Τα βιβλία πολλές φορές έχουν μια δική τους παράλληλη ιστορία, ακόμα και ερήμην του περιεχομένου τους. Πολλές κρυφές ζωές διασταυρούμενες τα ακολουθούν κατά πόδας. Τι είδους ιστορία μπορεί να έχει μια ογκώδης ποιητική σύνθεση 476 σελίδων;
Το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» του Νίκου Παναγιωτόπουλου εκσφενδονίστηκε σαν τούβλο –για να ακριβολογήσω και λόγω μεγέθους– στο πεδίο της εγχώριας ποιητικής παραγωγής στα τέλη του 2006. Το νέο αποτελούσε είδηση για όλους, πλην ολίγων παροικούντων την Ιερουσαλήμ. Της έκδοσής του είχε προηγηθεί μια περίοδος κλειστής κυκλοφορίας για 20 περίπου χρόνια, με χειρόγραφα τετράδια και φυλλάδια εκτός εμπορίου που διανέμονταν σε προσεκτικά διαλεγμένα πρόσωπα. Η συγγραφή του ξεκίνησε προχωρημένο φθινόπωρο του 1985. Μια επίμοχθη και χρονοβόρα κυοφορία.
Τα πρώτα χρόνια το τμηματικό του χτίσιμο συνοδευόταν από ιδιωτικές αναγνώσεις σε ένα εκλεκτό κοινό, στο σπίτι του ποιητή στου Φιλοπάππου. Ήτανε ίσως κάτι σαν μια πράξη μυσταγωγίας, σαν τα «απόκρυφα» μιας μυστικής αίρεσης, προσβάσιμα μόνο σε λίγους μυημένους.
Μια κάποια αμηχανία, μια βουβαμάρα περιβάλλει την έλευσή του. Η κριτική αρχικά το περιεργάζεται και μοιάζει σαν να μην ξέρει τι να το κάνει. Δειλά-δειλά θα αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημειώματα.
Όπως τα βιβλία, έτσι και η ζωή έχει τους δικούς της περίεργους κύκλους. Άκουσα πρώτη φορά να γίνεται λόγος γι' αυτό στο editorial του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου της έντυπης έκδοσης της Lifo, τον Ιούλιο του 2007. Κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Σκόνταψα πάνω του λίγο μετά, αρχές φθινοπώρου ήταν και τότε, και κάτι άδηλο μου υπαγόρευσε να το αποκτήσω. Δεν με πτόησε ούτε ο όγκος, ούτε το άγνωστο όνομα, ούτε ο διακριτός βαθμός δυσκολίας.
Το Σύσσημον με βρήκε σε μια περίεργη «εγγράμματη» ενηλικίωση. Λάφυρο από μια εποχή που οπισθοχωρούσε ηττημένη για να τη διαδεχτεί η επόμενη θριαμβευτικά, σπέρνοντας φυσικά θύματα στο διάβα της, όπως γίνεται πάντα. Θα μου το επιβεβαιώσει αργότερα και ο ίδιος ο Νίκος Παναγιωτόπουλος:
Ά' δε μαλώσουν δυό καιροί δε βρέχει.
Ο Κωστής Παπαγιώργης, από τους πρώτους που τόλμησαν να αναμετρηθούν μαζί του, γράφοντας στη Lifo θα το χαρακτηρίσει «λαθροδιάσημο και εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια», σαν να λέμε στην ημιπαρανομία δηλαδή. Αν μη τι άλλο εξάπτει τη φαντασία, είναι η αλήθεια, αυτή η ιδέα της επικήρυξης, σε καιρούς απουσίας έξωθεν λογοκρισίας. Άλλωστε κι ο ίδιος ο ποιητής στο σημείωμα που προλόγιζε το πρώτο εκτός εμπορίου φυλλάδιο στάθηκε προφητικός: «ένα έργο με κυριότερο γνώρισμα τη δυσκολία του να υπάρξει».
Αλλά το Σύσσημον εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμα και σήμερα για δεύτερη φορά εκτός νόμου. Η πρώτη έκδοση σε 1300 αντίτυπα από τις εκδόσεις Ίνδικτος εξαντλήθηκε κι έμεινε ανάδελφη. Αφού αμολήθηκε αδέσποτο στους πάγκους των βιβλιοπωλείων για να περιλάβει όσους ανυποψίαστους προλάβει και να υποδηλώσει με νέο τρόπο την παρουσία του σε όσους είχαν ήδη πάρει γεύση της μαγιάς του, εξαφανίστηκε ανεπαίσθητα πάλι όπως ήρθε. Πως θα μπορούσε αλλιώς; Η ιδιαίτερη φύση του προδιέγραψε τη μοίρα του. Κάπου 4 χρόνια κράτησε αυτή η άφεση αμαρτιών.
