Η «Άννα Καρένινα» είναι από τα βιβλία για τα οποία μπορεί κανείς να μιλήσει, κι ας μην τα έχει ξεφυλλίσει καν. Ξέρει ότι πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα κι ότι θεωρείται μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ, όπως ξέρει ότι η ομώνυμη ηρωίδα, που έχει διαπράξει το «έγκλημα» της μοιχείας, φτάνει να δώσει τέλος στη ζωή της, πέφτοντας στις ράγες ενός τρένου. Δεν αποκλείεται μάλιστα να γνωρίζει και την εναρκτήρια φράση του βιβλίου, διάσημη στα λογοτεχνικά χρονικά: «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία»...
Εκείνος ωστόσο που αγνοεί ουσιαστικά το κλασικό μυθιστόρημα του Τολστόι κι έχει διάθεση να το ανακαλύψει, πρέπει ν' αναζητήσει τον τόμο-κομψοτέχνημα της «Άγρας», που κυκλοφόρησε το 2010 –εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Ρώσου συγγραφέα– πλαισιωμένο από κατατοπιστικές εισαγωγές, επίμετρο και φωτογραφικό υλικό, στην αρυτίδωτη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.
Θυμίζουμε πως τα ρωσικά ήταν η μητρική γλώσσα του συγγραφέα του «Κιβωτίου», κι ο ίδιος, σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του, Καίτης Δρόσου, ήταν εξοικειωμένος με τη γραφή του Τολστόι καιρό πριν καταπιαστεί με την «Άννα Καρένινα». Πολλά, άλλωστε, από τα έργα που μετέφραζε δεν οφείλονταν μόνο σε εκδοτικές παραγγελίες αλλά και σε δικές του προτάσεις.
Ο Ντοστογιέφσκι υποκλίθηκε αμέσως στον Τολστόι, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ρωσικού δαιμονίου», «ένα τέλειο καλλιτεχνικό έργο» που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή.
Μυθιστόρημα-ποταμός που δείχνει κατανόηση για όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, δημοσιευμένο σε συνέχειες μεταξύ 1873 και 1877, η «Άννα Καρένινα» γράφτηκε στην πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του Τολστόι, λίγο πριν από την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν' αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί στις θρησκευτικές αναζητήσεις του. Μια περίοδο, ταυτόχρονα, και έντονων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ιδεολογικών μαχών στο εσωτερικό της χώρας του, όπου αυτός, ο ευγενής της υπαίθρου, ανάμεσα στα στρατόπεδα των συντηρητικών και των ριζοσπαστών, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή, αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Διόλου τυχαίο που η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Άννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της, που αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, αντιμετωπίστηκε έκτοτε ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι.
Η ιστορία της Άννας που αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις κι εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί για τον κομψό αξιωματικό Βρόνσκι μπλέκεται σ' όλη την έκταση του μυθιστορήματος μ' εκείνην του Λέβιν, του alter ego του συγγραφέα: ενός επίσης αντισυμβατικού γαιοκτήμονα, όλο ενοχές για τις προσωπικές του ανέσεις και ταλανιζόμενου από αυτοκαταστροφικές τάσεις, ο οποίος θ' αναζητήσει τη γαλήνη και την ψυχική πληρότητα μακριά από τους κοσμικούς κύκλους και τις εύκολες ηδονές, στη σκληρή δουλειά στο κτήμα του, πλάι στους χωρικούς, και στη ζεστασιά της οικογενειακής ζωής, πλάι στην αγαπημένη και πολύ νεότερή του Κίτι.
Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Άννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων από το κοινό τους περιβάλλον –αριστοκράτες, διανοούμενους, γραφειοκράτες– και μόνο προς το τέλος τούς παρουσιάζει να συναντιούνται από κοντά, υπογραμμίζοντας στον αναγνώστη αυτό που τους ενώνει πάνω απ' όλα: την ειλικρίνειά τους μέσα σ' έναν αντιφατικό και με περίσσευμα υποκρισίας κόσμο.
Η εκτίμηση που δείχνει ο Λέβιν για την περιβόητη μοιχαλίδα αντανακλά και τα αισθήματα του Τολστόι απέναντί της, που μέχρι ν' αποκρυσταλλωθούν είχαν περάσει από σαράντα κύματα.
