Κάτω από τα ερείπια του φράγκικου κάστρου που σκεπάζει τη βόρεια πλευρά των Μύλων, τα χορτάρια στην πλαγιά που χρυσίζουν μέχρι τον Ιούλη -και ισοπεδώνονται από τους βόρειους ανέμους που κατεβαίνουν από το όρος Όχη με εκκωφαντική ταχύτητα- μοιάζουν με καστανό προσάναμμα τον Αύγουστο.
Αυτή την εποχή του χρόνου θυμάμαι πάντα, κοιτώντας από το κάστρο το τοπίο πάνω από αυτό το χωριό της νότιας Εύβοιας, πόσο παράλογος μοιάζει ο μύθος της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης. Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, ο αέρας φτάνει αδύναμος στην κορυφή του βουνού καθώς η διψασμένη οροσειρά εκπέμπει θερμότητα προς τον ουρανό. Αν σκαρφαλώσεις για μια ώρα στο δρόμο προς τους Μύλους, θα μπορέσεις να τηγανίσεις αυγά στις κολόνες από πράσινο μάρμαρο που άφησαν οι Ρωμαίοι στην κορυφή ενός λόφου. Και μπορεί, όπως κι εγώ, καθώς αφήνεις τις κολόνες πίσω σου και διασχίζεις ένα μονοπάτι μέσα σε μια ηλιόλουστη έκταση με αγκαθωτούς θάμνους, βελανιδιές, ογκόλιθους και κοτρώνες, να αναρωτηθείς γιατί το καλοκαίρι -και όχι ο χειμώνας, του οποίου οι βροχές κάνουν τον κόσμο εδώ να ανθίζει σε μια έκρηξη χρωμάτων και το όρος Όχη χλοερό- θεωρούνταν από τη μυθολογία η εποχή της αφθονίας.
Και μετά είναι το γεγονός ότι ο χρόνος -τουλάχιστον για όσους από μας είναι μιας κάποιας ηλικίας, που σπεύδουν να μουρμουρίσουν «γεράσαμε» πριν αποχωριστούν- γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά μας. Εάν δεν συνέβαινε η εισβολή που πραγματοποιείται κάθε Αύγουστο εδώ, μπορεί και να ξεγελούσαμε τον εαυτό μας -μιας και αυτός είναι ένας μήνας στον οποίο έχουμε τόσα λίγα να κάνουμε- ότι ο χρόνος μπορεί να μείνει στάσιμος.
Και μετά φτάνεις στους Μύλους, συγκεντρώνεσαι μόνο σε αυτό το σκιερό χωριό και σταματάς να αναρωτιέσαι κάτω από τα πελώρια πλατάνια που ξεφυτρώνουν γύρω από την ορμητική πηγή που έκανε -και κάνει- την εδώ ζωή εφικτή. Πικροδάφνες και συκιές φυτρώνουν κατά μήκος του ρυακιού που κυλά από την πηγή και κήποι περικυκλώνουν τα σπίτια. Ακόμα, υπάρχουν μικροί ελαιώνες, εκτάσεις με λεμονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές και ροδιές.
Οι Μύλοι είναι απόκρημνοι, χτισμένοι σε επικλινές έδαφος και περιτριγυρισμένοι από ένα δίκτυο καναλιών κατασκευασμένο από τους Οθωμανούς, με τα οποία ποτίζουμε τους κήπους μας και τους ελαιώνες μας από τον Ιούνιο μέχρι τα πρωτοβρόχια. Τα παλιότερα σπίτια, σαν αυτό που ζω εγώ, βλέπουν προς το Νότο, ενώ το πίσω μέρος των σπιτιών που βλέπουν βόρεια είναι τόσο βαθιά χωμένο μες στη γη που μπορείς, σε κάποια μέρη, να ακουμπήσεις το χέρι σου στη στέγη ενώ στέκεσαι ακόμα στο δρόμο. Τα παραδοσιακά σπίτια είναι φτιαγμένα από πέτρα κι έχουν τοίχους με πάχος ένα μέτρο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι άνετα ακόμα και τον Αύγουστο, ειδικά όσο οι κήποι μας παραμένουν υγροί και οι κληματαριές ρίχνουν σκιά στις βεράντες μας. Οι βεράντες, οι σκάλες, τα μονοπάτια, ακόμα κι οι δρόμοι καταβρέχονται με λάστιχο -το νερό που δεν χρησιμοποιείται στους Μύλους με άλλο τρόπο τρέχει προς τη θάλασσα, οπότε κανείς δεν διστάζει να ανοίξει τη βρύση- το σούρουπο για να έρθει λίγη από την απογευματινή δροσιά.