Πριν δυο μήνες σ' ένα βιβλιοπωλείο υπήρξα μάρτυρας σε μια σκηνή, που στάθηκε η αφορμή γι' αυτές τις σκέψεις. Μια κυρία το έψαχνε εναγωνίως για να το δωρίσει, σχεδόν εκλιπαρούσε τον υπάλληλο: «πείτε μου σας παρακαλώ αν μπορώ να το βρω κάπου, οπουδήποτε, θα μου κάνετε μεγάλη χάρη». Ποιος άγνωστος δωρολήπτης άραγε το ζήταγε για ανεκτίμητο δώρο; Ένιωσα οίκτο μαζί με κρυφή ικανοποίηση, καθώς σκέφτηκα το αντίτυπο που στέκει σαν τρόπαιο στη βιβλιοθήκη μου.
Άνθρωποι του χώρου αγνοούν και την ύπαρξή του. Και άλλοι αμέτοχοι, που η επαφή τους με την ποίηση μέχρι πρόσφατα ήταν εντελώς επιδερμική, το έχουν για ευαγγέλιο.
Ένα τέτοιο επικών διαστάσεων ποίημα είναι αντίφασις εν εαυτή –contradictio in adjecto. Ποίηση και μεγάλη έκταση πως συνδυάζονται; Ένα ποίημα εξαρχής αυτοσυστήνεται σαν ελλειπτικός, συντετμημένος λόγος. Άρα και στον πιο αδαή γίνεται σαφές ότι πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Μπορεί να διαβαστεί με κόπο και σαν μυθιστόρημα, όπως υποδηλώνει και ο χωρισμός του σε Κεφάλαια. Πίσω από τις περικοκλάδες του ελεύθερου στίχου κρύβεται η πλοκή. Έχει γεγονότα, ήρωες, μια ερωτική ιστορία και μια κινητήρια αφορμή: ο θάνατος ενός καταξιωμένου λογοτέχνη και η συνάντηση των ομοτέχνων του στο σπίτι του. Ξεκινάει έτσι μια πολυδαίδαλη εξιστόρηση του πνεύματος και της διανόησης, της περιπέτειας της ελληνικής γλώσσας, της πάλης μεταξύ του καθημερινού βίου και τη λογιοσύνης, των σταδίων της ανθρώπινης ωρίμανσης. Η βάσανος της γραφής που καταλήγει να γίνει μικρογραφία για τη βάσανο της ύπαρξης.
Η ποίηση αν δεν είναι σαν σκαμπίλι στο πρόσωπο –ή και βιτσιά καμιά φορά– προκαλεί αφόρητα χασμουρητά, ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό.
Το πρώτο στοίχειωμα ήταν αυτό:
Όλη η ανθρωπότητα είναι μια χήρα
που φροντίζει τον τάφο ενός που δεν αγάπησε.
Προχωράω και φτάνω μέχρι τα μισά. Τόσο άντεξα. Από εκεί και πέρα αρχίζει η δειγματοληψία. Η αποσπασματική ανάγνωση σε κάνει να χάνεις βέβαια πολλά απ' την ουσία αλλά έχει άλλες χάρες. Σαν να σου προσφέρουν ένα κουτί με πολύχρωμα σοκολατάκια και να επιλέγεις, χωρίς να ξέρεις τι γέμιση θα έχει το καθένα.
Το ξεχνάω. Περνάνε τρία χρόνια και κάποια στιγμή γεγονότα που με ξεπερνούν και δοκιμάζουν τη φτωχή μου λογική με σπρώχνουν να βρω απαντήσεις εκεί. Και βρίσκω πολλές. Και κατατοπιστικές.
Για το δάσος:
Είδα εχτές στον ύπνο μου
στον ύπνο που κοιμόμουνα
ότι το σόι μας (η θανατική ελληνική οικογένεια)
που 'χε γκρεμίσει το γιαπί της ψυχής του ξαδέλφου μου
γκρέμιζε και το δικό μου.
Ένας πελάτης είχε μπει και με ρώτησε:
«Μήπως έχεις τον ελληνικό τροχό που έχασε τις ακτίνες του;»
Θέλω νεκρούς που ζούνε (καθόλου ζωντανούς που έχουν πεθάνει)
Και μια ποιότητα που δεν μπορώ να βρω από δω.
