Το μυθιστόρημα Εμμονή (Possession) της Αντόνια Μπάιατ (A.S.Byatt) εκδόθηκε το 1990 και γνώρισε αμέσως αναγνωστική και κριτική επιτυχία. Πολυσέλιδο και ακατάτακτο (γι’ αυτό το είχαν ταξινομήσει ως μεταμοντέρνο), κινείται αριστοτεχνικά και με αφηγηματική τελειότητα σε διαφορετικές λογοτεχνικές περιοχές και διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους, δημιουργώντας ένα δυνατό ρεύμα λέξεων και εικόνων που παρασύρει τον αναγνώστη μέσα στους απίστευτους μαιάνδρους του.
Το βιβλίο είχε εκδοθεί στα ελληνικά το 2007 με τίτλο Αιχμάλωτα Πάθη (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδόσεις Λιβάνη). Τότε, απ’ ό,τι ξέρω, είχε περάσει σχετικά απαρατήρητο.
Σ’ ένα ρεπορτάζ της LiFO, όμως, όπου οι Έλληνες εκδότες παρουσίαζαν σημαντικά βιβλία, ο Νίκος Γκιώνης των εκδόσεων Πόλις είχε προτείνει τα Αιχμάλωτα Πάθη ως ένα μυθιστόρημα που έδειχνε «πώς η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει θέμα και αντικείμενο της ίδιας της λογοτεχνίας».
Δεκαπέντε χρόνια μετά ο ίδιος εκδότης εκδίδει, σε νέα μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, το μυθιστόρημα της Μπάιατ, αποδίδοντας τον πρωτότυπο τίτλο, «Possession», ως «Εμμονή», αφού στον πυρήνα του βιβλίου υπάρχει η εμμονή των ηρώων, αυτό το «κόλλημα», ερωτικό, σεξουαλικό, οικονομικό, αισθητικό, ερευνητικό, τα πάντα.
Η Μπάιατ επινοεί εδώ δύο ερωτικά ζευγάρια. Το ένα είναι σύγχρονο, πρόκειται για δύο ερευνητές λογοτεχνίας, τον Ρόλαντ Μίτσελ και τη Μοντ Μπέιλι. Το άλλο ανήκει στον βικτοριανό δέκατο ένατο αιώνα. Είναι ο στιβαρός ποιητής Ράντολφ Χένρι Ας και η αινιγματική ποιήτρια Κρίσταμπελ Λαμότ. Η ερευνητική εμμονή του Μίτσελ είναι ο ποιητής Ράντολφ Χένρι Ας.
Ο Μίτσελ, «ένας μικροκαμωμένος άντρας με πολύ απαλά και όμορφα μαύρα μαλλιά και αρμονικά χαρακτηριστικά», δεν έχει κατορθώσει να λάμψει ως μελετητής του βικτοριανού ποιητή. Ουσιαστικά φυτοζωεί στη σκιά του καθηγητή του, που είναι αυθεντία στον Ας, και κερδίζει τα προς το ζην παραδίδοντας κάποια μαθήματα και δουλεύοντας πότε-πότε λαντζέρης σε εστιατόρια.
Φαίνεται όμως πως η τύχη του θα αλλάξει. Μια μέρα του Σεπτεμβρίου του 1986, στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, «παραμελημένη, αλλά πολιτισμένη», μέσα σε ένα βιβλίο του φιλοσόφου Βίκο που ανήκε στον Ας, και που φαίνεται ότι δεν το είχε ανοίξει κανείς από τότε που είχε τοποθετηθεί στο ράφι, ο Μίτσελ ανακαλύπτει δύο επιστολές του Ας που απευθύνονταν σε κάποια «αγαπητή κυρία». Οι επιστολές τον συγκλόνισαν. Είχαν κάτι το απόκρυφο, ίσως και το ερωτικό, που άλλαζε εντελώς τη βεβαιότητα της επιστημονικής έρευνας για τον αποκλειστικά διανοητικό, ήσυχο και υποδειγματικό έγγαμο βίο του ποιητή Ας.
