ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όταν ο David Toop έγραφε το βιβλίο του Exotica [Serpent's Tail] το 1999, δίνοντας το παγκόσμιο έναυσμα για έναν επαναπροσδιορισμό της exotica music, από την δεκαετία του '50 βασικά, είχε ήδη καταγραφεί η δισκογραφική επανεμφάνιση του είδους, ακριβώς το 1990.
Τότε ο Martin Denny, ένας από τους «πατέρες» του μουσικού αυτού στυλ, είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ του "Exotica '90" στην Ιαπωνία, έχοντας λίγο πριν σχηματίσει ένα κλασικό, τρόπον τινά, κουαρτέτο αποτελούμενο από τον ίδιο φυσικά, σε ρόλο πιανίστα και ακόμη τον βιμπραφωνίστα Arthur Lyman (με την γνωστή αυτόνομη διαδρομή), τον Πορτορικανό περκασιονίστα Augie Colon και τον επίσης περκασιονίστα Harold Chang – μουσικούς με τους οποίους είχε συνεργαστεί και στην «χρυσή εποχή» της Tiki culture, στο δεύτερο μισό των fifties (όπου Tiki culture η μόδα που αναπαρήγαγε στην Αμερική το πρότυπο της «εύκολης ζωής» των νησιών του κεντρικού και νότιου Ειρηνικού).
Ακόμη και ο «βασιλιάς» Elvis Presley έπαιξε το ρόλο του στην ανάδειξη της «εξωτικής» κουλτούρας των fifties, με τις επισκέψεις, τις συναυλίες και τις ταινίες του στη Χαβάη, που έρχονταν σε συγχρονισμό με την ανάδειξη της νησιωτικής Πολιτείας ως 50ης των ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1959.
Τα βιβλία πάντα έπαιζαν και θα παίζουν σημαντικό ρόλο στο να δημιουργηθούν καταστάσεις και στη μουσική, υποδόρια σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και κάποιες άλλες φορές με έναν εντελώς απροκάλυπτο τρόπο.
Ένα τέτοιο βιβλίο, που επέδρασε καταλυτικά στην εμφάνιση της exotica, στην Αμερική, σε θέατρο, μουσική και κινηματογράφο, υπήρξε το Tales of the South Pacific (1947) του James A. Michener που έγινε αρχικά μιούζικαλ στο Broadway το 1949 από τους Richard Rodgers και Oscar Hammerstein II (South Pacific) και στη συνέχεια ταινία (South Pacific) από τον Joshua Logan, στην μεγάλη ακμή, πια, της exotica το 1958. Το βιβλίο, που δεν έκρυβε φυσικά το μιλιταριστικό υπόβαθρό του (δράσεις του αμερικανικού ναυτικού στον νότιο Ειρηνικό, κατά την διάρκεια του β παγκοσμίου πολέμου) συνέδεε από την αρχή την exotica με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στις στεριές και τις θάλασσες του μεγάλου ωκεανού.
Έτσι, οι αμερικανικές πυρηνικές δοκιμές στην ατόλη Bikini ανάμεσα στα χρόνια 1946-1958, ο πόλεμος στην Κορέα (1950-1953) και, πίσω απ' αυτά, τα προγράμματα της Muzak Holdings Corporation, που σχετίζονταν με την αναπτυσσόμενη πολεμική και στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, ήταν ένα βάθρο, τέλος πάντων, πάνω στο οποίο θα πατούσε η μουσική exotica στη δεκαετία του '50 πια.
Ακόμη και ο «βασιλιάς» Elvis Presley έπαιξε το ρόλο του στην ανάδειξη της «εξωτικής» κουλτούρας των fifties, με τις επισκέψεις, τις συναυλίες και τις ταινίες του στη Χαβάη (από τον Νοέμβριο του '57 και μετά), που έρχονταν σε συγχρονισμό με την ανάδειξη της νησιωτικής Πολιτείας ως 50ης των ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1959.
Περαιτέρω, ένας εκ των υστέρων αδιάψευστος μάρτυρας, τού τι ακριβώς παιζόταν μίλια μακριά από τις (δυτικές) ακτές της Καλιφόρνιας, ήταν και τα εξώφυλλα των σχετικών άλμπουμ, στα οποία ήταν ολοφάνερο το «άγχος» των Αμερικανών να δώσουν μιαν ειδυλλιακή εικόνα τού κόσμου τού Ειρηνικού, πίσω από τον οποίον διεξάγονταν, συχνά, βρώμικα παιγνίδια. Η exotica δηλαδή, ανάμεσα σε όλα τ' άλλα, ερχόταν να γίνει κι ένα είδος σάουντρακ ποικίλων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων, που σχετίζονταν με την εδαφική και θαλάσσια κυριαρχία στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην ακμή του «ψυχρού πολέμου».
Η exotica στην Ελλάδα – Το βιβλίο «Στη Γοητεία των Τροπικών» του Άγγελου Δόξα
Και στη διάρκεια του μεσοπολέμου, όπου υπήρχαν προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο, για μια ζωή πιο ξέγνοιαστη, με λιγότερες σκοτούρες και προβλήματα, αλλά κυρίως κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όπως και αμέσως μετά απ' αυτόν, όταν η ζωή είχε βαρύνει ανεπανόρθωτα, αναπτύσσεται σιγά-σιγά και στην Ελλάδα μια διάθεση φυγής από τη σκληρή καθημερινότητα.
