H άγνωστη, απέραντη νοτιοαφρικανική χώρα, το «τελευταίο φυλάκιο αυτής της ηπείρου», επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, καθώς, εκτός από τη βράβευση του Νοτιοαφρικανού Ντέιμον Γκάλγκουτ με το Booker του 2021 για την Υπόσχεση (κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ), το τελευταίο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Αμπντουλραζάκ Γκούρνα από την Τανζανία και κατόπιν το γαλλικό Γκονκούρ στον Σενεγαλέζο Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ, ενώ η Ναντίν Γκόρντιμερ και ο Τζ. Μ. Κουτσί αμφότεροι έχουν κερδίσει Booker ‒ ο δεύτερος, μάλιστα, δύο φορές.
Ο Γκάλγκουτ, λοιπόν, κάνει δυναμική είσοδο στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα, αποσπώντας όχι μόνο αυτό το σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο αλλά και θερμές κριτικές: οι «Times» χαρακτήρισαν την Υπόσχεση ως βιβλίο της χρονιάς, το TLS μίλησε για μια «επιβλητική γλώσσα» και η «Guardian» επισήμανε τις μοντερνιστικές αρετές του.
Το πολιτικό στίγμα μιας χώρας αλλά και μιας οικογένειας που βίωσε το πέρασμα από το απαρχάιντ, τις μαζικές εξοντώσεις των μαύρων και την υποχρεωτική στράτευση στην άνοδο του Μαντέλα αλλά και στις αδικαίωτες υποσχέσεις είναι εξίσου έντονο με τις σχεδόν αναπόφευκτες ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων σε ένα τόσο επιβαρυμένο από αίμα περιβάλλον.
Αναμφίβολα το φιλόδοξο εγχείρημα του Γκάλγκουτ να συνομιλήσει με τον Φόκνερ, στήνοντας μια επιβλητική σάγκα στην καρδιά της νοτιοαφρικανικής χώρας και αποκαλύπτοντας τις μελανές της όψεις και τους δραματικούς της κόσμους, δεν μένει χωρίς καρπούς.
Όλα συμβαίνουν με τον τρόπο του Φόκνερ, με σημείο αναφοράς ένα σπίτι, το οποίο η Εβραία μητέρα της οικογένειας Σουάρτ, Ρέιτσελ, έβαλε, λίγο πριν πεθάνει, τον άνδρα της να της υποσχεθεί ότι θα το δώσει στην πιστή τους μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ, μια υπόσχεση που δίχασε για πάντα την οικογένεια και έμεινε σαν ανοιχτή εκκρεμότητα στις μονίμως τραυματισμένες ψυχές των μελών της. Το πολιτικό στίγμα μιας χώρας αλλά και μιας οικογένειας που βίωσε το πέρασμα από το απαρχάιντ, τις μαζικές εξοντώσεις των μαύρων και την υποχρεωτική στράτευση στην άνοδο του Μαντέλα αλλά και στις αδικαίωτες υποσχέσεις είναι εξίσου έντονο με τις σχεδόν αναπόφευκτες ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων σε ένα τόσο επιβαρυμένο από αίμα περιβάλλον.
Είναι κωμικοτραγικό, για παράδειγμα, να συνειδητοποιεί κανείς, διαβάζοντας τις σελίδες του, ότι για τους Νοτιοαφρικανούς διασκέδαση ήταν η οικογενειακή επίσκεψη στο πάρκο με τα φίδια, όπου φυσικά πολλοί πέθαιναν από τα δηλητηριώδη δαγκώματα, ή οι πειραματισμοί με διαφορετικά είδη όπλων. Η βία φαίνεται να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητά τους και ο Γκάλγκουτ, ως γνήσιος Νοτιοαφρικανός, προσπαθεί να την αντισταθμίσει με το χιούμορ.
Με αντίστοιχο τρόπο, δεν είναι να απορείς που όλα τα μέλη της οικογένειας Σουάρτ αντιμετωπίζουν τα δικά τους ψυχικά αδιέξοδα, τα οποία υπερβαίνουν τους οικογενειακούς θανάτους. Η μικρή λεσβία κόρη Αμόρ που συνειδητοποιεί το κάρμα της από την ώρα που υποπτεύεται αμυδρά τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις της κατά τα άλλα μισητής και σκληρής θείας της Τάνι Μαρίνα υποφέρει από ψυχολογικές μεταπτώσεις που την κάνουν να αλλάζει πόλεις και συμπεριφορές, ενώ ο αδελφός της Άντον δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της κατάθλιψης, την ανάμνηση ενός φόνου και του όπλου που κρατούσε κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων των μαύρων τη δεκαετία του ’80.
Ανάμεσά τους η επίσης καταραμένη, ειδικά αναφορικά με τις ατυχείς επιλογές στην προσωπική και ερωτική της ζωή, αδελφή τους Άστριντ και ο αλκοολικός πατέρας, του οποίου η μοίρα είναι αντίστοιχη με αυτήν της άρρωστης μητέρας, Χέρμαν Αλμπέρτους Σουάρτ, κατά κόσμον Μάνι, συμπληρώνουν τις μελανές ψηφίδες ενός μονίμως ημιτελούς παζλ.
Όλοι αυτοί, και πάλι θυμίζοντας Φώκνερ, ως τραγικοί φορείς ενός αόρατου κάρμα που αποδίδεται σε μια μοιραία υπόσχεση, παρότι διχασμένοι, φαίνεται να ακολουθούν μια κοινή οικογενειακή πορεία, χωρίς να παύουν να είναι αμιγώς Νοτιοαφρικανοί στις αντιδράσεις τους: στις κηδείες, οι οποίες δεσπόζουν και στα τέσσερα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται το βιβλίο, αστειεύονται σχεδόν χωρίς ενοχές, ενίοτε το σκάνε κιόλας για να φλερτάρουν, ενώ αυτοσαρκάζονται με έναν τρόπο που στα μάτια των Ευρωπαίων αναγνωστών φαντάζει σχεδόν άκομψος.
