Ο πεζόδρομος της Ηρακλειδών στο Θησείο έχει αλλάξει πολλές φορές. Από δρόμος που φιλοξενούσε ουζάδικα και θορυβώδη καφέ, τα χρόνια της κρίσης ερήμωσε, λίγα μαγαζιά έμειναν σταθερά, και τα δύο τελευταία πήρε νέα πνοή, με μαγαζιά πιο ψαγμένα που ανακαλύπτουν οι foodies, καφέ, ένα ωραίο κουρείο, ένα κατάστημα με ποδήλατα – όταν κάθεσαι μια ανάσα από την πάντα πολύβουη Αποστόλου Παύλου νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε μέρος εξοχικό. Είναι σαν θαύμα το ότι κρατάει ακόμα την αίγλη της παλιάς γειτονιάς, με τον κόσμο να μοιράζει καλημέρες και το σύστημα να αντέχει στην επέλαση των Airbnb.
Θαύμα μοιάζει και το ότι μετά την κρίση και την πανδημία οι άνθρωποι επιχειρούν. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Πάνος Αντωνόπουλος που με μια ομάδα συνεργατών άνοιξε έναν μικρό εκδοτικό οίκο στην Ηρακλειδών, το Συρτάρι.
Η ιστορία του εκδοτικού οίκου ξεκινά ακριβώς τον Μάρτιο του 2020, μία μέρα πριν μπούμε σε καραντίνα –μόνο για 14 μέρες, αν θυμάστε– και ο πρώτος τίτλος έφτασε από το τυπογραφείο την ίδια μέρα, ήταν τα «Αντι-κείμενα» της Άννας Βασιάδη – τα αντίτυπα έμειναν εκεί, στο κλειδωμένο μαγαζί, δεν τοποθετήθηκαν καν στα ράφια.
Μπορεί να μην ήταν η καλύτερη αρχή, ωστόσο ο Πάνος και οι συνεργάτες του δεν αποκαρδιώθηκαν, μοιράστηκαν την πρώτη τους έκδοση με φίλους και γνωστούς και στη συνέχεια έβγαλαν κι άλλους τίτλους, δεκαπέντε συνολικά, νέες φωνές συγγραφέων που άξιζε να βρουν τον δρόμο τους και μια θέση στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Ποίηση, διηγήματα, νουβέλες απαρτίζουν τον σημερινό κατάλογο του Συρταριού που αριθμεί 29 νέες εκδόσεις. «Μικρή φόρμα κυρίως –ακόμα και τώρα επιμένουμε στη μικρή φόρμα–, ελληνική λογοτεχνία και μεταφρασμένη. Το πρώτο από αυτήν τη σειρά βιβλίων έχει τίτλο "Το όνομά μου είναι" και περιλαμβάνει πέντε σημαίνουσες ποιήτριες της ρωσικής λογοτεχνίας που άφησαν ένα ιδιότυπο στίγμα στο ομιχλώδες λογοτεχνικό τοπίο της εποχής κατά την οποία έζησαν και έγραψαν, τις Μίρρα Λόχβιτσκαγια, Ζιναΐδα Γκίππιους, Σοφία Παρνόκ, Άννα Αχμάτοβα, Μαρίνα Τσβετάγιεβα – η μετάφραση από τα ρωσικά είναι της Ντιάνας Καλαϊτζίδη. Και αυτό το βιβλίο εκδόθηκε μέσα στην καραντίνα, ωστόσο έκανε εντύπωση, αν και διακινήθηκε σε συνθήκες σχεδόν "παρανομίας". Ήταν σαν να κάναμε πολιτιστική αντίσταση, αλλά είπαμε ότι δεν θα σταματήσουμε να δουλεύουμε και νομίζω ότι καταφέραμε να τρέξουμε περισσότερο από κάποιους που είχαν διαγράψει μια πορεία, να δουλέψουμε εσωτερικά και να κάνουμε σε αυτά τα δυο χρόνια μια εκκίνηση», λέει ο Πάνος.
Στο Συρτάρι επιμένουν στη μικρή φόρμα και θεωρούν ότι αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο προσέγγισης των νέων αναγνωστών αλλά και των παλιότερων που για κάποιον λόγο δεν διαβάζουν όσο παλιότερα, είτε επειδή έχουν κουραστεί, είτε επειδή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, είτε επειδή εξαιτίας των κινητών έχουν μάθει να διαβάζουν, πια, μικρά κείμενα.
