«ΑΝ ΜΟΥ ΕΛΕΓΑΝ να γράψω ένα μυθιστόρημα με το οποίο θα μπορούσα ν’ αποδείξω με κατηγορηματικό τρόπο πόσο ορθές είναι οι απόψεις μου πάνω σε κάποια ζητήματα, δεν θα 'δινα για μια τέτοια δουλειά ούτε δυο ώρες. Αν όμως μου έλεγαν ότι αυτό που θα γράψω θα το διαβάζουν τα σημερινά παιδιά ύστερα από είκοσι χρόνια και θα χαρούν, θα κλάψουν, θ’ αγαπήσουν τη ζωή, για τον σκοπό αυτό δίνω και τη ζωή μου, όλες τις δυνάμεις μου».
Υποψιαζόταν άραγε ο Λέων Τολστόι (1828-1910), όταν σημείωνε τα παραπάνω, πόσες γενιές έμελλε να τραφούν με το «Πόλεμος και Ειρήνη»; Έργο προοδευτικό και πρωτοποριακό που, με τα ενσωματωμένα στοχαστικά του μέρη, άνοιξε νέους ορίζοντες στη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα-ποταμός του Τολστόι αποτυπώνει με σατιρική διάθεση την φιλοβοναπαρτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις αρχές του 19ου αιώνα στους κόλπους της ρωσικής αριστοκρατίας, αναπαριστά τον πόλεμο σαν μια αποκρουστική πραγματικότητα χωρίς ίχνος ρομαντισμού, εμφυσά πνοή σε αξέχαστους χαρακτήρες και πάνω απ’ όλα, ίσως, εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με την Ιστορία, καταρρίπτοντας την αυταπάτη ότι τα άτομα μπορούν να κατανοήσουν και να ελέγξουν την πορεία των γεγονότων από μόνα τους.
Ως το τέλος της ζωής του ο Λέων Τολστόι παρέμεινε ένας ευγενής με ταξική συνείδηση, κρατώντας αποστάσεις από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και τον καπιταλισμό.
Γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, ο Ρώσος συγγραφέας έφερε πάντα το σημάδι της καταγωγής του. Ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ένας ευγενής με ταξική συνείδηση, κρατώντας αποστάσεις από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και τον καπιταλισμό. Ο Τολστόι ήταν πεπεισμένος πως η δύναμη της Ρωσίας βρισκόταν στην πατριαρχικά δομημένη αριστοκρατία των γαιοκτημόνων. Όσο, όμως, απεχθανόταν την αστική υποκρισία, άλλο τόσο εναντιωνόταν και στην κοινωνική αδικία.
Από τα πρώτα κιόλας βήματα της λογοτεχνικής πορείας του, ήταν σαφές πως ο Τολστόι διψούσε για μια ηθική δικαίωση της ζωής. Ορθολογιστής ως το κόκκαλο, δεν βάσισε την τέχνη του στην αυθόρμητη αποκάλυψη του υποσυνείδητου. Αντίθετα, από τότε που άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιό» του (1847) ως τον καιρό που έγραφε το «Πόλεμος και Ειρήνη» (1863-1867), η συγγραφή γι’ αυτόν ήταν κυρίως μια προσπάθεια να υποτάξει την πραγματικότητα.
Νιώθοντας άβολα μέσα στην εποχή του, ο μόνος τρόπος για ν’ αναλύσει τη ρώσικη ζωή όπως την γνώριζε κι όπως την είχε αγαπήσει ήταν να καταφύγει στο παρελθόν. Στράφηκε, λοιπόν, στην εποχή που οι ναπολεόντειοι πόλεμοι συγκλόνιζαν την Ευρώπη και η εκστρατεία ενάντια στη Ρωσία το 1812 διέκοπτε βίαια την ανεμελιά της μοσχοβίτικης ζωής.
Επιστρατεύοντας τη στιβαρή, γαλήνια πρόζα του, αξιοποιώντας τις μνήμες του (τα πρόσωπα του Νικολάι Ροστόφ και της πριγκίπισσας Μαρίας είναι εμπνευσμένα από τους γονείς του), δανείζοντας στοιχεία των ιδεολογικών του αναζητήσεων στους δύο επιστήθιους φίλους και κεντρικούς ήρωες (τον πρίγκιπα Αντρέι και τον κόμη Πιέρ Μπεζούχοφ), φιλοτεχνώντας ολοζώντανα πορτρέτα χαρακτήρων (από την πανέμορφη και πνευματώδη Νατάσα μέχρι τον μουσικό Καρατάγεφ και τον στρατηγό Κουτούζοφ) και τοποθετώντας απέναντί τους τη δαιμονική μορφή του Ναπολέοντα, ο Τολστόι, με απόσταση μισού αιώνα, ανασύστησε την εποποιία του 1812 δίνοντας ταυτόχρονα μια ψυχογραφία της ρώσικης ψυχής.
Σύμφωνα με τον Γάλλο ακαδημαϊκό Ρομέν Ρολάν, για ν’ αντιληφθεί κανείς τη δύναμη του «Πόλεμος και Ειρήνη» πρέπει ν’ αντιληφθεί την κρυμμένη του ενότητα: «Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες, λιγάκι μύωπες, δεν βλέπουν παρά τις μύριες λεπτομέρειες, που η αφθονία τους τούς θαμπώνει και τους αναστατώνει. Πρέπει ν’ ανυψωθείς πάνω απ’ αυτό και ν’ αγκαλιάσεις με το βλέμμα σου τον ανοιχτό ορίζοντα, τον κύκλο από τα δάση και τα χωράφια. Τότε θα νιώσεις το ομηρικό πνεύμα του έργου, την γαλήνη των αιώνιων νόμων, το επιβλητικό ρυθμό της πνοής του πεπρωμένου, το αίσθημα του συνόλου που μαζί του δένονται όλες οι λεπτομέρειες».
Όπως άλλωστε έχει γράψει κι ο δικός μας Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, αυτό που θέλησε να βάλει στα χέρια των ανθρώπων ο Τολστόι είναι «το μαγικό ραβδί του παραμυθιού, το μυστικό της αδελφότητας των ανθρώπων. Μόνο από την άποψη του λαού μπορεί να καταλάβει κανείς τι φοβερός παραλογισμός είναι ο πόλεμος, το αλληλοσκότωμα ανάμεσα στα έθνη. Και μόνο η ιδέα της αδελφότητας μπορεί να φέρει την αρμονία και στον άλλο πόλεμο, να ισορροπήσει σ’ ένα νόημα ζωής τις ψυχικές αγωνίες των ηρώων».