Μέσα στο κέντρο μιας Πλάκας που ψευτοξεφαντώνει κάθε βράδυ, προσφέροντας τώρα πια τη διασκέδαση με την οκά, βρίσκεται ένα από τα πιο πρωτότυπα «μουσεία» της ελληνικής τέχνης. Από τα τζάμια του φαίνονται κάτι πρόχειρες ταμπέλες που πληροφορούν τον επισκέπτη για τις ώρες λειτουργίας του.
Το σπίτι αυτό στον πρώτο όροφο της οδού Λυσίου 9 δεν είναι, βέβαια, κανονικό μουσείο. Απλώς είναι η κατοικία του γερο-Σωτήρη Σπαθάρη, 86 χρονών τώρα, που ζει μόνος του, με μια τιμητική σύνταξη από το Δημόσιο, περιμένοντας, πριν κλείσει τα μάτια, να στεγάσει τα έργα του σε κάποιο πιο επίσημο μουσείο και να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του ο Γιάννης Τσαρούχης. Και τα δύο αυτά σχέδια προχωρούν, φαίνεται, γιατί και ο αρμόδιος υπουργός υποσχέθηκε στον Σπαθάρη ότι θα του εξασφαλίσει στέγη και ο Τσαρούχης, με αντιπρόσωπο εδώ τον αδερφό του Μάριο, έχει κάνει όλες τις προετοιμασίες για το γύρισμα της ταινίας αυτής.
Με αυτά τα δύο όνειρα ζει ο Σωτήρης Σπαθάρης. Στην αρκετά προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται τώρα δεν παύει να συζητάει συνέχεια για τα θέματα αυτά και να ασχολείται ακόμα με την τέχνη του, πράγμα που, όπως λέει, τον κρατάει ακόμα στη ζωή.
Ο Σωτήρης Σπαθάρης υπήρξε σπουδαίος καλλιτέχνης. Στην προπολεμική εποχή ‒εποχή μεγάλης ακμής για το Θέατρο Σκιών‒ ήταν από τους μεγαλύτερους και δημοφιλέστερους καραγκιοζοπαίχτες. Από το 1929 υπήρξε φίλος του νεαρού τότε ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη και αργότερα πολλών λογίων και καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων και ο Άγγελος Σικελιανός. Ένα γράμμα του τελευταίου προλογίζει, μάλιστα, το βιβλίο με τα απομνημονεύματα του Σπαθάρη, που βγήκε το 1960.
Βλέπω φαντασίες μπροστά μου και βλέπω τον Καραγκιόζη. Και λέει ο Καραγκιόζης: «Γερο-Σπαθάρη, τώρα τρελάθηκες, τώρα στα τελευταία; Θα στεγάσεις αυτούς κι εμάς θα μας πετάξεις στον δρόμο; Εμείς 65 χρόνια σε δοξάσαμε, σε φορτώσαμε τιμητικές διακρίσεις, πήρες συγχαρητήρια από τον Ζεράρ Φιλίπ, με τι έπαιξες; Μ’ εμάς δεν έπαιξες;». Λοιπόν, όλα αυτά τα βλέπω φαντασία εγώ μπροστά μου. Ή θα τα στεγάσω όλα μαζί ή θα πεθάνω μαζί τους.
Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε μια ακόμα έκφραση του ταλέντου του Σπαθάρη στον χώρο της πεζογραφίας. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο κείμενο, στο οποίο ο σεμνός αυτός καλλιτέχνης περιγράφει απλά και άμεσα τη ζωή του και αποκαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του Καραγκιόζη. Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, ως κείμενο «λαϊκού λόγου» υψηλής ποιότητος, και πολλοί ειδικοί το συνέκριναν, με αρκετή βέβαια επιφυλακτικότητα, με τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη.
Όταν πριν λίγες από μέρες συνάντησα τον Σωτήρη Σπαθάρη, ανάμεσα στα άλλα, μου είπε ότι «βλέπει φαντασίες»: τον Καραγκιόζη να του μιλάει και να συζητάει μαζί του σαν να είναι ζωντανός άνθρωπος. «Σαν τα οράματα του Μακρυγιάννη!» σκέφτηκα·και επέμενα να μου πει ό,τι άλλο έβλεπε στις «φαντασίες» του. Φαίνεται ότι δεν τα θυμάται καλά, αλλά πάντως μου είπε ότι βλέπει πράγματα πάντα σχετικά με την τέχνη του. Μόνιμος συνομιλητής του στα οράματα αυτά είναι ο πρωταγωνιστής του, Καραγκιόζης. Μετά από λίγο, πιο νηφάλιος, σκέφτηκα: «Δεν μπορεί, οι φίλοι του γερο-Σπαθάρη, που ξέρουν απ’ αυτά τα πράγματα, αν είναι σημαντικά τα οράματα, θα τον βάλουν να τα γράψει, όπως έκανε με τα “Απομνημονεύματά” του, και θα διασωθούν»,· κι έτσι προχώρησα στη συνέντευξη.
