Όμως τώρα δεν προσπαθώ να σας πω για τη μελαγχολία της Ιστανμπούλ, αλλά για την θλίψη στην οποία βλέπουμε τον εαυτό μας, που της έχουμε διάσταση πνευματική και τη μοιραζόμαστε όλοι σαν μια κοινωνία. Θλίψη είναι το σημείο όπου συναντιούνται η ίδια η πόλη και οι αναμνήσεις από τις εικόνες της πόλης. Εννοώ τα βράδια που έρχονται νωρίς, τους πατεράδες που κάτω από τα φώτα των δρόμων γυρίζουν στα σπίτια τους στους πίσω μαχαλάδες με μια σακούλα στα χέρια.
Τους γερασμένους βιβλιοπώλες που έπειτα από κάθε οικονομική κρίση περιμένουν τρέμοντας από το κρύο στο μαγαζί τους όλη μέρα πελάτη, τους μπαρμπέρηδες που έπειτα από την κρίση παραπονιούνται ότι ο κόσμος ξυρίζεται λιγότερο συχνά, τους ναύτες καθώς πλένουν, μ’ έναν κουβά στο χέρι, τα δεμένα στις άδεις αποβάθρες παλιά βαπόρια του Βοσπόρου, ρίχνουν ματιές στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση κάπου παρακάτω, και που σε λίγο θα πέσουν να κοιμηθούν στο βαπόρι που πλένουν, τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τις μαντιλοδεμένες γυναίκες με τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, που περιμένουν στις απόμερες στάσεις των λεωφορείων, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους,
το λεωφορείο που δεν έρχεται ποτέ, τους άδειους καϊκχανέδες των παλιών γιαλί, τους τσαϊχανέδες που γεμάτοι με άνεργους, τους υπομονετικούς μαστροπούς που τα καλοκαιρινά βράδια περπατάνε πέρα-δώθε στα πεζοδρόμια της πιο μεγάλης πλατείας της πόλης με την ελπίδα να βρούνε κάνα μεθυσμένο τουρίστα, τον κόσμο που τα χειμωνιάτικα βράδια τρέχει να προλάβει τα βαπόρια, τις γυναίκες που περιμένουν τους καθυστερημένους άντρες τους να γυρίσουν στο σπίτι τα βράδια, παραμερίζουν τις κουρτίνες να ρίξουν μια ματιά στον δρόμο, τους γέρους με τους τακέδες, τους μικρούς σκούφους, που στις αυλές των τζαμιών πουλάνε θρησκευτικά βιβλιαράκια, κομπολόγια, αγιασμούς, τις εισόδους χιλιάδων πολυκατοικιών που όλες μοιάζουν μεταξύ τους,
τα ξύλινα κτίρια που από μικρά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε δημαρχεία και που τα ξύλινα πατώματα τους βογκάνε σε κάθε βήμα, τις σπασμένες τραμπάλες στις άδειες παιδικές χαρές, τις σφυρίχτρες των βαποριών στην ομίχλη, τα ερειπωμένα βυζαντινά τείχη της πόλης, τις αγορές που αδειάζουν όταν βραδιάζει, τα χαλάσματα που είναι ό,τι έχει απομείνει από τους παλιούς τεκέδες, τις προσόψεις των δεκάδων χιλιάδων πολυκατοικιών που από τη βρόμα, τη σκουριά, την κάπνα και τη σκόνη έχουν χάσει το χρώμα τους, τους γλάρους που στέκονται ακίνητοι, κάτω από την βροχή, πάνω στις σημαδούρες που είναι γεμάτες μύδια και φύκια, τα τεράστια αιωνόβια αρχοντικά που τις πιο κρύες μέρες του χρόνου ένας καπνός, κι αυτός λεπτός και σχεδόν αόρατος, βγαίνει από την μοναδική καμινάδα τους, τους άντρες που ψαρεύουν στη γέφυρα του Γαλατά, τις κρύες αίθουσες των βιβλιοθηκών…
________________
Ένα μικρό απόσπασμα από ένα κεφάλαιο- ποταμό εικόνων με τίτλο « Χιουζούν (θλίψη)-μελαγχολία –tristesse»
του «Ιστανμπούλ: Πόλη και αναμνήσεις» από τον Ορχάν Παμούκ. Μερικές σελίδες παρακάτω γράφει ότι η tristesse δηλαδή η μελαγχολία «είναι το συναίσθημα που προκαλούν σ’ έναν Δυτικό οι μεγάλες και φτωχές πόλεις στους τροπικούς, η απελπισία, οι ανθρώπινες μάζες. Δεν περιγράφει την ψυχική κατάσταση των πόλεων και των κατοίκων τους αλλά τις ενοχές του Δυτικού που ταξιδεύει εκεί, την προσπάθεια του ν’ αποβάλει τις προκαταλήψεις και τα κλισέ, και τον ανθρωπιστικό, τον απόλυτο ανθρώπινο πόνο που νιώθει ανακατεμένο με τη λύπηση. Η θλίψη αντίθετα είναι η αντίδραση του κατοίκου της Ισταντμπούλ στην ίδια την κατάσταση του, δεν είναι η αντίδραση του ανθρώπου που είναι απέξω.»
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Οι φωτογραφίες είναι απο το AngelisandtheIstanbul, ένα από τα ωραιότερα ελληνικά blogs για την Πόλη
σχόλια