Να ένα πράγμα που κάνουμε στους Μύλους τον Αύγουστο: προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη δροσιά μας. Δεν είναι καιρός για φύτεμα. Το τσάι του βουνού κι η ρίγανη έχουν μαζευτεί τον Ιούλιο. Τα κρεμμύδια έχουν μαζευτεί, αποξηρανθεί και γίνει πλεξούδες. Οι πατάτες έχουν μπει σε σακιά, στην αποθήκη. Τα βλίτα έχουν γίνει πάλι σπόρος και δεν υπάρχουν άγρια χόρτα να μαζέψει κανείς αυτή την εποχή του χρόνου. Το καλαμπόκι που έχει απομείνει -που το τρώνε κυρίως οι κατσίκες- θα εξαφανιστεί μέχρι το τέλος του μήνα. Τα λεμόνια δεν θα ωριμάσουν πριν αρχίσει το μάζεμα της ελιάς, κάποια στιγμή τον Οκτώβριο. Οι κήποι -γεμάτοι ντομάτες, κολοκύθες, μελιτζάνες, αγγούρια- χρειάζονται ελάχιστη φροντίδα. Οι άντρες από τις οικογένειες που έχουν ακόμα κάποια ζώα, όπως πάντα, πάνε σ' αυτά δυο φορές τη μέρα καθημερινά, τα πρωινά γυρνώντας σπίτι από τα ζωντανά καθώς οι αχτίδες του ήλιου ξεχειλίζουν πάνω από τα βουνά. Τα απογεύματα επιστρέφουν με τις σκιές.
Τον Αύγουστο οι σκύλοι βαριούνται και κοιμούνται όλη τη μέρα. Οι γάτες τεντώνονται στη σκιά. Τα κοτόπουλα κοιμούνται με την κοιλιά στα κοιλώματα που έχουν σκάψει μέσα στη σκόνη και οι κόκορες σταματούν να λαλούν συχνά. Σε περίπτωση παρατεταμένου καύσωνα οι κότες σταματούν να κάνουν αυγά και επειδή η οποιαδήποτε έλλειψη αυγών είναι πάντα λόγος ανησυχίας -οι κότες καμιά φορά τρώνε τα μικρά τους- αυτό γίνεται μείζον θέμα συζήτησης.
Η άλλη μόνιμη ανησυχία είναι φυσικά ο καιρός που υπαγορεύει τη διάθεσή μας και τον τρόπο που χαιρετάμε ο ένας τον άλλο. Όταν φυσάει μανιασμένα ο Καβοντόρο, κάτι που γίνεται συχνά, λέμε ο ένας στον άλλο «ο αέρας θα μας φάει», όταν ένας νοτιάς επιμένει, κουνάμε τα κεφάλια μας και θρηνούμε «αρρώστια, αρρώστια». Και μετά είναι το γεγονός ότι ο χρόνος -τουλάχιστον για όσους από μας είναι μιας κάποιας ηλικίας, που σπεύδουν να μουρμουρίσουν «γεράσαμε» πριν αποχωριστούν- γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά μας. Εάν δεν συνέβαινε η εισβολή που πραγματοποιείται κάθε Αύγουστο εδώ, μπορεί και να ξεγελούσαμε τον εαυτό μας -μιας και αυτός είναι ένας μήνας στον οποίο έχουμε τόσα λίγα να κάνουμε- ότι ο χρόνος μπορεί να μείνει στάσιμος.
