Σπίτι με άλλα υλικά: Το «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλλιαμ Φώκνερ σε νέα μετάφραση

Σπίτι με άλλα υλικά / Το Καθώς ψυχορραγώ του Ουίλλιαμ Φώκνερ σε νέα μετάφραση Facebook Twitter
Η ιστορία της συγγραφής του Καθώς ψυχορραγώ είναι γνωστή, και πλέον θρυλική, μιας και αποκαλύπτει το μέγεθος και την ένταση της ορμής αυτής της τιτάνιας συγγραφικής συνείδησης, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κοντά στο ζενίθ της.
0

ΤΟ «ΚΑΘΩΣ ΨΥΧΟΡΡΑΓΩ» του Ουίλλιαμ Φώκνερ περιέχει μια απλή ιστορία με πολλές περιπλοκές. Η ιστορία στο κέντρο του βιβλίου είναι απλή, όπως συμβαίνει συνήθως στη μεγάλη λογοτεχνία: η Άντι Μπάντρεν, μητέρα πέντε παιδιών (του Νταρλ, του Τζούελ, του Κας, της Ντιούι Ντελ και του Βάρνταμαν) και σύζυγος του αχαΐρευτου Ανς Μπάντρεν, ενός πάμφτωχου αγρότη στον Μισισιπή των αρχών του 20ού αιώνα, είναι ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατό της. Έξω απ’ το παράθυρό της, ο Κας, που είναι περιζήτητος ξυλουργός, φτιάχνει το φέρετρό της και κάθε σανίδι που ολοκληρώνει πρέπει πρώτα να πάρει την έγκρισή της.

Η τελευταία της επιθυμία είναι να τη θάψουν στον τόπο της καταγωγής της, μαζί με το σόι της, εξήντα χιλιόμετρα μακριά. Κάποια στιγμή, προτού το φέρετρο ολοκληρωθεί, κι ενώ μια καταιγίδα σαρώνει την περιοχή, πλημμυρίζει τα ποτάμια και γκρεμίζει τα γεφύρια, η Άντι πεθαίνει και η οικογένεια ξεκινά μια κωμικοτραγική οδύσσεια για να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Αυτό είναι το απλό περίγραμμα της ιστορίας. Όμως ο χειρισμός του Φώκνερ εξυψώνει το έργο σε ένα από τα θεμελιώδη αριστουργήματα του μοντερνισμού αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στα πενήντα εννέα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που κυμαίνονται από μια σύντομη πρόταση μέχρι δέκα σελίδες, με δεκαπέντε φωνές, με δεκαπέντε χαρακτήρες που άλλοι εμφανίζονται μία φορά ενώ άλλοι επανέρχονται, ο Φώκνερ οργανώνει μια αντίστροφη τραγωδία, μια τραγωδία δηλαδή στην οποία ακούγεται μόνο ο Χορός. (Η Αντιγόνη της είναι ήδη νεκρή, ήδη μέσα στο φέρετρο, και σε αυτή την ιδιοφυή αντιστροφή μιλάει μόνο μία φορά, μέσα από την κάσα της).

Αυτός είναι και ένας από τους κεντρικούς μηχανισμούς στη λογοτεχνία του Φώκνερ: η ισχύς και η δύναμη και η δόξα ενός άδειου δοχείου που αποζητά να γεμίσει.

Ο ένας μετά τον άλλον, ο Ανς, ο Νταρλ, ο Τζούελ, ο Κας, η Ντιούι Ντελ, ο Βάρνταμαν, μαζί με τους διάφορους θεατές αυτής της ελάσσονος καταστροφής –του θανάτου μιας φτωχής και άρρωστης γριάς γυναίκας– διηγούνται το δικό τους κομμάτι της ιστορίας, από τη δική τους οπτική. Αλληλοκατηγορούνται, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, εξοργίζονται, φθονούν, ποθούν, μισούν. Κάθε τους συναίσθημα καίει με τη θερμότητα ενός μικρού ήλιου – γιατί ο Φώκνερ γράφει σε εντάσεις και θερμοκρασίες που λίγοι έχουν καταφέρει να φτάσουν. Στην πορεία αυτής της νεκρώσιμης ακολουθίας ο Νταρλ καταδύεται στην τρέλα, η Ντιούι Ντελ ψάχνει απεγνωσμένα τρόπο για να απαλλαγεί από τα «γυναικεία θέματά» της, ο Τζούελ χάνει αυτό που αγαπούσε περισσότερο, ο Κας ξανασπάει το πόδι του κι ο Βάρνταμαν, το χαζό παιδί, τρέχει πέρα δώθε και φωνάζει.

