέδιο λογοκρισίας, ενώ από τον Γκαλιμάρ αναρωτιόνταν μήπως έπρεπε ν’ αποσύρουν απ’ τα ράφια και τα βιβλία του Σαντ, του Ζενέ ή τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ…
Ο 32χρονος εκείνη την εποχή Νικολά Τζονς-Γκορλέν ήθελε να κρυφτεί. Εκεί που θεωρούσε ότι καθήκον του είναι ν’ αφουγκράζεται όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, «τρόμαξα», δήλωσε σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις του, «νόμιζα πως ζούσα στα χρόνια του Στάλιν». Στα μάτια του η παιδοφιλία φαντάζει σαν την πίσω όψη του νομίσματος που πριμοδοτεί χωρίς όρια τη νεότητα. «Ένα φαινόμενο παιδοφιλίας είναι και η λατρεία της νεότητας», έλεγε, «απλώς δεν δηλώνεται ανοιχτά».
Είκοσι χρόνια αργότερα ο δημόσιος λόγος για την παιδοφιλία έχει γιγαντωθεί. Με τη διαφορά ότι από τον Μάικλ Τζάκσον και τον Τζέφρι Επστάιν ως τον Γκαμπριέλ Ματζνέφ, τον Ολιβιέ Ντιαμέλ ή τον Δημήτρη Λιγνάδη, όσοι κατηγορούνται για εγκληματικές πράξεις σχετικές με την παιδοφιλία δεν είναι μυθιστορηματικοί ήρωες, έχουν στην κυριολεξία σάρκα και οστά.