Πριν από πολλές μέρες, πήρα στο τηλέφωνο τον Σωτήρη Σπαθάρη στο σπίτι του, Λυσίου 9, στην Πλάκα. Του ζήτησα να ορίσουμε ένα ραντεβού για τη συνέντευξη, αλλά ο Σπαθάρης μου είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να κανονίσουμε εκ των προτέρων μέρα και ώρα:
«Εγώ, παιδί μου», μου είπε, «από την ημέρα που πέθανε η γυναίκα μου τα έχω χάσει και δεν θυμάμαι καλά. Κανόνισε τις δουλειές σου και πάρε με τηλέφωνο πάλι. Κι εγώ θα σου πω “έλα τώρα ή πάρε με ξανά στο τηλέφωνο”».
Τόσο πολύ αγαπούσε τη γυναίκα του! Κι όσοι έχουν διαβάσει τα «Απομνημονεύματά» του, θα θυμούνται τη λεζάντα της φωτογραφίας του ζεύγους Σπαθάρη: «Η γυναίκα που κάθεται στην πόρτα του θησαυρού της τέχνης μου, αυτή έχει τα πρωτεία, γιατί σ’ αυτήν τη χρωστάω όλη την καλλιτεχνική ζωή μου».
Η συνέντευξη έγινε όπως είχε κανονιστεί. Μία από τις μέρες που έκανε παγωνιά, χτυπήσαμε το κουδούνι του παλιού σπιτιού, που του είχε παραχωρήσει το κράτος. Αλλά ο Σπαθάρης δεν άκουγε και περιμέναμε με τον φωτορεπόρτερ Κώστα Αναγνωστάκη αρκετή ώρα απέξω, ώσπου τον ειδοποίησε μια γειτόνισσα, που άκουσε το κουδούνι και μας άνοιξε. Ανεβήκαμε την εξωτερική σκάλα της αυλής και βρεθήκαμε σε ένα από τα δωμάτια του πρώτου ορόφου, που ο Σπαθάρης χρησιμοποιεί για σαλόνι, κρεβατοκάμαρα και κουζίνα. Όλα τα άλλα είναι σαν μόνιμη έκθεση Καραγκιόζη. Το δωμάτιο του Σπαθάρη ζέσταινε ένα ηλεκτρικό σώμα καλοριφέρ.
— Από πότε μένετε εδώ;
Πάνε τώρα δύο χρόνια.
Σ’ ένα τραπέζι δίπλα του υπάρχουν τα «πατρόν» από τα μικρά καραγκιοζάκια που στερεώνει ανάμεσα σε δύο ξύλα και τα πουλάει.
— Ασχολείστε ακόμη με τα καραγκιοζάκια αυτά, ε;
Βέβαια! Μου λέει ο γιατρός ότι αν πάψω να αγαπάω την τέχνη μου και δεν ασχολούμαι, θα στερηθώ το καλύτερό μου φάρμακο. Την αγαπώ την τέχνη, από τον καιρό που την πρωτόδα, παιδί μου. Την είδα ‒ ήμουν 8 χρονών παιδί που την είδα. Την είδα που την έφερε στην Ελλάδα αυτός ο μπαρμπα-Γιάννης, που λέμε, ο Μπράχαλης, και τον είδα πώς έπαιζε. Γιατί το παιδί, ως λένε, το μικρό θυμάται. Επαίξαμε τα «100 χρόνια του Καραγκιόζη» το ’61 στον «Παρνασσό», μαζί με το παιδί μου, τον Ευγένιο. Αυτός που παίζει στην τηλεόραση. Τότε εγώ έκανα τον Μπράχαλη. Και μου λέει: «Πού τα βρήκες αυτά τα λόγια!». Τα θυμόμουνα από τότε.