Αυτή η τάση εντοπίζεται και στη λογοτεχνία, και στο θέατρο, και στο τραγούδι. Και όχι μόνο στο ελαφρό τραγούδι, που είχε, όπως και να το κάνουμε, την πρωτοκαθεδρία στο να σε κάνει να λησμονείς τα ζόρια της ζωής, μα και στο λαϊκό.
Ήδη από το 1939 (στη δισκογραφία) ακόμη και ο Τσιτσάνης καταπιανόταν με τις ακρογιαλιές της... Παραγουάης, που μπορεί να ήταν μια χώρα περίκλειστη, ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο σε θάλασσα, αλλά εξέπεμπε, λόγω ονόματος, μιαν αίσθηση απόμακρης μακαριότητας (άκου «Σε φίνο ακρογιάλι» με Στράτο Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη), ενώ νωρίτερα απ' αυτόν (1935) ο Κώστας Μπέζος με τα Άσπρα Πουλιά του εμφάνιζε την πρωτεύουσα της Χαβάης σαν ένα τόπο, που θα μπορούσε να στεγάσει οποιονδήποτε έρωτα, ακόμη και τον πιο πονεμένο (άκου «Πάμε στη Χονολουλού»).
Κώστας Μπέζος - Πάμε στη Χονολουλού
Φυσικά, μετά τον πόλεμο, οι εξωτικοί προορισμοί, οι προελεύσεις των εξωτικών καλλονών ή τα γενικότερα (υποτιθέμενα) θέλγητρα της εξωτικής ζωής ακούγονταν όλο και πιο συχνά στα ελληνικά τραγούδια, που γέμιζαν, έτσι, από Μεξικάνες και Βραζιλιάνες, μέχρι Ινδιάνες και πάσης φύσεως Αφρικάνες ή και «Αραπίνες», όπως τις έλεγαν τότε (Σουδανέζες, Βεδουίνες, Μαροκινές κ.ά.). Εννοείται πως και η εξωτική Χαβάη μνημονευόταν ουκ ολίγες φορές και στα δύο στυλ (και στο ελαφρό τραγούδι και στο λαϊκό).
Ένα βιβλίο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό του εξωτικού κλίματος στην Ελλάδα εκείνη την εποχή (δεκαετία του '40) ήταν το Στη Γοητεία των Τροπικών (τι εκπληκτικός τίτλος για τότε!) του συγγραφέα και ακόμη ιατρού-ψυχαναλυτή Άγγελου Δόξα (1900;-1985), πραγματικό όνομα Νικόλαος Δρακουλίδης, που τυπώθηκε τον Μάρτιο του 1945 από τις εκδόσεις Κορυδαλλού. Λέω πως «έπαιξε καθοριστικό ρόλο», επειδή ο Δόξας ήταν ένας από τους πιο εμπορικούς συγγραφείς της εποχής, με τα βιβλία του να πουλάνε (τότε) δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.
Ο Δόξας έγραφε και ποίηση, αλλά κυρίως έγραφε λογοτεχνία – διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Οι τρεις νουβέλες του Πάρτυ, Τζιν και Βάνα είχαν πουλήσει πάνω από 30 χιλιάδες αντίτυπα, ενώ το ίδιο πολυδιαβασμένα ήταν και τα διηγήματά του Γκαρσόν... ένα Ουίσκυ, 3 Σταγόνες Μπενζίνα..., Η Γυναίκα Γυμνή, Μετά τα Μεσάνυχτα κ.ά. Όλα τυπωμένα από το 1945 και νωρίτερα. Ως συγγραφέας υπήρξε διασκεδαστικός και ευχάριστος, ενώ καταπιανόταν συχνά με μοντέρνα θέματα, στα οποία μπορούσες να ανιχνεύσεις από ρεαλιστικές έως και ψυχαναλυτικές αναφορές.
Βασικές μέριμνες στα αφηγήματά του ήταν εκείνες που σημείωνε ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Πέτρος Σπανδωνίδης στο περιοδικό Νέα Πορεία (τόμος 1, τεύχος 2, Απρίλιος 1955). Διαβάζουμε σχετικά:
«Ίσως δε θα κάνουμε λάθος αν στοχαστούμε, ότι εκείνο που επιζήτησε περ' από το φασματικό πέρασμα της εποχής, ο κ. Δόξας είναι: να μεταβάλλει το αίσθημα του βάρους που δίνει η ζωή σε αίσθημα ελεύθερης κίνησης, που εσωτερικά συνάπτεται με την ευθυμογραφική διάθεση και εξωτερικά με την κοσμοπολίτικη διαρκώς μετακινούμενη άμμο της ζωής. Θέλει να προβάλει τη ζωή απαλλαγμένη από το βάρος της, μέσα σ' ένα όραμα φευγαλέο, σαν μελωδικό κάποτε μιας ατελείωτης φούγκας τόνων, που διαρκώς ολισθαίνουν».