Το εικοστό ένατο βιβλίο είναι μια ποιητική συλλογή, οι «Αλμυρές βουκαμβίλιες» της Χρυσοβαλάντου Κονδύλη, και πριν από αυτό κυκλοφόρησε ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων τίτλος, το «Άκου» του Πίτερ Μπρουκ, για τις αντανακλάσεις του ήχου και της μουσικής στη θεατρική σκηνή – μέσα από τη συλλογή κειμένων του παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτη προσφέρεται μια μοναδική και προσωπική ματιά στον ήχο και την τέχνη της μουσικής, από το δέλεαρ των χειροκροτημάτων μέχρι τον υπέρτατο κενό χώρο: τη σιωπή.
Με ένα καλαίσθητο εξώφυλλο φιγουράρει στις νέες εκδόσεις και το αριστουργηματικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ, «Τα κύματα», σε εισαγωγή και μετάφραση Άννας Βασιάδη.
Μιλώντας για τα «Κύματα», τον ρωτώ γιατί πήρε την απόφαση να εκδώσει το βιβλίο. «Με έπεισε η Άννα Βασιάδη ότι υπάρχει μια άλλη ματιά σε αυτό το κείμενο πια που αξίζει να διαβαστεί, θεωρεί ότι υπάρχει λόγος ύπαρξης μιας νέας μετάφρασης», λέει.
«Στους ανθρώπους που φτάνουν εδώ, επειδή εμείς δεν βγάζουμε σειρές, λέω ότι πρέπει να επιλέξουν εκείνοι τι θέλουν να μεταφράσουν και για ποιον λόγο θέλουν να το κάνουν. Για παράδειγμα, η επόμενη μετάφραση είναι μια συλλογή ποιημάτων που αναφέρονται στις γυναίκες του Ιράν, δηλαδή ιρανική ποίηση που μας πρότειναν οι ίδιες οι μεταφράστριες. Εννοώ, αυτή είναι η λογική μας και νομίζω ότι αυτό φέρνει ένα καλό αποτέλεσμα στον εκδοτικό, ένα κείμενο που κάποιος το πιστεύει, το αγαπά και θέλει πολύ να το δουλέψει».
Ο Πάνος έχει αποφασίσει να δώσει χώρο σε νέους ανθρώπους και νέες φωνές και δεν δειλιάζει μπροστά στις δυσκολίες του εγχειρήματος. Ο ίδιος σπούδασε δημοσιογραφία, εργάστηκε στην Πάτρα, τον τόπο καταγωγής του, αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι δεν ήταν ο χώρος στον οποίο ήθελε να συνεχίσει και ότι η δημοσιογραφία δεν ήταν καθόλου όπως τη φανταζόταν.
Άρχισε να δουλεύει σε τμήματα Επικοινωνίας μεγάλων εταιρειών και όταν αργότερα μπόρεσε να παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό τμήμα Δημιουργικής Γραφής, ένιωσε μεγάλη χαρά και κατάλαβε ότι αυτό του έλειπε, να γράφει και ο ίδιος πιο συστηματικά, επαγγελματικά, αλλά και το να δραστηριοποιηθεί στον χώρο του βιβλίου και να βιώσει από πρώτο χέρι τη διαδρομή ενός βιβλίου από τη γέννησή του μέχρι την ημέρα που φτάνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
«Σκέφτηκα ότι υπάρχει ένας τρόπος προσωπικός για να γίνεται αυτή η δουλειά, ότι υπάρχει ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί, να δοθεί χώρος και βάρος σε ένα νέο κείμενο κι έτσι ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια, είτε με νέα κείμενα, είτε με κείμενα παραγνωρισμένα, που δεν θεωρούνται εμπορικά, είτε με την ποίηση, που δεν προβάλλεται. Έχουμε πολύ καλή ποίηση και νέες φωνές και νομίζω ότι έχει αλλάξει και η προσέγγιση των δημιουργών πια. Την ποίηση πολλοί αναγνώστες την έχουν στο μυαλό τους πολύ διαφορετικά, λένε "θα διαβάσω κάτι και δεν θα το καταλάβω" ή "θα διαβάσω κάτι αόριστο". Οι νέοι ποιητές, οι νέες φωνές γράφουν λίγο διαφορετικά, αυτό παρατηρώ. Γράφουν πιο στοχευμένα, πιο απλά, όσο απλά μπορεί να διατυπώσει κάποιος τη σκέψη του γράφοντας ένα ποίημα. Δεν πρόκειται για μια αόριστη ή ασαφή ποίηση των νέων δημιουργών, τουλάχιστον όχι όσον αφορά αυτά που φτάνουν στο Συρτάρι, στα χέρια μας. Υπάρχει σαφήνεια».