Ο Μίτσελ ένιωσε μια δυνατή παρόρμηση και αντί να επιστρέψει τις επιστολές στη θέση τους, τις έβαλε στην τσέπη του. Κατάλαβε αμέσως ότι θα άνοιγαν ένα νέο κεφάλαιο στην έρευνα για τον ποιητή αλλά και ένα νέο κεφάλαιο στη δική του ζωή ως επιστήμονα. Έπρεπε όμως να κρατήσει καλά κρυμμένη την αποκάλυψή του, καθώς υπήρχαν πολλοί ανταγωνιστές αλλά και κυνηγοί χειρογράφων του Ας, ιδίως Αμερικανοί, από πλούσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα που δεν δίσταζαν να πληρώνουν υπέρογκα ποσά, να εξαγοράζουν, να εκβιάζουν, να απειλούν προκειμένου να πλουτίσουν τις συλλογές τους.
Η συγγραφέας κινείται από τη μία εποχή στην άλλη, από τη μία γεωγραφία στην άλλη, από τη μία συναισθηματική συνθήκη στην άλλη, από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο, χωρίς ο αναγνώστης να ξαφνιάζεται και χωρίς να αντιλαμβάνεται την παραμικρή ραφή, τον παραμικρό ενωτικό σύνδεσμο.
Μια συνδυαστική έρευνα οδήγησε όμως τον Μίτσελ στο όνομα της «αγαπητής κυρίας». Ήταν η ποιήτρια Κρίσταμπελ Λαμότ, που την είχαν ανακαλύψει και λατρέψει οι φεμινίστριες. Η Λαμότ ήταν «μια γυναίκα εξοργισμένη, παραδομένη στην αλλοφροσύνη», με λεσβιακή σεξουαλικότητα, που έγινε το αντικείμενο του πόθου του Ας.
Θα μπορούσε όμως μόνος του ο Μίτσελ να «δουλέψει» πάνω σε αυτήν τη σχέση; Προφανώς όχι. Ήξερε τον Ας, αλλά δεν ήξερε τίποτα για την ποιήτρια Λαμότ. Έτσι έφτασε στη Μοντ Μπέιλι που διηύθυνε ένα πανεπιστημιακό Ερευνητικό Κέντρο Γυναικείων Σπουδών και η οποία είχε τη φήμη ότι «παγώνει το αίμα των αντρών».
Ρίτσαρντ και Μοντ κόλλησαν. Και άρχισαν μαζί να ψάχνουν τη σχέση των δύο βικτοριανών, να αναζητούν χειρόγραφα, να μπαίνουν σε σπίτια παράξενων κληρονόμων, να αποφεύγουν τους ανταγωνιστές και να φτάνουν στον στόχο τους: στην αποκάλυψη του απαγορευμένου έρωτα Ας και Λαμότ αλλά και στη συνειδητοποίηση του δικού τους έρωτα: «Και πολύ αργά, με άπειρες τρυφερές καθυστερήσεις και λεπτούς αντιπερισπασμούς και παραλλαγές έμμεσης επίθεσης, ο Ρόλαντ, τελικά, για να χρησιμοποιήσω μια παρωχημένη έκφραση, μπήκε μέσα της κι έκανε δική του όλη εκείνη τη λευκή ψυχρότητά της που ζεστάθηκε πάνω του, έτσι που κάθε όριο καταλύθηκε».
Δεν είναι βέβαια αυτή η σε πρώτο επίπεδο πλοκή που κάνει συναρπαστικό και μοναδικό το μυθιστόρημα της Αντόνια Μπάιατ. Είναι ότι δίπλα στη σύγχρονη δράση ή καλύτερα μέσα στη σύγχρονη δράση τοποθετεί τον βικτοριανό κόσμο του Ράντολφ Χένρι Ας και της Κρίσταμπελ Λαμότ.
Δεν τον ανασυστήνει όμως με τη βοήθεια της ιστορικής, πραγματολογικής έρευνας. Ουσιαστικά δημιουργεί δύο ποιητές, γράφοντας η ίδια ποιήματα και πεζά, τεράστιο αριθμό στίχων, αριστουργηματικά ποιήματα, μιμούμενη το βικτοριανό στυλ ή καλύτερα παρωδώντας τις παραδομένες λογοτεχνικές μορφές.