Για το δέντρο:
Ας έχει γλύκα ο άθλος
Και θα σου δώσω πράσινο κλωνί έξω απ' τη φάρσα του χρόνου.
Θα κεντήσω υπό κλίμακα τη γιγάντια συλλαβή της νύχτας
και την άνοδο της Κόρης του σίτου
συμπληρώνω καθημερινά ένα χαοτικό ψηφιδωτό με μια τόση δα
ονειροπόληση
η μικρή ακτίνα της δράσης μου φωτίζει ένα ψηφί.
Κάθε ζωή έχει ανάγκη το σκοτάδι.
Όπλα και κλασικές σπουδές είναι το μπούγιο.
Για τα φύλλα:
Όλα τα ψηφία του αλφαβήτου αλάτι.
Τα ξύλα μου και τα γράμματα θέλουν ξυπόλητη αντρεία.
Για να σ' το πω σωστά
Αυτά τα δυο για να πατηθούν θέλουν τέλεια αγραμματοσύνη.
Ας βγει από τα γραμματάκια η αστραπή-
στο αξονικό όρος των τεχνών
Όπου γιορτάζει ό,τι δίνει νόημα στις λέξεις:
Θαμμένη τρέλα υπόγειο και σοφίτα.
Κι όποτε επιστρέφω βρίσκω και καινούριες.
«Σύσσημον» θα πει σύμβολο, διακριτικό σημείο, το συμφωνημένο σημάδι, αυτό που σημαίνει το ίδιο για σένα και για μένα. Είναι από αυτές τις θαυμάσιες περιπτώσεις στην τέχνη που ο τίτλος ενός έργου χαίρει εξαίσιας πολυσημίας και δηλώνει κάτι και για τη μοίρα του ή τη μοίρα όσων το διαβάζουν. Σύμβολο και ενθύμιο μιας εποχής για όσους το γνώρισαν στα σπάργανά του, κομβικό σημείο για την ελληνική ποίηση, αναγνωριστικό νεύμα για όσους πρόλαβαν και απέκτησαν ένα αντίτυπο του. Το αποτύπωμά του σε μένα ήταν ότι σηματοδότησε αρχικά ένα μεταίχμιο για φτάσει να ορίζει τώρα έναν άλλο κύκλο.
Το εξώφυλλο κοσμεί έργο του γερμανού ζωγράφου και γλύπτη Anselm Kiefer (όπως και οι φωτογραφίες σ' αυτό το post, που απεικονίζουν έργα δικά του). Ευτυχής η σύμπλευση. Η τέχνη του Kiefer, απόλυτα συνυφασμένη με την ποίηση θα μπορούσε να είναι και το εικαστικό του αντίστοιχο. Ο Kiefer εμπνέεται από τον Paul Celan, από την Ingeborg Bachmann, από ένα στίχο του Goethe, από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Céline. Τα έργα του συχνά είναι σαν εγκάρσιες τομές στην ιστορία, τα διακρίνει η επική κλίμακα και τα γήινα υλικά.
Τον αναφέρει κάπου:
Αποδημία και εντοπιότητα όπως είναι εκφρασμένες
Στα συμπαντικά κολάζ της Μυστικής ζωής των φυτών του Άνσελμου Kiefer
Με βασανίζει καιρό το εξώφυλλο –ένα ξερό φύλλο πατικωμένο λες πάνω σε γρανίτη– και ο συμβολισμός του. Το φύλλο που σου παραδίνεται ξερό μοιάζει να είναι το νεκρό σώμα του βιωμένου αισθήματος που συνοψίζει ο ποιητής και το μετουσιώνει σε στίχο. Ξεχνάμε όμως καμιά φορά πως όταν αυτό συναντά στο δρόμο του το προσωπικό βίωμα του αναγνώστη, που το ταυτοποιεί ενδόξως με το δικό του, καθαγιάζεται από αυτό και αναγεννιέται ξανά χλωρό και καταπράσινο. Σαν τα κατάξερα φύλλα στα σχολικά φυτολόγια που αν τύχει και μεγάλοι βρούμε κανένα ξεχασμένο, μετά από χρόνια, αποκτούν το νόημα που τους έλειπε. Όταν κολλάγαμε τα φύλλα δε νιώθαμε. Τι ξέρουν τα παιδιά από φθινόπωρο και φθορά; Ένα ξερό φύλλο ήταν απλώς ένα ξερό φύλλο. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στην αρχή της αφήγησης δεν έχει καμιά αμφιβολία:
Προχωρημένο Φθινόπωρο.
