H IB ΜΠΑΜΠΙΤΖ, η οποία πέθανε το 2021, ήταν το απόλυτο it girl του Χόλιγουντ στις δεκαετίες του '60 και του '70 και συγγραφέας πολλών πνευματωδών, ελευθεριακών χρονογραφημάτων της ζωής της στο Λος Άντζελες, μεταξύ των οποίων το «Eve's Hollywood» και το «Slow Days, Fast Company». Όσο διάσημα λεπτοκαμωμένη ήταν η Τζόαν Ντίντιον τόσο διάσημα «χυμώδης» ήταν η Μπάμπιτζ, η οποία βρισκόταν στο κέντρο της άγριας σκηνής του Λος Άντζελες της δεκαετίας του '60, την οποία η Ντίντιον αποτύπωσε στο βιβλίο της «The White Album» το 1979.
Η Μπάμπιτζ έβγαινε με πολλούς άνδρες οι οποίοι προώθησαν το έργο της Ντίντιον, ενώ η Ντίντιον βοήθησε την Μπάμπιτζ να δημοσιεύσει το πρώτο της άρθρο στο Rolling Stone και να επιμεληθεί το πρώτο της βιβλίο. Η Ντίντιον σκιαγράφησε το προφίλ του Jim Morrison, αποκαλώντας τον έναν από τους «ιεραπόστολους του αποκαλυπτικού σεξ». Η Μπάμπιτζ έκανε σεξ μαζί του.
Η σχέση των δύο γυναικών ήταν συγχρόνως εύθραυστη και τεταμένη, και όταν η Μπάμπιτζ πέθανε, άφησε πίσω της κουτιά γεμάτα με μη απεσταλμένες επιστολές, μεταξύ των οποίων και μία προς την Ντίντιον – μια επιστολή γεμάτη οργή αλλά και λατρεία, στην οποία της επιτίθεται για τον τρόπο με τον οποίο η Ντίντιον επιτελούσε τον ρόλο της ως καταξιωμένη γυναίκα δημοσιογράφος ενώ επίσης καυτηριάζει τη δυναμική του γάμου της με τον Τζον Γκρέγκορι Νταν, έναν λιγότερο επιτυχημένο συγγραφέα.
Στο βιβλίο περιγράφονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στην Ντίντιον, που ήθελε πάντα να έχει τον έλεγχο και να «εστιάζει στο τρόπαιο», και την Μπάμπιτζ, η οποία ήταν «συναισθηματικά ακατάσταστη αλλά ηθικά θαρραλέα».
«Θα μπορούσες να γράφεις αυτά που γράφεις αν δεν ήσουν τόσο μικροκαμωμένη, Τζόαν;» την ρωτούσε σ’ εκείνη την επιστολή που γράφτηκε το 1972 και δεν στάλθηκε ποτέ. «Θα σου επιτρεπόταν να το κάνεις αν δεν ήσουν τόσο μη απειλητική σωματικά; Θα είχε καταρρεύσει προ πολλού η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε σένα και τον Τζον, αν δεν σε θεωρούσε πολλές φορές παιδί, οπότε δεν πειράζει που είσαι διάσημη. Αλλά κι εσύ η ίδια κανονικοποιείς τέτοιες συμπεριφορές, επειδή αναφέρεσαι πάντα στο μέγεθός σου».
Η Ντίντιον, η οποία είχε πρόσφατα δημοσιεύσει μια καταγγελία του γυναικείου κινήματος, είχε πει στην Μπάμπιτζ ότι δεν της άρεσαν τα ημερολόγια της Βιρτζίνια Γουλφ. «Αυτό αφορά αποκλειστικά εσένα που προτιμάς να είσαι με τα αγόρια όταν καγχάζουν με τις ανόητες γυναίκες που δεν μπορούν να γράψουν "ακριβή πρόζα"», της έγραφε η Μπάμπιτζ.
Η Λίλι Άνολικ, η δημοσιογράφος και βιογράφος της Μπάμπιτζ, ήταν εκείνη που ανακάλυψε το μη σταλμένο γράμμα τοποθετώντας το στην καρδιά μιας νέας διπλής βιογραφίας που φέρει ως τίτλο τα επίθετα των δύο γυναικών, «Didion and Babitz». Το βιβλίο είναι ένας στοχασμός για το τι χρειάζεται μια γυναίκα για να γίνει διάσημη συγγραφέας - και μια εξέταση του πόσο άσχημη και βρώμικη μπορεί να μοιάζει στα παρασκήνια μια λογοτεχνική καριέρα όπως της Ντίντιον ή μια ζωή ως party girl όπως αυτή της Μπάμπιτζ.
Αποτελεί επίσης μια καταβύθιση της Ντίντιον, την οποία παρουσιάζει ως μια βάναυσα υπολογιστική καριερίστα, εξετάζοντας πόσο μεγάλο μέρος της φήμης της ως εξέχουσας χρονογράφου της αντικουλτούρας της δεκαετίας του '60 βασίστηκε στην κοινωνική θέση της ως μέλος της ανώτερης μεσαίας τάξης και στη σειρά των καλά δικτυωμένων ανδρών που την υπερασπίστηκαν και την προστάτευσαν.