— Πότε πρωτοείδατε εσείς Καραγκιόζη;
Εδώ και 75 χρόνια. Ήμουνα 8 χρονών παιδί. Μαζί με τον Πέτρο τον Κυριακό παίζαμε τις πρώτες παιδιάστικες παραστάσεις. Έμενα στο Μεταξουργείο, οδός Άστρους. Με τον Κυριακό γνωριστήκαμε στον πετροπόλεμο. Ο Πέτρος ήταν ένας τέτοιος τραγουδιστής, που ανοίγανε τα παράθυρα τότε που τραγούδαγε, να τον ακούσουν.
— Είχατε και ορχήστρα τότε στον Καραγκιόζη. Τι όργανα παίρνετε;
Τα απαραίτητα ήταν κλαρίνο, κορνέτα και γκρανκασοτάμπουρα (κρουστά).
— Πού πρωτοπαίξατε επαγγελματικά Καραγκιόζη;
Εκεί θα με πάρουνε ταινία τώρα. Στο καφενείο του Θεόφιλου, από πίσω απ’ τον σταθμό της Πελοποννήσου, είναι το καφενείο «Τα κρητικά».
— Ποιος θα σας πάρει ταινία;
Τώρα, προχθές, μου δώσανε μάλιστα τας αποδοχάς. Ενδιαφέρεται ο Τσαρούχης. Σαράντα χρόνια έχουμε συνεργαστεί μαζί. Στο Παρίσι είναι τώρα και έχει τον αδερφό του, τον Μάριο, και ο Μάριος μού παράγγειλε προχθές ότι «θα σου δώσουνε μια ταινία δική σου, μια ταινία θα στείλουμε στο Μουσείο Μπενάκη, μια θα δώσουμε του Σιδέρη στο Θεατρικό Μουσείο και μια θα έχουν αυτοί». Μου παραχωρούνε και το σπίτι που καθόμουνα εδώ και 75 χρόνια στην οδό Άστρους.
— Στην Κηφισιά πότε πήγατε;
Το ’22. Εκεί γνώρισα και τον Τσαρούχη. Μου είπε ο Τσαρούχης: «Απ’ όλους τους καλούς καραγκιοζοπαίχτες που έχω ακούσει, καλύτερη απόδοση έχει ο δικός σου Καραγκιόζης. Κι αν υποτεθεί και θέλεις, να πάμε να τον δείξουμε». Του λέω «πού;». «Στα ατελιέ των καλλιτεχνών». Ήταν ένας σύλλογος τότε, «Αρμό» τον λέγανε. Ήτανε όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες.
— Πότε σταματήσατε να παίζετε;
Να παίζω; Δεν σταμάτησα ακόμα. Ακόμα με γαργαλάει, παιδί μου. Όπου παίξω τώρα, έχω έναν καθηγητή και με βοηθάει. Άμα δεν πάρω τον καθηγητή μαζί μου, θα βρω τον μπελά μου.
— Ποιος είναι;
Τον λέει το ραδιόφωνο κάθε τόσο. Είναι ο καθηγητής της βυζαντινής μουσικής και μουσικοσυνθέτης, ο Σωκράτης ο Βερνάρδος.
— Έρχεται και σας βοηθάει στις παραστάσεις;
Βέβαια, άμα τον έχω αυτόνε δίπλα μου γίνομαι παιδί. Κι αυτός, άμα παίξω και δεν τον πάρω, ου…
Είχα συντροφιά τη γυναίκα μου τη μακαρίτισσα ‒ γιατί μου πέθανε εδώ η γυναίκα. Αν θέλετε να πάρετε και μια φωτογραφία της, την έχω μόλις μπεις μέσα δεξιά., θα δεις που έχω γείρει απάνω της. Εδώ μου πέθανε. Σε όλα τα μουσεία, που έχω τα έργα μου, αυτή με βοήθαγε. Δηλαδή έπαιρνα τη γνώμη τη δική της. «Αν το ’παιρνες έτσι; Καλύτερο δεν θα ’τανε έτσι; Κι αν του ’βαζες το άλλο χρώμα;». Εξενύχταγε μαζί μου.