Το βιβλίο λοιπόν του Άγγελου Δόξα έρχεται ως επιστέγασμα αυτής ακριβώς της διάθεσής του να εξομαλύνει, μέσω των αφηγήσεών του, τις δυσκολίες της ζωής, κάνοντάς σε να πιστέψεις, ως αναγνώστης, πως θα μπορούσες κι εσύ να βιώσεις την «άλλη πλευρά», τη χαρά του ταξιδιού, τη μαγεία τής περιπέτειας, της επαφής με άλλους πολιτισμούς, μακρινούς, εξωτικούς, στους οποίους θα κυριαρχούσε η καλή διάθεση, η χαρά του ζην, η απαλλαγή από κάθε δυσάρεστο και αγχωτικό στοιχείο, συνδυασμένα όλα τούτα με γερές δόσεις ερωτικών σκιρτημάτων και γενικότερης ευζωίας και ευωχίας (καλό φαγητό, καλό ποτό, παρέες, χοροί, διασκεδάσεις κ.λπ.). Αυτό ακριβώς επιτύγχανε το Στη Γοητεία των Τροπικών του, με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «(ταξίδια και περιπέτειες) Κούβα - Μεξικό - Καλιφόρνια - Λος Άντζελες - Χόλυγουντ - Σάντα Καταλίνα - Σαν Φραντζίσκο - Χονολούλου - Χαβάη».
Θες γιατί μ' αυτό το βιβλίο, που διαβάζεται και σαν δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, και οπωσδήποτε σαν ένα ρεαλιστικό αφήγημα –καθώς το μακρινό ταξίδι, για το οποίο γινόταν λόγος, είχε πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1939– και που αποπνέει όσο κανένα άλλο αφήγημα τού Δόξα την «ευκολία της ζωής» (βασικό συστατικό της Τiki culture), θες γιατί η περίοδος που θα επακολουθούσε, στην Ελλάδα, θα ήταν η πιο τραγική της σύγχρονης ιστορίας της, όπως ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος, αυτά τα δύο γεγονότα εν πάση περιπτώσει φαίνεται πως αλλάζουν άρδην τη διάθεση του συγγραφέα, ο οποίος συν τω χρόνω θα δώσει προτεραιότητα σε μιαν άλλου τύπου γραφή, πιο αναλυτική και πιο επιστημονική, πλουτίζοντας την ντόπια κριτικογραφία με αληθινά πρωτότυπες μελέτες (Παλαμάς: Ψυχολογική Ανάλυση του Έργου του και της Ζωής του, Το Διαστηματικό Άγχος της Αφηρημένης Τέχνης, Ο Τεννεσσή Γουίλλιαμς και το Θέατρό του / Ψυχοκριτική Ανάλυση, Η Αυτοψυχογραφία στα Έργα του Στρίντμπεργκ κ.ά.)
Εδώ θα παρουσιάσουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο τού Άγγελου Δόξα Στη Γοητεία των Τροπικών, σχολιάζοντας και συμπληρώνοντας και με κάποια μουσικά κομμάτια, τραγούδια, exotica γενικώς, ερμηνευμένα κυρίως από Έλληνες.
Να πούμε πως στο βιβλίο του ο Δόξας παραθέτει πάμπολλα πολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία των τόπων που επισκέπτεται, μέσα στα οποία χωράει οπωσδήποτε και η κουλτούρα κάθε λαού (η μουσική και ο χορός, ο κινηματογράφος, η κουζίνα κ.λπ.), και μάλιστα με πολύ σωστές, γενικώς παρατηρήσεις, που ξαφνιάζουν ακόμη και σήμερα για την πληρότητα και την οξυδέρκειά τους. Ξαναλέμε πως το ταξίδι αυτό συνέβη το 1939 και πως το βιβλίο τυπώθηκε το 1945.
Θέλω να πω πως ακόμη και ο David Toop, πολλά θα είχε να μάθει, πριν αρχίσει να γράφει τη δική του Exotica, αν μπορούσε να βρει και να διαβάσει τη «γοητεία των τροπικών»...
[Ακούμε τον Φώτη Δήμα στο «Μαρακαΐμπο» των Ζακ Ιακωβίδη-Π. Οικονόμου από ένα δισκάκι της Odeon του 1959. «Π. Οικονόμου» ήταν ψευδώνυμο του Μίνου Μάτσα. Το Μαρακαΐμπο είναι πόλη της Βενεζουέλας. Το τραγούδι είναι merengue και διαθέτει, φυσικά, jazz-exotica άρωμα].
Μαρακαΐμπο
Η ΑΒΑΝΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ
Σήμερα λοιπόν είναι Σάββατο.(...) Οι φίλοι μου έρχονται να με πάρουν τ' απόγευμα από το Nacional Hotel. Κυλώντας πάνω σε μια ωραία Cadillac μπαίνουμε στους 23 δρόμους του Vedado κι ακολουθώντας την Avenida Columbia φτάνουμε στους Τροπικούς Κήπους.
Οι Τροπικοί Κήποι δεν είναι μονάχα ένα είδος επίγειου παράδεισου με την ποικιλία των δέντρων και των λουλουδιών, τον διάκοσμο των πάρκων, τον πλούτο των χρωμάτων και το μεθύσι των αρωμάτων που σκορπιούνται στον αέρα τους, αλλά είναι ακόμα μια εγκυκλοπαίδεια τροπικών λουλουδιών, τζίντζερς, ποϊντσιάνας, ιβίσκων, μαρκαμπέλλας, γκαρντένιας και κυρίως φρούτων. Φρούτα που μοιάζουν μελιτζάνες κι έχουν γεύση αχλαδιού, φρούτα που μοιάζουν τομάτες κι έχουν γεύση σα φρέσκο βούτυρο, φρούτα που μοιάζουν με φράουλες κι έχουν μια γεύση ακαθόριστης γλύκας και αρώματος. Φρούτα άγνωστα, ασυνήθιστα, με αλλόκοτη γεύση και παράξενα χρώματα. Το mamoncillo, η guayaba, η chirimoya, η granadilla, το mamey, η sapodilla, το maranion, η ξυνή guanabana, το γλυκό και μυρουδάτο anon, η περίφημη papaya και το εξαίσιο mango.
