Ο καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης (1887-1974) είναι ο πρώτος Έλληνας λαϊκός καλλιτέχνης που έγραψε εκτενή κείμενα για τη ζωή του και την τέχνη του. Κείμενα απολαυστικά, σπαρταριστά, γραμμένα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και τόλμη από έναν άνθρωπο που δεν πήγε ποτέ σχολείο, αλλά έμαθε να διαβάζει και να γράφει «στον δρόμο».
«Πολλές φορές, ο Πέτρος (Κυριακός) με συμβούλευε ποιο είναι το καλόν και ποιο είναι το κακό, με εμάθαινε να συλλαβίζω τα ψηφία των γραμμάτων, εάν έλεγα καμία λέξη λάθος με διόρθωνε» γράφει στα «απομνιμονεύματά» του. «Μου έλεγε: “Για να γίνεις καραγκιοζοπαίχτης, πρέπει να ξέρεις ολίγα γράμματα”. Αφού με έμαθε να ψευτοσυλλαβίζω, εγώ έκανα προπόνηση εις τους σταυρούς του Β’ Νεκροταφείου. Μου άρεσαν τα γράμματα, αλλά ο πατέρας μου με πήρε από το σχολείον, γιατί ήτο τυφλός και ήθελε να τον παγαίνω εις τα σπίτια να ζητούμε ελεημοσύνη, για να ζήσουμε τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας μας. Όταν εμεγάλωσα, έμαθα πως δεν ήτο πατέρας μου ο Ευγένιος Σπαθάρης, γιατί εκείνα τα χρόνια το Βρεφοκομείον ήτον πτωχό και για να θρέψει τα παιδάκια τα έδωνε εις τις φτωχές γυναίκες που είχαν γάλα πολύ και καλό…».
Ο βίος του καραγκιοζοπαίχτη που ξετυλίγεται στην εξαιρετική έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο λογοτεχνικό αλλά και ιστορικό, πολιτιστικό και ανθρωπολογικό, αφού μέσα από τις αφηγήσεις και τη λαϊκή σοφία του Σπαθάρη αποκαλύπτεται ολόκληρη η ιστορία της Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα μέχρι και το 1960. Το ενδιαφέρον, όμως, του βιβλίου δεν περιορίζεται στα κείμενα του Σπαθάρη, αλλά αφορά και το χρονικό της κυκλοφορίας τους στην πλήρη και αυθεντική τους μορφή, που κράτησε πάνω από έξι δεκαετίες.
«Μια μέρα ο Τσαρούχης μού ’κανε έναν πίνακα ζωγραφικής, εμένα που κάθουμαι στην καρέκλα και ενώ, πιο πέρα, είναι ο Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος, Εβραίος, Νιόνιος και Μορφονιός και το Καραγκιοζόπουλο που σηκώνει την κάλτσα μου, εγώ ρωτάω τον Καραγκιόζη τι παράσταση θα παίξουμε το βράδυ. Αυτός ο πίνακας έχει πολύ στολίσει αυτό το παλιόσπιτο που κάθουμαι».
Ο φιλόλογος και ιστορικός Γιάννης Κόκκωνας, ειδικευμένος στην ιστορία του βιβλίου και στη βιβλιογραφία, ο οποίος ανακάλυψε τυχαία τα χαμένα χειρόγραφα και επιμελήθηκε την υποδειγματική αυτή έκδοση, έχει πολλά να πει για τη φιλολογική περιπέτεια που έζησε από τη στιγμή που έφτασαν τα «απομνιμονεύματα» στα χέρια του στην εκτενή τους μορφή – και από το 1957 μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξαφανισμένα. Το στόρι της τριπλής συγγραφής των απομνημονευμάτων του Σπαθάρη (μία φορά το 1944 και μετά ξανά και ξανά!) και της κυκλοφορίας τους είναι από μόνο του ένα μυθιστόρημα – το οποίο στο βιβλίο περιγράφεται στις 120 σελίδες της εισαγωγής.