Όλοι τους προσπαθούν με κάποιο τρόπο να διαχειριστούν το πένθος τους, ενώ η κατάστασή τους ολοένα δυσκολεύει, κάτι για το οποίο συνήθως ευθύνονται οι ίδιοι. Εν τέλει, βέβαια, αυτή είναι μια απλή ιστορία, η ιστορία ενός περιοδεύοντος φερέτρου (και αλήθεια, τι είναι ένα φέρετρο παρά ένα τελευταίο σπίτι;). Αυτός είναι και ένας από τους κεντρικούς μηχανισμούς στη λογοτεχνία του Φώκνερ: η ισχύς και η δύναμη και η δόξα ενός άδειου δοχείου που αποζητά να γεμίσει· ένα κορίτσι που είναι πορσελάνινο βάζο, που γεμίζει, ξεχειλίζει, υπό το βάρος της θλιβερής ιστορίας της οικογένειάς της –η Κάντι στη «Βουή και τη μανία»–, μια κάσα στον δρόμο για το μνήμα –η Άντι στο «Καθώς ψυχορραγώ»– ή ο ζοφερός οίκος μιας αποτυχημένης, θνησιγενούς δυναστείας – ο οίκος των Σάτπεν στο «Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ»!.

Η ιστορία της συγγραφής του «Καθώς ψυχορραγώ» είναι γνωστή, και πλέον θρυλική, μια και αποκαλύπτει το μέγεθος και την ένταση της ορμής αυτής της τιτάνιας συγγραφικής συνείδησης που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κοντά στο ζενίθ της. Στις 25 Οκτωβρίου 1929, ο Φώκνερ πήρε ένα από τα φύλλα που χρησιμοποιούσε για τα χειρόγραφά του και έγραψε πάνω πάνω τον τίτλο. Τον υπογράμμισε δύο φορές και σημείωσε την ημερομηνία στην πάνω δεξιά γωνία. Εκείνη την περίοδο είχε μια νυχτερινή δουλειά στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή ως επιστάτης στους λέβητες που παρείχαν ζεστό νερό στις εστίες των φοιτητών. Έπρεπε μόνο να επιβλέπει τους δύο μαύρους εργάτες που κρατούσαν αναμμένες τις φωτιές.

Από τις 11 το βράδυ, όταν οι περισσότεροι πήγαιναν για ύπνο, μέχρι τις 4 το επόμενο πρωί, που έπρεπε να ξανανάψουν οι λέβητες, δεν υπήρχαν και πολλά να γίνουν, οπότε εκείνες τις ώρες ο Φώκνερ έγραφε, ολοκληρώνοντας συνήθως ένα κεφάλαιο τη μέρα. Η συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε κάτω από αυτές τις συνθήκες μέσα σε σαράντα επτά μέρες. Παρότι ο ίδιος αργότερα υποστήριξε πως δεν άλλαξε ούτε μία λέξη από την πρώτη γραφή –άλλωστε, ήταν ο πρώτος προπαγανδιστής του μύθου του–, το αρχείο του μαρτυρά πως έκανε δεκάδες αλλαγές, αν και σε γενικές γραμμές αυτές ήταν λιγότερο ριζικές από τις αλλαγές που έκανε στα προηγούμενα βιβλία του. Η συγγραφή του «Καθώς ψυχορραγώ» δεν ήταν το πηγαίο, εκστατικό γεγονός που ήταν η συγγραφή της «Βουής και της μανίας». «Ξεκίνησα με την πρόθεση να γράψω ένα tour de force», δήλωσε αργότερα. «Πριν καν πιάσω την πένα και γράψω την πρώτη λέξη, ήξερα ποια θα ήταν η τελευταία».