Πίνουμε από ένα ποτήρι φρέσκη μπύρα –που τόσο έχει τη γεύση της μπύρας του Στρασβούργου– από το φημισμένο εργοστάσιο μπύρας των Τροπικών Κήπων και συνεχίζουμε το δρόμο μας για το Arroyo Arenas, που απέχει δεκαεξήμισυ χιλιόμετρα από την Αβάνα.
Είναι ένα ρωμαντικό χωριό, τυπικό Αβανέζικο χωριό με τα γνήσια έθιμά του, τις φορεσιές του, τα τραγούδια του και όλη την τοπική χλωρίδα σε οργιαστική βλάστηση. Εδώ, σε μια φίνκα, κάτω από ένα πελώριο αλκαρόμπος και δίπλα από πλατύφυλλες μπανανιές πρόκειται να δειπνήσουμε.(...)
Η κουβανέζικη μουσική είναι, όπως και οι Κουβανέζοι, μίγμα από σπανιόλικες και αφρικάνικες μελωδίες. Το ίδιο τα τραγούδια, οι χοροί, τα όργανα. Μέσα στο σεξτέττο της κουβανέζικης ορχήστρας υπάρχουν δύο όργανα για τις αποχρώσεις του ρυθμού. Οι αφρικάνικες μαράκας και τα κλάβες που θυμίζουν τις σπανιόλικες καστανιέτες.
Σήμερα οι μακρινές προελεύσεις όλων αυτών των σκοπών έχουν συγχωνευθεί σ' ένα καινούργιο σύνολο, που μπορεί να θεωρηθεί γνήσιο κουβανέζικο. Η habanera, που άλλοτε χαρακτήριζε το χορό της Αβάνας, εξελίχθηκε σε danzon κι αυτό έδωσε τη θέση του στο son, που θέλει ειδική ορχήστρα από 6 όργανα τυπικά.
Το bongo, ένα αφρικάνικο τύμπανο, που παίζεται με τις παλάμες και δίνει το ρυθμό. Το guiro, όργανο από μακρύ ξερό καρπό, που συνοδεύει την αρμονία. Η guittara και το contra-bajo, για τα μοτίβα της μελωδίας. Τα claves και οι maracas, για τις αποχρώσεις του ρυθμού.
Το son χορεύεται απόψε κι εδώ από τα άσπρα φράκα των μελαψών Κουβανών, που σφίγγουν στην αγκαλιά τους τις πλαστικές Κρεολές με τις αιθέριες τουαλέττες και τα μάτια που ανοιγοκλείνουν με ηδονική βραδύτητα βυθισμένα στα μάτια του καβαλλιέρου τους. Είναι ένας χορός ντελικάτος και πηδηχτός και ποτέ τα δυο πόδια δεν βρίσκουνται συγχρόνως στο έδαφος. Μα χορεύουν κι άλλους χορούς. Αμερικάνικα μπλουζ, ισπανικά ζαπατέος, βιεννέζικα βαλς. Μα ο αιθέριος ρυθμός των βαλς δεν ταιριάζει στον παλμό των ποθερών κορμιών τους. Μόνο ταγκό δεν χορεύεται, για τον ίδιο λόγο που δεν το χορεύουν πια ούτε στην Αμερική ούτε στο Παρίσι.
Αν όμως οι χοροί στην πίστα αλλάζουν, οι ντάμες δεν αλλάζουν. Μου εφιστά σ' αυτό την προσοχή μου ο Γάλλος της παρέας μας. Οι Κουβανοί είναι τρομερά ζηλότυποι –όπως οι Ισπανοί ή οι Μεξικάνοι– και δεν εννοούν να κάνουν παραχωρήσεις στους αμερικάνικους τρόπους. Ο Αμερικάνος είναι ψυχρός. Δεν έχει κανένα λόγο να ζηλεύει. Ο Κουβανός είναι θερμός. Η γυναίκα, που μαζί της θα 'ρθει να χορέψει, είναι η γυναίκα που αγαπά. Κι αφού την αγαπά, ουτ' αυτός θέλει δεύτερη, ούτε αφήνει άλλον να την αγγίξει, έστω και με το βλέμμα. Γι' αυτό οι ίδιοι καβαλλιέροι με τις ίδιες ντάμες αποτελούν τα ζευγάρια που χορεύουν όλη νύχτα.
Κι όμως η απιστία στην Κούβα είναι εξ ίσου συχνή, όπως η ζηλοτυπία και το ερωτικό δράμα. Τρεις καταστάσεις, που είναι αγκαλιασμένες γύρω από την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων του τόπου. Και το τραγούδι, που παίζει αυτήν τη στιγμή η ορχήστρα, είναι η Perfidia (η Απιστία). Είναι το τραγούδι της μόδας, μου λέει ο Γάλλος.
