Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τρία, είχα πιάσει στην Θεσσαλονίκη μια ψωραλέα φοιτητική γκαρσονιέρα. Χαριλάου, φωταγωγός, σκυλοτράγουδα στο φουλ, ποδοσφαιρικές διενέξεις, οικογενειακά μελοδράματα. Ασ' τα να πάνε. Δε μου πάει η συνοικία, ρε παιδάκι μου. Μέσα σε καταθλιπτικά σαρδελόκουτα! Ή παραδομένος στη φύση, όσο υφίστανται ακόμη αυθεντικοί παράδεισοι, ή ζωή στο καρακέντρο των πόλεων, όπου η προσωπική ταυτότητα κατέχει το προνόμιο να δρομολογείται κατά τα γούστα της.
Δίπλα μου έμενε μια ακριβοθώρητη καλλονή. Θυγατέρα του ιδιοκτήτη, συνταξιούχου εφοριακού. Πρέπει να είχε προ πολλού καβατζάρει τα τριάντα. Ήταν από κείνες τις απαράμιλλης λάμψης καϊνάρες που, σε παλιότερες εποχές, αν ζούσε σε χωριό, θα την χαρακτήριζαν σίγουρα στριφνή γεροντοκόρη και θα χρέωναν στην δυστροπία του χαρακτήρα της ή –και- στην ξιπασιά της το ότι οσονούπω θα περνούσε στα αζήτητα. Αγέρωχη, απλησίαστη, απαζάρευτη, δραπέτευε απ' το τριάρι δις ημερησίως, μία κατά τις δέκα το πρωί για ψώνια, και μία το σούρουπο να πάρει λιγάκι τον αέρα της.
Να την δουν να περνάει, πως λικνίζεται η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, πώς παίζει το τσακίρικο μάτι της, πώς έχει τον τρόπο να τους ξεσηκώνει και να μην έχει δώσει τόσα χρόνια το παραμικρό δικαίωμα. Όλοι την ορέγονταν, την ονειρεύονταν, κανείς δεν αποτολμούσε να της τα ρίξει.
Στο διάβα της έτριζαν τα πεζοδρόμια. Τσιράκια στα γιαπιά, αθλητές, κουρείς, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, και σύμπασα η αντρική πελατεία του καφενείου σηκωνόταν στο πόδι. Να την δουν να περνάει, πως λικνίζεται η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, πως παίζει το τσακίρικο μάτι της, πως έχει τον τρόπο να τους ξεσηκώνει και να μην έχει δώσει τόσα χρόνια το παραμικρό δικαίωμα. Όλοι την ορέγονταν, την ονειρεύονταν, κανείς δεν αποτολμούσε να της τα ρίξει.
Τον κιαλάριζα που την ζαχάρωνε. Περνούσε στα δέκα μέτρα και γινόταν μούσκεμα απ' τον ιδρώτα. Ποιός να ξέρει αν τον έπιανε ύπνος όλη νύχτα! Ο μανάβης της γειτονιάς. Πενηντάρης και βάλε, θεοφάλακρος, κοιλαράς, μια σιχαμερή μισοριξιά.
— Δε μπορώ, θα πεθάνω, μου λέει μια μέρα. Έτσι μου 'ρχεται να την ζυγώσω και να την ταράξω στο τσίμπημα.
— «Με τα μάτια άρα-μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα», τον ορμήνεψα. Θα φας καμιά ξεγυρισμένη σφαλιάρα και θα ψάχνεσαι.
— Και πως θα τη βγάλω, ρε φίλε; Δεν αντέχω, μ' έχει στοιχειώσει η γκόμενα. Θα την παραμονέψω καμιά νύχτα, μπας και βγει απ' το σπίτι, και θα τη βιάσω.
— Ήρεμα, θα βρεις κάνα μπελά! Άκου εδώ πώς θα δράσεις.
Πριν περάσει βδομάδα τον βλέπω να βγαίνει απ' το διαμέρισμα στα μουλωχτά σε ώρα απουσίας των γονέων, και η δουλειά πήγαινε ρολόι.
Ώσπου ήπιαμε κάποτε έναν καφέ και μου εξήγησε τα καθέκαστα.
— Αποβραδίς έβαλα μια κασέτα με τη Νίνου. Όλη νύχτα έπαιζε! Ασταμάτητα! Ένα τραγούδι που μιλάει για το κολλητήρι; «Ντίρι ντίρι, ντίρι, ντίρι, με το έξυπνο ψηστήρι, μες στα δίχτυα μου θα πέσεις, είσαι η γυναίκα που μ' αρέσεις». Το ξέρεις;
— Ε, πως! Τη λατρεύω τη Μαρίκα! Κι άρχισα να του τραγουδάω ένα κουπλέ : «Άδικα μου κάνεις τη ζόρικη και πετάς ματιές όλο κακία, όλα αυτά να ξέρεις δυναμώνουνε την ερωτική πολιορκία». Έπειτα;
— Ε, φτιάχτηκα καλά καλά και την παραμόνεψα. Την πλησίασα, σε ήσυχο μέρος. -«Τι συριανή λουκουμόσκονη είσαι εσύ, τι αφρός από καϊμάκι!» –«Σας παρακαλώ!» –«Σβήνω για πάρτι σου. Πως θα γίνει να ξεμοναχιαστούμε σε καμιά καβάντζα;» -«Καβάντζα; Θα φωνάξω τον χωροφύλακα!» –«Φώναξε όποιον θες, εγώ, και να με σκοτώσεις, δε φεύγω. Θα γίνεις το αμόρε μου. Θα σου κάνω κάτι κόλπα, θα λιώσεις!» Ε, πες, πες, έπεσε. Δεν ήθελε και πολύ!
— Μα πως έγινε;
— Μου ξομολογήθηκε κατόπι. «Κανείς δε με πλησίασε μέχρι σήμερα, κανείς δε μου έκανε καμάκι, νόμιζα πως δεν αρέσω, πως δε με γουστάρουνε. Είσαι ο πρώτος που μου έκανε ερωτική πρόταση, ο πρώτος που μου ζήτησε σεξ».
Είσαι Η Γυναίκα, Που Μ' Αρέσει - Νίνου Μαρίκα / Καπλάνης Κώστας
Το διήγημα περιλαμβάνεται στο τομίδιο "ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ - 99 + 1 μικρο-διηγήματα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων"
σχόλια