Στο Συρτάρι επιμένουν στη μικρή φόρμα και θεωρούν ότι αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο προσέγγισης και των νέων αναγνωστών αλλά και των παλιότερων που για κάποιον λόγο δεν διαβάζουν όσο παλιότερα, είτε επειδή έχουν κουραστεί, είτε επειδή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, είτε επειδή εξαιτίας των κινητών έχουν μάθει να διαβάζουν πια μικρά κείμενα.
«Η μικρή φόρμα μπορεί να προσελκύσει έναν νέο αναγνώστη που έχει μάθει να διαβάζει σύντομα κείμενα. Μπορεί να μπει στη διαδικασία να δώσει σημασία σε ένα μικρό διήγημα και να επιστρέψει στο ίδιο βιβλίο, σε έναν τίτλο που περιέχει δέκα διηγήματα π.χ., για να διαβάσει το επόμενο, είτε του ίδιου συγγραφέα είτε κάποιου άλλου, αν είναι συλλογικό. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση αλλά και τη νουβέλα, γιατί δεν απαιτεί τον χρόνο που χρειάζονται κάποια μεγάλα βιβλία», υποστηρίζει ο Πάνος. «Οι αναγνώστες διαβάζουν τα βιβλία μικρής φόρμας, το έχουμε δει να λειτουργεί, αλλά το εμπορικό κομμάτι είναι πάντα ένα άλλο θέμα».
Όταν τον ρωτώ πόσο δύσκολο είναι να προτείνει κάποιος νέους Έλληνες ποιητές, δεν διστάζει να συμφωνήσει, και επειδή η ποίηση θεωρείται το ανώτερο είδος λογοτεχνίας, με όλα τα παρελκόμενα αυτής της θεωρίας, αλλά και επειδή οι νέοι ποιητές έχουν κάνει κι εκείνοι έναν δικό τους κύκλο και δίνουν επίσης το «χρίσμα» σε κάποιον που πρωτοεμφανίζεται και την ανάλογη στήριξη. «Φυσικά, οι νέοι ποιητές θέλουν να αναγνωριστούν από τους προηγούμενους, γι' αυτό και πολλοί δηλώνουν μαθητές τους».
Με τον Πάνο συζητάμε αν τα έργα των νέων Ελλήνων δημιουργών γίνονται αποδεκτά όσο τα ανάλογα των ξένων όταν μου αναφέρει ότι, παρά την πανδημία, η έκδοση του βιβλίου του Πίτερ Μπρουκ είχε μια πολύ καλή εικόνα εμπορικά. «Πιστεύω ότι για κάποιον λόγο υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ξένους συγγραφείς και το κοινό στρέφεται προς τα εκεί. Υπάρχουν νέοι ξένοι συγγραφείς που δεν είναι καλύτεροι από κάποιους δικούς μας, ωστόσο προτιμούν ένα ξένο βιβλίο που προτείνεται και με ένα πιο δυναμικό μάρκετινγκ.
Στο Συρτάρι έχουν αποφασίσει, στο πλαίσιο του σεβασμού που τρέφουν για τους δημιουργούς και το έργο τους, να εκδίδουν παραδοσιακά τα βιβλία, έστω και σε μικρό τιράζ, ώστε να μπορούν να έχουν ένα υπολογισμένο κόστος.
«Κάνουμε μικρό τιράζ και αν κάποιος τίτλος αποκτήσει δυναμική ανατυπώνουμε. Λίγα αντίτυπα δεν σημαίνει ότι δεν τοποθετείται το βιβλίο, και το παλεύουμε κι εμείς πολύ. Κάνουμε διανομή στην επαρχία, προβάλλουμε το βιβλίο, και όλα αυτά μαζί δουλεύουν παράλληλα», λέει ο Πάνος και σημειώνει ότι κι εκείνος, ως συγγραφέας που ένιωσε όλη τη δυσκολία σε όλα τα επίπεδα, θέλει, σε ό,τι αφορά τους νέους συγγραφείς, να μπορεί να τους δίνει βήμα. Θεωρεί, μάλιστα, ευλογία να μπορεί να το εκδώσει έναν νέο δημιουργό και αυτό που φέρει .
Στα μελλοντικά του σχέδια είναι να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να δει κλασικούς συγγραφείς να μεταφράζονται ξανά, με μια νέα ματιά, με εκδόσεις που έχουν μια νέα αισθητική στα εξώφυλλα και μπορούν να προσεγγίσουν πιο φιλικά έναν νέο αναγνώστη.