[Το "Perfidia", του μεξικανού συνθέτη Alberto Domínguez, ένα πασίγνωστο κομμάτι, ένα θρυλικό τραγούδι, με εκατοντάδες εκτελέσεις, αποκλείεται να μην το έπαιζε τότε η ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη ή και άλλες ορχήστρες. Στη δισκογραφία, όμως, δεν φαίνεται να πέρασε κάτι. Ας το ακούσουμε λοιπόν από τον Κώστα Χατζή, που το τραγουδούσε στις μπουάτ της Πλάκας, στα πρώτα χρόνια του '60].
Perfidia
ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΜΕΞΙΚΟ
Μέσα στο ημίφως του El Patio, η μεγάλη του σάλα γεμάτη γωνιές διακριτικές και γραφικά σπιτάκια του παλιού Μεξικού με ισπανικά φαναράκια στις θολωτές πόρτες και τροπικά φύλλα στο διάκοσμο γύρω από τις κολόνες και δίπλα στη σκηνή, φαινότανε σαν ναός κάποιας εξωτικής μυσταγωγίας που την ελειτουργούσε το σοτοβότσε της μεξικάνικης κιθάρας.
Το μπλε-πορτοκαλί φαναράκι με το χοντρό θαμπό κρύσταλλο, που έστεκε ανάμεσά μας στο τραπεζάκι που μας οδήγησε ο maestro de ceremonias, έκανε πιο αφηρημένο το τετ-α-τετ με τη Μάντλεν, που μπορούσα για μια στιγμή να την φανταστώ και Μαντλέν ή καλλίτερα Μανταλένα.
Όλη η ατμόσφαιρα κει μέσα θύμιζε την Σεβίλια κι ευχόμουν να μην τη βεβηλώσει η Μάντλεν με κανένα αμερικάνικο επιφώνημα. Ευτυχώς ο θεός των καλών ανθρώπων μ' επροστάτεψε και η Μάντλεν έμεινε για πολλή ώρα απασχολημένη μ' ένα μπον-φιλέ κι ένα ποτήρι ντοματόζουμο.
Κάποτε τα φώτα δυνάμωσαν στη συναρπαστική μελωδία του Barrilo de Cerveza, μια πόλκα που αυτήν την εποχή χαλά κόσμο στο Μεξικό και σ' όλη την Αμερική. Beer Barrel εγγλέζικα, δηλαδή Βαρέλι της Μπύρας. Τον δίσκο τον έχει λανσάρει ένας Ρωμιός στη Νέα Υόρκη κι έχει κερδίσει για την ώρα 80 χιλιάδες δολλάρια.
[Λέγεται πως ο Τέτος Δημητριάδης, αυτή η μεγάλη μορφή της ελληνοαμερικάνικης δισκογραφίας, είχε βάλει το χεράκι του και στην "Beer Barrel polka" εισπράττοντας δικαιώματα. Το κομμάτι είναι πασίγνωστο και έχει φυσικά εκατοντάδες εκτελέσεις. Εδώ από την ορχήστρα του Glenn Miller].
Glenn Miller - 'Beer Barrel Polka' aka 'Rosamunde' - 'Live' from "Glen Island Casino", 1939
Σηκωνόμαστε να χορέψουμε. Το μπον-φιλέ έχει εξαντληθεί και προτιμώ την πόλκα από ένα αμερικάνικο τετ-α-τετ. Οι Μεξικάνοι γλεντούν. Ειν' αλήθεια. Κι ας μην είναι πλούσιοι. Και γλεντούν με όλα τους. Αισθάνονται, πίνουν, τραγουδάν, ερωτεύονται.
Οι Μεξικάνες είναι όμορφες. Μάτια, στόμα, δέρμα. Σατανικά όμορφες. Προκλητικές, θερμές και άστατες σαν τις Χαβανέζες, σαν όλες τις θερμές γυναίκες. Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη πειρασμούς και το όργιο σε προκαλεί. Κι εγώ χορεύω με τη Μάντλεν που είναι 23 χρονώ, από την Νέα Υόρκη, έχει ρίξει στο στομάχι της τρία ποτήρια ντοματόζουμο, φορά 3 ½ νούμερο γυαλιά μυωπίας κι οι φλέβες της είναι γεμάτες ψιλοκομμένο πάγο.
Μα η μεγάλη ατμόσφαιρα δημιουργείται τα μεσάνυχτα που αρχίζει το πρόγραμμα. Όταν βγαίνει στη μέση της σάλας η Carmen Molina για να χορέψει το Χαράμπε Ταπατίο (Jarabe Tapatio), τη Χαράνα (Jarana) και τη Σατούγκα (Zatunga). Ο πρώτος χορός είναι ο πιο χαρακτηριστικός όλων του Μεξικού κι η Anna Pavlova τον είχε κάνει γνωστό στην Ευρώπη. Ο άλλος είναι ο χορός του Yucatan κι έρχεται από την φυλή των Μάγια. Κι ο τελευταίος είναι της Oaxaca. Μα κι οι τρεις έχουν το ίδιο θέμα. Την πρόκληση και το νάζι της γυναίκας μπρος στη φιλήδονη λαχτάρα του άντρα. Βήματα μικρά, γρήγορα προκλητικά και λύγισμα του κορμιού σα φιδίσιο. Τα χείλη γελούνε μέλι και τα μάτια αρνούνται με καπρίτσιο. Κι ο άντρας ρυθμίζει το σκοπό του όπως τον προστάζει ο πειρασμός και το κέφι της γυναίκας. Στους ρυθμούς του γιουκουλέλε ανεμίζει τη φαρδυά βυσινιά της φούστα με τον άσπρο φραμπαλά η Κάρμεν Μολίνα.(...)
