H ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ του μυθιστορήματος της Αντόνια Σούζαν Μπάιατ Η Παρθένος στον κήπο είναι η Ελισάβετ Α’ (1533-1603) που δεν νυμφεύθηκε ποτέ, δεν τεκνοποίησε και έμεινε στην ιστορία ως η «Παρθένος βασίλισσα». Είναι όμως και η Φρεντερίκα Πότερ, ένα κορίτσι από το Γιόρκσαϊρ, που θα υποδυθεί τη νεαρή Ελισάβετ σε θεατρικό έργο τού πολλά υποσχόμενου συγγραφέα Αλεξάντερ Γουέντερμπεν, με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Είναι και η Φρεντερίκα παρθένα; Θα χειραφετηθεί μέσα από την παρθενία της ή μέσα από το σπάσιμο του παρθενικού της υμένα;
Θα το μάθουμε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, πλημμυρισμένες στο αίμα, και συναρπαστικές. Η παρουσίαση του έργου συμπίπτει με την ενθρόνιση της νεαρής Ελισάβετ Β’ το 1953 και με το κλίμα ανανέωσης και αλλαγών, μετά τα γκρίζα, καταθλιπτικά χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Είχαμε πεινάσει για χρώματα», λέει μία από τις δευτερεύουσες ηρωίδες του μυθιστορήματος, ενώ στο Λονδίνο χιλιάδες μικρά μαργαριτάρια και κρύσταλλα ράβονταν σ’ ένα αστραφτερό ένδυμα από λευκό, γυαλιστερό σατέν, την τουαλέτα που θα φορούσε η Βασίλισσα στη στέψη της. «Τα εμβλήματα της Κοινοπολιτείας και της Αυτοκρατορίας, τριαντάφυλλα και αγκάθια, σφεντάμια και βελανίδια, είχαν κεντηθεί με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές στον ποδόγυρο του φορέματος».
Η Παρθένος στον κήπο κυκλοφόρησε το 1978 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Τετραλογίας του Γιόρκσαϊρ ή της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, έργο ζωής της Μπάιατ που στο φόντο του διαγράφονται οι μεγάλες αλλαγές στην Αγγλία και την Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η παρθενία της Φρεντερίκα δεν είναι βέβαια το θέμα του μυθιστορήματος της Μπάιατ. Όπως δεν είναι θέμα του και η ιστορική αναπαράσταση της εποχής της Ελισάβετ Α’. Το θέμα είναι η σεξουαλικότητα, οι ταυτότητες και η αμφισημία τους, η τρέλα και οι ψυχονοητικές διαταραχές, ο φόβος του σεξ και ο φόβος του θανάτου, η σχετικότητα της επιτυχίας και της αποτυχίας, η σάρκα και το πνεύμα, η σχέση με την παράδοση και η λειτουργία της γραφής (πώς γράφεις σήμερα μυθιστόρημα;), η σχέση με τη γλώσσα και η συνομιλία με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με το έργο των κλασικών, όπως εδώ, με τον πανταχού παρόντα Σαίξπηρ.
Η ζωή της Ελισάβετ Α’ και οι θρύλοι που την περιβάλλουν δίνουν στην Μπάιατ ένα ιστορικό «άλλοθι» για τα κεντρικά θέματα της δικής της «Παρθένου». Κωδικοποιεί αυτό το «άλλοθι» στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος: μήπως η Ελισάβετ ήταν άνδρας; Μήπως δεν ήταν παρθένα και είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί; Μήπως αυτή είχε γράψει τα έργα του Σαίξπηρ, αλλά είχε αποκρύψει την συγγραφική της ταυτότητα, ώστε το έργο της να κριθεί δίκαια και να μην κατηγορηθεί ότι παραμελούσε τα βασιλικά της καθήκοντα; Μήπως ο Σαίξπηρ δεν ήταν ο Σαίξπηρ; «Μια μορφή που η πληθωρική της ενέργεια γεννά ανάμεικτα συναισθήματα και εκπέμπει αμφιλεγόμενες σημασίες, ειδωλολατρία και εικονομαχία, αγάπη και φόβο, και τη συνακόλουθη ανάγκη να μειωθεί και να περισταλεί η ξενότητα ή η κοινοτοπία τους με υπεραπλουστευτικούς μύθους και άτοπες εξηγήσεις».
Ο μύθος (ο μυθοπλαστικός κόσμος) της Μπάιατ δεν είναι καθόλου κοινότοπος. Στο κέντρο του βρίσκεται η Φρεντερίκα Πότερ και η οικογένειά της: μια πενταμελής οικογένεια στο Γιόρκσαϊρ που ζει με βία και (αλληλο)σπαραγμό τη μετάβαση από έναν παλιό κόσμο σε έναν εντελώς καινούργιο. Είναι τόσο διαφορετικοί οι κώδικες αυτού του νέου κόσμου, που στο τέλος η οικογένεια Πότερ διαλύεται, παρασυρμένη από τη νέα ηθική, τις νέες αντιλήψεις για το σώμα, τις νέες ιδέες, τη νέα κοινωνικότητα αλλά και από την κρίση της παραδομένης τέχνης της αναπαράστασης.