Αλλά όχι: οι απούσες γενιές επιστρέφουν. Οι Μύλοι, όπως πολλά χωριά της νότιας Εύβοιας, έχασαν τα περισσότερα παιδιά τους που ενηλικιώθηκαν τις δεκαετίες του '50 και του '60. Έφυγαν για να βρουν δουλειά και πήγαν στην Αθήνα, στην Αυστραλία και στη Γερμανία, στην Αμερική ή απλώς μπάρκαραν στα καράβια. Κάποιοι έχουν γυρίσει μόνιμα μετά τη συνταξιοδότηση και κάποιοι άλλοι μένουν στα σπίτια που έχουν κληρονομήσει ή χτίσει, κάποιο Σαββατοκύριακο μέσα στη χρονιά, αλλά οι περισσότεροι γυρνούν τον Αύγουστο.
Κάποια σπίτια φουσκώνουν για να χωρέσουν τρεις, καμιά φορά τέσσερις γενιές. Τα σπίτια που δεν είναι πια νοικοκυριά -άδεια, με κλειδωμένες πόρτες και πατζούρια όλη την υπόλοιπη χρονιά- ανοίγουν. Τα αυτοκίνητα πληθαίνουν και το παρκάρισμα οπουδήποτε γίνεται πρόβλημα. Οι κάδοι σκουπιδιών ξεχειλίζουν. Υπάρχουν μποτιλιαρίσματα στην Κάρυστο, την πόλη που βρίσκεται τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, που φιλοξενεί κύματα ντόπιων που επιστρέφουν και τουριστών που διπλασιάζουν τουλάχιστον τον πληθυσμό της.
Ο στενός δρόμος για τους Μύλους γίνεται επικίνδυνος, μιας και το χωριό δεν έχει μαγαζιά, περίπτερο ή παραλίες, οπότε όσοι κάνουν τις διακοπές τους οδηγούν συνεχώς προς και από τα σούπερ μάρκετ, τα μαγαζιά και τις παραλίες της Καρύστου. Αλλά δεν έχει σημασία: οι ηλικιωμένοι εδώ που υποδέχονται τις οικογένειές τους είναι περιχαρείς. Και όλοι οι χωριανοί χαίρονται που θα δουν φως να βγαίνει από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών που για τους επόμενους έντεκα μήνες θα παραμείνουν σκοτεινά. Με το φως έρχεται η ζωή και η μικρή πλατεία των Μύλων -συνήθως άδεια- γεμίζει με παιδιά κι εφήβους τα απογεύματα, ενώ οι τρεις ταβέρνες τους γεμίζουν με πελάτες.
Oι μύλοι των Μύλων δεν λειτουργούν και τα περισσότερα απομακρυσμένα χωράφια δεν καλλιεργούνται πια, ενώ τα περισσότερα κοπάδια αποτελούν παρελθόν. Το χωριό δεν έχει προσαρμοστεί στην εισβολή του τουρισμού κι εύχομαι να μην το κάνει ποτέ. Αντί γι' αυτό, εύχομαι αιώνια ζωή στους ηλικιωμένους εδώ: χωρίς αυτούς αυτό το χωριό -το οποίο αγάπησα έχοντας ζήσει εδώ μεγάλα διαστήματα κατά την τελευταία δεκαετία- θα σταματήσει κατά κάποιο τρόπο να υπάρχει γιατί η γνώση τους ως προς το πώς να βγάλουν τα προς το ζην σε αυτήν τη «δύσκολη» γη και οι αναμνήσεις τους θα χαθούν για πάντα με το θάνατό τους. Θα χαθεί κι η ησυχία που πρωτοανακάλυψα περπατώντας στους Μύλους στο δρόμο μου για το δρακόσπιτο του βουνού Όχη δώδεκα χρόνια πριν, αλλά και η γαλήνη που τυλίγει εμένα -αλλά κι αυτό το χωριό- που θυμίζει τον πιο απαλό αναστεναγμό, από το Σεπτέμβριο μέχρι κι ολόκληρο σχεδόν τον Ιούλιο.
Έχω γράψει δυο μυθιστορήματα, ένα βιβλίο non-fiction αλλά και πολλά άρθρα σε αυτό το σπίτι: η ησυχία, η γαλήνη και η απομόνωση είναι οι μούσες μου. Η αίσθησή τους πάντως είναι τόσο εύθραυστη τον Αύγουστο, που έχω μάθει να φοράω ωτοασπίδες σε συγκεκριμένες ώρες της μέρες, αλλά και για να κοιμηθώ: στο κάτω κάτω οι απούσες γενιές είναι σε διακοπές, οπότε τείνουν να σφύζουν από κοινωνικότητα και να κάνουν φασαρία, στιγμές στιγμές μάλιστα τραβάνε την προσοχή πάνω τους με φωνές που ανασταίνουν μέχρι και νεκρούς.
