Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στην 'Ιμπιζα
'Υστατη ευτυχία στο χείλος της αβύσσου
"Στην καρδιά του ανεμοστρόβιλου, ο Μπένγιαμιν, ακούραστος, συνεχίζει να στοχάζεται. Το ότι μπορεί ακόμα να αγαπά, να ονειρεύεται και να γράφει για τις ποικιλίες των σύκων της 'Ιμπιζα συνιστά ένα από τα αινίγματα μιας σκέψης που αιχμαλώτισε η άβυσσος, και που δεν έπαψε να βλέπει στον άγγελο του Πάουλ Κλέε την αιώνια εικόνα."
Τα σύκα της 'Ιμπιζα
του Georges Leroux
Περιοδικό Spirale, τεύχος 228, Σεπτ.-Οκτ. 2009.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στην 'Ιμπιζα μέσα από τρία βιβλία :
Une vie dans les textes (Μία ζωή μέσα στα κείμενα) του Bruno Tackels. Actes Sud, 2009.
Rêves de Walter Benjamin ('Ονειρα του Βάλτερ Μπένγιαμιν). 'Εκδοση του Burkhardt Lindner. Le Promeneur, 2009.
Expérience et pauvreté. Walter Benjamin à Ibiza (1932-1933) (Εμπειρία και φτώχεια. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στην 'Ιμπιζα) του Vicente Valero. Le Rouergue Chambon, 2003.
*
Στο δοκίμιό του για τη διαμονή του Βάλτερ Μπένγιαμιν στο νησί της Ίμπιζα κατά το διάστημα 1932-1933, ο Βισέντε Βαλέρο αναπαριστά βήμα βήμα τις τελευταίες ευτυχισμένες μέρες του συγγραφέα. Το αίνιγμα αυτής της ευτυχίας είναι ότι μπόρεσε και υπήρξε στο χείλος της αβύσσου. Κυνηγημένος τόσο από το ναζισμό που σε λίγο θα εκδόσει τα πρώτα διατάγματα κατά των Εβραίων, όσο και από τον ήδη αβάσταχτο αποκλεισμό που ανέκοπτε όλη του τη συγγραφική δουλειά, ο Μπένγιαμιν θα συναντήσει στο νησί μια ποικιλία χαρακτήρων που θα ξαναπαίξουν γι' αυτόν ή και μ' αυτόν όλο το επίμονο δράμα της αμφιθυμίας του. Επειδή προαναγγέλλουν την τελική εξορία και τον θάνατο στο μονοπάτι των Πυρηνάιων στις 26 Σεπτεμβρίου του 1940, οι δύο αυτές επισκέψεις σκιαγραφούν έναν κυνηγημένο συγγραφέα σε απόγνωση, ο οποίος όμως, ενώ προαισθάνεται τη μοίρα του, ή ακριβώς επειδή την προαισθάνεται με τόση ενάργεια, παίρνει όλες τις αποφάσεις που θα τον οδηγήσουν στην πραγματωσή της. Το να μιλάμε για προαναγγελία θυμίζοντας τις θαμμένες αυτές αναμνήσεις που ο Μπένγιαμιν μετέτρεψε σ' ένα ημερολόγιο της 'Ιμπιζα και σε κάποιες διηγήσεις που προέκυψαν άμεσα από τις συναντήσεις του στο νησί, όπως για παράδειγμα το Βράδυ αναχώρησης, σημαίνει ότι παίρνουμε το ρίσκο να διαβάσουμε τα κείμενα αυτά -και ειδικά το Εμπειρία και φτώχεια που χρονολογείται από τη δεύτερή του διαμονή- σαν την έκφραση των ύστατων ρήξεων που συνόδευσαν τις μαγεμένες αυτές εβδομάδες υπό τη σκιά του τρόμου. Σημαίνει επίσης ότι, στην καρδιά της βιογραφίας του, οδηγείται στο κρίσιμο εκείνο σημείο όπου τίποτα πλέον δεν αποκτά σημασία.