Αρχηγός της οικογένειας είναι ο Μπιλ Πότερ, καθηγητής σε ένα παρηκμασμένο, άλλοτε πρωτοποριακό σχολείο του Γιόρκσαϊρ, προοδευτικός, άθεος και αντικληρικαλιστής, αλλά ταυτόχρονα εμμονικά μονομερής και αυταρχικός, σε σημείο που να καίει όσα βιβλία των παιδιών του δεν του άρεσαν. Είχε υποστεί κι αυτός την ίδια τιμωρία όταν ήταν παιδί. Ο εφημέριος της ενορίας του τού είχε κατασχέσει το μυθιστόρημα Τζουντ ο αφανής του Τόμας Χάρντι που θεωρούνταν αντιθρησκευτικό και το είχε κάψει στον καυστήρα του παρεκκλησίου με τελετουργικό τρόπο.
Η Γουίνιφρεντ είναι η γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, συμβιβασμένη και συμβατική, αλλά με ένα ιδιαίτερο μητρικό, προστατευτικό φίλτρο. Εκτός από τη Φρεντερίκα, που προσπαθεί να βρει τον δικό της δρόμο μέσα από το θέατρο, το ζεύγος Πότερ έχει ακόμα δύο παιδιά: τη μεγαλύτερη Στέφανι και τον βενιαμίν Μάρκους. Η Στέφανι είχε καλές προοπτικές: «Ήταν ένα μειλίχιο, τρυφερό ξανθό κορίτσι με μεγάλο στήθος, κομψά πόδια και υπερβολικά στυλιζαρισμένα μαλλιά, σε χτένισμα παζ». Είχε πάρει ένα διπλό άριστα στο Κέμπριτζ, αλλά επέστρεψε για να διδάξει στο παλιό της σχολείο. Ερωτεύτηκε τον υπεφημέριο της ενορίας της, «έναν μεγαλόσωμα άντρα, ψηλό, παχύ, τριχωτό», που τον ακολούθησε στη δική του ζωή. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει δειλά, χωρίς σεξ: «Οι ανολοκλήρωτες πράξεις έχουν την δική τους δυναμική, κι ό,τι απομένει μισό βασανίζει τη φαντασία, ενίοτε ηδονικά».
Ο Μάρκους ήταν το μικρότερο παιδί. «Ήταν ένα κοντό για την ηλικία του αγόρι, αδύνατο, με μακρύ ωχρό πρόσωπο και πλούσια, λεπτά, άχρωμα, σταχτόξανθα μαλλιά που του έπεφταν στα μάτια». Είχε ένα χάρισμα να κάνει περίπλοκες μαθηματικές πράξεις, μια ικανότητα που τον εγκατέλειψε όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών. Είχε παίξει την Οφηλία σε μια μαθητική παράσταση του Άμλετ, αλλά αργότερα πέρασε κυριολεκτικά σε άλλους κόσμους καθώς έβλεπε οράματα και έπεφτε σε ένα είδος καταληψίας. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε όταν συναντήθηκε με έναν καθηγητή Φυσικής που τον έπεισε να συνεργαστούν και να εξερευνήσουν τους «τρόπους συνειδητότητας». Κατέληξαν και οι δύο στο ψυχιατρείο.
Η Παρθένος στον κήπο κυκλοφόρησε το 1978 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Τετραλογίας του Γιόρκσαϊρ ή της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, έργο ζωής της Μπάιατ που στο φόντο του διαγράφονται οι μεγάλες αλλαγές στην Αγγλία και την Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όταν κυκλοφόρησε η Παρθένος, η Μπάιατ δεν είχε ακόμη αποκτήσει τη φήμη, τη δημοφιλία και το κύρος που της έδωσαν αργότερα το μυθιστόρημά της Εμμονή (Possession) και το βραβείο Booker (1990).
Επιπλέον, βρισκόταν στη σκιά της διασημότερης αδελφής της, της συγγραφέως Μάργκαρετ Ντραμπλ. Όταν έγραφε την Παρθένο, ο εντεκάχρονος γιος της Τσαρλς, στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο, σκοτώθηκε ενώ επέστρεφε στο σπίτι από το σχολείο, παρασυρμένος από έναν μεθυσμένο οδηγό. Παρά την οδύνη και τη συντριβή, η Μπάιατ κατόρθωσε να τελειώσει το μυθιστόρημα και να σχεδιάσει την τετραλογία. Το δεύτερο μυθιστόρημα του κύκλου, με τίτλο Still Life, κυκλοφόρησε το 1985, το τρίτο, Babel Tower, κυκλοφόρησε το 1996 (στα ελληνικά στις εκδόσεις Λιβάνη, σε μετάφραση Λίλης Ιωαννίδου) και το τέταρτο, A whistling woman, το 2002.