Πηγαινοέρχονται φουριόζικα δεξιά κι αριστερά, ψήνοντας το μεσημεριανό τους και τρώγοντας μέχρι την ώρα της σιέστας για να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή, προετοιμάζοντας το βραδινό τους για ώρα μετά το ηλιοβασίλεμα, το οποίο και θα απολαύσουν χαρούμενοι μέχρι αργά τη νύχτα. Τεμπελιάζουν ή μαρσάρουν, κορνάρουν έξω από τα σπίτια τους για να δείξουν ότι είναι ώρα να πάνε για κολύμπι ή για ψώνια ή οπουδήποτε αλλού. Χτίζουν σαν τρελοί: o Aύγουστος είναι γεμάτος από ήχους δισκοπρίονων, σφυροκοπήματα, ήχο από πέτρες που κόβονται και μπετονιέρες που λειτουργούν αδιάκοπα.
Ευχαριστώ την καλή μου τύχη που το μπαρ που άνοιξε πριν από μερικά χρόνια στο κάτω χωριό -και μας κρατούσε ξύπνιους παίζοντας στη διαπασών τη χειρότερη δυνατή μουσική μέχρι τις 5:00 κάθε πρωί- χρεοκόπησε. Και πάντα περιμένω να τελειώσει αυτός ο μήνας, το χωριό να γίνει ήσυχο, και οι κάτοικοι να περιμένουν τα πρωτοβρόχια και το μάζεμα της ελιάς, να καθαρίσουν τις τελευταίες ντομάτες, τα κολοκυθάκια και τα αγγούρια από τους κήπους τους για να φυτέψουν λάχανα, και περιμένω να ξαναγεννήσουν οι κότες.
Αύγουστος: Καμιά φορά κάνω τις βόλτες μου το σούρουπο κι επισκέπτομαι τους χωρικούς, στους οποίους είμαι πιο κοντά εδώ. Καμιά φορά πάω στο νεκροταφείο για να επισκεφτώ αυτούς που μου λείπουν με τρόπο επώδυνο ή για να μιλήσω με εκείνους που στο τέλος της μέρας φροντίζουν τα καντήλια - τα φώτα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν τους πεθαμένους μέσα στο σκοτάδι της αιωνιότητας. Ξυπνάω την αυγή και περιμένω να ακούσω τον Βαγγέλη να περάσει καβάλα στο μουλάρι του, τον Μήτσο να περάσει χτυπώντας το μπαστούνι του, συχνά ακούω την Παρασκευή να φωνάζει τον Λευτέρη πριν πάει στην κόρη της. Καμιά φορά κολυμπάω, πάντα γράφω στη διάρκεια της μέρας, μαγειρεύω όταν έχω όρεξη. Οι χωρικοί με ευχαριστούν με κατσικίσιο γάλα, αυγά, αν υπάρχουν, και μια ποικιλία λαχανικών που θα μπορούσε να ταΐσει ένα λόχο.
Δεν έφτιαξα τον κήπο μου φέτος γιατί οι λεμονιές που κλαδέψαμε πέρσι συναντιούνται σαν ομπρέλες σε συνωστισμένο δρόμο και κάνουν ίσκιο στο μεγαλύτερο κομμάτι της γης. Αγριόχορτα και μέντα, λεβάντα και δεντρολίβανο και γεράνια ψηλά μέχρι τη μέση μου ανθίζουν έτσι κι αλλιώς. Ανάμεσα σε όλη αυτή την αγριάδα ο Mr. Turtle -μια χελώνα που ζει σε αυτή την έκταση εδώ και χρόνια- έρχεται όποτε κάνω διάλειμμα από το γράψιμο για να φωνάξω το όνομά του, για να φάει ντομάτες από το χέρι μου. Η γάτα Νao-Nao έρχεται δυο φορές την ημέρα με το ρολόι για να φάει. Ο σύζυγός μου ο Peter ζει μόνο και μόνο για να ταΐζει κι αυτός τον Mr. Turtle και τη Νao-Nao και για να είναι μαζί μου.