Βρίσκουμε κοντά του δύο γυναίκες. Την 'Ολγα Παρέμ και την Τότε τεν Κάτε, για τις οποίες γνωρίζουμε ελάχιστα, εκτός από το γεγονός ότι υπήρξαν γι' αυτόν αντικείμενα ακατόρθωτου πάθους. Θα μπορούσαμε να πούμε: όπως και όλες όσες προηγήθηκαν. Η σχέση με την 'Ολγα Παρέμ, που αποκάλυψε ο Γκέρσομ Σόλεμ στις βιογραφικές του σημειώσεις παρουσιάζει εκείνο το εξιδανικευμένο άρωμα που δύσκολο θα φανταζόταν κανείς ότι ταιριάζει στην περίπτωση ενός διανοούμενου σε απόγνωση. Κι όμως, στη διάρκεια των θαλασσινών εκείνων εξορμήσεων με τον Φρασκίτο, τον ψαρά από την Μαγιόρκα, ο Μπένγιαμιν ονειρεύεται πάλι το παρελθόν του. 'Ισως να ξαναβρίσκει στην 'Ολγα την σπιρτάδα της 'Ασια Λάσις που είχε συναντήσει στο Κάπρι το 1924 και την οποία επίσης είχε εξιδανικεύσει στο ρόλο της κομμουνίστριας λυτρώτριας μιας καθημαγμένης ιστορίας. Όπως και με την 'Ασια, πολύ γρήγορα, ο Μπένγιαμιν προτείνει στην 'Ολγα να τον παντρευτεί, κάτι που θα του αρνηθεί, κι αυτή η άρνηση θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σ' ένα πρώτο σχέδιο αυτοκτονίας, σε μια πρώτη ρωγμή. 'Οπως και με την 'Ασια πάλι, στην οποία αφιέρωσε το Μονόδρομο, ο Μπένγιαμιν ξαναπιάνει να γράφει εδώ για την παιδική του ηλικία, επειδή η ευτυχία είναι πάντα ενταφιασμένη πίσω του: "Ο Μπένγιαμιν, γράφει ο Βαλέρο, φαινόταν πως έτρεχε προς το παρελθόν, προς το δικό του παρελθόν, σα να προσπαθούσε να αποφύγει το μέλλον." Αυτό είναι και το φάρμακο που ο ίδιος συστήνει και για τον εαυτό του στο σύντομο κείμενο εκείνης της εποχής Ανασκαφές και αναμνήσεις, που συνοδεύει στην 'Ιμπιζα τη συγγραφή των Παιδικών χρόνων στο Βερολίνο. 'Οσο για την 'Αννα Μαρία Μπλάουποτ τεν Κάτε, ή αλλιώς Τοέτ, μια ολλανδέζα καλλιτέχνιδα που είχε συναντήσει στο Παρίσι το 1928 και με την οποία θα ξανασμίξει το φθινόπωρο του 1933, της χαρίζει το αυτοβιογραφικό διήγημα Agesilaus Santander, όπου ξαναχρησιμοποιεί την εικόνα του τρομαγμένου αγγέλου, την οποία όμως και τοποθετεί στην καρδιά ενός κρυπτογραφημένου και σχεδόν ανερμήνευτου κειμένου.
