Τo Τρινιντάντ δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο σε έκταση και πληθυσμό νησί της Δημοκρατίας του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, νότια της Καραϊβικής, κοντά στη Βενεζουέλα. Τα νεότερα χρόνια, το μέρος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το πετρέλαιο έως ότου η πετρελαϊκή κρίση του 1979 προκάλεσε μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση των τιμών, αναγκάζοντας τους ντόπιους σε μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη και καθιστώντας την ούτως ή άλλως δύσκολη καθημερινότητα στο νησί πραγματικά ανυπόφορη.
Ελάχιστοι κατάφερναν να δουν τη ζωή τους να αλλάζει, όπως η Κλερ Άνταμ, κόρη γιατρών, ενός ντόπιου και μιας Ιρλανδής, η οποία κατάφερε να υλοποιήσει τα όνειρά της σπουδάζοντας στο Brown University και στη συνέχεια ζώντας μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή στο Λονδίνο μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά της.
Επίσης κατάφερε να γίνει πετυχημένη συγγραφέας που είχε την τύχη να δει το πρώτο της βιβλίο να γίνεται μπεστ σέλερ και να χαρακτηρίζεται από το BBC ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 2019 στην αγγλόφωνη λογοτεχνία.
Όλα αυτά τα όνειρα ίσως να μη γίνονταν ποτέ πράξη αν η ίδια η Άνταμ δεν είχε αντιληφθεί τι σημαίνει στέρηση και αδιέξοδο ειδικά για τους εργάτες του Τρινιτάντ, οι οποίοι ενδεχομένως να μην μπορούσαν ποτέ, σε αντίθεση με τους δικούς της, να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή να ονειρευτούν μια άλλη ζωή. Τι άλλο θα μπορούσε να φανταστεί ένας εργάτης για τα παιδιά του πέρα από ένα μεροκάματο για την επιβίωση ή μια οικογένεια;
Και όμως, η Άνταμ, μεγαλώνοντας στο πολύπαθο Τρινιντάντ της δεκαετίας του ’80, συμμεριζόμενη τις ελπίδες και τα όνειρα των ντόπιων, περιπλανώμενη στους κατεστραμμένους δρόμους και αντιλαμβανόμενη τη βία που διαπερνούσε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, όπως σε όλα τα φτωχά μέρη από τα οποία απουσιάζει η ελπίδα, γράφει ένα βιβλίο που οι περισσότεροι χαρακτήρισαν Bildungsroman, αλλά κατ’ ουσίαν πρόκειται για το ντικενσιανό βιβλίο της εποχής μας.
Οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλύτερο ή το χειρότερο, ανάλογα με τις περιστάσεις και τη μοίρα και ανάλογα με τις ευκαιρίες που τους δίνονται να δείξουν σε μια ελάχιστη στιγμή ότι μπορεί να γίνουν αυτοί που οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι κατά βάθος. Γιατί χρυσά παιδιά δεν υπάρχουν, χρυσή μπορεί να είναι μόνο η καρδιά μας.
Βασανισμένες οικογένειες που ζουν σε σπίτια με πεσμένους τοίχους, παιδιά που πρέπει να ξυπνάνε από τις τέσσερις για να φτάσουν στην ώρα τους στο πιο κοντινό αξιοπρεπές σχολείο, κλοπές που δεν δηλώνονται ποτέ γιατί ποτέ δεν εξιχνιάζονται και μια πικρή γεύση στα χείλη, ποτισμένη προηγουμένως με απελπισμένες στιγμές και σπαρακτικά όνειρα διατρέχουν τις σελίδες του Χρυσού Παιδιού.
Ακόμα και όταν ο πατέρας της οικογένειας, ο Κλάιντ Ντιγιάλσινγκ, τολμάει να σκεφτεί ότι θα ξεπεράσει τη σκληρή πραγματικότητα, έρχεται αντιμέτωπος με ένα ανήκουστο δίλημμα: τι, αλήθεια, μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος του μεροκάματου που μυρίζει «γράσο, αμμωνία και κλούβιο αυγό», αν δεν έχει προηγουμένως σενιαριστεί με κάποια φτηνή κολόνια, όταν βλέπει το παιδί του να πέφτει θύμα απαγωγής και για να το απελευθερώσει θα πρέπει να διαθέσει όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει για το δεύτερο, το πιο χαρισματικό;
Όσο στοιχειώδες και αν ακούγεται το ερώτημα, καθώς σε μια φαινομενικά εύρωστη δυτική κοινωνία δεν θα υπήρχε δεύτερη σκέψη, αφού η υγεία και η ασφάλεια κάθε παιδιού είναι προτεραιότητα, σε κοινωνίες όπως το Τρινιντάντ τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Κι αυτό γιατί τα αρχέτυπα και οι προκαταλήψεις που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, ο ανθρώπινος μόχθος που μεταφράζεται σε θυσίες και χρήμα μαζί με την αίσθηση ότι το παιδί που μορφώνεται και ξεφεύγει μοιάζει να απελευθερώνει την οικογένεια από δεσμά χρόνων δεν είναι ήσσονος σημασίας για τις φτωχές κοινωνίες και η Κλερ Άνταμ το λαμβάνει σοβαρά υπόψη αυτό.