— Κι ο γιος σας έκανε προκοπή ως καραγκιοζοπαίχτης;
Ο Ευγένιος, καλή προκοπή, και είμαι στις μεγαλύτερες δοξασμένες ημέρες της ζωής μου, γιατί ο συνεχιστής μου είναι άξιος. Αυτός λέει παντού ότι κανείς δεν μπορεί να με αντικαταστήσει, παρά μόνον ο πατέρας μου. Τον έχω αντικαταστήσει, τελευταία φορά στην τηλεόραση. Και πήγα το λοιπόν εκεί και λέει ο Σωτήρης, ο εγγονός μου: «Θα παίξει ο παππούς μου». Πάμε μες στη σκηνή, μου λέει: «Μ’ αυτούς τους τέσσερες καραγκιόζηδες θα παίξεις. Μακριά τα χέρια σου, να μην παίρνει ‒λέει‒ το κεφάλι σου ο προβολέας και μόλις τούτος εδώ κατεβάσει το χέρι του, θα παίξουμε τη δοκιμή. Κι αν η δοκιμή ‒λέει‒ έχει μια λέξη που δεν τηνε θέλουνε, θα σου πουν να μην τη βάλεις στην εκτέλεση». Λέω: «Και τι παίζουμε Σωτήρη;». «Ο Καραγκιόζης ζητιάνος». Όταν παίξαμε τον «Καραγκιόζη ζητιάνο», όλοι φώναζαν «σε θέλει ο αρμόδιος», πάω εκεί το λοιπόν και μου λέει: «Άκου, Σπαθάρη, να σου πω, εμείς δεν θέλουμε οι Έλληνες να προσκυνάνε τους Τούρκους, δεν θέλω ‒λέει‒ στην εκτέλεση να το βάλεις αυτό». Λέω: «Δεν θέλω, παιδί μου, να μου πεις άλλα και θα σου πω γιατί». «Μα το κατάλαβες;» μου λέει. Όταν πήγαμε, λοιπόν, και κάναμε την εκτέλεση, εγώ έβγαλα τον Καραγκιόζη και πήγε στον Πασά, γονάτισε μπροστά του και του ζήταγε ελεημοσύνη. Όλοι λέγανε που με ’βλέπαν, «θα βρει τον μπελά του τώρα». Αλλά ο Καραγκιόζης τού λέει ένα καλαμπούρι του Πασά, τον έκανε και γέλασε. Άλλο καλαμπούρι, άλλο, άλλο, τέλος τον αρχινάει στις καρπαζιές ο Καραγκιόζης τον Πασά. Χα, χα, χα…
— Τι σκοπεύετε να κάνετε, κ.Σπαθάρη, όλες αυτές τις φιγούρες και τα έργα που είναι μέσα σ’ αυτό το σπίτι; Έμαθα ότι σας τα ζητούν από κάποιο μουσείο.
Άμα θα μου δώσει στέγη ο υπουργός κ. Τσάκωνας, αμέσως θα κάνω εγώ αυτό που είπανε οι δύο μεγάλοι άνθρωποι της εποχής μας. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι της εποχής μας, που γνώρισα εγώ, θεωρώ ότι ήτανε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός και ο Πικιώνης, ο δάσκαλος όλων των αρχιτεκτόνων. Στο Πολυτεχνείο ήταν αυτός. ΄Ήρθε μια μέρα στο ατελιέ και μου λέει: «Αν είχα λεπτά θα τ’ αγόραζα όλα αυτά. Αυτός είναι θησαυρός. Αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό, όποια στέγη τον στεγάσει, αμέσως η Ελλάδα θα κάνει το διεθνές προσκύνημα του λαϊκού θεάτρου». Γι’ αυτό τώρα ο Τσάκωνας, αν μου δώσει τη στέγη, αμέσως θα το κάνω αυτό.
— Πού θα το κάνετε;
Εκεί που θα μου δώσουν τη στέγη. Θα βάλω τα έργα μου, όλα μου τα έργα.
— Άκουσα συγκεκριμένα ότι ζήτησαν έργα σας από το Μουσείο Μπενάκη.
