«Έκανε πολύ δροσιά στην Αθήνα· πολλή δροσιά, σε βαθμό που να θέλης ένα παλτουδάκι. Η Αθήνα έχει ένα κλίμα ευμετάβλητο, όμοιο με της Νέας Υόρκης. Πολλή σκόνη επίσης· καθώς τραβάς για τα προάστια. Συχνά στην καρδιά της πόλης, που θα βρεις κομψά σπίτια με υπερμοντέρνα διαμερίσματα, οι δρόμοι είναι χωμάτινοι. Με τα πόδια, θέλεις μισή ώρα για να φτάσης στα όρια της πόλης. Είναι αλήθεια μια πολύ μεγάλη πόλη, κοντά ένα εκατομμύριο κάτοικοι. Εκατονταπλασιάστηκε από την εποχή του Μπάυρον. Τα βασικά χρώματα είναι το γαλάζιο και το λευκό, όπως παντού στην Ελλάδα. Ως και το μελάνι των εφημερίδων έχει ένα αστραφτερό γαλάζιο, πράγμα που δίνει στον τόπο ένα ύφος αθωότητας και νεανικότητας. Οι Αθηναίοι καταβροχθίζουν κυριολεκτικά τις εφημερίδες. Είναι αδιάκοπα πεινασμένοι για νέα. Από το μπαλκόνι του δωματίου μου στο Γραντ Οτέλ η θέα έβλεπε προς την πλατεία του Συντάγματος. Το βράδυ, αυτή η πλατεία μαυρίζει από χιλιάδες κόσμο που κάθεται σε μικρά τραπεζάκια φορτωμένα με ποτά και παγωτά. Γκαρσόνια, κρατώντας δίσκους, ασταμάτητα καλπάζουν από την πλατεία στα πλησιέστερα καφενεία.(…)
Κι ύστερα, ο Θεός ξέρει πως, χωρίς συνειδητή μετάβαση, να μας ορθοί στην αιθέρια βεράντα, πάνω από τους χαμηλούς λόφους, και σ' έναν από τους λόφους, ορθώνεται, μοναχικός, ένας ανεμόμυλος κι ο Κατσίμπαλης πετάει μ' όλα του τα φτερά ξεδιπλωμένα, σαν αετός, και κάνει το νούμερο του μιλώντας για τη διαφανάδα της ατμόσφαιρας και τις γαλαζομενεξεδιές αποχρώσεις που κατεβαίνουν με το σούρουπο, για τον ατομικισμό των δέντρων και των φυτών, για τα εξωτικά φρούτα, τις εξερευνήσεις στις καρδιές των ηπείρων, για το θυμάρι και το το μέλι και το χυμό της κουμαριάς που σε μεθά, για τους νησιώτες και τους βουνήσιους για τους Μοραΐτες, και για κείνη τη Ρούσσα, τρελή για δέσιμο, που μια νύχτα σεληνιάστηκε και πετώντας τα ρούχα της άρχισε να χορεύη τσίτσιδη κάτω από το φεγγάρι, ενώ ο αγαπητικός έτρεχε να βρη ζουρλομανδύα.
Τον άκουγα, και τα μάτια μου για πρώτη φορά ποτίζονταν από το αληθινό μεγαλείο του Αττικού τοπίου για πρώτη φορά παρατηρούσα πως την ίδια στιγμή που ανέβαινε μέσα μου η χαρά, από δω κι από κει στη φρυγμένη χλόη, ανάμεσα στην ανωμαλία και την εκκεντρικότητα της βλάστησης, άντρες και γυναίκες πλανιούνταν νωχελικά, σιλουέττες μοναχικές, μέσα στη λάμψη του φωτός που όλο κι αδυνάτιζε.
Και δεν ξέρω γιατί, τα πλάσματα αυτά μου φαίνονταν βαθύτατα Έλληνες, περπατώντας όπως κανείς άλλος δεν περπατάει, γράφοντας μέσα στους αέρινους μαιάνδρους τους ξάστερα μοτίβα καλοχαραγμένα, το είδος των μοτίβων που είχα δει, την ίδια μέρα, σε βάζα, στο μουσείο. («Ο κολοσσός του Μαρουσιού», Χένρι Μίλερ, 1939)»
ο Χένρυ Μίλερ στην Ύδρα σε φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη, 1939
Στο μισάωρο ντοκιμαντέρ του 1975 ο Χένρι Μίλερ μας παρουσιάζει τα πόστερ, τις φωτογραφίες και τους τοίχους του μπάνιου του- θα μπορούσε να είναι κι ένα ταξίδι μέσα στο κεφάλι του. «Κατά κάποιο τρόπο είναι ένα είδος ταξιδιού,» λέει για το πιο σημαντικό σημείο του σπιτιού, «ένα ταξίδι ιδεών. Ταξιδεύουμε, όχι στον κόσμο, αλλά στο μπάνιο μου, που είναι ένας μικρόκοσμος.» δείχνει εικόνες που εκπροσωπούν τους καλλιτέχνες, τις ταινίες, την αρχιτεκτονική και τις ιστορίες που τον εμπνέουν, κάποια από τα έργα του και λέει μια μικρή ιστορία για όλα.
σχόλια