Γίνεται πανδαιμόνιο κι αρχίζει η εγκαρδιότητα. Η κιθάρα και το κοντραμπάσο πλησιάζουν σ' ένα τραπέζι που έχει έρθει στο κέφι. Κι ο καλλίφωνος της παρέας ξεκινά ένα εύθυμο τραγούδι. Η παρέα επαναλαμβάνει τον τελευταίο στίχο με γέλια και παλαμάκια κι ο καλλίφωνος συνεχίζει. Μπράβο, μπράβο! Φωνές, σπάνε ποτήρια και μια κόγκα τρελή ξεσηκώνει όλους στην πίστα του χορού.
Very nice, μου ψιθυρίζει η Μάντλεν, διορθώνοντας τα γυαλιά της. Το γκαρσόνι στέκεται μπροστά μας. Δεν θα πάρετε ένα ουίκσυ, της λέει. No thanks... tomato juice... Μα με ντοματόζουμο θα κάνετε κέφι, της λέω; Τότε η Μάντλεν με κοιτά στα μάτια με το γλυκύτερο χαμόγελό της –γλύκα πεπονιού – και μου απαντά ειδυλλιακά: I am a good girl.
Επήρα πια την απόφαση. Την πάω πίσω στο ξενοδοχείο και ξαναγυρίζω μόνος στο El Patio. Νιώθω τον εαυτό μου με περισσότερη άνεση και μόλις τώρα μπαίνω στο νόημα του Γάλλου που είπε: "Mieux vaut seul que mal accompagné...". Μα στο Μεξικό και μάλιστα σε μια μεξικάνικη εύθυμη βραδυά, δεν μένει κανείς πολλήν ώρα μοναχός. Κι ας μην ξέρει γρι ισπανικά...
[To 1941 προβλήθηκε η ταινία του Joseph Santley Down Mexico Way. Εκεί ακουγόταν το τραγούδι "South of the border" των Jimmy Kennedy-Michael Carr από τον Gene Autry. Στο τραγούδι αυτό έβαλε ελληνικούς στίχους ο Πωλ Μενεστρέλ και το τραγούδησε η Δανάη, σ' ένα δίσκο βρετανικής His Master's Voice 78 στροφών, με τη συνοδεία της ορχήστρας του Μιχάλη Σουγιούλ. Υπάρχει παρτιτούρα από το 1939, αλλά πότε ακριβώς κυκλοφόρησε ο δίσκος δεν είναι εντελώς γνωστό. Ίσως μετά την Κατοχή].
Μια Μεξικάνα - Δανάη
ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΠΛΑΖ ΤΗΣ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΣ
Αλλά να η πλαζ της Σάντα Μόνικα. Η Santa Monika Beach όπου υπάρχουν καλοκαιρινές βίλες των "αστέρων". Και τα beach clubs. Περνούμε από τη βίλλα της Μάριον Νταίηβς, του Κλαρκ Γκέιμπλ και του Σταν Λώρελ, δηλαδή του Λιγνού, που ήρθε στο Χόλλυγουντ μαζί με τον Τσάρλι Τσάπλιν –γιατί είναι και αυτός Άγγλος κατά 4 χρόνια νεώτερος του Σαρλώ (σ.σ. κατά ένα)–, παίζοντας κι αυτός παντομίμα στην Αγγλία, μέχρις ότου να βρη τον δρόμο του 17 χρόνια μετά την άφιξή του στο Χόλλυγουντ, δηλαδή από τότε που συνεταιρίστηκε με τον... Χοντρό.
Αλλά μπροστά μου απλώνεται κάτι καλύτερο απ' όλα. Ο Ειρηνικός! Η απεραντοσύνη του ωκεανού κυλά ένα κύμα βουερό αργοκίνητο και μεγαλόπρεπο που σπάει τον αφρό του σαν χιλιάδες άσπρες χαίτες Ποσειδώνιων αλόγων που έρχονται να λυγήσουν ύστερα από μια κούρσα από τις ακτές της μυθικής Ατλαντίδας, ύστερα από ένα χλιμίντρισμα υπέρτατης κόπωσης, στην απαλωσύνη της αμμουδιάς. Εκεί βυθίζουν τα μπροστινά τους και λυγίζουν την περήφανη χαίτη τους. Μυριάδες άλλες χαίτες έρχονται ξοπίσω τους, αιώνες ολάκερους δίχως να σταματήσουν.
Η Santa Monica beach που απλώνεται μπροστά στον Ειρηνικό, με τις αναρίθμητες σειρές των αυτοκινήτων, τα γήπεδα των σπορ, τις πολύχρωμες ομπρέλλες, τις απλόχωρες βεράντες και τα δροσιστικά μπαρ, δεν έχει τίποτε από τον χαρακτήρα μιας ευρωπαϊκής λουτρόπολης. Μοιάζει περισσότερο μ' έναν ωκεάνιο στίβο όπου χιλιάδες ιδεώδη κορμιά της αμερικάνικης νεότητας χαίρονται τα παιχνίδια της θάλασσας και τα σπορ της αμμουδιάς, εισπνέουν βαθιά το ιώδιο του Ειρηνικού κι αφήνουν να διαπερνάν το πετσί τους οι υπεριώδεις του καλιφορνιακού ήλιου φορώντας τις slumber masks για να προστατέψουν τα μάτια τους και τη μύτη τους από το κάψιμο.(...)