Στην Παρθένο βρίσκουμε όλο το λογοτεχνικό σύμπαν της Μπάιατ, που αρκετοί αναγνώστες ανακάλυψαν καθυστερημένα με την Εμμονή. Είναι ένα μυθιστόρημα-κόσμος, όπου συνυπάρχουν το βικτοριανό μυθιστόρημα και οι βικτοριανές φαντασιώσεις με τα μεσαιωνικά δράματα, με τη σάτιρα, με το ερωτικό μυθιστόρημα (μας στοιχειώνει η Λαίδη Τσάτερλυ), με επιστημονικά κείμενα, με επινοημένες λογοτεχνικές σελίδες και θεατρικά έργα, με το παστίς. Είναι ένα μυθιστόρημα-κόσμος του οποίου οι ήρωες συνομιλούν με κείμενα του Γέιτς, του Κιτς, του Τένισον, του Σέλεϊ, του Γουέμπστερ και τόσων άλλων ή σκέφτονται γιατί η Ερμιόνη ή ο Πρόσπερος έπραξαν με αυτόν ή τον άλλον τρόπο.
Είναι ένα μυθιστόρημα για τη γλώσσα και τη γραφή, για τους χρόνους των ρημάτων, καθώς η Μπάιατ έχει αυτό το ταλέντο να μας οδηγεί στη γραφή, ενώ μιλάει, για παράδειγμα, για το σεξ: «Συνέχισε να την πασπατεύει απαλά, για να την κρατήσει ορθάνοιχτη κι ακίνητη, και σκέφτηκε, όπως συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, τον Τ.Σ. Έλιοτ. Την ιερή φωνή. Η Φιλομήλα χαλασμένη τόσο βάναυσα από τον βάρβαρο βασιλέα». Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα ιδεών. Κι είναι ακόμη ένα μυθιστόρημα με τεράστια εικονοποιητική δύναμη, που φαίνεται μέσα από την αφηγηματοποίηση έργων ζωγραφικής, τη γνώση των χρωμάτων και κυρίως μέσα από τη δύναμη και την πρωτοτυπία των περιγραφών. Λάτρεψα, ας πούμε, την περιγραφή της προθήκης ενός κρεοπωλείου:
«Ένα χοιρινό μάγουλο, κομμένο σε φέτες και χωμένο σ’ ένα συμμετρικό χωνάκι καλυμμένο με χρυσά ψίχουλα και γυαλιστερό μέσα στο περιτύλιγμά του από σελοφάν. Αρνίσιες κοτολέτες σε άψογες σειρές, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, ροζ σάρκα, λευκό λίπος, οπαλιοειδές κόκαλο, παράλληλες γραμμές, πανομοιότυπα άνισα τετράγωνα που επιτύγχαναν μια αφηρημένη κανονικότητα μέσω της επανάληψης. Ψητά παϊδάκια στημένα έτσι που να σχηματίζουν οξυκόρυφο στέμμα, με καμπυλωτά σκουφάκια από πτυχωτό λευκό χαρτί σε κάθε παϊδάκι που προεξείχε. Κότσια, πλευρά, ώμοι και κοιλιές, βοδινά και χοιρινά, αρνίσια και μοσχαρίσια, στριμωγμένα σε μακριά και κοντά, χοντρά ή λεπτά ρολά τυλιγμένα με διχτάκι, κι ανάμεσά τους μικροσκοπικά ξύλινα καλαμάκια και σουβλάκια».
Το μυθιστόρημα μετάφρασε η Κατερίνα Σχινά. Είχε μεταφράσει και την Εμμονή. Η μετάφρασή της φέρνει τον γλωσσικό πλούτο της Μπάιατ, αλλά και την ειρωνεία του, αυτούσιο στα ελληνικά. Η Σχινά μεταφράζει με διακριτότητα όλες τις κατηγορίες λέξεων της Μπάιατ: τις λογοτεχνικές, τις τεχνικές, τις εννοιακές, τις λέξεις-όρους, τις επινοημένες, τις λέξεις του έρωτα και της σάρκας, τις ξεχασμένες ή αυτές που φέρουν τον απόηχο λέξεων άλλων συγγραφέων. Κι αυτή η διακριτότητα είναι αόρατη, καθώς χάνεται μέσα στην ομοιογένεια της μετάφρασης. Όπως ακριβώς γίνεται και στο πρωτότυπο κείμενο.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.