Σε ένα βιβλίο όπου οι ντόπιες δεισιδαιμονίες φαίνεται να ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων όσο και οι λελογισμένες αποφάσεις, η συγγραφέας οφείλει να κρατήσει το βλέμμα της όσο πιο κοντά γίνεται στο σκεπτικό των πραγματικών ανθρώπων. Με τον πιο έξυπνο τρόπο, που μετατοπίζει την αφήγηση από τον Κλάιντ στον υποτιθέμενα «προβληματικό» Πολ, ακριβώς για να αποδείξει το αντίθετο, η Κλερ Άνταμ διατρέχει όλες τις αποχρώσεις των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων που καλλιεργούνται στο εσωτερικό της κλειστής κοινωνίας: από τις εμμονές του εκάστοτε δασκάλου, ο οποίος μοιάζει να ορίζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ποιο παιδί είναι προβληματικό μέχρι τον γονιό που δείχνει χωρίς κανέναν ενδοιασμό τις προτιμήσεις του.
Σε έναν τόπο που μοιάζει με έρημη χώρα, παρά τα ωραία ηλιοβασιλέματα και τα εξωτικά ονόματα των δρόμων, π.χ. «Μπουκαμβίλια Αβενιού», ο οίκτος δεν είναι ικανός να μαλακώσει τα σκληρά αισθήματα των ανθρώπων γιατί η ίδια η ζωή έχει αποδείξει προ πολλού ότι είναι σκληρή: αρκεί μια λάθος διάγνωση ενός γιατρού ότι το παιδί «κακόπεσε» στη γέννα για να θεωρηθεί ότι ο μικρός Πολ είναι ένα παιδί «κατώτερης διανοητικής ικανότητας» σε σχέση με τον δίδυμο αδελφό του Πίτερ, ο οποίος είναι γραφτό να ξεχωρίσει.
Για χάρη του δεύτερου συγκεντρώνει χρήματα ο βιοπαλαιστής πατέρας του, Κλάιντ, και σε εκείνον έχουν στραμμένη όλη την προσοχή και το βλέμμα οι δάσκαλοι. Το «χρυσό παιδί» είναι αυτό που θεωρείται βέβαιο ότι θα περάσει όλες τις εξετάσεις, σε αυτό εναποθέτει ο πατέρας τις ελπίδες του ότι θα κερδίσει το χρυσό μετάλλιο που θα τον βοηθήσει να εξασφαλίσει τις πολυπόθητες σπουδές στην Αμερική. Μόνο που η μοίρα, και κυρίως η πορεία των πραγμάτων, φαίνεται να δίνει στις προσδοκίες άλλη τροπή.
Καταρχάς, το σκηνικό ανατρέπεται από τα ίδια τα δραματικά γεγονότα αλλά και από τον «ατίθασο» Πολ που διεκδικεί τη δική του φωνή και βούληση, αφήνοντας τα μαλλιά του μακριά, συνομιλώντας εσωτερικά με όλα τα στοιχεία της φύσης και μένοντας να φαντάζεται με τη γνήσια καλλιτεχνική του ψυχή που ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί το «λαμπερό, στρογγυλό φεγγάρι, τις καρφιτσότρυπες των άστρων».
Ακολουθώντας τις εσωτερικές του σκέψεις, που μας αποκαλύπτει σε μια στροφή της αφήγησης η συγγραφέας, σταδιακά καταλαβαίνουμε, και δεν χρειάζεται να μεσολαβήσει ο ιερέας που υποστηρίζει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως υποστηρίζει το περιβάλλον του σχολείου και οι ίδιοι οι γονείς, ότι ο Πολ είναι απλώς ένα ακόμα εσωστρεφές παιδί με διαφορετικό εσωτερικό κόσμο και μεγάλη ευαισθησία που φαντάζεται αλλιώς τα πράγματα, ειδικά όταν αφήνει ελεύθερη τη φαντασία.
Αυτό συμβαίνει όταν έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα καλλιτεχνικά δημιουργήματα ή με διαγράμματα από πλανήτες που τον κάνουν να βλέπει τα πράγματα «πολύ πολύ μεγαλύτερα. Πολύ πολύ πολύ μεγαλύτερα. Του αρέσει να κοιτάζει το φεγγάρι και να φαντάζεται το διάστημα. Το φαντάζεται πολύ σιωπηλό, πολύ κρύο. Σίγουρα θα χρειαζόταν πουλόβερ εκεί».
Με μεγάλη ευαισθησία η Άνταμ ακολουθεί τις εσωτερικές του σκέψεις, ακούει τη φωνή του και αποφασίζει να την κάνει να ακουστεί πολύ πέρα από τα σύνορα του Τρινιντάντ, στο εσωτερικό κάθε σπιτιού που έχει μάθει να διαχωρίζει τα παιδιά σε «χρυσά» και μη, σε προικισμένα από τις εξωτερικές δυνάμεις και σε ανυπεράσπιστα. Τίποτα, όμως, απ’ όλα αυτά δεν ισχύει παρά μόνο για τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ζωή και οι διαφορετικές εκδοχές της μπορούν να χωρέσουν σε μέτρα και στεγανά και να μετρηθούν με επιτυχίες και κουτάκια.
Όπως πολύ σοφά δείχνει αυτό το μυθιστόρημα, οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλύτερο ή το χειρότερο, ανάλογα με τις περιστάσεις και τη μοίρα και ανάλογα με τις ευκαιρίες που τους δίνονται να δείξουν σε μια ελάχιστη στιγμή ότι μπορεί να γίνουν αυτοί που οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι κατά βάθος. Γιατί χρυσά παιδιά δεν υπάρχουν, χρυσή μπορεί να είναι μόνο η καρδιά μας. Και σε αυτό έχουμε δικαίωμα όλοι μας.