Συνεχίσουμε τώρα, ανεβαίνοντας πάντα προς τον βοριά, συναντώντας μια σειρά από πετρελαιοπηγές. Περνούμε τη Ventura με τις πετρελαιοπηγές τής Richfield που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα και συνεχίζουμε το δρόμο μας μέχρι τη Santa Barbara. Εδώ σταματάμε τελειωτικά, αφού πραγματοποιήσαμε 200 σωστά χιλιόμετρα με τους γύρους μας στις βίλλες και στην πλαζ.
Ένα καλό γεύμα είναι απαραίτητο. Τραβάμε για το Santa Barbara Biltmore, ένα πραγματικό σπανιόλικο παλάτι της ίδιας εταιρείας με το Biltmore του Λος Άντζελες όπου μένω. Κάτω από μια πορτοκαλιά ομπρέλλα, τριγυρισμένοι από ευκαλύπτους και πιπεριές, απολαμβάνουμε ένα εξαιρετικό menu με περίφημα θαλασσινά. Ένα ευχάριστο αεράκι που 'ρχετε από τον ωκεανό, περνώντας μέσα από τα δέντρα, κάνει να εισπνέουμε ένα άρωμα γεμάτο υγεία. Νιώθουμε τον εαυτό μας τόσο ξεκούραστο, ώστε σε λίγο σηκωνόμαστε να κάνουμε με τα πόδια ένα γύρω στην πόλη.
Έχουν δίκηο που λένε την Santa Barbara "το μαργαριτάρι της Καλιφόρνιας". Είναι τόσο κομψή, τόσο λουσάτη, τόσο γραφική, τόσο ειδυλλιακή, ώστε να αξίζει τον τίτλο αυτό. Το λιμάνι της είναι γεμάτο από γιωτ δισεκατομμυριούχων που 'χουν στήσει εδώ το λημέρι τους και πιο ψηλά, στο Montecito, θαυμάζουμε αυτά τα παραμυθένια παλάτια των βασιληάδων του πετρελαίου, του σολομού, της κονσέρβας, της μαστίχας, του τενεκέ και πολλών άλλων πανίσχυρων και ακλόνητων βασιλείων...
[Ο Δημήτρης Μπαξεβανάκης τραγουδά το «Μπαρμπάντος» των Γιώργου Κατσαρού-Τάσου Μαστοράκη, από ένα δισκάκι της εταιρείας Monte Carlo, εποχής 1959-1960. Μπαρμπάντος, φυσικά, είναι η νησιωτική χώρα της Καραϊβικής. Πιο exotica δεν γίνεται].
ΔΗΜ.ΜΠΑΞΕΒΑΝΑΚΗΣ-ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΟΣ- GREEK RETRO
ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ
Το downtown της Χονολούλου, η κάτω πόλη, αποτελεί το κέντρο της κίνησης. Οι επιβλητικές τράπεζες, τα μεγάλα καταστήματα, τα ψηλά κτήρια, οι λουσάτες βιτρίνες, πλαστογραφούν ασφαλώς το χαβαγιέζικο χρώμα. Χωρίς όμως να το εξαφανίσουν.
Ανάμεσα στα μαγαζιά αυτά με τις αμερικάνικες, χαβαγιέζικες και γιαπωνέζικες επιγραφές, ξεχωρίζουν τα μαγαζιά των γνήσιων προϊόντων πολυτελείας του τόπου. Τα μυροπωλεία με τις μεθυστικές μυρουδιές από χαβαγιέζικα λουλούδια μέσα σε βαρύτιμα μπουκαλάκια από κρύσταλλο με χρυσό διάκοσμο. Τα κοσμηματοπωλεία με τα περίφημα χαβαγιέζικα κοσμήματα, τα ανθοπωλεία με τα τεράστια τροπικά λουλούδια, τους χρυσοκίτρινους ηβίσκους και τα φλογόχρωμα τζίντζερς, τις κίτρινες αλαμάνδες και τις άσπρες καμέλιες, τις απαλόχρωμες μανόλιες, τα τρυφερά τζάσμινς και τα ζωηρά φλαμπουαγιάν... σε χρώματα ηχηρά, σε σχήματα τολμηρά, σε αρώματα μεθυστικά.
Και δίπλα σ' αυτά, τα τροπικά φρούτα της Χαβάη, τα μάγκος, τα παπάγιας και οι περίφημοι ανανάδες. Και τα ημιτροπικά, οι μπανάνες, οι κουάβας και τα νόστιμα μακαντάμια. Και τα μαγαζιά με τα κομψοτεχνήματα και τα ενθύμια του τόπου, και τ' άλλα με τα ψαράκια μέσα στις γυάλες που μοιάζουν σαν πολύχρωμα φανταχτερά παιχνιδάκια. Και τα εξωτικά πουλάκια μέσα σε κομψά κλουβιά, με μικρό ζωηρόχρωμο κεφαλάκι και ατέλειωτη φτερωτή ουρά.