Ιδού τι κατέγραφε στο ημερολόγιό της η γυναίκα του Σοφία, τρία χρόνια πριν εκείνος καταπιαστεί με την «Άννα Καρένινα», ενώ ακόμα πάλευε μ' ένα παλιότερο σχέδιό του, ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Μεγάλο Πέτρο: «Χτες το βράδυ μου είπε ότι είχε διακρίνει έναν τύπο παντρεμένης γυναίκας της υψηλής κοινωνίας· η γυναίκα αυτή φαινόταν συντετριμμένη. Μου εξήγησε ότι το ζητούμενο για εκείνον ήταν να τη σκιαγραφήσει μόνον ως άξια λύπησης και όχι ως ένοχη, και ότι από τη στιγμή που ετούτος ο τύπος γυναικός είχε παρουσιαστεί εμπρός του, όλα τα πρόσωπα και οι τύποι ανδρών που είχε φανταστεί στο παρελθόν έβρισκαν τη θέση τους και συγκεντρώνονταν γύρω από εκείνη τη γυναίκα. Τώρα φωτίστηκαν όλα, μου είπε».
Στο πρώτο σκαρίφημα του βιβλίου, εν τούτοις, κι ενώ ο Τολστόι είχε στο μεταξύ ξεκοκαλίσει όλα τα γαλλικά μυθιστορήματα περί μοιχείας της εποχής του, η «αξιολύπητη» Άννα ήταν «μια γυναίκα πολύ αντιπαθητική και το τραγικό της τέλος δεν ήταν παρά η τιμωρία που της άξιζε», όπως σημειώνει ο Κούντερα στην «Τέχνη του μυθιστορήματος».
Ο βιογράφος του Ρώσου κλασικού, Ανρί Τρουαγιά, υποστήριξε πως η μεταμόρφωσή της σ' ένα καθ' όλα ελκυστικό πλάσμα κι εντέλει σε τραγική ηρωίδα, οφείλεται στο ότι ο Τολστόι είχε φτάσει να την ερωτευτεί. Ο Κούντερα, όμως, που ανέδειξε την «Άννα Καρένινα» σε βιβλίο-φετίχ των πρωταγωνιστών της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», αποδίδει την αλλαγή στην ίδια τη «σοφία του μυθιστορήματος»: «Όλοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι αφουγκράζονται αυτήν την υπερπροσωπική σοφία, πράγμα που εξηγεί γιατί τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι πάντα λίγο πιο έξυπνα από τους δημιουργούς τους».
Η «Άννα Καρένινα» αγκαλιάστηκε αμέσως από το ρωσικό κοινό, μολονότι οι κριτικοί, ανάλογα και με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, διχάστηκαν. Ο Ντοστογιέφσκι πάντως υποκλίθηκε αμέσως στον Τολστόι, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ρωσικού δαιμονίου», «ένα τέλειο καλλιτεχνικό έργο» που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Με το πέρασμα δε του χρόνου, η «Άννα Καρένινα», χάρη στους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της, αναγνωρίστηκε κι ως πρόδρομος του μοντέρνου ψυχολογικού μυθιστορήματος που υπηρέτησαν μορφές όπως ο Τζόις, ο Φόκνερ και η Βιρτζίνια Γουλφ.
Ακόμα κι ο Νόρμαν Μέιλερ, στον Τολστόι χρωστάει ό,τι κατάφερε. Την εποχή που στα 25 του, πατώντας πάνω στις εμπειρίες του από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έγραφε το παρθενικό του μυθιστόρημα, τους «Γυμνούς και τους νεκρούς», αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στην ανάγνωση της «Άννα Καρένινα». Κι όπως θα έγραψε αργότερα στη «Μάγισσα τέχνη»: «αυτή είναι η μεγαλοφυΐα του γέροντα: ο Τολστόι μας διδάσκει ότι η ευσπλαχνία έχει αξία και εμπλουτίζει τη ζωή μας μονάχα όταν είναι αυστηρή, ότι δηλαδή μπορούμε ν' αντιληφθούμε όλα τα καλά και τα άσχημα ενός χαρακτήρα, αλλά εξακολουθούμε να νιώθουμε πως στην πλειονότητά μας, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε πιθανόν λίγο περισσότερο καλοί παρά φρικτοί».
σχόλια