Σωτήρης Σπαθάρης: Η μεγάλη πρόκληση
«Τον Σπαθάρη ως συγγραφέα τον γνώρισα πολύ νέος, δεν θυμάμαι αν ήμουν φοιτητής ακόμα ή μόλις είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο» λέει. «Βρήκα ένα αντίγραφο του βιβλίου του στην έκδοση του Βέργου στο παλαιοβιβλιοπωλείο του Νασιώτη που ήταν στην οδό Ηφαίστου, στο υπόγειο, και το πήρα, γιατί είχα ένα ενδιαφέρον για τα απομνημονεύματα των λαϊκών καλλιτεχνών. Το διάβασα και πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια για να βρεθούν, ξαφνικά, τα χειρόγραφα του Σπαθάρη στα χέρια μου.
Αυτό, εκτός από έκπληξη, για μένα ήταν και πολύ μεγάλη πρόκληση. Κατάλαβα αμέσως ότι έχω να κάνω με υλικό που θεωρούνταν χαμένο. Ο Σωτήρης Σπαθάρης δεν ήταν ένας συγγραφέας εγγράμματος, αλλά ένας λαϊκός καλλιτέχνης που ωθήθηκε να γράψει απομνημονεύματα από καλλιτέχνες και λογίους, οι οποίοι είχαν επενδύσει πολύ στην ανακάλυψη, στη μελέτη και την προβολή του λαϊκού πολιτισμού. Ήταν λειτουργικά αναλφάβητος κατά βάση, δηλαδή μπορεί να ήξερε να διαβάζει –διάβαζε τις πινακίδες στον δρόμο, ένα γράμμα που θα του έστελνε ενδεχομένως κάποιος, το πρόγραμμα του συναδέλφου του, έγραφε το δικό του το πρόγραμμα πρόχειρα–, αλλά δεν διάβαζε βιβλία. Και βλέπεις ότι όταν ένας τέτοιος άνθρωπος δέχεται μια ώθηση να γράψει, αυτό δεν τον ζορίζει, ίσα-ίσα τον εμπνέει, τον μεθάει, και ανακαλύπτει μια καινούργια ικανότητά του που δεν περίμενε ποτέ ότι θα εκτιμηθεί, δηλαδή ότι αυτά που γράφει θα έχουν αξία για κάποιους άλλους.
Υπάρχει ένα πάρα πολύ ωραίο κομμάτι μες στο βιβλίο του που λέει πώς ερωτεύτηκε το γράψιμο, και όταν του είπαν ότι γράφει καλά, ανακάλυψε μια καινούργια πλευρά του εαυτού του και έγραφε συνεχώς, μέρα και νύχτα. Κι ένας άνθρωπος με τέτοιο προφίλ εγγραμματοσύνης έγραψε πάνω από χίλιες σελίδες στο χέρι.
Η άλλη πρόκληση ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισαν το γράψιμό του αυτοί που τον ώθησαν να γράψει, δηλαδή πώς, με τη λογική του Προκρούστη, ήθελαν να του “σιδερώσουν” το κείμενο. Τον ήθελαν αλφαδιασμένο στο πρότυπο του λαϊκού καλλιτέχνη, δηλαδή να γράψει δημοτική. Κι ύστερα ήταν και η καθαρά τεχνική, φιλολογικοϊστορική πρόκληση: όταν έχεις στα χέρια σου εκατοντάδες σελίδες άτακτες, με αχρονολόγητες διηγήσεις, να μπορέσεις να ανασυστήσεις τη συνέχεια, τη ροή κ.λπ., εκμεταλλευόμενος τα εσωτερικά τεκμήρια, τα στοιχεία των αφηγήσεων, τις σημειώσεις που είχαν κάνει άλλοι πάνω τους, διαβάζοντας τον Τύπο της εποχής. Ήταν μεγάλη πρόκληση να μπει όλο αυτό σε μια σειρά. Ήταν μια τυχαία συνάντηση που ήρθε την κατάλληλη στιγμή.