Το βιβλίο έτυχε καλύτερης υποδοχής από εκείνη που είχε επιφυλάξει η κριτική στα προηγούμενά του –η «Βουή και η μανία» είχε χαρακτηριστεί «άσεμνη»–, αφού ο Φώκνερ είχε ήδη μια παρουσία στα αμερικανικά γράμματα, έστω και περιορισμένη σ’ ένα μικρό κοινό κριτικών, ακαδημαϊκών και απαιτητικών αναγνωστών. Μια μερίδα της κριτικής επαίνεσε τις μορφολογικές και λογοτεχνικές καινοτομίες του κειμένου, ενώ μια άλλη ασχολήθηκε κυρίως με τη γλαφυρή απεικόνιση της ζωής στον φτωχό Νότο της Αμερικής, μιας γεωγραφίας που δεν αντιπροσωπευόταν συχνά στη λογοτεχνία της εποχής. Φυσικά, δεν έλειψαν ο πατερναλισμός και οι υποδείξεις με τις οποίες οι κριτικοί συνήθως υποδέχονται έναν συγγραφέα που δεν μπορούν εύκολα να κατατάξουν, οι οποίοι τον καλούσαν να ασχοληθεί με σοβαρότερα θέματα (δηλαδή πιο σεμνά) ή να γράψει με πιο συμβατικό τρόπο, εγκαταλείποντας το πυρετώδες, όπως το αποκαλούσαν, ύφος του.

Το Καθώς ψυχορραγώ του Ουίλλιαμ Φώκνερ σε νέα μετάφραση Facebook Twitter
O Ουίλλιαμ Φώκνερ φωτογραφημένος από τον Henri Cartier-Bresson το 1947.

Η αλήθεια είναι πως τα βιβλία του Φώκνερ δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν μετρημένα, και ακόμα πως οι ήρωές του συχνά μοιάζουν λες και ανήκουν σε κάποιον νοσηρό θίασο: είναι μοιχοί και μοιχαλίδες, εγκληματίες και πόρνες, αιμομίκτες, μέθυσοι, αποτυχημένοι, παράφρονες και εμμονικοί. Και φυσικά κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, όπως συχνά αναρωτιόντουσαν οι κριτικοί και οι σεμνότυφοι αναγνώστες της εποχής του: προς τι τόσο αίμα, τόση βία, τόση τρέλα, ποιος ο λόγος αυτής της παρέλασης ξεπεσμένων οικογενειών, μικροεγκληματιών και αλαφροΐσκιωτων; Η απάντηση είναι, και πρέπει πάντα να είναι, γιατί η λογοτεχνία που μας αφορά, τα βαθιά νερά της, η μεγάλη λογοτεχνία –τότε, σήμερα και πάντα– είναι οριακή κατάσταση. Το θέμα της, που φοράει πολλές φορεσιές, είναι πάντοτε αποκαλυπτικό – ένα και μοναδικό: το τέλος του κόσμου, είτε αυτό είναι προσωπικό, είτε συλλογικό, είτε οικουμενικό. Πιο σωστά: το θέμα της μεγάλης λογοτεχνίας είναι το τέλος του κόσμου μας.

Μια μετάφραση μοιάζει κι αυτή με σπίτι. Όμως, ποιος ο λόγος να χτίσει κανείς ξανά το ίδιο σπίτι; Γιατί κρίθηκε αναγκαία μια νέα μετάφραση από τη στιγμή που υπήρχε ήδη μια πασίγνωστη διαθέσιμη; Το «Καθώς ψυχορραγώ» είναι αδιαμφισβήτητα το έργο του Φώκνερ που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνωρίζει καλύτερα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα (Κέδρος, 1970). Η δημοφιλία του ως συγγραφέα και η απόλυτη προσήλωσή του ως μεταφραστή στο πνεύμα του αρχικού κειμένου συνέβαλαν στο να παραμείνει η μετάφρασή του σε κυκλοφορία για πάνω από πενήντα χρόνια. Και όχι άδικα: σε μια εποχή που όχι μόνο δεν υπήρχε διαδίκτυο αλλά ούτε καν καλά λεξικά που να ασχολούνται με το ιδίωμα του αμερικανικού Νότου, ο Κουμανταρέας αναμετρήθηκε με ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κείμενο.