Ναι, ζήτησαν μερικά έργα μου, όχι όλα τα έργα. Να σου πω ένα πράγμα, τον Καραγκιόζη τον έχω αγαπήσει τόσο πολύ, που νομίζω, μερικές φορές που έρχομαι σε κρίση, που θέλω να δώσω το πρωί λόγο να πούμε, να παίξω να πούμε, και τον ερωτάω τον Καραγκιόζη, αυτό το άψυχο, τον ερωτάω: «Τι λες εσύ, θα με ικανοποιήσεις τώρα που θα παίξω;». Λοιπόν, τούτο δω θέλω να σημειώσετε. Το ’72 είχε κάνει έκθεση η γκαλερί Ζουμπουλάκη, εδώ στο Σύνταγμα, του Τσαρούχη. Λοιπόν, ήμουνα υποχρεωμένος, αφού τον αγαπάω αυτόν τον άνθρωπο, που ’χω συνεργαστεί τόσα χρόνια, να πα να τηνε δω την έκθεση. Λοιπόν, πήγα στου Ζουμπουλάκη και μου λέει: «Σπαθάρη, αυτόν τον παραμυθένιο Πασά τον πουλάς; Να ’ρθεις να μας πεις πόσο τον πουλάς». Και πήγα εγώ ύστερα από 3-4 μέρες και του λέω τον πουλάω τον Πασά, μαζί με το χειρόγραφο του Σικελιανού, 300.000. Δεν τα πήγα εκεί να τα πουλήσω, γιατί μου είπαν οι φίλοι της τέχνης μου: «Καλύτερα ν’ αυτοκτονήσεις, παρά να τα πουλήσεις. Να τα δώσεις σ’ ένα μουσείο».
— Αυτό είναι το καλύτερο…
Ναι, αλλά εδώ έπαθα το άλλο: από τότε με βάλανε και βλέπω φαντασίες μπροστά μου και βλέπω τον Καραγκιόζη. Και λέει ο Καραγκιόζης: «Γερο-Σπαθάρη, τώρα τρελάθηκες, τώρα στα τελευταία; Θα στεγάσεις αυτούς κι εμάς θα μας πετάξεις στον δρόμο; Εμείς 65 χρόνια σε δοξάσαμε, σε φορτώσαμε τιμητικές διακρίσεις, πήρες συγχαρητήρια από τον Ζεράρ Φιλίπ, με τι έπαιξες; Μ’ εμάς δεν έπαιξες;». Λοιπόν, όλα αυτά τα βλέπω φαντασία εγώ μπροστά μου. Ή θα τα στεγάσω όλα μαζί ή θα πεθάνω μαζί τους.
— Στον ύπνο σας βλέπετε αυτές τις φαντασίες;
Ναι, ναι, ναι.
— Όλο τέτοια βλέπετε με τον Καραγκιόζη πάντα, ή κι άλλα πράγματα;
Με τον Καραγκιόζη, που είναι πρωταγωνιστής. Αυτός αντιπροσωπεύει και όλους τους άλλους. Όλους τους αγαπώ, αλλά αυτός είναι ο πρωταγωνιστής. Μ’ αυτόνε θα μιλήσω, σ’ αυτόνε θα δώσω λόγο.
— Πόσα έργα έχετε συνολικά μέσα στο σπίτι αυτό;
Σ’ ετούτο έχω ελάχιστα. Τα έργα μου τα έχω δώσει σε κάποιον έμπιστο φίλο μου, μην τύχει και λείψω από τη ζωή να τα δείχνει αυτός. Και αυτά τα έργα είναι που θέλω να βάλω στο μουσείο αυτό, άμα το κάνω. Ήθελε να μου δώσει μια στέγη στη Γλυφάδα ο δήμαρχος, αλλά οι φίλοι μου μού είπανε: «Όχι εκεί, να κοιτάξεις εδώ, κάπου κοντά». Μου είπανε κάτι άλλοι εδώ γύρω, που ’χουνε μαγαζιά: «Ρε Σπαθάρη ‒λέει‒ να σ’ έχει η Πλάκα για Άγιο, δεν μπορείς να κάνεις μια στέγη, να στεγάσεις τα έργα σου εδώ;». Λέω: «Πού να τα στεγάσω; Στο παλιό πανεπιστήμιο, στο Μεντρεσέ». «Δεν μπορείς να κάνεις έναν αγώνα τέτοιο», μου λένε, «να μείνουν εδώ στην Πλάκα, που ’ρχονται οι ξένοι και βλέπουνε την Ακρόπολη και βλέπουνε όλα τα παλιά!». Όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος σύσσωμος κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει αυτόν τον ξένο κόσμο. Ξέρεις τι γίνεται εδώ κάθε βράδυ, παιδί μου; Κόσμος, ντουνιάς! Τούτο το παλιό, όπως είναι, είναι το καλύτερο που ’χει η Ελλάδα. Γιατί, αφού έρχονται όλοι εδώ; Κι ο καλλιτεχνικός κόσμος κάνει ό,τι μπορεί, χορεύει σαν τη μαϊμού, ό,τι μπορεί ο καθένας να τους ευχαριστήσει αυτούς, ξένους και δικούς μας. Ύστερα, δεν βλέπεις πώς τροφοδοτούνται όλα τα μαγαζιά; Κι έρχονται, βλέπεις, αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα κρασιά, το ’να, τ’ άλλο, μπίρες, ιστορίες. Ή να δεις το πρωί, που παίρνουν οι σκουπιδιαραίοι γιομάτα τα κασόνια, που βγάζουν όξω σπασμένα πιάτα, ρε παιδί μου. Τι χιλιάδες δραχμές ζημιά γίνεται κάθε μέρα εδώ! Θέλουμε να πούμε απ’ τη μια μεριά γίνεται ζημιά, απ’ την άλλη κατανάλωση. Τα χέρια που τα φτιάξανε δεν δουλεύουν αυτά; Ας το πούμε κι έτσι.