Μέχρι το τέλος του Αυγούστου και τα τελευταία μέλη της απούσας γενιάς θα εξαφανιστούν από τους Μύλους. Οι ταβέρνες, ως επί το πλείστον, θα αδειά-σουν. Ο δρόμος για την Κάρυστο δεν θα έχει πια κίνηση. Θα σταματήσω να χρειάζομαι ωτοασπίδες, κάποια στιγμή το Σεπτέμβρη θα σταματήσω να κολυμπάω και όταν δεν γράφω θα αρχίσω τις πεζοπορίες στην Όχη και τη Γιούδα ή να περπατάω σε ό,τι έχει μείνει από τα παλιά μονοπάτια και τα σπασμένα καλντερίμια που κάποτε πήγαιναν από τους Μύλους οπουδήποτε στη νότια Εύβοια, σε χωριά που τώρα πια έχουν λίγους κατοίκους και σε μέρη εντελώς ερειπωμένα.
Θα στοιβάξω ξύλα για τον ξυλόφουρνο, θα βάλω δυο στρώματα μονωτικό στη στέγη της κουζίνας, θα τραβήξω τα έπιπλα της βεράντας μέσα και θα προσπαθήσω να θυμηθώ πώς ακριβώς είναι να φτυαρίζεις χιόνι από την πόρτα της κουζίνας, είκοσι βήματα πιο πέρα στην κρεβατοκάμαρά μας, που δεν έχει θέρμανση. Θα δω τα λεμόνια να γίνονται κίτρινες σφαίρες, τις νεραντζιές να αρχίζουν να αποκτούν λαμπερό πορτοκαλί χρώμα και οι χωρικοί θα επιταχύνουν και θα αρχίσουν να μαζεύουν τις ελιές, να παχαίνουν τα γουρούνια τους, να φυτεύουν τη χειμωνιάτικη σοδειά τους, να ετοιμάζονται για την εποχή των μικρών ημερών. Ο Peter κι εγώ θα περάσουμε πιο πολύ χρόνο στην Αθήνα, με εμένα να επιθυμώ όλο αυτόν τον καιρό να επιστρέψω σε αυτό το μέρος, στο σπίτι και να φοβάμαι -όπως πάντα- το αναπόφευκτο.
Που, φυσικά, μας έχει ήδη πλησιάσει. Το νεκροταφείο μας είναι γεμάτο. Οι απούσες γενιές -το μέλλον αυτού του χωριού, που είναι εδώ σε μεγάλους αριθμούς, μαζί με τους λίγους καλοκαιρινούς κατοίκους που δεν έχουν δεσμούς με το χωριό- δεν θα επιστρέψουν για να περπατήσουν στα βήματα των γονιών τους, αλλά για να χαρούν τη συνταξιοδότησή τους, και ποιος θα μπορούσε άραγε να τους κατηγορήσει: έφυγαν χωρίς να θέλουν να φύγουν, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις να φτιάξουν τη ζωή τους αλλού, και δεν υπάρχει ούτε ένας λόγος για τον οποίον θα έπρεπε να επιστρέψουν ώστε να γίνουν αυτό που δεν είναι πια.
Η κίνηση των γαϊδουριών, οι ήχοι που κάνουν οι κουδούνες των προβάτων, το κακάρισμα από τις κότες έχουν μειωθεί στα χρόνια που ζω εδώ και μοιάζουν καταδικασμένα να χαθούν εντελώς. Μέχρι τότε κι εγώ, μάλλον, θα έχω πεθάνει, παίρνοντας μαζί μου τη μνήμη αυτών των χωρικών που με έχουν διδάξει πιο πολλά απ' όσα φαντάζονται, που μοιράστηκαν τις ιστορίες τους και τη ζωή τους με μένα και που με έχουν συγκλονίσει με την καλοσύνη τους και τη γενναιοδωρία τους, και, ναι, με τη σοφία τους.
Αλλά όχι ακόμα, όχι ακόμα.
*Μετάφραση: Δέσποινα Τριβόλη
σχόλια