Όμως αυτό το παράδοξο χιούμορ που ακροβατεί μεταξύ της διονυσιακής, μπουφόνικης φάρσας και της λεπτής ειρωνείας είναι που αντισταθμίζει την τραγωδία μιας οικογένειας και μιας χώρας και χαρίζει έναν προσωπικό τόνο στο άκρως ευρηματικό βιβλίο του Γκάλγκουτ.
Η πρωτοτυπία του δεν έγκειται, ωστόσο, μόνο στην ικανότητα εξισορρόπησης των αντιθέτων, ούτε στη σκηνοθετική ικανότητα του συγγραφέα, ούτε καν στον τρόπο που ο παντεπόπτης τριτοπρόσωπος αφηγητής παρεμβαίνει ειρωνικά στην αφήγηση, προτρέποντας ή αποτρέποντας τον αναγνώστη και άλλοτε αναλαμβάνοντας τον ρόλο ενός χαρακτήρα, ακριβώς όπως η κάμερα του Φελίνι, τον οποίο επικαλείται στην προμετωπίδα του βιβλίου ο Γκάλγκουτ. Η ευρηματικότητά του διαπιστώνεται στους άπειρους αφηγηματικούς τρόπους που εφευρίσκει αλλά και στην άμεση σύνδεση της ζωντανής προφορικής αφήγησης με τις πιο πρωτότυπες ποιητικές μεταφορές.
Αν και έμπειρος θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος, που ξέρει να σκηνοθετεί το υλικό του, δείχνει να μην ξεχνάει ποτέ ότι γράφει ένα αμιγώς λογοτεχνικό έργο που στόχο έχει να αναφερθεί άμεσα στα πιο καθολικά υπαρξιακά ζητήματα αλλά και ότι καταθέτει ένα βιβλίο που θα βγάλει τη χώρα του εκτός συνόρων και θα καταστεί συμπαντικό και διαχρονικό.
Κυρίως όμως ο Γκάλγκουτ ξέρει να λαξεύει μοναδικά τις λέξεις σε κάθε του φράση, ακόμα και στον τρόπο που παροτρύνει τους αναγνώστες: «Δείτε τις λέξεις να πετάνε, να περνούν την πόρτα του δωματίου, να βγαίνουν στον διάδρομο, έξω από το παράθυρο. Παρακολουθήστε τες να υψώνονται πάνω από την πόλη, να φτερουγίζουν στη φάρμα σαν μικρό σμήνος σε σχήμα ψαλμού, αναζητώντας τη γυναίκα στην οποία απαγγέλλονται. Κάνουν τον γύρο του λόφου και βουτάνε στην πελούζα, μπαίνουν στο σπίτι από την πίσω πόρτα και περνάνε με ξυλοπόδαρα από την κουζίνα, σαν αλλαγή στο φως». Σέβεται την απτή, ενσαρκωμένη, θαρρείς, διάστασή τους, καθώς τις ανυψώνει στο επίπεδο της ποίησης, τις επεξεργάζεται σαν χειριστής μιας καλοδουλεμένης εκφραστικής μηχανής ή τις απελευθερώνει, αφήνοντας τες να βγαίνουν από το στόμα των ηρώων.
Και αυτοί με τη σειρά τους κάνουν ό,τι μπορούν για να μας θυμίζουν τους ανθρωπότυπους που συναντάμε σε τέτοιες πολεμικές κοινωνίες, όπως η ευαίσθητη και ανασφαλή Αμόρ, η οποία αυτοπαγιδεύτηκε σε ένα αυτοκαταστροφικό περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει η αγάπη, η ελευθεριακή αδελφή της Άστριντ, που δεν κατάφερε να ενσωματωθεί στις αυστηρές κοινωνικές νόρμες, ο αλλόκοτα εσωστρεφής Άντον που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τους δικούς του εσωτερικούς εφιάλτες και ο καταραμένος πατέρας Μάνι, του οποίου η καταβύθισή του στον κόσμο των περιστασιακών ερώτων και του αλκοόλ δεν τον απάλλαξε από τους προσωπικούς του δαίμονες. Η μόνη που φαίνεται να διατηρεί καθαρή τη συνείδησή της μέχρι τον θάνατό της είναι η μαύρη υπηρέτρια Σαλομέ.
«Η επιβίωση δεν είναι διδακτική, απλώς ταπεινωτική», γράφει ο Γκάλγκουτ σε ένα κρεσέντο αλήθειας, όπως και η μόνιμη υπαρξιακή αυταπάτη ότι θα υπάρξει δικαίωση για τους πάσχοντες μετά θάνατον. «Μη νομίζεις ότι υπάρχει μια τάξη, νομίζεις πως οι πράξεις σου έχουν σημασία, ότι θα ζυγιαστούν και θα κριθούν σε κάποιο τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών», γράφει σε μία από τις οδυνηρά αληθινές στιγμές του βιβλίου.
Αλλά καμία λύτρωση δεν επέρχεται στις σελίδες παρά η δραματική κορύφωση ότι «για τον καθένα μας ο θάνατος είναι η τελευταία μέρα». Αλλά υπάρχει τρόπος για παρηγοριά και αυτή είναι η λογοτεχνία, γιατί διαφορετικά «όλη η ανθρώπινη ζωή μοιάζει με χορτάρι πάνω στη γη». Τουλάχιστον ο συγγραφέας το κοιτάει από ψηλά.