Πέρα από τα εσκεμμένα λάθη στο συντακτικό ή τις απανωτές επαναλήψεις, το κείμενο καταστατικά και συστηματικά παραπλανά τον αναγνώστη του, αποκρύπτοντάς του σημαντικά στοιχεία για μια πλήρη κατανόηση. Ο Κουμανταρέας ολοκλήρωσε τη μετάφραση χωρίς να κάνει τις εκπτώσεις στις οποίες συχνά κατέφευγαν οι μεταφραστές της εποχής –από ανάγκη τις περισσότερες φορές–, όπως η αλλαγή ή ακόμα και η αποσιώπηση δυσνόητων λέξεων, προτάσεων, ακόμα και ολόκληρων παραγράφων όταν η κατανόηση αποδεικνυόταν αδύνατη. Ο Κουμανταρέας δεν παρέλειψε ούτε μία λέξη. Οι παρανοήσεις στο κείμενο είναι ελάχιστες και αόρατες στον αναγνώστη. Ορατές γίνονται μόνο με τη χρήση της πολυτέλειας των διαδικτυακών πηγών και πενήντα επιπλέον χρόνων ακαδημαϊκής έρευνας, στις οποίες ο Κουμανταρέας δεν είχε πρόσβαση, παρ’ όλα αυτά παρέδωσε μια εμβληματική μετάφραση που εξυπηρέτησε την αποστολή της για πάνω από μισό αιώνα.

Τούτων λεχθέντων, κάθε μετάφραση έχει ημερομηνία λήξης. Οι γενιές έρχονται και παρέρχονται και η καθεμιά κληρονομεί τη γλώσσα από την προηγούμενη και κάνει τις αλλαγές και τις μετατροπές που εξυπηρετούν τις ανάγκες του καιρού της. Έτσι, το μπαρόκ χωριάτικο ιδίωμα που επινόησε ο Κουμανταρέας για να αποδώσει το ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο Φώκνερ –κυρίως στους διαλόγους– μπορεί τη δεκαετία του ’70 να διαβαζόταν πιο εύκολα, πάντως σήμερα δυσκολεύει τον αναγνώστη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος άλλος μεταφραστής αναλαμβάνει να χτίσει ξανά το σπίτι απ’ την αρχή, με άλλα υλικά αυτήν τη φορά. Τον στέλνουμε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στον Μισισιπή, για να το αντιγράψει τούβλο το τούβλο και πέτρα την πέτρα. Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από την προηγούμενη φορά: μισός αιώνας – κάποτε, μια ολόκληρη ζωή που χωρούσε παιδιά και εγγόνια. Ο χτίστης μπαίνει ξανά στο πλοίο, διασχίζει τον Ατλαντικό αντίστροφα, γυρίζει πίσω, πιάνει δουλειά. Τα δωμάτια μένουν τα ίδια, οι τοίχοι, η στέγη. Όμως τα υλικά είναι διαφορετικά, αν όχι απαραιτήτως καλύτερα. Ο αρχιτέκτονας που το σχεδίασε είναι νεκρός, αλλά έχει αφήσει πίσω του το σπίτι. Ο νους απών, το έργο για πάντα παρόν. Γιατί, όπως έχει πει ο ίδιος, «το παρελθόν δεν υπάρχει», υπάρχουν απουσίες και υπάρχουν παρουσίες μέσα στη μία και μοναδική στιγμή που συμβαίνουν όλες οι ζωές και όλες οι ιστορίες του κόσμου. Τα χέρια που το σχεδίασαν και το έχτισαν δεν υπάρχουν πια. Ο νους κι η σκέψη του είναι αποτραβηγμένα πέρα από τις χαμηλές αυλόπορτες του θανάτου – τόσο κοντινές, τόσο εύκολο να τις βρεις και να τις διαβείς, που ούτε ένας από ολόκληρες τις ατελείωτες μάζες της ανθρωπότητας δεν έχει αποτύχει ποτέ, ούτε και πρόκειται. Ο νους, η σκέψη, το σχέδιο: απρόσιτα πλέον και μεγαλοπρεπή. Το έργο τους: παρόν.

Το βιβλίο του Ουίλλιαμ Φώκνερ «Καθώς ψυχορραγώ» σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg από τις 28 Απριλίου.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