«Ιδανικά, το Συρτάρι θα ήθελα να είναι ένας δούρειος ίππος που θα μπει στο μυαλό του νέου αναγνώστη ώστε να ξεκινήσει να διαβάζει τα κείμενα, αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία από όλα όσα συζητάμε. Για τα κείμενα, γι' αυτά δουλεύουμε όλοι», μου λέει αποχαιρετώντας με.
Ο Πάνος Αντωνόπουλος κάνει μια μικρή επιλογή από τις εκδόσεις Συρτάρι
1
ΟΛΑ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
Νίκος Μπελάνε
Ενώνοντας τις μαύρες τελείες
Βρήκα ένα καθαρό χαρτί
και –χωρίς να γράψω λέξη–
άρχισα να βάζω τελείες,
εδώ κι εκεί, χωρίς τάξη
και κάπως άναρχα.
Τελείες, μικρές, στρογγυλές τελείες
που, όταν τις ένωσα,
ανακάλυψα κάτι που δεν είχα σκεφτεί.
2
ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΣΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Ελένη Ποζιού
Εξώφυλλο: Sabine Rudolh
Κυριακάτικη ραστώνη
Χρειάζομαι ένα τετράδιο
που θα μπορούσε να είναι
το καλό μου.
Θα το φορούν στις γιορτές
οι σκέψεις
και θα νιώθουν μελαγχολικές.
Σαν τις Κυριακές που φτιασιδώνεσαι στο εξώφυλλο,
χωρίς κανείς να σε περιμένει
στο οπισθόφυλλο.
3
ΔΕΡΜΑ ΝΕΡΟΥ
Μένιος Καραγιάννης
[…]
λύνω το κουβάρι
φτάνω στα πέρατα της γέννησης
στο γάλα
η μαμά το έβραζε
έβγαζε την πέτσα
έγδερνε το λευκό́ η μαμά
μαμά́ όταν πεθάνεις θα χαθώ
αρίζωτος θα σκορπιστώ́
νάρκισσος παντοτινός
να με γεννήσεις ξανά μαμά
να με θυμηθείς
[…]
4
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ
Μίρρα Λόχβιτσκαγια
Ζιναΐδα Γκίππιους
Σοφία Παρνόκ
Άννα Αχμάτοβα
Μαρίνα Τσβετάγιεβα
Μετάφραση: Ντιάνα Καλαϊτζίδη
Ο άγγελος της νύχτας
Δε διψώ για απολαύσεις
της τύρβης της παροδικής.
Ζω ανάμεσα σε ίσκιους
ενός ονείρου μαγεμένου.
Κι ενώ ο άγγελος της νύχτας
προς την κλίνη μου πετά –
τους οφθαλμούς μου θα στυλώσω
στο έρεβος με μυστικά.
Με ακόρεστη λαχταρά
στη νωχελική́ σιωπή́
γέρνει στο προσκέφαλό μου
μια οικεία μου μορφή.
Ψιθυρίζω ταραγμένη:
«Χάσου, δαίμονα του σκότους!
Άγγελος δεινός της νύχτας
πλάι στην κλίνη μου ξαγρυπνά».
Καταρρέει διστακτικός
ο άγγελός μου ο αγνός,
που με τρεμάμενα φτερά
κρύβει πρόσωπο χλωμό.
(ΜΙΡΡΑ ΛΟΧΒΙΤΣΚΑΓΙΑ - МИРРА ЛОХВИЦКАЯ)
5
ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
Virginia Woolf
Εισαγωγή - Μετάφραση: Άννα Βασιάδη
[…] Τώρα αρχίζει να ξυπνά μέσα μου ο γνωστός ρυθμός· λέξεις που κοιμόντουσαν μέσα μου, σηκώνονται τώρα, πετάνε το λοφίο τους, πέφτουν και σηκώνονται και πέφτουν και πάλι σηκώνονται. Ναι, είμαι ποιητής. Σίγουρα, είμαι ένας μεγάλος ποιητής. Βάρκες και νιάτα περνούν κι απόμακρα δέντρα, “τα καταρρακτώδη σιντριβάνια των κρεμάμενων δέντρων”. Τα βλέπω όλα. Τα αισθάνομαι όλα. Έχω έμπνευση. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Κι όμως, όσο κι αν τα αισθάνομαι όλα αυτά́, μαστιγώνω το παραλήρημά μου όλο και περισσότερο. Αφρίζει. Γίνεται τεχνητό́, ψεύτικο. Λέξεις και λέξεις και λέξεις, πώς καλπάζουν ‒ πώς τινάζουν τις μακριές τους ουρές και χαίτες, αλλά κάτι μέσα μου με εμποδίζει ν’ αφεθώ στις ράχες τους […]