Το άλλο που λειτούργησε ως κίνητρο ήταν η γοητεία των ίδιων των κειμένων. Με συνάρπασαν τα κείμενα. Υπήρξε, όμως, κι ένας άλλος λόγος, η ανταπόκριση που είχα από την οικογένεια του Σπαθάρη, από τον εγγονό του, Σωτήρη, γιο του Ευγένιου, και την αδερφή του, και από την κόρη του Λάμπη Χρονόπουλου, τη Γιούλη Χρονοπούλου, που ήταν ένας από τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τον Σπαθάρη από την αρχή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ανταποκρίθηκαν με άψογο τρόπο, με ευγένεια και καλή διάθεση.
Εκτός από τη μεγάλη τύχη της ανακάλυψης των χειρογράφων, είχα την τύχη οι άνθρωποι που έχουν τα πνευματικά και ηθικά δικαιώματα του έργου να μου συμπαρασταθούν και να εγκρίνουν αυτό που θέλω να κάνω. Και, φυσικά, το ότι οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης αποδέχτηκαν το τυπογραφικό σχέδιο και το υποστήριξαν. Γιατί στην ουσία έχω κάνει τη σελιδοποίηση και το στήσιμο του βιβλίου μόνος μου, την εικονογράφηση, το εξώφυλλο, τις μακέτες, τα πάντα. Δεν έχει ακουμπήσει άλλος άνθρωπος χέρι πάνω στο βιβλίο, εκτός από τους τυπογράφους και τους βιβλιοδέτες».
Η ιστορία της συγγραφής ενός βιβλίου που γράφτηκε τρεις φορές
«Ο Σπαθάρης ανακαλύπτεται από τον Γιάννη Τσαρούχη λόγω της σχέσης του με την Κηφισιά» λέει ο κ. Κόκκωνας. «Ο Σπαθάρης μετακόμισε στην Κηφισιά το 1924, όταν ήταν ακόμα ένα χωριό της Αθήνας και πήγαιναν εκεί οι κάτοικοι για αναψυχή. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Τσαρούχης. Ο Τσαρούχης τον ανακαλύπτει γιατί τον ενδιαφέρει εικαστικά το θέμα του Καραγκιόζη, δεν φαντάζεται ότι ο Σπαθάρης μπορεί να γράψει, τον ξέρει σαν αγράμματο. Τον ενδιαφέρει, όμως, γιατί βλέπει πώς φτιάχνει τα σκηνικά, τις ψαρόκολλες, επειδή ασχολείται και ο ίδιος με τη σκηνογραφία.
Κάποια στιγμή, επτά χρόνια μετά τη γνωριμία τους, έγραψε στα “Νεοελληνικά Γράμματα”, μια φιλολογική εφημερίδα της εποχής, ένα άρθρο με τίτλο “Ένας καραγκιοζοπαίχτης”, για να προβάλει μια προσπάθεια του Σπαθάρη να αλλάξει κάπως τον Καραγκιόζη, συστηματοποιώντας κάτι που έκαναν κι άλλοι καραγκιοζοπαίχτες παλιότερα, δηλαδή την τελευταία πράξη στα ηρωικά έργα να μην την παίζουν με φιγούρες, αλλά να ντύνονται σαν ηθοποιοί και να τις παίζουν οι ίδιοι, με τη βοήθεια συγγενών. Αυτό το έλεγαν “αποθέωση”.
Τότες, εγώ και η κυρά του πήραμε αγκαζέ τον ποιητή και πηγαίναμε για το σπίτι του. Εμένα η χαρά μου ήτανε τόση μεγάλη, γιατί ενώ περνάγαμε από τον Πλάτανο και με βλέπανε όλοι οι Κηφισιώτες πως εγώ, ο παλιο-Σπαθάρης, βάσταγα αγκαζέ ποιόνε; Τον Σικελιανό.