— Έχετε δει τώρα τελευταία παράσταση Καραγκιόζη πώς παίζεται; Υπάρχουν τώρα καλοί καραγκιοζοπαίχτες;
Υπάρχουνε καραγκιοζοπαίχτες. Κι όλους που παίζουνε Καραγκιόζη τους αγαπώ και τους βλέπω σαν αδερφούς μου. Ο καλύτερος που παίζει απ’ όλους τώρα είναι ο Κώστας ο Καρεκλάς. Αυτός έπαιζε σαράντα χρόνια συνεχώς στο Λουτράκι. Είναι ο Καραγκιόζης του Λουτρακίου.
— Ποιοι άλλοι είναι καλοί καραγκιοζοπαίχτες τώρα;
Είναι κάποιος Μάνθος Τσίχλας. Αυτός φτιάνει σούστες αυτοκινήτου και παίζει ερασιτεχνικώς. Ύστερα είναι κι άλλοι. Είναι ο Χαρίδημος ο μικρός.
— Στην Κατοχή τι κάνατε με τον Καραγκιόζη; Παίζατε;
Στην Κατοχή παίζαμε και ’φεύγαν όλοι με μαντίλια στα χέρια για την ελευθερία. Δεν το γράφω μέσα στο βιβλίο μου; Να φεύγει όλος ο κόσμος και να με πιάσει, καλή ώρα, ένα παλικάρι σαν και σένα από το πόδι, καθώς ήμουν στη σκηνή απάνω κι έπαιζα και είπα «αξιότιμοι κύριοι, η παράστασις έλαβε τέλος», με τραβάει από το πόδι, «έβγα ρε», μου λέει, «όξω. Βλέπεις όλο τον κόσμο; Με τα μαντίλια στα χέρια φεύγουνε. Αυτή είναι η αξία του Σπαθάρη» μου λέει.
— Ποια χρόνια ήταν τα πιο καλά για τον Καραγκιόζη;
Από το ’24 κι απάνω. Το ’24 κάναμε το Σωματείο των Καραγκιοζοπαιχτών. Επαίζαμε εκατόν σαράντα καραγκιοζοπαίχτες σε όλη την Ελλάδα.
— Ως πότε κράτησε αυτό;
Μέχρι την Κατοχή. Με ρωτήσανε παλιά τι ισχύ είχε ο Καραγκιόζης. Τον αγαπούσε ο κόσμος; Μα αφού ’ρχόντουσαν κι οι βασιλιάδες να δούνε τον Καραγκιόζη!
— Εσείς έχετε παίξει για τους βασιλιάδες; Πού δίνατε τις παραστάσεις;
Σε πάρτι πήγαινα. Όταν έδινα την παράσταση, την πρώτη που πήγα, ήταν κι ο διάδοχος, μικρός τότε. Στο τέλος μάζευε ο Ευγένιος τους Καραγκιόζηδες […] πήγαινε ένα παιδί, το λοιπόν, ζωηρό, με μια σφυρίχτρα απ’ αυτές που ξεδιπλώνουνε, τη φύσαγε και πήγαινε στα μάτια του Ευγένιου. Και πάω, το πιάνω, το τράβηξα. «Ε, ρε», του λέω, «θα μας στραβώσεις; Σας κάναμε και γελάσατε, σας θεατρίσαμε, θα μας βγάλετε και τα μάτια τώρα;». Και μου λέει αυτή που τα φύλαγε: «Αυτός είναι ο διάδοχος».