Μεταξύ άλλων συνεντεύξεων που πήρε για το βιβλίο, η συγγραφέας της διπλής αυτής βιογραφίας μίλησε και με τον συντηρητικό δημοσιογράφο Νόελ Πάρμεντελ, τον χαρισματικό εραστή της Ντίντιον στη Νέα Υόρκη, ο οποίος βοήθησε να εκδοθεί το πρώτο μυθιστόρημα της Ντίντιον αλλά της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα την παντρευόταν. Ο Πάρμεντελ περιγράφει ουσιαστικά τη σύναψη του περίφημου λογοτεχνικού γάμου ανάμεσα σε εκείνη και τον Νταν, ο οποίος ήταν, όπως είπε, «όχι λαμπρός, αλλά έξυπνος» και, σε αντίθεση με εκείνον, πρόθυμος να «βρίσκεται κάθε πρωί στο τραπέζι του πρωινού» και να «επιμελείται τα γραπτά της, γραμμή προς γραμμή».
Στο βιβλίο περιγράφονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στην Ντίντιον, που ήθελε πάντα να έχει τον έλεγχο και να «εστιάζει στο τρόπαιο», και την Μπάμπιτζ, η οποία ήταν «συναισθηματικά ακατάσταστη αλλά ηθικά θαρραλέα». Παρότι είναι φανερή η προτίμησή της στην προσωπικότητα της Μπάμπιτζ, η Άνολικ είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Αυτό που μου αρέσει στην Τζόαν είναι το πόσο πολύ ήθελε να γίνει μια μεγάλη συγγραφέας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αν εκθέτω ή αποκαλύπτω κάτι, είναι για να καταλάβω το τίμημα που πλήρωσε για να είναι η Τζόαν Ντίντιον».
Η Μπάμπιτζ ήταν πολύ λιγότερο «στρατηγική» στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε. Όταν τα βιβλία της πρωτοκυκλοφόρησαν τη δεκαετία του '70, δεν έτυχαν μεγάλης προσοχής. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν η Ντίντιον είχε εδραιώσει τη φήμη της με το «White Album», η Μπάμπιτζ αντιμετώπιζε τον εθισμό της στην κοκαΐνη και τελικά αναγκάστηκε να μετακομίσει πίσω στη μητέρα της. Στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, πάλεψε με τη νόσο του Huntington και με ένα τρομερό ατύχημα που άφησε το μεγαλύτερο μέρος του σώματός της καλυμμένο με οδυνηρά εγκαύματα.
Η Άνολικ λειτουργεί ως υπέρμαχος μιας άλλοτε ξεχασμένης συγγραφέως, την οποία βοήθησε να αποκατασταθεί με ένα προφίλ της στο Vanity Fair το 2014, παρουσιάζοντας την Μπάμπιτζ ως ένα «ακαταμάχητο υβρίδιο boho διανοούμενου και LA party girl». Μετά από εκείνο το άρθρο, η λογοτεχνική καριέρα της Μπάμπιτζ απογειώθηκε, έστω και με σημαντική καθυστέρηση. Τα βιβλία της επανεκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του New York Review of Books (NYRB Classics), με εισαγωγές από μια σειρά νεαρών δημοσιογράφων που διεκδικούσαν ως δική τους την Μπάμπιτζ, σφόδρα ερωτευμένοι με την ωμή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, αποκαλυπτική πρόζα της.
Ορισμένες από τις λεπτομέρειες σχετικά με την «άγρια ζωή» των δύο συγγραφέων στο Λος Άντζελες είναι απολαυστικές: πριν καταφέρει να γίνει σταρ του σινεμά, ο Χάρισον Φορντ ήταν μικροέμπορος χασίς και στη συνέχεια ξυλουργός της Ντίντιον στο σπίτι της στο Μαλιμπού. Ο Φορντ δεν ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, πολύ επιμελής ως τεχνίτης, αλλά σύμφωνα με τον Μπάμπιτζ, που ήξερε, «το θέμα με τον Χάρισον ήταν ότι ο Χάρισον ήξερε να κάνει έρωτα».
Άλλες αφηγήσεις είναι πιο θλιβερές, όπως το συνεχές άγχος της Μπάμπιτζ για το βάρος της, συμπεριλαμβανομένης της πεποίθησής της ότι ο Μικ Τζάγκερ δεν τη συμπαθούσε επειδή τη θεωρούσε χοντρή. Αντιθέτως, είναι περιβόητη η έντονη και σχολαστικά ελεγχόμενη σωματική λεπτότητα της Ντίντιον. Παρά το γεγονός ότι μαγείρευε περίτεχνα γεύματα για άλλους και διατυμπάνιζε τις μαγειρικές της ικανότητες, η Ντίντιον «δεν επέτρεπε στον εαυτό της να καταναλώσει καμία σάρκα», γράφει η Άνολικ στο βιβλίο.
Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία για να μπορέσει να ζήσει επίσημα περισσότερο από την Ιβ Μπάμπιτζ», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
Με στοιχεία από The Guardian