Αυτό το άρθρο έκανε περισσότερο γνωστό τον Σπαθάρη στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας. Ήταν ήδη γνωστός καραγκιοζοπαίχτης σε όσους παρακολουθούσαν τα σχετικά με τον Καραγκιόζη και ο Julio Kaimi τον είχε συμπεριλάβει ήδη στον κατάλογο των σπουδαίων καραγκιοζοπαιχτών, σε ένα βιβλίο που είχε γράψει για τον Καραγκιόζη το 1935. Ωστόσο, από το άρθρο ίσως τον πρόσεξε περισσότερο ο ζωγράφος Νίκος Καρτσωνάκης, που ήταν γείτονας του Σπαθάρη και γνωρίζονταν, αντάλλασσαν υπηρεσίες. Επειδή ο Σπαθάρης ήταν και οικοδόμος και έμενε κοντά στον Καρτσωνάκη, του έκανε κανένα μερεμέτι στο σπίτι και ο Καρτσωνάκης τον βοηθούσε όποτε είχε ανάγκη να γράψει κάτι ορθογραφημένο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία τους: μια μέρα πήγε ο Σπαθάρης να του γράψει ο Καρτσωνάκης ένα γράμμα για το Σωματείο Καραγκιοζοπαιχτών κι εκείνος του είπε “γράψ’ το και φέρ’ το να σου το διορθώσω”. Όταν του το πήγε, είδε ότι δεν χρειαζόταν να συμπληρώσει τίποτα, ήταν πολύ καλογραμμένο. Τον ρώτησε: “Μπορείς να γράψεις για τη ζωή της τέχνης σου;” – είχε καταλάβει ότι είχε κάτι ξεχωριστό στον τρόπο που έγραφε. Έτσι ο Σπαθάρης άρχισε να γράφει.
Αυτό έγινε το 1944, τελευταία χρονιά της Κατοχής, και φαίνεται ότι στα τέλη του ’44 ο Σπαθάρης τελείωσε το βιβλίο. Όταν πήρε το χειρόγραφο αυτό ο Καρτσωνάκης κατάλαβε ότι είχε μπροστά του κάτι πολύ αξιόλογο και ήθελε να εισπράξει κι αυτός μια αναγνώριση, να το παρουσιάσει ως συνδημιουργία, σαν κάτι που έγραψε αυτός με υλικό που του έδωσε ο Σπαθάρης. Ενώ δεν ήταν έτσι, ο Σπαθάρης είχε γράψει αφηγήσεις συγκροτημένες, δεν ήταν υλικό άτακτο.
Ο Καρτσωνάκης είχε γνωριστεί τότε με τον Σικελιανό και του έδωσε το χειρόγραφο να το διαβάσει για να του πει κατά πόσο αξίζει να εκδοθεί, υπολογίζοντας να του ζητήσει να γράψει τον πρόλογο. Ο Σικελιανός ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την υπερβολή γενικά. Το διάβασε και ενθουσιάστηκε και από τον ίδιο τον Σπαθάρη και από το κείμενο, και μέσα στο 1945 έγραψε στα “Ελεύθερα Γράμματα” ένα διθυραμβικό κείμενο, δημοσιεύοντας ορισμένα κομμάτια από τα απομνημονεύματα του Σπαθάρη. Αυτό ήταν σταθμός στη ζωή του.