Τα μαγαζιά με τις χαβαγιέζικες μόδες, τουαλέττες βραδυνές από γαλάζιο ατλάζι με βελούδινες απλικασιόν κιτρινόχρυσων ηβίσκων, ή από ατλάζι βυσινί με άσπρες καμέλιες κεντημένες στην βιτρίνα του Walsh Shop και του Mac Inerny, που θεωρούνται τα αυθεντικά μαγαζιά της χαβαγιέζικης βραδυνής τουαλέττας, της περίφημης χολόκου. Και παραπέρα γυναίκες Χαβαγιέζες που πουλάν τα γραφικά pahu, τα χορταρένια φουστάνια της Χούλα, από ταινίες άσπρων ξηρών χόρτων από φύλλα τι (σ.σ. δέντρο) ή από στενόμακρα χρυσοκοκκινοπράσινα φύλλα του Γκόλντεν Σόουερ.
Κι ακόμα τα γραφικά λαουχάλα, φαρδιά καπέλλα από φύλλα πανδάνου (pandanus) που σας πλέκουν μπροστά σας, μέσα σε δέκα λεπτά, με μια τέχνη ταχυδακτυλουργική, που τα φοράτε πράσινα και σε λίγε μέρες, επάνω στο κεφάλι σας, γίνονται ασπρόξανθα από τον ήλιο.
Και στη Maunakea St., ένα μικρό δρομάκο που βγαίνει στο λιμάνι και είναι ευθύς μετά τη διασταύρωση των μεγάλων λεωφόρων King και Nuuanu, σειρά από γυναίκες Χαβαγιέζες που παίρνουν λουλούδια από γεμάτα καλάθια, τα περνούν με την βελόνα στην κλωστή και φτιάνουν τα δροσερά και χαρούμενα λέι. Λέι για το λαιμό, λέι για το κεφάλι, λέι για τους καρπούς και για τις πολύ σμαρτ, λέι και για τους αστραγάλους. Όλα αυτά στο πείσμα τού εξαμερικανιστικού πνεύματος μού θυμίζουν κάθε τόσο πως βρίσκομαι σ' έναν τόπο της Πολυνησίας.
[Η Ρένα Ντάλμα, με το Τρίο Ατενέ τραγουδούν το τσα-τσα τού Δημήτρη Ευσταθίου «"Αλλόμα" στο νησί της Χαβάης» από ένα δίσκο 78 στροφών της RCA, που πρέπει να κυκλοφόρησε γύρω στο 1960].
ΑΛΟΜΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΧΑΒΑΗΣ ΡΕΝΑ ΝΤΑΛΜΑ ΤΡΙΟ ΑΤΕΝΕ 1960
WAIKIKI
Σε λίγο κατεβαίνω στην παραλία. Στην περίφημη beach του Waikiki, σπαρμένη με πολύχρωμες ομπρέλλες και με γραμμές υπέροχων κορμιών με κάθε λογής beach wear.
Όλος ο κόσμος σε κίνηση εκτός από τους "ηλιολάτρες", τους Sun Worshippers, που είναι μακάρια ξαπλωμένοι κάτω από τον ήλιο της Χαβάη κι απ' τους "κυματολάτρες" που ραβδίζονται από το κύμα του ωκεανού ξαπλωμένοι ανάμεσα στη θάλασσα και την άσπρη άμμο, που η σκόνη των άσπρων κοραλλιών τής δίνει το χρώμα και το στραφτοβόλημα των κοχυλιών, της δίνει μια λάμψη τέτοια που από μακριά δείχνει σαν να 'ναι από ασήμι –the silver strand– καθώς τη λένε οι Αμερικάνοι. Αυτό το σπορ της "κυματοθεραπείας" λένε πως τονώνει το νευρικό σύστημα και θεραπεύει την πλήξη (σ.σ. να και μια λέξη, η «πλήξη», που απέκτησε μια πολύ ειδική σημασία μέσα στην επερχόμενη space age).
Οι άλλοι είναι μαζεμένοι στο βόλλεϋ-μπωλ, προς το μέρος τής Moana, στο χώρο ακριβώς που άραξαν οι πολεμικές κανόες του βασιληά Καμεχαμέχα Α, όταν έκανε την πολεμική του απόβαση στη Χονολούλου, ή βουτάν στο χλιαρό κύμα του Ειρηνικού, ή ξετρελαίνουνται με τα παιχνίδια της θάλασσας και τα ειδικά σπορ του Waikiki, που το πιο πρωτότυπο, το πιο απολαυστικό και μαζί το πιο δύσκολο είναι το surfboard.
Επάνω σε μια σανίδα που έχει το πλάτος και το μάκρος του σώματος και που ακολουθεί το ρεύμα ενός κύματος στέκεται όρθιο και ακούνητο το σώμα και τραβάει βαθιά στο πέλαγο. Και καθώς το σανίδι σκεπάζεται από τη θάλασσα και δε φαίνεται, ο άνθρωπος που στέκει επάνω του είναι σαν να περπατάει επάνω στο κύμα. Το θέαμα είναι καταπληχτικό. Το σπορ αυτό γίνεται μόνο στον Ειρηνικό όπου το κύμα είναι μακρύ και δυνατό και χρειάζεται πολλήν επιτηδειότητα και εξάσκηση στο ν' ακολουθεί το surfboard το ρεύμα του κύματος, και δύναμη ποδιών για να σταθεί κανένας ακλόνητος επάνω του.
[Ο Arthur Lyman παραλλάσσει Franz Schubert και δημιουργεί το "Waikiki serenade", από το κλασικό exotica LP του "Bwana À" στην αμερικανική HiFi Record, το 1959].
Waikiki Serenade
σχόλια