ΤΡΙΑΝΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ θα θα συμπληρωθούν με το νέο έτος από την κυκλοφορία του Generation X, του βιβλίου του Ντάγκλας Κόπλαντ που χάρισε μια αμφιλεγόμενη και αφαιρετική ταμπέλα στην γενιά η οποία ενηλικιώθηκε κατά την δεκαετία του '90.
Σ' ένα κείμενο που έγραψε το 2017, ανάμεσα σε προβλέψεις για το κοντινό μέλλον («η εικονική πραγματικότητα είναι ο αστεροειδής που θα χτυπήσει τον πλανήτη το 2023») ο συγγραφέας –μεσήλικας και βάλε πλέον– θα επέστρεφε και πάλι νοερά σ' εκείνη τη μακρινή εποχή, την τελευταία πριν από το Ίντερνετ:
«Τα πάντα μοιάζουν πλέον σαν να συνέβησαν είτε πριν από δέκα λεπτά είτε πριν από δέκα χρόνια... Φαντάσου να βρισκόσουν ξαφνικά στο 1992 για λίγες μέρες, πίσω σ' έναν κόσμο με ελάχιστη ως μηδενική πρόσβαση σε "περιεχόμενο". Θα μαράζωνες αργά από την έλλειψη πληροφορίας... Μου λείπει καμιά φορά το μυαλό μου πριν από το ίντερνετ, αλλά δε νομίζω ότι το θέλω πίσω. Κάποιες φορές το ξεγελάω διαβάζοντας ένα βιβλίο, έτσι ώστε να νομίσει ότι είμαστε ακόμα στον 20ό αιώνα, μόλις όμως αφήσω κάτω το βιβλίο, επιστρέφω αμέσως στο σήμερα. Είναι κάτι σαν χρονικός οικοτουρισμός για μας τους εκπρόσωπους της Gen X. Είχαμε να διαχειριστούμε και την αναλογική και την ψηφιακή εποχή. Μόλις φύγουμε από τη μέση, δεν θα υπάρχει ζωντανή μνήμη της αναλογικής εποχής».
Κάποια «λήμματα», μια χαρά θα έστεκαν και σήμερα, όπως ένας από τους πιο διάσημους τότε νεολογισμούς του βιβλίου, η "McJob" εργασία, δηλαδή οι «δουλειές χαμηλής αμοιβής, χαμηλού πρεστίζ, χαμηλής αξιοπρέπειας, χαμηλών παροχών, χαμηλής προοπτικής».
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας άσκησης χρονικού οικοτουρισμού κατέβασα το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, το αντίτυπο του βιβλίου από το ράφι και άρχιζα να το ξεφυλλίζω μετά από πολλά, πολλά χρόνια, ψάχνοντας να διαπιστώσω αν και πόσο αμετάκλητα συνδεδεμένο υπήρξε με την εποχή του ή αν μπορεί ενδεχομένως να λέει και κάτι για το σήμερα.
Καταρχάς, στέκεται ακόμα ο υπότιτλος του βιβλίου –«Ιστορίες για μια επιταχυνόμενη κουλτούρα»– παρότι δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο συγγραφέας του ούτε εμείς που το διαβάσαμε τότε, το είδος της γεωμετρικής επιτάχυνσης που θα ξεκινούσε λίγο αργότερα μέσω της ιλιγγιώδους τεχνολογικής ανάπτυξης.
Όσον αφορά το γλωσσάρι της «Γενιάς Χ» που σποραδικά εμφανίζεται στο πλαϊνό περιθώριο των σελίδων, κάποιοι πιασάρικοι τότε όροι και νεολογισμοί μοιάζουν είτε εντελώς παρωχημένοι είτε ως κατάλοιπα νεανικών φαντασιώσεων. Όπως το «τζετ σετ της ανέχειας», δηλαδή το να ταξιδεύεις διαρκώς με τον χαμηλότερο δυνατό προϋπολογισμό αντί για σταθερή δουλειά και μόνιμη κατοικία. Όνειρα θερινής νυκτός.
Κάποια άλλα «λήμματα» πάλι, μια χαρά θα έστεκαν και σήμερα, όπως ένας από τους πιο διάσημους τότε νεολογισμούς του βιβλίου, η "McJob" εργασία, δηλαδή οι «δουλειές χαμηλής αμοιβής, χαμηλού πρεστίζ, χαμηλής αξιοπρέπειας, χαμηλών παροχών, χαμηλής προοπτικής».
Επίσης ο «θεαματισμός» (η εμμονή με ακραίες καταστάσεις), η «αίρεση της μοναχικότητας», η «πλατωνική σκιά» (η στενή, μη σεξουαλική σχέση με άτομο του αντίθετου φύλου), η «αρχιτεκτονική δυσπεψία» (η μανία με την μινιμαλιστική αισθητική), η «μεταφασία» (η αδυναμία αντίληψης του μεταφορικού λόγου), η «κρυπτοτεχνοφοβία», η «βραζιλιοποίηση» (το διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και η συντριβή των μεσαίων στρωμάτων).
Δεν μας είχε ανοίξει ακριβώς τα μάτια το "Generation X", όπως αργότερα το "No Logo" της Ναόμι Κλάιν στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, λειτουργούσε πάντως, εκτός των άλλων, και ως μια γλαφυρή προειδοποίηση για πολλά από τα δεινά που θα σημάδευαν την κουλτούρα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την κεντρική ιστορία που αφηγείται το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση ο συναισθηματισμός, η μελαγχολία και η μοιρολατρία που συνάντησα σ' αυτή μου την ανάγνωσή του (το θυμόμουν πολύ πιο στεγνό, αυτάρεσκο και σαρκαστικό), μαζί με μια έντονη προδιάθεση συγκρότησης ενός προσωπικού ηθικού κώδικα κάποιου τύπου.
Όπως σ' αυτό το απόσπασμα: «Διψασμένος για τρυφερότητα και τρομοκρατημένος από την ιδέα της εγκατάλειψης, άρχισα να αναρωτιέμαι αν το σεξ δεν ήταν παρά μια αφορμή για να κοιτάξεις ένα άλλο ανθρώπινο ον βαθιά στα μάτια».
Ή σ' αυτήν την μικρή ελεγεία για τις (μικρο)μεσαίες τάξεις: «Τα συναισθήματα μας, όσο υπέροχα κι αν είναι, μοιάζουν σα να αντανακλώνται στο κενό, επειδή ανήκουμε στη μεσαία τάξη. Και όταν ανήκεις στη μεσαία τάξη, πρέπει να ζήσεις με το γεγονός ότι η Ιστορία θα σε αγνοήσει, ότι η Ιστορία δεν θα υποστηρίξει τους σκοπούς σου, ότι η Ιστορία δεν θα λυπηθεί ποτέ για σένα. Είναι το τίμημα για την άνεση και την σιωπή. Και εξαιτίας αυτού του τιμήματος, όλες οι ευτυχίες είναι στείρες, όλες οι πίκρες είναι άκλαυτες. Και κάθε μικρή στιγμή έντονης, φλογερής ομορφιάς θα ξεχαστεί εντελώς, σβησμένη από τον χρόνο σαν φιλμ Super-8 που έμεινε παρατημένο στην βροχή, χωρίς ήχο, για να αντικατασταθεί από χιλιάδες δέντρα που μεγαλώνουν στη σιωπή».
σχόλια