Ο Σικελιανός τότε είχε μεγάλη αίγλη και κύρος και είχε γράψει πολύ ενθουσιώδη λόγια επαινώντας τον και ως άνθρωπο, κι αυτό για τον Σπαθάρη ήταν ένα σοκ. Άλλαξε ο τρόπος που έβλεπε ο ίδιος τον εαυτό του και κατάλαβε ότι αντίστοιχα άλλαξε και ο τρόπος που τον έβλεπαν οι άλλοι. Τον σταματούσαν άνθρωποι στον δρόμο και του έλεγαν “διαβάσαμε τι έγραψε ο Σικελιανός για σένα”. Σε κάποιο συγκινητικό σημείο στο κείμενό του γράφει:
“Τότες, εγώ και η κυρά του πήραμε αγκαζέ τον ποιητή και πηγαίναμε για το σπίτι του. Εμένα η χαρά μου ήτανε τόση μεγάλη, γιατί ενώ περνάγαμε από τον Πλάτανο και με βλέπανε όλοι οι Κηφισιώτες πως εγώ, ο παλιο-Σπαθάρης, βάσταγα αγκαζέ ποιόνε; Τον Σικελιανό”.
Όμως, λίγο πριν βρεθεί τρόπος να εκδοθούν τα απομνημονεύματα, ισχυρές προσωπικότητες και οι δύο, ο Καρτσωνάκης με τον Σπαθάρη “τα έσπασαν”. Ίσως ο Καρτσωνάκης θίχτηκε από τον Σικελιανό, γιατί του είπε “να σου δώσω όση φιλολογική δόξα θέλεις, αλλά το βιβλίο το έγραψε ο Σπαθάρης, πώς να πούμε ότι το έγραψες εσύ;”.
Στο μεταξύ, ο Σπαθάρης έχει γνωρίσει την Έλλη Παπαδημητρίου, που είχε την εταιρεία “Ελληνικές Τέχνες” στο κέντρο των Αθηνών, και προσπαθούσαν όλοι να δουν πώς θα βοηθήσουν να βγουν τα απομνημονεύματα. Το βιβλίο, όμως, δεν βγήκε. Πέρασαν τα χρόνια, μέχρι που το 1950 ήρθε ένας άλλος σταθμός στην ιστορία της συγγραφής του έργου: η γνωριμία του Σπαθάρη με τον Λάμπη Χρονόπουλο, νεαρό αριστερό και ποιητή, μέλος του ΕΑΜ, φοιτητή ακόμα της Νομικής, με αντιστασιακή δράση, γνωστό του Λουντέμη, φίλο του Κόντογλου. Τον Σπαθάρη τον γνώρισε από τον Κόντογλου.
Ο Χρονόπουλος είναι πρόσωπο-κλειδί για την ιστορία του βιβλίου. Είδε το χειρόγραφο που είχε δώσει στον Καρτσωνάκη και κατάλαβε ότι, αν τον τσιγκλήσει κατάλληλα, θα βγει ένα έργο πολύ μεγαλύτερο. Ως αριστερός είχε τη θέληση να ασχοληθεί με τον λαϊκό πολιτισμό, τον ενδιέφεραν πολύ κείμενα που είχαν γράψει άνθρωποι που δεν ήταν επαγγελματίες συγγραφείς. Συγκέντρωνε κι άλλα, και κατάλαβε ότι και ο Καραγκιόζης είναι ένα μεγάλο θέμα.
Έτσι, έβαλε τον Σπαθάρη να γράψει περισσότερα, για συγκεκριμένα πράγματα – είχε στον νου του μια βιογραφία ολοκληρωμένη. Κατάλαβε ότι έχει μεγάλη σημασία να γράψει ο Σπαθάρης για όλη του τη διαδρομή, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να φανεί πώς διαμορφώθηκε και ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Ο Χρονόπουλος προσπάθησε με τρόπο να του δώσει να καταλάβει ότι θα ήταν καλύτερα να γράψει σε πιο καθαρή δημοτική, γιατί ο Σπαθάρης στο πρώτο χειρόγραφο είχε αρκετά λόγια στοιχεία.