Γιατί δεν είναι μόνο τα ποιήματα που γράφει η Μπάιατ. Μεγάλα κομμάτια της Εμμονής είναι γραμμένα επίσης σε βικτοριανό ύφος. Η συγγραφέας κινείται από τη μία εποχή στην άλλη, από τη μία γεωγραφία στην άλλη, από τη μία συναισθηματική συνθήκη στην άλλη, από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο, χωρίς ο αναγνώστης να ξαφνιάζεται και χωρίς να αντιλαμβάνεται την παραμικρή ραφή, τον παραμικρό ενωτικό σύνδεσμο.
Τι είναι, λοιπόν, η «Εμμονή»; Είναι ένα θρίλερ. Είναι ένα ρομάντσο. Είναι ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα. Είναι ένα campus novel. Είναι ένα βικτοριανό, ρομαντικό μυθιστόρημα. Είναι ένα μυθιστόρημα αρχείων. Είναι παστίς και παρωδία, με λίγα λόγια ένα λογοτεχνικό επίτευγμα.
Φυσικά το μυθιστόρημα έχει πάρει τη θέση του ως ένα από τα κορυφαία του τέλους του εικοστού αιώνα. Έχουν γραφεί πολλά κείμενα γι’ αυτό και το ίδιο έχει δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, καθώς, όπως σημειώνει η Μπάιατ, «ακόμη και διατριβές έχουν γραφτεί για τους ποιητές που επινόησα».
Άλλωστε η ιδέα του μυθιστορήματος είναι, κατά την Μπάιατ, ότι τα ποιήματα ζουν περισσότερο από τους ποιητές. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μια χειροτεχνική λογοτεχνία, με την έννοια του crafting. Και το λέω γιατί η ίδια γράφει στην εισαγωγή της Εμμονής ότι «ένα μυθιστόρημα είναι για μένα ένα πλεκτό, φτιαγμένο από ένα συνεχές νήμα».
Αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα δεν θα μπορούσε να σταθεί στη γλώσσα μας αν και η μετάφραση δεν ήταν επίτευγμα. Και η Κατερίνα Σχινά έχει κάνει μια χειροποίητη μετάφραση (νομίζω την καλύτερή της μέχρι τώρα) που συγκρίνεται άμεσα με το πρωτότυπο crafting της Μπάιατ. (Θυμίζω ότι η Κατερίνα Σχινά είναι η συγγραφέας του υπέροχου βιβλίου «Ο πολιτισμός του πλεκτού»).
Η μεταφράστρια αποδίδει σχεδόν στο απόλυτο, δηλαδή όσο το επιτρέπουν τα όρια της δικής μας γλώσσας, τα διαφορετικά λογοτεχνικά στυλ της Αγγλίδας συγγραφέως. Και δεν μπορούμε να μην επαινέσουμε, γιατί ακριβώς απολαμβάνουμε, τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει τα ποιήματα των επινοημένων ποιητών. Φαντάζομαι την τεράστια δυσκολία και τον μόχθο.
Να ένα ποίημα του Ας:
Είναι πιο δυνατή η αγάπη/ Από ένα λάκτισμα γαλβανικό
Απ’ του ηφαιστείου τη στάχτη / Και το βροντώδες βουητό
Που εξαπολύει ένας κρατήρας / Από τα έγκατα της γης;
Είμαστε ανδρείκελα, μοιραία, / Ή των Αγγέλων συγγενείς;
Κι ένα ποίημα της Κρίσταμπελ Λαμότ:
Γάντια μαζί απλωμένα / Άτονα χαλαρά
Με δάχτυλα ενωμένα / Κοιτιούνται αντικριστά
Με πάλλευκο μετάξι / Της μνήμης φυλαχτά
Σ’ αυτές τις άσπρες θήκες / Λευκά χέρια γλιστρούν
Ευλύγιστα ισιώνουν / Κι ανήσυχα ξυπνούν
Το ένα τ’ άλλο σφίγγουν / Τη δέσμευση τηρούν