Χτες στο ανθοπωλείο είδα χρυσάνθεμα.
Σήμερα τ' αφήνω πάνω σ' ένα φέρετρο.
Όποτε ανοίγω το Σύσσημον νομίζω πως θα βρω ανάμεσα στις σελίδες κανένα ξερό φύλλο, εύθραυστο και στο παραμικρό άγγιγμα, και βρίσκω αντ' αυτού το σελιδοδείκτη με τα παροράματα, με σχεδιασμένο πάνω του το φύλλο του εξωφύλλου.
Ποιος είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος; Από πού προήλθε όλος αυτός ο κάματος; Όπως και το έργο του μοιάζει να συμπορεύεται κι αυτός με την ίδια τύχη:
Να λαθροζείς –αυτό έκανα.
Εργαζόταν σε μια φαρμακαποθήκη όταν συνέγραφε αυτόν τον άθλο. Δεν μπορώ να μην υποκύψω στον πειρασμό να φανταστώ αυθαίρετα λογιστικές καταστάσεις, λίστες φαρμάκων, τιμολόγια εξαγωγών, παραγγελιόχαρτα σημαδεμένα σε περιθώρια και οπισθόφυλλα με τους στίχους σε εμβρυακή μορφή.
Δεν ξέρω αν όντως χρειάζεται το χρόνο του για να ωριμάσει και αν θα καταλάβει εν τέλει κάποια στιγμή στην «αίθουσα του θρόνου» τη θέση που δικαιούται. Δεν ξέρω αν η χρονική συγκυρία που εμφανίστηκε ήταν και η λιγότερο πρόσφορη. Ξέρω σίγουρα πως πρωταγωνίστησε και πρωταγωνιστεί σε πλήθος ιδιωτικές ιστορίες και έχει ήδη δικαιωθεί σε προσωπικές συνειδήσεις. Ποια άραγε να στάθηκε η τύχη των υπόλοιπων αντιτύπων; Κάθε ένα κι ένα άλλο «σύσσημον». Για να μη μιλήσουμε για τους τυχερούς κατόχους των φυλλαδίων της αφανούς πρώτης κυκλοφορίας.
Αλλεργία μου προκαλείται όταν το κατατάσσουν σε σχολές, τεμαχίζοντας το σαν τον νεκρό. Έργα σαν και αυτό τις αναφορές τους και τις τιμές που αποδίδουν είναι για να τις ξεπερνούν και να προσφέρουν το δικό τους αντίδωρο.
Η εργασία των προκατόχων μου χρησιμοποιείται
Σαν ένα λατομείο απ' όπου παίρνω πέτρες
Για το χτίσιμο της νέας πόλης μου.
Το πιο σημαντικό προς ώρας που κομίζει είναι η γλώσσα του, μια γλώσσα που αναγεννάται εκ της τέφρας της, απαλλάσσεται από φορτώματα ετών και παραδίδεται νεόκοπη και θαλερή. Φυσικά κανείς δεν αμφιβάλλει για το τι επίπονο αγώνα προϋποθέτει αυτό:
Σιωπώντας έγινα όλος γλώσσα.
Δεν έχω σταθεί έτσι με δέος μπροστά σε άλλο βιβλίο και να μην μπορώ να εξηγήσω και το γιατί. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε όλοι είναι είτε να αποστρέφουμε το βλέμμα μας χωρίς να επιχειρούμε μιαν επίφοβη αντιπαράθεση είτε να στέκουμε βουβοί κρατώντας κάθε φορά ο καθένας από ένα μόνο φύλλο, που έπεσε στο χώμα, από το πολύφυλλο και πολύκλαδο Σύσσημον. Στέκω κι εγώ με γενναία δειλία –δεν γίνεται αλλιώς– κρατώντας το δικό μου.
Και έχω δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψω για να τελειώσω αυτό που άφησα στη μέση, όπως έκανα και με αλλά θηρία τέτοιου μεγέθους, σαν την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη ή τον Οδυσσέα του Τζόυς. Μπορεί να μην το κάνω τελικά ποτέ. Είναι πάντως κι αυτό μια πρόκληση. Αν βαστάς (απο)τέλειωσε με...
Αν και μια τέτοια ανάγνωση δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το Σύσσημον ενδείκνυται για πολλαπλές καταδύσεις σε διαφορετικά βάθη κάθε φορά, με ή χωρίς μάσκα οξυγόνου.
Και η Οδύσσεια της γραφής συνεχίζεται...
σχόλια