Γενικώς, οι απλοί άνθρωποι ενσωμάτωναν στην ομιλία τους τα στοιχεία της καθαρεύουσας με τα οποία έρχονταν σε επαφή, και οι καραγκιοζοπαίχτες ακόμα περισσότερο, γιατί λειτουργούσε σε αυτούς αυτό που λέμε επικοινωνιακό πλαίσιο. Στις παραστάσεις, τον επίσημο χαρακτήρα, τον αξιωματικό, τον πασά, ήθελαν να τον βάζουν να μιλάει στην καθαρεύουσα, όχι σαν τον Καραγκιόζη. Ήθελαν η κοινωνική διαφοροποίηση να φαίνεται στον μπερντέ και μέσα από τη γλώσσα. Οπότε, σου λέει ο Σπαθάρης “γραμματισμένοι θα το διαβάσουν το βιβλίο, θα γράψω στην καθαρεύουσα”.
Ο Χρονόπουλος τον έπεισε να ξαναγράψει όσα είχε γράψει, αναδιατυπώνοντάς τα, και ταυτόχρονα να γράψει από την αρχή ό,τι είχε αφήσει εκτός, π.χ. το κεφάλαιο που είχε να κάνει με την πατρική του οικογένεια. Έτσι, τον βοήθησε να γράψει ένα έργο που είχε ίσως πενταπλάσια έκταση από το αρχικό.
Αυτό έγινε από το 1950 μέχρι το 1953. Και ενώ είχαν βρει την άκρη μέσω του Octave Merlier να εκδοθεί το βιβλίο από το Γαλλικό Ινστιτούτο των Αθηνών και μάλλον σχεδίαζαν να το μεταφράσουν και σε άλλες γλώσσες, συγκρούεται ξανά ο Σπαθάρης, με τον Χρονόπουλο αυτήν τη φορά, και διακόπτεται η συνεργασία τους. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό που είχε αναλάβει ο Χρονόπουλος και, επειδή είχε κι άλλες υποχρεώσεις, οι καθυστερήσεις έφεραν τη σύγκρουση. Με τη διακοπή της συνεργασίας ο Χρονόπουλος κράτησε τα χειρόγραφα, δεν του τα έδωσε, για να μην εκδοθούν αλλού. Στην ουσία θεωρούσε ότι ήταν συνδημιουργός και του έδωσε μόνο ένα αντίγραφο από το πρώτο χειρόγραφο. Του είπε ότι το νέο χειρόγραφο είχε καταστραφεί, ότι, επειδή ήταν διωκόμενος από τις Αρχές, το έκαψε η σπιτονοικοκυρά του.
Μέχρι που πέθανε, το νέο, εκτενές χειρόγραφο του 1957 έμεινε στην κατοχή του. Στη συνέχεια, άγνωστο πώς, το χειρόγραφο βρέθηκε στα παλιατζίδικα και από κει το βρήκα εγώ. Ένα μέρος του βέβαια, γιατί ένα άλλο, το πρώτο χειρόγραφο, το είχε αγοράσει, πάλι από τους παλιατζήδες, ο Σωτήρης Σπαθάρης.
Μετά, αφού δεν είχε πια τα χειρόγραφα ο Σπαθάρης και ήθελε οπωσδήποτε να βγάλει το βιβλίο, ξανασυνεργάστηκε με τον Καρτσωνάκη για να το ξαναγράψει, τρίτη φορά, με βάση όσα θυμόταν. Ξεκίνησε, ξανατσακώθηκε με τον Καρτσωνάκη και του πρότειναν για καινούργια επιμελήτρια την Κατερίνα Φιλδισάκου. Κι έτσι, κουτσά-στραβά, από το ’57 μέχρι το ’59, έγραψε αυτό το οποίο εκδόθηκε και κυκλοφορεί πλέον από τις εκδόσεις Άγρα. Ήταν ό,τι θυμήθηκε, πειραγμένο από δύο επιμελητές. Αυτή είναι η μυθιστορηματική ιστορία της συγγραφής των απομνημονευμάτων του».
Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Σπαθάρη
«Τα κείμενα είναι όσο αξιόπιστα είναι τα αυτοβιογραφικά κείμενα των έντιμων ανθρώπων» λέει ο κ. Κόκκωνας. «Έχω ελέγξει μερικές αφηγήσεις βάσει ντοκουμέντων της εποχής και όσοι έλεγχοι έχω κάνει έχουν δείξει ότι όλα επιβεβαιώνονται, και τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, δεν έχω βρει στοιχεία μυθοπλασίας».
Η αφήγηση είναι τόσο προσωπική και ειλικρινής, που δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να την αμφισβητήσεις. Περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του ο πατέρας του, από ένα ατύχημα στην Αρχαιολογική Εταιρεία όπου δούλευε, στην Ακρόπολη, και τη φτώχεια που ακολούθησε στο σπίτι, με τρόπο συγκλονιστικό:
«Η εταιρεία μάς άφησε στο έλεος του Θεού. Γι’ αυτό και ο πατέρας μου από εργάτης έγινε ζητιάνος. Αφού η εταιρεία αδίκησε τον πατέρα μου, ο πατέρας μου επήρε στο λαιμό του τη μητέρα μου, γιατί η μητέρα μου εδούλεψε απάνω από σαράντα χρόνια και εσάπισαν τα κρέατά της μέσα στα ξένα σκατοβολιά της σκάφης. Εμείς, τα τρία τους παιδιά, ποτέ δεν χορτάσαμε ψωμί ούτε καινούργιο ρούχο εφορέσαμε, παρά μόνο όλο αποφόρια. Και τα τρία παιδιά εγινήκαμε ζητιάνοι, γιατί εγυρίζαμε κατά σειρά τον πατέρα μας και ανατραφήκαμε μέσα εις την απλυσιά, στην βρόμα και βουτηγμένα μες στην ψείρα. Εγώ νομίζω πως μπορούμε να πούμε πως από γέννημα και ανάθρεμμα οι άνθρωποι είναι βουτηγμένοι μες στην αδικία, γι’ αυτό κανένας αγανακτισμένος άνθρωπος δεν πρέπει να κλείσει τα μάτια του αφού δεν κλείσει ή δε δείξει τη βάνα της αδικίας».
Στο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Η αρρώστια του ύπνου» γράφει, αφοπλιστικά, ότι κοιμόταν τόσο βαριά, που κατουριόταν πάνω του: «Αφού ο πατέρας μου έβλεπε πως εγώ κοιμόμουν όρθιος στα χέρια του, τότε πια μ’ έβαζε στα ρούχα και αρχίναγε να μοιρολογάει το τι θα γίνει το χάλι μου και το πώς θα ζήσω σε αυτό τον κόσμο με αυτόν τον ύπνο που κάνω. Με ήθελε μαζί του γιατί πριν κοιμηθώ ήμουνα πολύ ζωηρός, αλλά η αρρώστια του ύπνου με έκανε πτώμα. Κοιμόμουνα τόσο βαριά, που δεν ένιωθα για να σηκωθώ για να κατουρήσω, γι’ αυτό εκατουριόμουνα απάνω μου. Όταν πανδρεύτηκα και περάσανε κάμποσα χρόνια, σώθηκα από αυτή τη βραδινή μπουγάδα, γιατί η γυναίκα με σήκωνε δυο τρεις φορές κάθε βράδυ, κι έτσι πια συνήθισα και σηκώνουμαι τώρα μόνος μου…».
Μέσα από τις αφηγήσεις του ο Σπαθάρης αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του: έναν άνθρωπο ευαίσθητο, αλλά σκληραγωγημένο από τη ζωή, ειλικρινή, ευθύ και ταπεινό, αλλά και κάπως καυχησιάρη και με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ειδικά όταν μιλάει για την τέχνη του.