'Οπως παρατηρεί ο πιο πρόσφατος βιογράφος του, ο Μπρούνο Τάκελς, του οποίου η μελέτη παρουσιάζει με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή μέσα στο έργο, ο κόσμος της 'Ιμπιζα φιλοξενούσε ήδη μία κοινότητα εξόριστων Γερμανών, σαν τον νεαρό Χανς Ιάκωβ Νογκεράτ, γιο του Φελίξ Νογκεράτ, που ο Μπένγιαμιν γνώριζε από παιδί. Μαζί του θα πραγματοποιήσει μερικές εκδρομές για να συλλέξει τις διηγήσεις της νησιώτικης παράδοσης, μία δραστηριότητα που θα μπορούσε να εκληφθεί ως "την πνευματική προέκταση των συλλογών του με παιχνίδια και παλιά βιβλία". Κάποιες απ' αυτές θα τις εντάξει μέσα σε δικές του ιστορίες, ενώ στην Σουίτα της 'Ιμπιζα θα δώσει σ' έναν παραμυθά από το Σαν Αντόνιο τον χαρακτήρα του Ντον Ροσέλο. Ξεκινώντας από την συγκομιδή αυτή, θα γράψει αργότερα το μεγάλο του δοκίμιο Ο Αφηγητής. Τι προσδοκούσε ο Μπένγιαμιν από τον παλιό αυτό κόσμο με τα αρχαϊκά έθιμα και τα παγιωμένα τελετουργικά που συνέχιζαν να το διέπουν; Τι αναζητούσε σ' αυτό το αυστηρό τοπίο, όπου βολόδερνε μια ομάδα ατόμων, μοναχικών και ανεξάρτητων, σαν τον Γάλλο Ζαν Σελτς που τον μύησε στο χασίς πριν γίνει ο πρώτος μεταφραστής του; Το παρελθόν μόνο μπορεί να προσδώσει την εικόνα του μέλλοντος, μία παράδοξη επιταγή που φαίνεται πως καθορίζει την όλη σχέση του με την 'Ιμπιζα: ο παλιός αυτός κόσμος όπου κανένας τουρισμός δεν είχε εισβάλλει, αποκαλυπτόταν στον Μπένγιαμιν σαν την εικόνα που διέθετε την αύρα όλων εκείνων που εξαφανίζονταν και που έπρεπε να αποχαιρετήσει. Ταλαντευόμενος, όπως τόσο σύχνα στο έργο του, ανάμεσα στη δοκιμασία της νοσταλγίας και την άσκηση της ουτοπίας, στοιχειώνεται από την εμμονή της προαγγελίας: πως αναγνώσκει κανείς την προαγγελία της καταστροφής; Μπορείς να αναγνωρίσεις έστω τα πρώτα της σημάδια; Σε μια επιστολή στον Σόλεμ, έγραφε: "...Το Τρίτο Ράιχ είναι ένα τρένο που δεν ξεκινά πριν επιβιβαστούν όλοι σ' αυτό".
Γι' αυτό το λόγο ο Τέκελς γράφει πως η πρώτη διαμονή στην 'Ιμπιζα σηματοδοτεί και "την πραγματική επαφή του Μπένγιαμιν με την εξορία". 'Οπως και ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, τον οποίο είχε συναντήσει εκ νέου στο Νότο της Γαλλίας το 1931, ξέρει πως επίκειται η κατάρρευση. 'Ολο το νησί βρίθει από μυστικούς πράκτορες του Ράιχ και ο Μπένγιαμιν κάνει μάλιστα και την απερισκεψία να εμπιστευτεί μερικά γραπτά του στον Μαξιμίλιαν Φέρσπολ, για τον οποίον θα μάθουμε αργότερα πως είχε διοριστεί επικεφαλής τμήματος μιας ταξιαρχίας των SS. 'Ετσι στήνεται ο τραγικός αυτός χορός όπου δήμιοι και θύματα χορεύουν πάνω σ' ένα μαγικό νησί το τελευταίο τους τανγκό. Με την αθωότητα που τον χαρακτηρίζει, και ίσως πάλι λόγω μιας οξυμένης όσο και δραματικής διαύγειας, ο Μπένγιαμιν παραδίνεται σ' αυτό το όνειρο αγνότητας. Αρκεί να ξαναδιαβάσουμε τα όνειρα που καταγράφηκαν εκείνη την περιόδο και τα οποία συμπεριέλαβε μαζί με όλα τα άλλα σε μία συλλογή ο Μπούρκαρτ Λίντνερ, για να συναισθανθούμε την παράδοξη μαγεία που τον κυριεύει. 'Οταν κοιτάμε τις φωτογραφίες και τον βλέπουμε μαζί με τον Ζαν Σελτζ μέσα σε μια βάρκα, δεν μπορούμε παρά να προσέξουμε την ασυμφωνία του φτωχικού του κοστουμιού που έρχεται σε αντίθεση με το άσπρο πουκάμισο του φίλου του. Μέσα σ' αυτήν τη συγκυρία, την τρομακτική από κάθε άποψη, συνεχίζει ο Μπένγιαμιν να γράφει για οικιστικά θέματα και για ίχνη, για αναμνήσεις και για λιτότητα, για την εμπειρία και την φτώχεια, σαν να μη τον άγγιζε τίποτα πραγματικά από την καταστροφή.