«Αυτό που θα μπορούσε να πει κάποιος είναι ότι κομπάζει αρκετά και αυτοπροβάλλεται, έχει ένα λάιτ μοτίφ» λέει ο κ. Κόκκωνας. «Δηλαδή λέει ότι “στην αρχή με αμφισβητούσαν, αλλά όταν άρχισα να παίζω, μου έλεγαν τι καλός καραγκιοζοπαίχτης που είσαι και οι άλλοι καραγκιοζοπαίχτες δίπλα αναγκάστηκαν να κλείσουν”, αλλά πριν τον κρίνει κανείς, πρέπει να ξέρει μερικά πράγματα για το σινάφι των καραγκιοζοπαιχτών.
Στη συντεχνία αυτή υπήρχε πολύ μεγάλος ανταγωνισμός. Ήταν μεροκαματιάρηδες και η φήμη ήταν εκείνη που τους εξασφάλιζε το μεροκάματο, άρα και οι ίδιοι αλλά και οι καφετζήδες –γιατί καφετζήδες ήταν οι θεατρώνες τους– είχαν έναν τρόπο να διαφημίσουν τις παραστάσεις. Και αυτός ο τρόπος ενσωματώθηκε στη νοοτροπία τους, δεν τα έλεγαν για διαφήμιση, τα πίστευαν κιόλας λίγο. Αυτό δεν ήταν χαρακτηριστικό του Σπαθάρη μόνο, ήταν χαρακτηριστικό της συντεχνίας. Το επάγγελμά τους ήταν στην αρχή περιθωριακό, έπρεπε να διεκδικήσουν μια θέση στην κοινωνία και πρόβαλλαν το έργο τους με όποιον τρόπο μπορούσαν».
Η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς
Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1887 στην Αθήνα από άγνωστους γονείς και το 1889 υιοθετήθηκε από τους Σαντορινιούς Ευγένιο και Μαριέττα Σπαθάρη. Μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, στην περιοχή του Μεταξουργείου. Μικρό παιδί γοητεύτηκε από το θέατρο σκιών, μαθήτευσε για λίγο στον καραγκιοζοπαίχτη Θεοδωρέλο και από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη γειτονιά του. Αλήτεψε, δούλεψε κοντά σε τσαγκάρηδες και άλλους μαστόρους, και συμπλήρωνε το πενιχρό του εισόδημα από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη, δουλεύοντας ως οικοδόμος, πλακάς κυρίως.
Το 1913 παντρεύτηκε από έρωτα την Τριανταφυλλιά Μαλακού, υπηρέτρια από τα Κύθηρα, κατατάχτηκε στον στρατό καθυστερημένα το 1915, επιστρατεύτηκε αργότερα και βρέθηκε στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1918 και το 1919. Όταν γεννήθηκε ο γιος του Ευγένιος, το 1924, μετακόμισε στα Αλώνια της Κηφισιάς. Στις δεκαετίες του 1930 και 1940 έγινε ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης των καλλιτεχνών και των διανοουμένων της Αθήνας, ύστερα από τη γνωριμία του με τον Γιάννη Τσαρούχη.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1947, όταν κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του, όμως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνέχισε να ασχολείται με τον Καραγκιόζη ως τον θάνατό του, το 1974, παρακολουθώντας πάντοτε την επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή του γιου του Ευγένιου.
Φωτογραφία ανοίγματος: Έργο του Τσαρούχη, 1932. «Μια μέρα ο Τσαρούχης μού ’κανε έναν πίνακα ζωγραφικής, εμένα που κάθουμαι στην καρέκλα και ενώ, πιο πέρα, είναι ο Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος, Εβραίος, Νιόνιος και Μορφονιός και το Καραγκιοζόπουλο που σηκώνει την κάλτσα μου, εγώ ρωτάω τον Καραγκιόζη τι παράσταση θα παίξουμε το βράδυ. Αυτός ο πίνακας έχει πολύ στολίσει αυτό το παλιόσπιτο που κάθουμαι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.