[...] Στο διήγημα Στον 'Ηλιο, που αρχίζει με την απαρίθμιση των 17 διαφορετικών ειδών σύκων που ευδοκιμούν στην 'Ιμπιζα και που απαιτείται να ονομάζεται το καθένα σωστά, ο Μπένγιαμιν περιγράφει το νησί σαν έναν κήπο της Εδέμ, αφήνοντας να διαφανεί για μία ακόμη φορά η μαγεία που του ασκεί το καββαλιστικό δόγμα της γλώσσας και η διαδικασία της ονομασίας του κόσμου. Πως μπορεί να κατανοηθεί ένα πάθος τόσο αποφασιστικά στραμμένο στη φυγή; Σ' ένα γράμμα του στον Σόλεμ τον Ιούλιο του 1932, υπάρχει η εξής εκμυστήρευση: "Πολλά από τα έργα μου είναι νίκες ως προς τις λεπτομέρειες, νίκες στις οποίες αντιστοιχούν ήττες μεγάλης κλίμακας". Χωρίς ψευδαισθήσεις για το μέλλον, καταφεύγει σ' αυτήν την ανάγνωση της πλήρους και πυκνής εμπειρίας, για την οποία μόνο η γλώσσα που προέρχεται από την πρώτη ονομασία μπορεί να κάνει λόγο.
[...] Ιδωμένη από την σκοπιά του εξόριστου, η ζωή στην 'Ιμπιζα είχε συνάμα κάτι από το μύθο του Ροβινσώνα, του ναυαγού που ξεβράζεται σε νησί, όπως το αναφέρει κι ο Μπένγιαμιν στο διηγημά του Ο φράκτης από κάκτους, και κάτι από την υπερρεαλιστική ουτοπία: μία συνεύρηση διανοουμένων και καλλιτεχνών με αναστολή, μία κοινότητα παραδωμένη στο λυκόφως και στοιχειωμένη από την παρακμή και την πτώση στο κενό. Το γεγονός ότι ο Μπένγιαμιν αισθάνθηκε ικανός, εκδηλώνοντας μάλιστα κι ένδιαφέρον, να συμμετάσχει στα πειράματα με το χασίς, αυτός που είχε ζήσει ως τώρα μόνο μέσα από τα βιβλία και τις ιδέες, προσθέτει στη σκηνή αυτή ένα παρακμιακό άρωμα που γίνεται ακόμη πιο εμφανές μέσα από τη σχέση του με τον Ζαν Σελτζ. Όσοι τον συνάντησαν την εποχή εκείνη πρόσεξαν την αξιοθρήνητη καταστασή του: δεν είχε πια χρήματα για να πληρώσει το δωματιό του, πόσο μάλλον για φαγητό, και έπρεπε να βασίζεται στη φιλία μερικών συμπατριωτών του για να αναζητεί μια βοήθεια. 'Εχοντας φτάσει ο ίδιος στο βάθος του γκρεμού, ο Μπένγιαμιν βρίσκει ακόμη τις δυνάμεις που του επιτρέπουν να εξιδανικεύσει τη φτώχεια, καθιστώντας την θεμελιώδη πηγή εμπειρίας και αυθεντικότητας. 'Οπως γράφει στο θαυμάσιο αυτό δοκίμιο, μήπως αυτό ακριβώς δεν προτείνει η αλήθεια της νησιώτικης τέχνης, η οικιστική ακεραιότητα; [...]
Georges Leroux
Μτφ. Σ.Σ.